International Herald Tribune
Ο Τζέιμς Χέτφιλντ, ο αγριωπός τραγουδιστής και κιθαρίστας των Metallica, ήρθε πρώτος στη δουλειά κι άρχισε θορυβωδώς να κάνει τις φωνητικές ασκήσεις του. Ο Λαρς Ούρλιχ, ο γλυκύτατος ντράμερ του γκρουπ, ακολούθησε. Κι έπειτα ήρθαν οι μακρυμάλληδες σέρφερ της μπάντας: ο κιθαρίστας Κερκ Χάμετ, μικροκαμωμένος και ανάλαφρος, και ο μπασίστας Ρόμπερτ Τρουχίλο, το νεότερο μέλος, με χοντρά χαρακτηριστικά και ευγενικούς τρόπους. Βρίσκονται σ’ ένα καλά φυλασσόμενο κτίριο του Σταδίου Κοτροτσένι στο Βουκουρέστι. Ενα χαμηλοτάβανο δωμάτιο έχει μετατραπεί σε χώρο για την προετοιμασία του συγκροτήματος πριν από τη συναυλία. Το συγκρότημα χρειάζεται οπωσδήποτε ένα 20λεπτο ζέσταμα πριν βγει στη σκηνή – τα μέλη του είναι όλοι σαρανταπεντάρηδες. Και τα τελευταία τέσσερα χρόνια χρησιμοποιούν επίσης τον χρόνο αυτό για να γράψουν νέο υλικό, στο οποίο περιλαμβάνονται και μερικά από τα κομμάτια του ρωμαλέου καινούργιου τους άλμπουμ «Death Magnetic» (Warner Brothers).
Ενας φωτογράφος ζήτησε από τα μέλη του γκρουπ να σταθούν μαζί για να τους φωτογραφήσει. «Πάλι;» μουρμούρισε ο Χέτφιλντ. «Το κάναμε και το ’84». Εσωτερικό αστείο της παρέας – κανένας δεν γέλασε. Οι κιθαρίστες άρχισαν να παίζουν μικρές μελωδικές φράσεις και μετά από δέκα λεπτά κατέληξαν στο «Creeping Death», του 1984, το πρώτο που θα έπαιζαν στη συναυλία. Ενα «γκόθικ» κομμάτι των πρώιμων Metallica, γεμάτο αρνητικό δυναμισμό.
«Δεν έχει καινούργια τραγούδια απόψε», είπε απολογητικά ο Ούλριχ, καθώς ένας βοηθός του τύλιγε με κολλητική ταινία τα δάχτυλα. Το κονσέρτο πάντως ήταν όπως θα το ήθελαν οι περισσότεροι θαυμαστές των Metallica: μουσική ηχογραφημένη μεταξύ 1983 («Kill ‘Em All», το πρώτο τους άλμπουμ) και 1991 («Metallica», το αποκαλούμενο «Black Album»), τίποτα όμως από το δεύτερο μισό της καριέρας τους. Υπήρχαν φωτοβολίδες και πυροτεχνήματα, το πλήθος τραγουδούσε και χτυπούσε χέρια-πόδια σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας. «Θα τραγουδήσετε όσο πιο δυνατά μπορείτε;» κραύγασε ο Χέτφιλντ πριν από το «Seek and Destroy» το τελευταίο encore της συναυλίας. «Θα κάνετε τους Metallica περήφανους για το Βουκουρέστι;»
Η συναυλία έγινε λίγο πριν κυκλοφορήσει, στις 12 Σεπτεμβρίου, το Death Magnetic. Το άλμπουμ, για το οποίο οι Metallica συνεργάστηκαν με τον περίφημο παραγωγό Ρικ Ρούμπιν, είναι μακράν καλύτερο από οτιδήποτε έχουν ηχογραφήσει τα τελευταία 12 χρόνια. Ακούγεται σάμπως το συγκρότημα να έχει ξυπνήσει από κώμα. Θα μπορούσε όμως να το δει κανείς και σαν οπισθοχώρηση, που θυμίζει τον ήχο του γκρουπ στα μέσα της δεκαετίας του ’80.
Η μουσική των Metallica ήταν πολύ ρωμαλέα τότε, ποτισμένη με τρέλα και πάθος. Η θανατερή φαντασία των στίχων του Χέτφιλντ πάλευε με τα σόλο της κιθάρας σε συναρπαστικές μονομαχίες. Δεν έμεινε έτσι όμως. Από την αρχή σχεδόν, το πιστεύω του συγκροτήματος ήταν ότι πρόοδος σημαίνει ακεραιότητα. Κάθε φάση της εξέλιξής τους φαινόταν να αμφισβητεί τις αξίες του χέβι μέταλ, την ταχύτητα, την ένταση, τη συναισθηματική αυτοσυγκράτηση.
Η μια αποστασία διαδεχόταν την άλλη: μπαλάντες, ακουστικές κιθάρες, κατάργηση των σόλο της ηλεκτρικής κιθάρας, κούρεμα των μαλλιών. Τελικά το γκρουπ προσέλαβε έναν «προπονητή» –έναν ψυχοθεραπευτή, λίγο-πολύ– ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στο «Metallica: Some Kind of Monster», το ντοκιμαντέρ του 2004 για την παραλίγο διάλυση του συγκροτήματος και την ανασυγκόλλησή του.
Ο Ρικ Ρούμπιν είχε δει το φιλμ και το βρήκε «απαίσιο». «Ηταν οι Metallica στα χειρότερά τους. Καλλιτεχνικά και προσωπικά». Ηθελε τα μέλη του συγκροτήματος «να προσπαθήσουν να σβήσουν πολλά χρόνια εμμονής στην ανάγκη να αλλάζουν συνεχώς τον ήχο τους και να εξελίσσονται», λέει. «Αν το σύνθημά σου επί είκοσι χρόνια είναι “αλλαγή, αλλαγή, αλλαγή”, τότε η εγκατάλειψη αυτής της έμμονης ιδέας μπορεί να αποτελεί με τον τρόπο της μια καινούργια ιδέα».
Ο Ούλριχ εξηγεί: «Ο Ρικ μας έβαλε μέσα στο κεφάλι μια εντολή: μη φοβάστε το παρελθόν σας. Δεν χρειάζεται να το αντιγράφετε, αλλά είναι μια χαρά να εμπνέεστε από αυτό». Τι σημαίνει λοιπόν ο καινούργιος τους δίσκος; Κούραση από την ανανέωση; Νοσταλγία; Ή μήπως ενσωματώνει μια αρετή που συνήθως δεν σχετίζεται με το χέβι-μέταλ – την εκλέπτυνση;
Σχεδόν κάθε καλοκαίρι οι Metallica περιοδεύουν στην Ευρώπη. Τον Ιούλιο έπαιξαν σε στάδια πόλεων όπως η Πετρούπολη, η Ρίγα, η Σόφια, προσελκύοντας 20 έως 50 χιλιάδες κόσμο σε κάθε συναυλία. Στο Βουκουρέστι, όπου όλα τα εισιτήρια είχαν προπωληθεί, συγκέντρωσαν 23.000 θεατές. Οι Ανατολικοευρωπαίοι αγαπούν τη χέβι μέταλ και στους Ρουμάνους ταιριάζει ιδιαίτερα το είδος. Μιλούν με αυτή τη διάθεση αρνητικής βεβαιότητας –στο στυλ τραγουδιών όπως το «Creeping Death»– για την πολιτική διαφθορά και άλλα προβλήματα της χώρας. Το Βουκουρέστι είναι αρχιτεκτονικά χαοτικό: μια κομψή ευρωπαϊκή πρωτεύουσα του 19ου αιώνα, την οποία το κομμουνιστικό καθεστώς «στόλισε» με τεράστια, άθλια τσιμεντένια κουτιά. Η Τρανσυλβανία απέχει μερικές μόνο ώρες στα βορειοδυτικά. Στη διάρκεια της συναυλίας ο Χάμετ έπαιξε με μια κιθάρα που είχε πάνω της την εικόνα του Μπέλα Λουγκόζι ως Κόμη Δράκουλα.
Πριν από το Black Album, που πούλησε 15 εκατομμύρια αντίτυπα στις ΗΠΑ και ώθησε τους Metallica στην επίσημη καθιέρωση, το συγκρότημα είχε ήδη εξασφαλίσει ένα αρκετά μεγάλο διεθνές ακροατήριο και μια δική του «υποκουλτούρα». Η συμμετοχή σ’ αυτήν απαιτούσε αρκετό κόπο. Αν όμως οι Αμερικανοί έφηβοι των προαστίων δυσκολεύονταν να ακούσουν τους Metallica στο ραδιόφωνο ή να βρουν δίσκους τους στα πολυκαταστήματα, για τους λάτρεις του συγκροτήματος σε άλλα μέρη του κόσμου, όπως το Βουκουρέστι, τα πράγματα ήταν πολύ πιο δύσκολα. Πριν από τη συναυλία, ρώτησα ένα Ρουμάνο κοντά στα σαράντα, μέλος του MetClub, της διεθνούς λέσχης θαυμαστών των Metallica, πόσο δύσκολο ήταν να βρει δίσκους τους τη δεκαετία του ’80, επί καθεστώτος Τσαουσέσκου.
«Ηταν αδύνατο», μου είπε. «Κάποιος θα έφερνε λαθραία ένα δίσκο, αλλά δεν ήξερες ποιος ήταν. Ρωτούσες τριγύρω και ζητούσες να σου βρουν μια κασέτα - αντίγραφο του αντιγράφου του αντιγράφου». Και τώρα βρισκόταν εδώ, στη συναυλία, είκοσι χρόνια μετά.
Αυτό είναι αγάπη. Το μίσος όμως είναι κι αυτό σημάδι ζωής στη χέβι μέταλ, και οι Metallica δεν είναι εξαίρεση στον κανόνα. Κάθε χρόνο, περίπου ένα εκατομμύριο άνθρωποι πηγαίνουν στις συναυλίες τους. Ωστόσο, στις συζητήσεις για το συγκρότημα ακούγεται και αρνητική κριτική – διανθισμένη με άφθονες βρισιές. Ακούγεται κυρίως η άποψη ότι μετά το Master of Puppets, του 1986, δεν έκαναν τίποτα αξιόλογο. Ηταν το τελευταίο άλμπουμ όπου έπαιξε ο αρχικός μπασίστας τους, ο Κλιφ Μπάρτον, ο οποίος σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα στην περιοδεία τους στη Σουηδία εκείνη τη χρονιά.
Θέλουμε τους Metallica να είναι κάπως απλοϊκοί: λούμπεν φρικιά, γοητευμένοι από βίαιες φαντασιώσεις, παιδιάστικα προκλητικοί. Το «Death Magnetic», αντίθετα, δείχνει ότι έχουν κατακτήσει μια ωριμότητα – δεν είναι όμως υπεροπτικό.
Το άλμπουμ ποντάρει στο γεγονός ότι οι μουσικοί αυτοί έχουν επίγνωση ότι μεγάλωσαν. Η μουσική τους είναι πιο περίπλοκη απ’ όσο παλιά, αλλά εξακολουθεί να είναι δική τους. Υπάρχει ο καλπασμός και το παλιό μπαρόκ στυλ, αλλά φαίνεται ότι το άγχος του ξεπεράσματος των ορίων έχει καλμάρει. Οπως είπε ο Χέτφιλντ, οι Metallica ξέρουν περισσότερα σήμερα. «Υπάρχει πλέον περισσότερη ηρεμία στο παίξιμό μας», λέει. «Δεν εστιάζουμε στο αν μπορούμε ή όχι να παίξουμε τα κομμάτια μας. Είμαστε καλύτεροι». [Η Καθημερινή,
Kυριακή, 21 Σεπτεμβρίου 2008]
No comments:
Post a Comment