Saturday, October 31, 2009

Τραγούδια και ψυχή



«Κύτταρο. Πότε υγιές, πότε αδιάθετο... Ετσι άφησα τη φωνή μου ζωντανή με τα καλά και τα κακά της. Ανθρώπινη...». Τα λόγια της Ελένης Βιτάλη δίνουν το στίγμα του τελευταίου - διπλού της άλμπουμ με τίτλο «Ζωντανό Κύτταρο» (ζωντανή ηχογράφηση του προγράμματος που παρουσίασε πέρσι στο «Κύτταρο», συντροφιά με τον Αρμένιο δεξιοτέχνη στο ούτι και τραγουδιστή Haig Yazdjian και την Αρετή Κετιμέ). Με τραγούδια από τους τελευταίους προσωπικούς δίσκους της και άλλα που διαχρονικά σφράγισαν την πορεία της, αλλά και με κομμάτια παραδοσιακά και παλιά λαϊκά, η Ελένη Βιτάλη αποδεικνύει ακράδαντα ότι παραμένει ένα από τα πλέον ζωντανά κύτταρα του ελληνικού τραγουδιού, φωνή σπουδαία, πηγαία, ανθρώπινη...

Αυτή η φωνή με το χαρακτηριστικό μέταλλο και την άσβεστη φλόγα, πλάθει ερμηνείες που αναβλύζουν από αλήθεια και προσφέρουν συγκινήσεις. Αξίζει να σημειωθεί η συνεισφορά του εξαιρετικού Haig Yazdjian, υπεύθυνου και για τις ενορχηστρώσεις, που έδωσε ιδιαίτερο μουσικό χρώμα σε αγαπημένα τραγούδια, παραδοσιακά και λαϊκά. Το άλμπουμ περιλαμβάνει πολλά από τα γνωστότερα τραγούδια της δισκογραφίας της ως τον τελευταίο της προσωπικό δίσκο «7 και να προσέχεις» (σε διαφορετικές εκτελέσεις), αθάνατα λαϊκά των Γαβαλά, Πάνου κ.ά., μέχρι την «Πριγκηπέσα» του Μάλαμα (καταπληκτική ερμηνεία). Ανάμεσά τους μια πλειάδα υπέροχων κομματιών: «Μπαλαμός» του Διονύση Τσακνή, «Φεγγάρια» του Νότη Μαυρουδή, «Ταχεία» του Τάκη Σούκα, «Ξενάκι είμαι και θα 'ρθω» του Σταύρου Κουγιουμτζή, αλλά και τα δικά της «Χαραμάδα», «Αρκούδα», «Εγώ τραγούδαγα» κ.ά. Και φυσικά, παραδοσιακά όπως τα «Τζιβαέρι», «Χαλασιά μου», «Με γέλασαν μια χαραυγή» (συγκλονιστική η ερμηνεία της), αλλά και «Η έρημος», σύνθεση του Haig Yazdjian (το ερμηνεύουν μαζί) και το αρμένικο παραδοσιακό «Η ξενιτιά». Ενα άλμπουμ - απόσταγμα φωνής και ψυχής.


«Οι φίλοι μου είμαι εγώ» δηλώνει μέσα από τον τίτλο της τελευταίας του δισκογραφικής δουλειάς ο Διονύσης Τσακνής και το υποστηρίζει με τον καλύτερο τρόπο κάνοντας «δικά» του μια αγκαλιά τραγούδια που έγραψαν γι' αυτόν φίλοι του, συνθέτες και στιχουργοί. Δίνοντας φωνή, δύναμη, ψυχή σ' ένα πολυσυλλεκτικό μεν αλλά ταυτόχρονα κοινής αισθητικής αντίληψης μουσικό «ψηφιδωτό». Τραγουδοποιός, που στη διάρκεια της σχεδόν τριαντάχρονης πορείας του μάς έχει προσφέρει μερικές από τις σημαντικότερες δημιουργίες του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού, εκείνου που παραμένει ακόμη στις «επάλξεις» της κοινωνικο - πολιτικής αφύπνισης, ο Διονύσης Τσακνής στο συγκεκριμένο δίσκο για πρώτη φορά επέλεξε να κρατήσει μόνο το ρόλο του ερμηνευτή. Δεν ερμηνεύει δικά του τραγούδια κατά κύριο λόγο, αλλά δημιουργίες μιας μεγάλης συντροφιάς, που την απαρτίζουν καλλιτέχνες, όπως οι Σταμάτης Κραουνάκης, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Φίλιππος Πλιάτσικας, Γιάννης Σπάθας, Δημήτρης Μπαρμπαγάλας, Νίκος Ζούδιαρης, Λίνα Δημοπούλου, Σταμάτης Χατζηευσταθίου, Μιχάλης Γελασάκης, Ιρις Λουκά κ.ά. Δύο τραγούδια έγραψε ο ίδιος ο Δ. Τσακνής, ενώ στο δίσκο περιλαμβάνονται επίσης το γαλλικό τραγούδι «Unautrenom» (ελληνικοί στίχοι: Λίνας Δημοπούλου) καθώς και ένα μελοποιημένο ποίημα του Φρανσουά Βιγιόν από τον Νίκο Ζούδιαρη (ελληνική απόδοση στίχων: Σπύρος Σκιαδαρέσης). Η ενορχήστρωση είναι του Δημήτρη Μπαρμπαγάλα, ενώ σ' ένα κομμάτι τραγουδά η Ειρήνη Ψυχράμη. Από τις σημαντικότερες στιγμές του δίσκου ο «Λήσταρχος Νταβέλης» του Στ. Κραουνάκη, που στο πρόσωπο του Δ. Τσακνή βρήκε τον ιδανικό ερμηνευτή του, «Ο κύριος Francois Villion» του Ν. Ζούδιαρη και η «Βουτιά».

Ενα απάνθισμα από τα ωραιότερα και πιο γνωστά τραγούδια, που έχει ερμηνεύσει ο Βασίλης Σκουλάς, περιλαμβάνονται στο διπλό CD «Στο ξέσπασμα του φεγγαριού». Φωνή ξεχωριστή, που ανδρώθηκε στην Κρήτη, αλλά άνοιξε και άλλους «δρόμους», ο Βασίλης Σκουλάς ερμηνεύει τραγούδια πολλών και διαφορετικών δημιουργών. Με γνώση, ωριμότητα και βιώματα δεκαετιών, και με τη συνοδεία φίλων του ερμηνευτών και δημιουργών, ο καταξιωμένος κρητικός καλλιτέχνης κάνει μία αναδρομή στην πορεία του με πολλούς και σημαντικούς «σταθμούς». Τραγουδά δημιουργίες μεγάλων συνθετών και στιχουργών, όσο και κορυφαίων ποιητών μας όπως ο Βιτσέντζος Κορνάρος και ο Νικηφόρος Βρεττάκος («Πικραμένος αναχωρητής») κ.ά. Στο άλμπουμ - είναι καρπός ζωντανής ηχογράφησης - συμμετέχουν οι Παντελής Θαλασσινός, Γιώτα Nέγκα, Δημήτρης Aποστολάκης, Mίλτος Πασχαλίδης και Γεράσιμος Aνδρεάτος.

Μ' ένα διπλό άλμπουμ που συνοδεύεται από το «χαιρετισμό» της «Και πάλι χαίρετε!» (έτσι τιτλοφορείται), επανέρχεται μετά από 13 χρόνια, η Αρλέτα στη δισκογραφία. Το πρώτο cd περιλαμβάνει τα καινούρια τραγούδια της κι ένα ορχηστρικό, σε μουσική δική της και των Βαγγέλη Γεωργίου και Βασίλη Ρακόπουλου και σε στίχους επίσης δικούς της στην πλειονότητα - από ένα τραγούδι έγραψαν οι Σάννυ Μπαλτζή, Σωτηρία Μπαβέλου και Αλέξανδρος Δήμας. Το δεύτερο cd περιλαμβάνει επανεκτελέσεις μεγάλων επιτυχιών της σε νέα ενορχήστρωση του Βασίλη Ρακόπουλου, καθώς και κάποια απρόσμενα τραγούδια, όπως το «Plaisir d' amour» ή τα παραδοσιακά «Στης πικροδάφνης τον ανθό», «Ο βουτηχτής» και «Κοντούλα λεμονιά», που η Αρλέτα ερμηνεύει με τον δικό της ιδιαίτερο, μοναδικό τρόπο. Δικά της είναι και τα σχέδια στο εξώφυλλο και το ένθετο του άλμπουμ.

Η μουσική και τα τραγούδια που έγραψε ο Βαγγέλης Γιαννάκης για τη θεατρική παράσταση του Δήμου Αβδελιώδη «Ο Μεγαλέξανδρος και ο καταραμένος δράκος» περιλαμβάνονται στο ομότιτλο CD, που κυκλοφόρησε, με ερμηνευτή τον Παντελή Θαλασσινό - συμμετέχουν ο Δήμος Αβδελιώδης και η Μαρίνα Αργυρίδου. Ο Π. Θαλασσινός ξετυλίγει το μίτο του αλληγορικού παραμυθιού, καταθέτοντας ερμηνείες που χαρακτηρίζονται από εκφραστικότητα και μελωδικότητα.

Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ, Ριζοσπάστης, 01/11/2009

Friday, October 30, 2009

ΟΙ ΘΡΥΛΙΚΟΙ SΟΝΙCS έρχονται για δυο ΣΥΝΑΥΛΙΕΣ στην αθηνα

  • Ροκ «Το μόνο που ζητάει είναι να το νιώθεις»

«Στα ΄60s ένιωθες τη μουσική» λένε οι  Sonics, από τα θρυλικά συγκροτήματα του  garage rock, που οι μουσικές τους  επηρέασαν τους μεγαλύτερους ροκ σταρ  που βρέθηκαν στα βήματά τους- λίγο πριν  από τα λάιβ τους στην Αθήνα

Αν ψάξεις στην αυλή κάθε ροκ γκρουπ που αξίζει την προσοχή, θα βρεις τα ίχνη των Sonics, απλώς γιατί βρέθηκαν εκεί πριν από τους άλλους και έδωσαν την έμπνευση σε μερικούς από τους καλύτερους. Ο Τζακ Γουάιτ, ο μακαρίτης ο Κερτ Κομπέιν των Νirvana και άλλοι πολλοί υποκλίνονται στον ήχο που οι Sonics δημιούργησαν την εποχή που οι ήρωες της τηλεοπτικής σειράς Μad Μen (΄60s με σφραγίδα γνησιότητας) έφεραν ξανά στη μόδα, τότε που σαν αληθινοί mad men οι Sonics έσπαγαν τα τζάμια στα γκαράζ της Αμερικής. Από τότε τα γκαράζ έπαψαν να έχουν τζάμια και το garage rock κέρδισε την αιωνιότητα.

«Γιατί είναι αληθινό και γεμάτο ενέργεια», εξηγεί ο Τζέρι Ρόσλι, πλήκτρα και φωνή των Sonics για το garage rock που τρέχει στο DΝΑ της μουσικής τους. «Και αρέσει σε κάθε γενιά γιατί δεν απαιτεί καμιά ειδική τεχνική, το μόνο που χρειάζεται είναι να νιώθεις τη μουσική και οι νέοι κάθε γενιάς μπορούν αυτό να το νιώσουν», εξηγεί ο κιθαρίστας Λάρι Παρίπα, λίγο πριν τις δύο συναυλίες των Sonics στην Αθήνα. Τέτοιες μέρες πριν από ένα χρόνο οι Sonics έκαναν θριαμβευτική- ύστερα από 35 χρόνια- επιστροφή στα μέρη τους, στο Σιάτλ, στα χώματα του οποίου γεννήθηκε το grunge ροκ που αποθέωσαν οι Ρearl Jam και οι Νirvana. «Τη δεκαετία του ΄60 θέλαμε πραγματικά να νιώθουμε τη μουσική. Και αυτό σήμαινε, τι; Παραμόρφωση στην κιθάρα πριν ανακαλυφθούν τα master volume controls και τα fuzz boxes. Δηλαδή είχαμε πιο δυνατό ήχο και ντραμς από κάθε άλλη μπάντα». Η επιστροφή όλων των ΄60s επιρροών στην κόψη του πανκ ξαναέφερε το ροκ στα ίσα του, αφού κάτι τόσο δυνατό στη φιλοσοφία και τη μουσική του δεν απαιτούσε παρά raw power. Αλλιώς, θα ήταν κάτι άλλο.

«Το ροκενρόλ όμως δεν τελείωνε στα ΄60s» γράφει ο Λάρι στο email, απαντώντας στις ερωτήσεις μας. «Στα ΄60s οι στίχοι των τραγουδιών μιλούσαν για το αγόρι που του έλειπε το κορίτσι του κ.λπ., μέχρι που αρχίσαμε εμείς να τραγουδάμε για τον Σατανά ή και τη στρυχνίνη. Σήμερα οι ρόκερ παντού τραγουδούν για τα πάντα». «Το ροκενρόλ παραμένει ζωντανό τόσο καιρό γιατί είναι η φωνή κάθε γενιάς» προσθέτει ο Ρόσλι.

Τι μπορεί οι Sonics να θέλουν ακόμη να πετύχουν; «Θέλουμε να γράψουμε κι άλλη μουσική, να κάνουμε κι άλλα άλμπουμ, γιατί νιώθουμε πως οι Sonics έχουν ακόμη στη μουσική να πουν πολλά» λέει.

Λάρι Παρίπα: «Θα ήταν ωραίο να ηχογραφήσουμε καινούργια τραγούδια και να δούμε μετά ότι σημαίνουν στον κόσμο τόσα όσα και τα παλιότερα τραγούδια μας». Τώρα, λένε, ακούνε φανατικά πολλά είδη μουσικής. «Τα πάντα από το ροκ και την κάντρι, τελευταία έχω κολλήσει με Foo Fighters» λέει ο Παρίπα. « Οι μπάντες που μου αρέσουν αυτό τον καιρό είναι Green Day, Τhe Ηives, Τhe Street Dogs, o George Τhorogood, επίσης αγαπώ τους Delbert ΜcClinton και Εagles» λέει ο Ρομπ Λιντ, ο σαξοφωνίστας των Sonics.

Και αν για κάποιους το ροκενρόλ έχει χάσει από τα αντανακλαστικά του και τη δυναμική του στην κοινωνία, οι Sonics βλέπουν και την άλλη όψη του. «Μπορεί να μην έχει την επίδραση που είχε στα χρόνια του Βιετνάμ, αλλά είναι στοιχείο του κοινωνικού ιστού και αφορά τους ανθρώπους από παιδιά που είναι και μετά ενήλικοι... Στις συναυλίες μας θα δεις όλες τις ηλικίες. Και για κάποιο περίεργο λόγο, όπως πολλά άλλα πράγματα έτσι και το ροκ φαίνεται ότι επιστρέφει στα νιάτα του».

Οι Sonics έρχονται πρώτη φορά στα μέρη μας για συναυλία. Τα εισιτήρια εξαντλήθηκαν και προστέθηκε και δεύτερο λάιβ την επόμενη ημέρα. Το ροκενρόλ κοινό της πόλης τιμά τις αξίες του.
  • ΙΝFΟ: Τhe Sonics, Παρασκευή 6 και Σάββατο 7 Νοεμβρίου στο Gagarin (Λιοσίων 205). Εισιτήρια: 30 ευρώ.
Με μια ματιά
●Δημιουργήθηκαν στην Τάκομα της Ουάσιγκτον αρχές της δεκαετίας του ΄60.

●Ξεχώρισαν στη σκηνή του ροκ και όχι μόνο στο Σιάτλ, παίζοντας γρήγορα και δυνατά.

●Ο Τζέρι Ρόσλι ήταν, όπως έλεγαν, ένας λευκός Λιτλ Ρίτσαρντ.

●Τους χαρακτήρισαν και πρώτη punk rock μπάντα- είναι από τους βασικούς εκπροσώπους του garage rock.

●Τραγούδια τους «Strychnine», «Ρsycho», «Τhe Witch», «Ηe΄s Waitin».

●Διαλύθηκαν το 1968.

●Επανασυνδέθηκαν για λίγο το 1972.

●Ξαναβρέθηκαν το 2007 για το Cavestomp garage rock φεστιβάλ του Μπρούκλιν.

●Οι White Stripes τούς αναφέρουν ως το γκρουπ που τους επηρέασε περισσότερο από όλα.
  • Της Μαρίας Μαρκουλή, ΤΑ ΝΕΑ: Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2009

Wednesday, October 28, 2009

Ροκ και φολκ σημεία και τέρατα

Επειδή γίνεται χαμός εκεί έξω, μουσικές συνωστίζονται στην πόρτα, τις «κατεβάζουν» τα νερά της βροχής και τα downloads μπουκώνουν τα φρεάτια, ας έχει κανείς υπόψη πως είναι μόνος του να διαλέξει. Ανοιχτά αυτιά και καλή τύχη. Και αφήστε να δημιουργηθούν καινούργια ρεύματα.

Μερικά πράγματα γίνονται τυχαία και τα περισσότερα τυχαία πράγματα συμβαίνουν στον δρόμο. Ακόμη και ένα super group σε μέρες που τίποτε δεν είναι τόσο σούπερ βρίσκει την κατάλληλη συγκυρία, το χάσμα στον χρόνο, τον χώρο και τις αλλαγές στο μουσικό γίγνεσθαι.

Έχουμε λοιπόν στο ίδιο δωμάτιο (στούντιο, μουσική σκηνή) μαζί εκλεκτούς κυρίους και μουσικούς της πρώτης γραμμής:

Ο Jim James των Μy Μorning Jacket, o Μ. Ward (She & Ηim), ο Conor Οberst και ο Μike Μogis από τους Βright Εyes- τέσσερις ρόκερ που κοιτάνε προς φολκ μεριά, και οι τέσσερίς τους από τους καλύτερους στη δουλειά εκεί έξω. Πώς έγινε αυτό; Έτσι. Πού βρέθηκαν; Κάπου. Για ποιο λόγο; Για κανέναν συγκεκριμένα. Τίποτε δεν υπολογίστηκε (αν ξέρετε τους χαρακτήρες θα καταλάβετε), άνοιξαν οι πόρτες και έτρεξε μουσική. Μοιάζει σχεδόν με παράλληλο Σύμπαν στα τελευταία μουσικά επεισόδια.

Αλλάζουν ρόλους, αλλάζουν όργανα, θέση στα φωνητικά και κατευθύνσεις. Μπαίνουν στο Μonsters of Folk (μικρή ειρωνεία, όπως διαπιστώνετε) με το περίπου trip-hop του Dear God, συνεχίζουν με τις Βeatle-ικές επιρροές του Say Ρlease και στη steel κιθάρα του Right Ρlace πιάνω και λίγο Έλβις. Όσο πιο πολύ τα ακούς τόσο πιο πολύ σε κερδίζουν, κάπως όπως τα τραγούδια παλιά (παλιά, που όπως λένε και εκείνοι «God was in our side») που οι μουσικές είχαν διάρκεια.

Στο «Α Μan Νamed Τruth», πιο κάτω, θα πουν την ιστορία σαν φήμη που απλώνει τα πλοκάμια της σε μια νέα κάντρι μπαλάντα, «Μην αγοράζεις τίποτε από άνθρωπο που τον λένε Αλήθεια». Και η αλήθεια είναι ότι οι άνθρωποί μας θα γυρίσουν κάποια στιγμή στις καθημερινές δουλειές τους, στα γκρουπ που έχουν και συντηρούν και στο σπίτι που όλο κάτι ζητάει. Σίγουρα όμως θα επιστρέφουν κάθε τόσο να ταΐσουν τα Τέρατα της Φολκ. Εκτός από τα monsters, βλέπετε, ύστερα από όσα ακούσαμε, άνοιξε η όρεξη και σε εμάς.
http://monstersoffolk.com/media/

LΙΝΚ:
www.mariamarkouli.blogspot.com

Υπάρχει ζωή και έξω από το σούπερ γκρουπ

«Soul Singer in a Session Βand». Από την άλλη δουλειά του Κόνορ Όμπερστ και του Μάικ Μόγκις, τους Βright Εyes και το πάρα πολύ καλό τους Cassadaga.

«Εvil Urges» των Μy Μorning Jacket του Τζιμ Τζέιμς και το ομώνυμο άλμπουμ τους, που ήταν και από τα καλύτερα περσινά του ροκ.

«Stars Οf Leo» από το Ηold Τime του Μ. Ward- από τα καλύτερα φετινά. Toν είδαμε και λάιβ με τη Νόρα Τζόουνς στο Ηρώδειο.

«Αs Ι΄m leaving» του Ντέιβιντ Γκρέι, που ακουγόταν στο τρέιλερ του επεισοδίου του «CSΙ Las Vegas», όπου έφευγε ο Τζιλ Γκρίσομ από τη σειρά. Το είδαν και το άκουσαν όλοι.


Αλλαγή πορείας...

ΟDavid Grayχαράζει πορεία. Άλλη πορεία αφού ο μεσαίος χώρος που υπερασπιζόταν μέχρι εδώ είχε βουλιάξει σε βαθιά, θολά νερά από τον συνωστισμό και τους πολλούς πνιγμούς τελευταία. Πιο φολκ εδώ ο κ. Γκρέι και με πιο ακατέργαστο ήχο το καινούργιο τουDraw Τhe Line(Universal) ακούγεται ήρεμος και χαλαρός και ελεύθερος ως προς όλες τις βρετανικές συμβάσεις της ποπ. Ξαναγεννημένος τραγουδοποιός, θέλει να ρισκάρει και να παίξει στα δύσκολα, δεν ποζάρει άλλο σαν ποπ είδωλο- οι ποπ σταρ άλλωστε δεν βγαίνουν στο εξώφυλλο με κουμπωμένα ως επάνω γιλέκα. Στο μεταξύ προλαβαίνει, αλλάζει και μπάντα και στρώνεται να γράψει τα τραγούδια του. Από αυτά, πάνω από τα μισά είναι πολύ καλά.

... και τα μυστικά της λίστας

Σταθερή πορεία και, πάνω από όλα, κληρονομιά μεγάλη. Έφτασε η στιγμή που και η Rosanne Cash φτιάχνει τη λίστα της-Τhe List(Μanhattan). Λίστες υπάρχουν και κυκλοφορούν πολλές, σπάνια όμως όπως εδώ βρίσκεις το γούστο, την έμπνευση και τους καλεσμένους να δένουν κάτω από μια ζεστή, φιλόξενη κάντρι/φολκ/ τζαζ στέγη. Ο Βruce στο Sea of Ηeartbreak, o Εlvis Costello στο Ηeartaches by the number, ο Jeffy Τweedy (Wilco), o Rufus. Η ιστορία λέει πως κάποτε ο Johnny Cash έδωσε στην κόρη του μια λίστα από εκατό τραγούδια. Χρόνια μετά, η Rosanne βουτάει μέσα σε αυτά: παραδοσιακά, συνθέσεις του Ηaggard και του Dylanτο Girl From Τhe Νorth Country από τον τελευταίο, κομμάτι με συναισθηματική αξία αφού ήταν αυτό που το ΄69 το είχε ηχογραφήσει με τον μπαμπά της. Και το παιχνίδι είναι όλο δικό της.

Της Μαρίας Μαρκουλή, ΤΑ ΝΕΑ: Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

Εμιλι Χάουελ, ο νέος Μπετόβεν

  • Αμερικανός καθηγητής Πανεπιστημίου κατασκεύασε ένα πρόγραμμα υπολογιστή που έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί πρωτότυπες συνθέσεις κλασικής μουσικής

Το όνομα Εμιλι Χάουελ αξίζει να το συγκρατήσει κανείς, ιδίως αν θεωρεί εαυτόν φίλο της κλασικής μουσικής. Σύμφωνα με την άποψη ορισμένων, αποτελεί την επόμενη μεγάλη «αποκάλυψη» του χώρου, καθώς οι πρώτες συνθέσεις της έχουν προσελκύσει έντονο ενδιαφέρον από πλευράς κριτικής, ενώ έχει ήδη «μοσχοπουλήσει» το πρώτο άλμπουμ της, το οποίο αναμένεται να κυκλοφορήσει μέσα στο 2010. Ωστόσο δεν πρόκειται για κάποια νεαρή συνθέτρια η οποία συνδυάζει ταλέντο και εξωτερική εμφάνιση. Εμιλι Χάουελ είναι το όνομα του πρωτοποριακού προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή το οποίο καταφέρνει να παράγει πρωτότυπα έργα σύγχρονης κλασικής μουσικής.

«Πατέρας» της Εμιλι είναι ο Ντέιβιντ Κόουπ, ένας αμερικανός καθηγητής Μουσικής Σύνθεσης στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας Σάντα Κρουζ. Καίτοι παράλληλα διατηρεί τον τίτλο του επίτιμου καθηγητή Πληροφορικής στο Πανεπιστήμιο Χiamen της Κίνας, ο ίδιος προτιμά να συστήνεται με την πρώτη ιδιότητά του. Ωστόσο είναι φανερό ότι οι δύο πτυχές της επαγγελματικής δραστηριότητάς του αλληλοσυμπληρώνονται.

Η Εμιλι Χάουελ σηματοδοτεί το επιστέγασμα προσπαθειών οι οποίες διήρκεσαν περίπου 30 χρόνια. Ολα άρχισαν γύρω στο 1980, όταν ο Κόουπ, συνθέτης και ο ίδιος, ανέλαβε την ευθύνη να γράψει μια όπερα. Κάποια στιγμή αισθάνθηκε ότι αδυνατούσε να συνεχίσει. Τότε ένας φίλος του τού πρότεινε να εξερευνήσει τις δυνατότητες που προσέφεραν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές της εποχής. Επτά χρόνια αργότερα ο Κόουπ ολοκλήρωσε, επιτέλους, την όπερά του ενώ παράλληλα κατάφερε να εξελίξει ένα πρόγραμμα- υπό τον τίτλο ΕΜΙ- που είχε τη δυνατότητα να αναλύει το έργο εκατοντάδων συνθετών κλασικής μουσικής και να αναπαράγει το ύφος τους.

Σ ε πρόσφατη συνέντευξή του στους «Τimes» του Λονδίνου ο Κόουπ παραδέχεται ότι επρόκειτο για ένα «κακό πρόγραμμα το οποίο παρήγαγε αντιστοίχως κακή μουσική». Παρ΄ όλα αυτά η σφοδρή κριτική που δέχτηκε τον πτόησε για ένα, μόλις, πεντάλεπτο. Ο καθηγητής αποφάσισε να δώσει μια δυναμική απάντηση σε όσους έσπευσαν να τον χλευάσουν. Οχι όμως βελτιώνοντας το πρόγραμμά του αλλά κατασκευάζοντας ένα νέο το οποίο θα μπορούσε να δημιουργεί πρωτότυπα έργα.

Το πρώτο άλμπουμ της Εμιλι Χάουελ με τίτλο «Από το σκοτάδι, φως» αναμένεται να κυκλοφορήσει την προσεχή άνοιξη. Οσο για τα έργα, ερμηνεύονται από ανθρώπους με σάρκα και οστά, σε δύο πιάνα. Σύμφωνα δε με ορισμένους κριτικούς «από τεχνικής απόψεως πρόκειται για έναν από τους τελειότερους συνθέτες της Αμερικής».

Στην ίδια συνέντευξή του στους «Τimes» ο Κόουπ υποστηρίζει ότι η μουσική του πρώτου αυτού άλμπουμ της Εμιλι παραπέμπει σε ορισμένους διαπρεπείς συνθέτες του 20ού αιώνα, όπως π.χ. του Στραβίνσκι , αλλά το ύφος είναι εντελώς διαφορετικό. Για άλλη μία φορά το όλο εγχείρημα προκάλεσε πολεμική. Δεν ήταν λίγοι όσοι παρότρυναν τον καθηγητή να καταστρέψει την Εμιλι, με το αιτιολογία ότι αντίκειται στο εγγενές ανθρώπινο πνεύμα που χαρακτηρίζει τη μουσική δημιουργία. Παράλληλα ορισμένοι σημαντικοί ερμηνευτές από τον χώρο της κλασικής μουσικής εξέφρασαν ενδιαφέρον για το εγχείρημα, ενώ κάποιοι άλλοι αρνήθηκαν πεισματικά να ερμηνεύσουν τα έργα από φόβο μήπως κηλιδώσουν τη φήμη τους.

Κατά τη γνώμη του Κόουπ αυτό που βασικά ενοχλεί τους άλλους είναι η ιδέα ότι πρόκειται για μουσική την οποία έχει συνθέσει ηλεκτρονικός υπολογιστής και όχι αυτό καθαυτό το αποτέλεσμα.

Χ αρακτηριστικά αναφέρει την πρώτη παρουσίαση των έργων της Εμιλι στο πανεπιστήμιο όπου διδάσκει, πριν από περίπου έναν χρόνο, όταν το ακροατήριο δεν γνώριζε ότι η συνθέτρια δεν ήταν παρά ένα πρόγραμμα κομπιούτερ. «Κάποιος συνάδελφος με πλησίασε και μου είπε ότι ήταν ένα από τα ωραιότερα έργα που είχε ακούσει εδώ και πολύ καιρό» είπε ο Κόουπ. «Ωστόσο, όταν αποκάλυψα την αλήθεια, ο ίδιος εκείνος άνθρωπος ήρθε εκ νέου και μου είπε ότι είχε δήθεν καταλάβει εξαρχής ότι η όλη ιστορία είχε να κάνει με ηλεκτρονικό υπολογιστή. Απουσίαζε, λέει, το συναίσθημα, η ψυχή. Δεν θυμόταν ότι επρόκειτο για την ίδια εκείνη μουσική την οποία είχε ακούσει προ ολίγου καιρού και τον είχε ενθουσιάσει. Αρνούντανδενα το πιστέψει όταν του το αποκάλυψα».

Την ίδια περίπου άποψη πάντως με τον συνάδελφο του καθηγητή Κόουπ φαίνεται να έχει και ο μουσικοκριτικός των «Τimes» Ρίτσαρντ Μόρισον. «Από τεχνικής απόψεως θα έδινα στο έργο εννέα στα δέκα, πέντε στα δέκα για το μουσικό περιεχόμενο και μηδέν για το συναίσθημα ή την έκφραση» γράφει χαρακτηριστικά. Ο ίδιος παραδέχεται ότι δεν γνώριζε την προέλευση της μουσικής ευθύς εξαρχής αλλά όταν έμαθε ότι επρόκειτο για πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή δεν εντυπωσιάστηκε καθόλου. «Είναι ενδιαφέρον το ότι η τεχνολογία έχει φτάσει σε αυτό το επίπεδο αλλά δεν πρόκειται να αντικαταστήσει την ανθρώπινη έμπνευση, τουλάχιστον για μερικούς αιώνες ακόμη».

Μουσική και τεχνολογία, ένα φλερτ προς συζήτηση
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, οπότε τοποθετείται χρονικά η πρώτη γνωστή μουσική από ηλεκτρονικό υπολογιστή, το «φλερτ» της τεχνολογίας με τη μουσική, ή το αντίστροφο, έχει συζητηθεί έντονα σε όλες τις εκφάνσεις του. Ανάμεσα στα πλέον πρόσφατα παραδείγματα, το εγχείρημα της Υoutube Symphony Οrchestra για τη δημιουργία της οποίας συνεργάστηκαν το Υoutube και η Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου. Η διαδικασία επιλογής υπήρξε πρωτοποριακή: οι συμμετέχοντες καθισμένοι μπροστά στην ψηφιακή κάμερα του υπολογιστή τους έπαιξαν στο μουσικό όργανο στο οποίο διαγωνίστηκαν ένα προεπιλεγμένο έργο και στη συνέχεια έστειλαν το βίντεο στην ιστοσελίδα των διοργανωτών. Η συναυλία των επιτυχόντων η οποία εδόθη τον περασμένο Απρίλιο στο Κάρνεγκι Χολ υπό τον διάσημο αρχιμουσικό Μάικλ Τίλσον Τόμας - το πρόγραμμα συμπεριέλαβε μεταξύ άλλων και την ειδικά για την περίσταση γραμμένη Πρώτη Διαδικτυακή Συμφωνία του Ταν Ντουν -, προκάλεσε συγκρατημένη αισιοδοξία. Οσο για το μέλλον του εγχειρήματος; «Είναι μάλλον αμφίβολο το Υoutube να σπονσοράρει μια ορχήστρα σε σταθερή βάση όπως έκανε το ΝΒC για τον Τοσκανίνι στη διάρκεια της χρυσής περιόδου του ραδιοφώνου» έγραψαν οι «Νew Υork Τimes». «Ωστόσο, αξίζουν εύσημα στους διοργανωτές. Στο κάτω κάτω της γραφής, επέλεξαν το εγχείρημα μιας συμφωνικής ορχήστρας αντί μιας Υoutube Διεθνούς Ομάδας Μπάσκετ».
  • ΙΣΜΑ Μ. ΤΟΥΛΑΤΟΥ | ΤΟ ΒΗΜΑ, Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009

Tuesday, October 27, 2009

Δημήτρης Ζερβουδάκης: «Αντλώ αισιοδοξία από τους μετανάστες που πανηγυρίζουν για την Εθνική»

Ενα κρητικό παραδοσιακό παιγμένο με ποντιακή λύρα είναι ένα είδος «μουσικής αναίρεσης», που εμπνεύστηκε ο Δημήτρης Ζερβουδάκης. Το μουσικό του πείραμα καθρεφτίζει τον λόγο για τον οποίο ο Θεσσαλονικιός τραγουδοποιός είναι αισιόδοξος για το μέλλον. Τον συγκινεί η ανταλλαγή ιδεών και πολιτισμών, είτε αυτό συμβαίνει στη μικρή κλίμακα μιας χώρας είτε διεθνώς.

«Θέλω να διατηρήσω την ορμή του ερασιτέχνη και την αγάπη για τη μουσική», λέει ο Δημήτρης Ζερβουδάκης

«Θέλω να διατηρήσω την ορμή του ερασιτέχνη και την αγάπη για τη μουσική», λέει ο Δημήτρης Ζερβουδάκης Με τον ίδιο τρόπο τού αρέσει το ανακάτεμα των ηλικιών και των μουσικών προτάσεων. Μια παρέα νέων μουσικών τον έκανε π.χ. να ξαναδεί διαφορετικά το ρεπερτόριο των 23 χρόνων της δισκογραφικής του πορείας. Και να επιχειρήσει για πρώτη φορά να κάνει μουσική παράσταση τη διαδρομή του. Αυτός είναι ο κεντρικός άξονας των εμφανίσεών του Παρασκευές και Σάββατα στο «Μετρό». Μαζί του έχει τρεις νέους ανθρώπους. Την τραγουδοποιό Σοφία Γεωργαντζή. Τον Ευριπίδη Μπέκο (εκ των δημιουργών του δίσκου «Περί μπάζων και λοιπών απορριμμάτων») και τη Μερόπη Βλαχογιάννη. Είναι οι τρεις νέοι μουσικοί που του έδωσαν το έναυσμα να θυμηθεί το ρεπερτόριό του από τους «Νέους Επιβάτες» μέχρι σήμερα...

  • Επιστρέφοντας στα τραγούδια, επιστρέψατε στην κάθε εποχή; Είπατε «μεγάλωσα»;

«Κόμπλαρα στις πρώτες πρόβες γιατί μόλις πήγαινα να πω κάτι από τους "Επιβάτες" με έπιανε τέτοια συγκίνηση που δεν μπορούσα να τραγουδήσω. Εχω μεγαλώσει και ούτε κατάλαβα πώς πέρασε ο χρόνος. Το θέμα δεν είναι όμως να νικήσεις τον χρόνο -που δεν μπορείς- αλλά να μεγαλώνεις όμορφα και να μην ξεφτιλίζεσαι».

  • Οι δίσκοι είναι μια μονάδα μέτρησης του χρόνου;

«Είναι οι σημαδούρες μας στον χρόνο».

  • Από τη διαδρομή σας τι κρατάτε;

«Η νοσταλγία μού κάνει λίγο παρακμή και δεν την πολυαγαπώ. Παρ' όλα αυτά νιώθω λίγο έτσι. Ο,τι σίγουρα θέλω να κρατήσω όσο ζω, είναι η ορμή του ερασιτέχνη και η αγάπη για ό,τι λέγεται μουσική. Κι επίσης κρατώ και το μεγάλο προτέρημα να μπορώ να ζω κάνοντας ό,τι αγαπώ - κάτι βέβαια που θέλει προσεκτική διαχείριση».

  • Υπάρχει κάτι που προτιμάτε να το πετάξετε;

«Πρόσωπα, δουλειές και στιγμές, τα αγαπάω όλα. Αυτό που προσπάθησα να ρεγουλάρω μέσα στα χρόνια είναι τη ματαιοδοξία μου. Κυρίως ήθελα να ισορροπήσω τον δημιουργό με τον άνθρωπο του θεάματος: το θέαμα πασπαλίζει τη ζωή με μαγική σκόνη, αλλά ξεφτάει κάποια στιγμή και μένει ο δημιουργός. Αυτός ήταν κι ένας τρόπος να αξιολογώ τα πράγματα. Η σχέση καθενός με το θέαμα με βοηθάει να καταλάβω την ουσία του».

  • Κοιτώντας πίσω, κάνει κανείς ένα βήμα μπροστά;

«Μπορεί να το κάνει κοιτώντας μπροστά. Στο στούντιο που είμαι αυτό τον καιρό, δεν κοιτώ πίσω. Αντίθετα νιώθω να ψαρεύω λίγο από το άρωμα του μέλλοντος, που πιστεύω ότι θα φέρει στην τέχνη λίγο παραπάνω ανατροπή, έρωτα κι αμφισβήτηση».

  • Από πού αντλείτε τόση αισιοδοξία;

«Από το γεγονός ότι είδα μετανάστες προχθές να πανηγυρίζουν το γκολ της Εθνικής Ελλάδας. Από το γεγονός ότι βλέπω ανθρώπους με διαφορετικά φυλετικά χαρακτηριστικά να λέγονται "Νίκος", "Πέτρος", "Ελένη" και να μιλάνε τα ελληνικά ως μητρική τους γλώσσα. Με συγκινεί η πανσπερμία στον πλανήτη και το γεγονός ότι κάποιος μπορεί π.χ. να μετέχει στην ελληνική παιδεία, αλλά και να ζει σαν πολίτης του κόσμου».

  • Ολο αυτό που είναι κοινωνικά ενδιαφέρον, δεν δυσκολεύει το τραγούδι; Είναι δύσκολο πια να μιλήσεις σε όλους.

«Ο φίλος μου και συνθέτης Μανώλης Γαλιάτσος λέει πάντα "η τέχνη δεν απευθύνεται σε όλους". Για ποιον λόγο να βρω την κοινή συνισταμένη και να μην κάνω αυτό που νιώθω, αυτό που είμαι και που αντλώ από μέσα μου και γύρω μου;».

  • Το στίγμα σας είναι κατά το ήμισυ λαϊκό, κατά το άλλο ροκ. Ετσι θα είναι κι ο καινούργιος σας δίσκος;

«Οι βασικές του μελωδίες με έναν μαγικό τρόπο πατάνε ταυτόχρονα στο λαϊκό και το ροκ. Ισως έχει αρχίσει και μου γίνεται βίωμα. Ξεκίνησε να συμβαίνει χρόνια πριν, όταν απαλλάχτηκα από την ιδέα ότι πρέπει ντε και καλά να 'χω ένα στίγμα. Το στίγμα μου είναι τελικά ότι δεν έχω στίγμα. Μπορώ να διαθέτω τον εαυτό μου όπως γουστάρω. Αυτό, όμως, χαρακτηρίζει ακόμα περισσότερο τα νέα παιδιά που, δημιουργικά, λειτουργούν εντελώς ακομπλεξάριστα».

  • Διατηρείτε ως ορμητήριό σας τη Θεσσαλονίκη στην οποία, όπως λένε συμπολίτες σας, «δεν διασώζεται τίποτα».

«Η Θεσσαλονίκη δεν έχει ανάγκη από κανένα μας. Πάει 2.300 χρόνια πίσω, έχει ξεπατωθεί 7-8 φορές κι έχει ξανασηκωθεί.Φυσικά υπάρχουν στραβά. Ως μητρόπολη θα μπορούσε να λειτουργήσει καλύτερα και πολύ πιο ανεκτικά, αφού μάλιστα είναι μια πόλη που οφείλει τη δημιουργία της στους Σεφαραδίτες. Κι όμως, ξεπάτωσαν όλη την αρχιτεκτονική της, άφησαν τα μουσουλμανικά μνημεία να ρημάξουν και το παρόν της προσδιορίζεται από μια βλαμμένη πολιτική. Η Θεσσαλονίκη δεν είναι όμως μόνο πατσάς και μπουγάτσα. Είναι και το φεστιβάλ, η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, τα φυγοκεντρικά ρεύματα. Από την άλλη, γιατί να διαχωρίσω τη θέση μας από την Αθήνα; Παντού βλέπω ανθρώπους που έχουν κακοδιαχειριστεί την καθημερινότητα. Τους ξέρουμε: έχουν ονόματα και διευθύνσεις. Σιγά σιγά, θα βρουν το μάστορή τους. Υπάρχουν αντίρροπες δυνάμεις: είναι όλα αυτά τα πικρά, κρυφά χαμόγελα».

Η Μαντλέν Περού και πάλι στην Αθήνα. Θα τραγουδήσει στις 28 Νοεμβρίου στο Μέγαρο Μουσικής

  • Με ένα πιάνο, ένα μπάσο, ντραμς, την κιθάρα της και μερικά από τα γοητευτικότερα τζαζ κομμάτια που έχουν γραφτεί τελευταία στις αποσκευές της, η Μαντλέν Περού επιστρέφει στην Ελλάδα.

Με την κιθάρα της και μια φωνή ανάμεσα στην τζαζ και τα μπλουζ, η Μαντλέν Περού επιστρέφει στην Ελλάδα για μία μόνο εμφάνιση

Με την κιθάρα της και μια φωνή ανάμεσα στην τζαζ και τα μπλουζ, η Μαντλέν Περού επιστρέφει στην Ελλάδα για μία μόνο εμφάνιση Στις 28 Νοεμβρίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στην αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη», θα ακούσουμε τη φωνή που έκανε πολλούς να τη θεωρούν διάδοχο της Μπίλι Χολιντέι.

Η Μαντλέν Περού ξεχώρισε για την απλότητα με την οποία ερμηνεύει τα κομμάτια της. Είναι ένας απολύτως σύγχρονος τρόπος, που, όμως, εμπεριέχει το μεγαλείο των μαύρων ερμηνευτριών του πρώτου μισού του περασμένου αιώνα. Η ερμηνεία της ακροβατεί ανάμεσα στην τζαζ και τα μπλουζ, ενώ διαρκώς μοιάζει να ψάχνει πάνω στις νότες δρόμους που ξεφεύγουν από τα όρια των μουσικών ειδών.

Το 1996, στο πρώτο της άλμπουμ, «Dreamland», εντυπωσίασε με την εύθραυστη ομορφιά της φωνής της, αλλά και με τη σοβαρότητα με την οποία άγγιζε το υλικό της, αν και μόλις 22 χρόνων. Μετά από μια περιπέτεια υγείας, ανασυγκρότηση, επιστροφή στη ζωή των δρόμων, εμφανίσεις σε μικρά μπαρ και οκτώ χρόνια ήρθε το άλμπουμ της «Careless Love» (2004), που έγινε χρυσό στην Ελλάδα σε λίγους μήνες -παρότι τζαζ- και κομμάτια του μπαίνουν μέχρι και σε χολιγουντιανά σάουντρακ.

Προπώληση εισιτηρίων: από Παρασκευή 6 Νοεμβρίου στα ταμεία του Μεγάρου (210 6980044), στο εκδοτήριο Ομήρου 8, Σύνταγμα, τηλεφωνικά στο 210-7282333 ή ηλεκτρονικά στο www.megaron.gr. Τιμές: Φοιτητικό 20, Γ' Ζώνη 35, Β' Ζώνη 45, Α' Ζώνη 55, Διακεκριμένη Ζώνη 65 ευρώ.

Η Εθνική Συμφωνική της ΕΡΤ και η ΚΟΑ στο Μέγαρο Μουσικής

Μουσικές σπανιότητες και εκλεκτοί σολίστες

Ηχοι ζωντανοί


Η Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ έδωσε στο Μέγαρο Μουσικής την πρώτη της συναυλία της νέας περιόδου εκπλήσσοντας με το υψηλότατο επίπεδο των αναγνώσεών της υπό τον καλλιτεχνικό διευθυντή της, αρχιμουσικό Βλαδίμηρο Συμεωνίδη (15/10/2009).

Ο Θανάσης Αποστολόπουλος και ο Στέφανος Θωμόπουλος παίζουν το «Κοντσέρτο για δύο πιάνα» του Πουλένκ συνοδευόμενοι από την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ υπό τον Βλαδίμηρο Συμεωνίδη (Photo: ΕΡΤ)


Ο Θανάσης Αποστολόπουλος και ο Στέφανος Θωμόπουλος παίζουν το «Κοντσέρτο για δύο πιάνα» του Πουλένκ συνοδευόμενοι από την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ υπό τον Βλαδίμηρο Συμεωνίδη (Photo: ΕΡΤ)

Στο πρώτο μισό της βραδιάς κυριάρχησε ο γαλλικός μοντερνισμός. Ως ξεκίνημα ακούστηκαν δύο αρθρωτές συνθέσεις, η μουσική παντομίμας «Jack in the box» (1926) του Σατί σε ενορχήστρωση Μιγιό και η «Σουίτα αρ. 2» (1915-17-21) του Στραβίνσκι. Κομμάτια απατηλά «εύκολα», στα οποία δεσπόζει αριστοτεχνική, εκκεντρική ενορχήστρωση χρωματισμένη με αναφορές στη νεόφερτη αμερικανική τζαζ, δόθηκαν με τη δέουσα ελαφράδα, κινητικότητα και ευλυγισία, με αίσθηση του χιούμορ, τονίζοντας τους συγκοπτόμενους ρυθμούς.

Ακολούθως ο Θανάσης Αποστολόπουλος και ο Στέφανος Θωμόπουλος σε λαμπερή δίδυμη ανάγνωση το «Κοντσέρτο για δύο πιάνα» (1932) του Πουλένκ. Οι συγκλίνουσες προσεγγίσεις τους χαρακτηρίστηκαν από αβίαστο συντονισμό, ακαριαία ανακλαστικά, δυναμική άρθρωση, κρυστάλλινη διαφάνεια και αθλητική ωστική δύναμη. Αντίθετα, στο αλά-Γκαμελάν ονειρικό επεισόδιο ελεύθερης δεξιοτεχνίας του α' μέρους και στο σύντομο λυρικό Larghetto οι «μαλακοί», κελαρυστοί πιανισμοί τους ανέβλυζαν τρυφερότητα και νοσταλγία. Φιλικός αρωγός τους υπήρξε η απολύτως σύμφωνου στίγματος διεύθυνση του αρχιμουσικού, εξασφαλίζοντας σβέλτη ορχηστρική συνοδεία, με κοφτή φραστική, αλλά και -όπου ήταν απαραίτητο- σαγηνευτική, πεμπτουσιακά γαλλική ρευστότητα στα έγχορδα.

Η συναυλία ολοκληρώθηκε με τη «Συμφωνία αρ. 2» (1934) του Κουρτ Βάιλ, έργο στο οποίο ευανάγνωστες, «χολιγουντιανές» μελωδίες συνυφαίνονται σφιχτά με μια αλά-Χίντεμιτ αυστηρή, συμφωνική δομή. Ο Συμεωνίδης συνέλαβε έξοχα το ιδιαίτερο στίγμα της μουσικής αυτής -ένα ιδιάζον, εξωστρεφές συνταίριασμα ρομαντικής οπισθοδρόμησης και μοντερνισμού- διαπλάθοντας μια εκτέλεση ηδονικά σφριγηλή, αρθρωμένη σε δραματικά πειστικές μεταπτώσεις ανάμεσα σε νευρώδεις παραγράφους και χαλαρά τραγουδιστές εκφορές της μελωδίας· στο Largo «έγραψε» το στοχαστικό σόλο τσέλο της Κλερ Ντεμελενάρ.

* Απορία: πώς συμβιβάζουν οι μουσικοί της ΕΣΟΕΤ τη θαυμαστή ποιότητα της παραπάνω συναυλίας με τις προ τριμήνου απαράδεκτες επιδόσεις τους όταν συνόδευαν τον Φλόρες στο Ηρώδειο (20/7/2009); Υπάρχει επαγγελματισμός με... διαλείψεις;

  • Η τέχνη του όμποε

Η πρόσφατη συναυλία της ΚΟΑ στο Μέγαρο Μουσικής ήταν αφιερωμένη στον Γάλλο ομποΐστα Κλοντ Σιελέ, πρώην μέλος εγχώριων κρατικών συνόλων (ΚΟΑ, ΕΡΤ, ΕΛΣ) αλλά και καθηγητή σειράς νέων, ακμαίων Ελλήνων ομποϊστών (18/10/2009). Δύο από αυτούς συμμετείχαν στην εκδήλωση ως σολίστες.

Ενας ακόμη, ο Βασίλης Χριστόπουλος, που πλέον διαπρέπει ως αρχιμουσικός στη Γερμανία, διηύθυνε το σύνολο. Η συναυλία ξεκίνησε με μια στρωτή, καλομετρημένη ανάγνωση του «Μαθητευόμενου Μάγου» του Ντιπά. Πολύ προσεγμένη, με συνειδητή μέριμνα για υφολογική ευστοχία, ήταν η ορχηστρική συνοδεία στα δύο κοντσέρτα για πνευστά που ακολούθησαν. Πρώτο δόθηκε το μαθητικό «Κοντσερτίνο για αγγλικό κόρνο» (1816) του Ντονιτσέτι, έργο με μορφή ακολουθίας παραλλαγών, η δεξιοτεχνική σολιστική γραφή των οποίων βοά ως προδιατύπωση της εκφραστικής φωνητικής γραφής του μελλοντικού βασιλιά του μπελ-κάντο.

Ευφυής μουσικός, η Χριστίνα Παντελίδου κατ' αρχήν οργάνωσε ορθολογικά το κάπως φλύαρο, παρατακτικό συντακτικό της παρτιτούρας. Ως δεινή δεξιοτέχνης του οργάνου, έπαιξε με ήχο μαλακό, εύκαμπτο, γεμάτο ευαίσθητες μεταπτώσεις και καμπύλες, «τραγουδώντας» με ακρίβεια και στιλιζαρισμένο συναίσθημα τη χειμαρρώδη καλλιγραφία του 19χρονου Ντονιτσέτι. Εκδηλα διαφορετικό στίγμα έφερε η ερμηνεία του «Κοντσέρτου για όμποε» (1777) του Μότσαρτ.

Ομοια δεινός δεξιοτέχνης, ο Δημήτρης Βάμβας διαθέτει ήχο τονικά ακριβή, σφιχτό και κάπως «ξινό», τον οποίο αξιοποίησε σε παίξιμο δυναμικό, αθλητικά συναγωνιστικό προς την ορχήστρα, υπερτονίζοντας τα στοιχεία δραματικής άρθρωσης της υπέρκομψης γραφής του συνθέτη. Ιλιγγιώδεις, πεντακάθαρες κλίμακες, ευθύβολα καρφωτά άλματα, άψογη αίσθηση του μουσικού συντακτικού αλλά και ωραίος μαλακός ήχος στο λυρικό Adagio όρισαν το εντυπωσιακό εύρος του εκφραστικού του φάσματος.

Η συναυλία ολοκληρώθηκε με τη λαμπερή, νεανική «Συμφωνία» (1855) του Μπιζέ. Η διεύθυνση του Χριστόπουλου διέθετε το αναμενόμενα υψηλό επίπεδο ενέργειας και την εδώ απαραίτητη μηχανιστική/μετρονομική ακρίβεια. Ομως η εκτέλεση υπονομεύτηκε μερικώς από την ανεπαρκή εγρήγορση των μουσικών με συνέπεια ατέλειες και ανισορροπίες: ατίθασες εξάρσεις δυναμικής, περιστασιακούς αποσυντονισμούς και τοπικώς ανεστίαστα έγχορδα. Στο νοσταλγικό Adagio μας άγγιξε το συγκινητικό, μελωδικό σόλο ενός ακόμη εκλεκτού ομποΐστα, παλαιότερης γενιάς, του Βαγγέλη Χριστόπουλου.

ΥΓ.: Τα έντυπα προγράμματα της ΚΟΑ χρειάζονται οπωσδήποτε επαγγελματία επιμελητή κειμένων.

Εκλαψα με το κλάμα του Ζακ Μπρελ

  • Η Σόνια Θεοδωρίδου ερμηνεύει δεκατρία από τα πιο γνωστά τραγούδια του, από το «Ne me quitte pas» μέχρι το «Amsterdam»

«Η Σόνια Θεοδωρίδου τραγουδά Ζακ Μπρελ». Και δεν υπήρχε καλύτερο πλαίσιο από τη χθεσινή μελαγχολική βροχερή μέρα για την παρουσίαση του νέου άλμπουμ, με το οποίο η σοπράνο από τη Βέροια μας κάνει για άλλη μια φορά διεθνώς υπερήφανους.

«Η απλότητα των τραγουδιών και η αλήθεια του λόγου υπήρξαν πρόκληση για μένα», εξομολογήθηκε η σοπράνο (στη φωτογραφία, χθες ενώ υπογράφει το νέο CD της)

«Η απλότητα των τραγουδιών και η αλήθεια του λόγου υπήρξαν πρόκληση για μένα», εξομολογήθηκε η σοπράνο (στη φωτογραφία, χθες ενώ υπογράφει το νέο CD της)

«Επρεπε να αφήσω κατά μέρος όλα τα στολίδια, που συνηθίζει να χρησιμοποιεί στην όπερα μια σοπράνο. Να ταπεινωθώ με έναν τρόπο», εξηγεί τη διαδικασία με την οποία προσέγγισε τα τραγούδια του Ζακ Μπρελ. Διαδικασία μακρά και με πολλές διακυμάνσεις, για χάρη της οποίας απομονώθηκε δύο μήνες στις Βρυξέλλες, μελετώντας μια νέα γλώσσα, τη γαλλική. «Πολλές ήταν οι φορές που ταυτιζόμουν σε βαθμό που δεν ήταν καλό και έπρεπε να πάρω μια απόσταση. Αλλες φορές έκλαιγα με το δικό του κλάμα», περιέγραφε χθες το πρωί η σοπράνο, σε εκδήλωση στο Μέγαρο Μουσικής ανάμεσα στους Γιώργο Χρονά και Γιάννη Πετρίδη, που μίλησαν επίσης για το cd.

Μια συνάντηση στον Πειραιά με τον Παναγιώτη Φύτρα και τον Μάρκο Δαμασιώτη ήταν η αφορμή για να έρθει ο Ζακ Μπρελ στη ζωή της. «Στη ζωή μου. Γιατί στην ψυχή μου είχε έρθει πολύ νωρίτερα», διευκρίνισε η Σόνια Θεοδωρίδου. Ηταν μια εποχή που για τη μουσική της εξέλιξη αναζητούσε προτάσεις, που θα την αντιπροσώπευαν άμεσα. Και τις βρήκε. Στις συνθέσεις του Βέλγου τροβαδούρου.

Ο Ζακ Μπρελ (1929-1978), άλλωστε, ήταν αυτός που κατάφερε να περάσει το παλιό γαλλικό τραγούδι της δεκαετίας του '40 στη νεότερη γενιά (του '60), που το απέρριπτε. Εφτιαξε σπουδαία τραγούδια, με απήχηση σε κοινό που δεν ήταν υποψιασμένο. Τα τραγούδια του δεν έπαψαν να ερμηνεύονται και να διασκευάζονται από μουσικούς, όπως ο Ντέιβιντ Μπάουι, ενώ «θα τον συναντούν όλες οι υπόλοιπες γενιές για δεκαετίες στο μέλλον», όπως επισήμανε ο Γιάννης Πετρίδης.

«Αλλαξα. Ανέπτυξα μουσικές πτυχές που νόμιζα πως δεν υπήρχαν. Κέρδισα και σε ανθρώπινη ποιότητα, μέσα από τα λόγια που είχα τη χαρά να γευτώ στα τραγούδια του», εξομολογήθηκε η Σόνια Θεοδωρίδου.

Το cd ηχογραφήθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών τον Δεκέμβριο του 2008 και τον Ιανουάριο του 2009 και περιλαμβάνει 13 τραγούδια (κυκλοφορεί από την ολλανδική Etcetera), μεταξύ των οποίων τα «Ne me quitte pas», «Amsterdam», «J' arrive» κ.ά. «Ενιωσα τα δεκατρία αυτά τραγούδια σαν αυτοβιογραφία. Η μοίρα μιας γυναίκας που αλλάζει, μεταλλάσσεται», είπε η σοπράνο. «Δεν ξέρω πού με πάει ο Θεός. Εγώ έμαθα μόνο να τραγουδάω. Αυτή είναι η χαρά μου, η ζωή μου. Χωρίς το τραγούδι θα μπορούσα να ζω, αλλά δεν θα ήμουν εγώ».

Sunday, October 25, 2009

Οι πατριώτες της πενιάς

  • Κι όμως, δεν τραγουδούσε μόνο η Βέμπο για τους πολεμιστές του '40. Κυνηγημένοι από τις αρχές, οι ρεμπέτες απαντούσαν με τα δικά τους λαϊκά ρεφρέν στον πόλεμο.

Χάρις εις τας προσπαθείας της Επιτροπής η μουσική παραγωγή εξυγιάνθη και εξωστρακίσθησαν όλα τα άσεμνα και κακόηχα άσματα...», αναφέρει στον απολογισμό του (1936-1938) το μεταξικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου.

Κι όμως, τα λαϊκά τραγούδια, ρεμπέτικα και αμανέδες, παραμένουν πολύ πιο δημοφιλή από τα ελαφρά που γράφουν οι «μουσικώς μορφωμένοι». Αυτό επισημαίνει ο μαέστρος και συνθέτης Παναγιώτης Τούντας, καλλιτεχνικός διευθυντής της «Κολούμπια» στη «Βραδυνή» τής 14ης Οκτωβρίου 1940.

Λίγες μέρες αργότερα, στην ίδια εφημερίδα, η μουσικοκριτικός Αλεξάνδρα Λαλαούνη παρουσιάζει εντυπωσιασμένη τις μεγάλες επιτυχίες της εποχής με τους Στυλιανό Κερομύτη, Στράτο Παγιουμτζή, Δημήτρη Περδικόπουλο, Ιωάννα Γεωργακοπούλου και άλλους λαϊκούς καλλιτέχνες. Κι όμως την ίδια στιγμή καταλήγει:

«Σήμερα, μεσ' την προσπάθεια του νέου Κράτους για την πνευματική εξύψωσι του λαού, κάθε μουσικό κομμάτι, κάθε τραγούδι, θα ακουσθή πρώτα από μια ειδική επιτροπή (εξαμελή) κι έπειτα θα κυκλοφορήση. Οι τέσσερις πρώτοι ελέγχουν τη μουσική που πρέπει νάναι μακρυά απ' τον αμανέ και κάθε ασιατική επίδρασι, οι δύο τελευταίοι τους στίχους. Καμμιά ασχήμια, καμμιά ανηθικότης δεν μπορεί να κυκλοφορήση πιά» (Κώστα Βλησίδη, «Σπάνια κείμενα για το ρεμπέτικο», εκδ. Εικοστού Πρώτου).

Διώκεται και η... παρτιτούρα

Αυτή είναι η κατάσταση στο τραγούδι λίγες μέρες πριν από την κήρυξη του πολέμου. Το ρεμπέτικο αγαπιέται και κυνηγιέται. Οχι μόνο η δισκογράφησή του, αλλά και η δημόσια εκτέλεσή του διώκονται από την αστυνομία και τη χωροφυλακή. Ακόμα και η εκτύπωση ενός τραγουδιού σε παρτιτούρα. Το να κυκλοφορεί κανείς με μπουζούκι στο χέρι είναι επιλήψιμο, ενώ το σαντούρι αντικαθίσταται από τη χαβάγια! Πολιτική που συνεχίζει η κατοχική ψευτοκυβέρνηση με ακόμα μεγαλύτερη αυστηρότητα.

Παρ' όλ' αυτά, οι ρεμπέτες δεν υστερούν σε ευαισθησία και είναι πράγματι εντυπωσιακή η αμεσότητα της αντίδρασης όσων δεν υπηρετούν στο μέτωπο.

Μέσα στους έξι μήνες που μεσολαβούν ανάμεσα στην έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου και την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 1941, καταφέρνουν να γράψουν και να ηχογραφήσουν αρκετά τραγούδια με πατριωτικό περιεχόμενο.

Ορισμένα απ' αυτά αποτελούν διασκευές δικών τους τραγουδιών, όχι μόνο λόγω έλλειψης χρόνου για νέες συνθέσεις, αλλά και επειδή διευκολύνει την αποδοχή και το τραγούδισμά τους. Εξάλλου, οι συνθέτες του ελαφρού τραγουδιού κάνουν κυρίως διασκευές.

* Ο Μάρκος Βαμβακάρης, που συνήθως αγνοείται από τις εφημερίδες της εποχής επειδή έχει γράψει δυνατά «χασικλίδικα» τραγούδια και θεωρείται πολύ βαρύς, είναι από τους πρώτους που δίνουν το «παρών» με επίκαιρα τραγούδια, όπως το γνωστό «Καραντουζένι» του, που διασκευάζεται σε «Γεια σας φανταράκια μας πέρα στην Αλβανία, που πολεμάτε με καρδιά, με μπέσα και μ' ανδρεία. Κι εσύ βρε πυροβολικό, που σαν θεριό μουγκρίζεις, το θάνατο στους Ιταλούς καθημερνώς σκορπίζεις...».

* Ο «Γρουσούζης» του προσαρμόζεται στον Μουσολίνι «Βρε, γρουσούζη Μουσολίνι, πού 'ναι τα τόσα μεγαλεία, που 'ταζες κάθε λιγάκι στην καημένη Ιταλία;...» με νέους στίχους του Γιώργου Φωτίδα που έχει γράψει και το τραγούδι «Ο αγύμναστος (ο Μάρκος φαντάρος)» για να περιγράψει τη στράτευση του όχι τόσο νέου Βαμβακάρη. Ο Μάρκος ερμηνεύει όλα τα «πολεμικά» τραγούδια μαζί με τον Απόστολο Χατζηχρήστο, συνθέτη του τραγουδιού «Στης Αλβανίας τα βουνά μερόνυχτα γυρνάω, για τη γλυκιά πατρίδα μας μανούλα πολεμάω...», στο οποίο ερμηνευτικά συμμετέχει και ο Μπιρ-Αλλάχ (Γιάννης Σταμούλης).

«Ακου Ντούτσε μου τα νέα»

Με ερμηνευτές τον Μάρκο και τον Απόστολο ηχογράφησαν τραγούδια τους («Το όνειρο του Μπενίτο», «Την Αλβανία ξέγραψε») και οι Μίνως Μάτσας και Σπύρος Περιστέρης, ιδιοκτήτης και καλλιτεχνικός διευθυντής αντίστοιχα της δισκογραφικής εταιρείας Οντεόν-Παρλοφόν.

Καθώς μέσα σε λίγες βδομάδες ο ελληνικός στρατός προελαύνει στο μέτωπο, άγνωστες ορεινές περιοχές στη Δυτική Μακεδονία και την Ηπειρο, καθώς και πόλεις και χωριά στην Αλβανία, όπου διεξάγονται μάχες, γίνονται οικεία ονόματα με μεγάλη φόρτιση και συμβολισμό χάρη στα πρωτοσέλιδα, αλλά και τα τραγούδια που κυκλοφορούν σε δίσκους:

* «Ο,τι έκανα στο Μόραβα και στου Ιβάν τη ράχη, τώρα θα κάνω πιότερα κι αλλού αν τύχει μάχη. Δεν με φοβίζει ο πόλεμος, γι' αυτό και νύχτα-μέρα με περηφάνια μάχομαι φωνάζοντας αέρα...», τραγουδάει ο Στελλάκης Περπινιάδης σε στίχους του Χαράλαμπου Βασιλειάδη και μουσική του Παναγιώτη Τούντα που, στις αρχές του 1941, συνθέτει και το «Ακου Ντούτσε μου τα νέα» και -σε συνεργασία με τον Γιώργο Μητσάκη- «Η λόγχη μας το θέλει», με ερμηνευτές τη Νταίζη Σταυροπούλου, τον Στέλιο Κερομύτη και τον Μανώλη Χιώτη.

* Ο Μπαγιαντέρας γράφει «Τους Κενταύρους δε φοβάμαι» και «Ψηλά στης Πίνδου τα Βουνά» και συνεχίζει στα χρόνια τις Κατοχής με τραγούδια για την εθνική αντίσταση και τον Αρη Βελουχιώτη που δεν ηχογραφήθηκαν τότε για ευνόητους λόγους, όπως και πολλά άλλα που γράφτηκαν από τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Απόστολο Καλδάρα, τον Σπύρο Καλφόπουλο και άλλους λαϊκούς δημιουργούς.

* Ο Δημήτρης (Μήτσος) Περδικόπουλος αντιπαραθέτει το σθένος των Ελλήνων και των Εγγλέζων σ' αυτό των «Αβυσσινέζων» («Δρόμο γρήγορα από την Αλβανία και μη νομίζεις πως κι εδώ θα βρεις Αβησσυνία»), αγνοώντας προφανώς ότι ο Μουσολίνι για να καθυποτάξει την αντίσταση στην Αιθιοπία εξολόθρευσε πάνω από επτακόσιες χιλιάδες Αβησσυνούς.

* Μαζί με τα αμιγώς πατριωτικά, ηχογραφήθηκαν και τραγούδια που αναφέρονταν σε «παράπλευρες απώλειες»! Ο Κερομύτης, εκφράζοντας με τον χαρακτηριστικότερο τρόπο την ευαισθητοποίηση στους κύκλους του ρεμπέτικου τραγουδιού, τραγουδάει «Καιρός πια το μπουζούκι μου στο πλάι να τ' αφήσω, να πάρω το ντουφέκι μου να πάω να πολεμήσω...»

Επιτυχίες πάνω σε διασκευές

* Οι αδελφοί Συνογιάννη εξιστορούν το δράμα του τραυματισμένου στρατιώτη που ερωτεύεται στο ράντζο του πόνου: «Αχ, νοσοκόμα μου μικρή, ήρθα να με γιατρέψεις κι όχι να γιάνεις την πληγή και την καρδιά να κλέψεις...»

* Ο Κώστας Κοφινιώτης προβλέπει ότι οι γυναίκες που μένουν πίσω θα αναλάβουν τις δουλειές («Αν φύγουμε στον πόλεμο, μικρό μου Χαρικλάκι, θα κάνεις τον εισπράκτορα ή και το σοφεράκι...»)

Πολλά άλλα δεν πρόλαβαν να ηχογραφηθούν, γιατί με την έλευση των Γερμανών έκλεισε το εργοστάσιο της Κολούμπια κι έπεσε άγρια λογοκρισία.

* Γιάννης Παπαϊωάννου, Στέλιος Χρυσίνης, Βασίλης Μαυροφρύδης, Κώστας Καρίπης, Κοσμάς Κοσμαδόπουλος, Ιωάννα Γεωργακοπούλου κ.ά. διασκεύασαν, έγραψαν ή τραγούδησαν απλοϊκούς στίχους ακόμα και πάνω σε ρυθμούς και μελωδίες ρεμπέτικες, χωρίς βέβαια να μπορούν να υπερκεράσουν τους καλλιτέχνες του ελαφρού τραγουδιού, που ήταν εξοικειωμένοι με το χώρο της επιθεώρησης, τα ψευτοδημώδη, τις διασκευές, τα εμβατήρια.

* Οι επιθεωρήσεις «Πολεμική Σπίθα», «Μπέλα Γκράτσια», «Κορόιδο Μουσολίνι», «Το πολεμικό τσαρούχι», «Πολεμικά Παναθήναια», «Πολεμικές καντρίλιες», «Μπράβο κολονέλο», «Μπενίτο φινίτο» με την Κοτοπούλη, τον Μουσούρη, την Κατερίνα κ.ά. τροφοδοτούνται με τραγούδια και διασκευές από τον Σακελλάριο, τον Χαιρόπουλο κ.ά.

* Το «Κορόιδο Μουσολίνι» γράφτηκε από τον Γιώργο Οικονομίδη πάνω σε ένα ιταλικό τραγούδι, η «Ζεχρά» του Μιχάλη Σουγιούλ έγινε ξαφνικά «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά, που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά» από τον Τραϊφόρο και το «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του» γράφτηκε πάνω στο «Πλέκει η Μαριώ το προικιό της»!

Επιπλέον, οι λαϊκοί καλλιτέχνες ανήκαν στις κατώτερες τάξεις και δεν είχαν πρόσβαση στον τύπο και το θέατρο. Αν συνυπολογίσει κανείς και τη στάση των περισσοτέρων σε όλα τα δραματικά γεγονότα της δεκαετίας του '40, αντιλαμβάνεται τους λόγους που έθεσαν τη δική τους συμβολή σε πατριωτικά τραγούδια στο περιθώριο της Ιστορίας.

* Την ίδια εποχή κυκλοφόρησαν και τραγούδια του Γιώργου Παπασιδέρη και του βιολιστή Δημήτρη Σέμση, δημοτικά σε στιλ αλλά επιθεωρησιακά σε ύφος («Το κόλπο σου δεν έπιασε Φρατέλο στην Ελλάδα, σπαγγέτο μεις δεν είμαστε ούτε μακαρονάδα...»).

* Ενδιαφέρον έχει η συμπαράσταση που εκδηλώνεται στην ελληνική διασπορά μέσα από τραγούδια που ηχογραφήθηκαν και κυκλοφόρησαν στην Αμερική, όπως το «Γενναίο ευζωνάκι» και «Για την πατρίδα, για την λευθεριά» του Λεωνίδα Φωτεινού, «Ο ρεζίλης» και «Απάνω στ' Αργυρόκαστρο» του Αντώνη Σακελλαρίου, η «Θετή πατρίδα» και «Ευζωνάκια, ευζωνάκια, ξακουστά και ζηλευτά, τρέξετε για να χτυπήστε τον εχθρό μέσ' την καρδιά...» της Βιργινίας Μαγγίδου κ.ά., καθώς και εκείνα που κυκλοφόρησαν στη συνέχεια για την Εθνική Αντίσταση.

«Μούργο Μουσολίνι», «Ξενητεμένοι Ελληνες» κ.ά. του Φώτη Αργυρόπουλου και του Δημοσθένη Ζάττα που ηχογραφούσαν και ολόκληρους διαλόγους παρωδώντας και υμνώντας, όπως τον «Τσιμπλιάρη Χιροχίτο» και τη «Φωνή απ' την Ελλάδα»!

(Σ.Σ.: Οι στίχοι των τραγουδιών περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Σάκη Πάπιστα «Το αστικό τραγούδι στα πέτρινα χρόνια 1940-1949», εκδ. Αφών Κυριακίδη.)

Ο Καραγκιόζης στο Τεπελένι

* Τέλος, υπάρχει και μια άλλη λαϊκή «σκηνή» σχεδόν άφαντη που γυρίζει στα χωριά, εμψυχώνει και μεταφέρει τα νέα με τον δικό της τρόπο. Είναι οι Καραγκιοζοπαίχτες που παίζουν ηρωικά έργα και αναπαριστούν μάχες στη Νεμέρτσικα, το Τεπελένι και την Κορυτσά, διασκευάζοντας με δικά τους σατιρικά λόγια, καραγκιοζίστικα, δημοτικά, ρεμπέτικα και ελαφρά τραγούδια της εποχής. Ζωντανά κομμάτια καλλιτεχνίας που δεν θα ηχογραφηθούν και δεν θα αποτυπωθούν ποτέ σε δίσκο. *

Σάτιρα με τις μπάντες

  • Οι «Αγαμοι Θύται» επιστρέφουν στον «Ζυγό» παρέα μ' ένα συγκρότημα πνευστών
  • «Ή σαρκάζουμε ή βουλιάζουμε». Πάντα αυτό διακήρυσσαν οι «Αγαμοι Θύται», το ίδιο θα κάνουν και από τις 30 Οκτωβρίου στον «Ζυγό».


Κι ας έχουν την ατυχία να βρίσκονται μπροστά σε νέα κυβέρνηση: «Θα τη σχολιάσουμε, αλλά είναι νωρίς, δεν μπορούμε να είμαστε πολύ επιθετικοί. Κρίμα που δεν παίζαμε την περίοδο των μεγάλων σκανδάλων, αυτά είχαν ψωμί!» λέει ο ηθικός αυτουργός της θεσσαλονικιώτικης παρέας Ιεροκλής Μιχαηλίδης, που έχει αναλάβει και τη σκηνοθεσία.

Αυτές τις μέρες «χτυπάνε» δεκαπεντάωρα στη σκηνή. Τα μουτζουρωμένα χαρτιά από χέρι σε χέρι μαρτυρούν ότι το γράψε-σβήσε συνεχίζεται ως την τελευταία στιγμή. Η πρόβα τους όμως είναι απολαυστική και εκτός σκηνής. Δεν τα φέρνεις εύκολα βόλτα με τόσους χιουμορίστες μαζί.

Η ιστορική ηγεσία είναι εκεί: Ιεροκλής Μιχαηλίδης, Δημήτρης Σταρόβας, Ρούλα Μανισάνου, Στάθης Παχίδης και Χρήστος Μητρέντζης. Υπάρχουν και οι νεότεροι Ταξιάρχης Χάνος, Χρύσανθος Καγιάς, Γιώργος Χατζής, Θανάσης Τσαουσέλης. Παρόντες και όσοι παίρνουν το βάπτισμα του πυρός: Μπέσυ Μάλφα, Κρατερός Κατσούλης, Πυγμαλίωνας Δαδακαρίδης, Ελευθερία Κόμη, Αλκιβιάδης Κωνσταντόπουλος. Φέτος προστίθεται και μια μπάντα από τη Θεσσαλονίκη, οι Cabaret Balkan, που έχουν αναλάβει να δώσουν έναν διονυσιακό τόνο στις μουσικές της παράστασης, που τιτλοφορείται «Αλλιώς δεν γίνεται». Τα κείμενα υπογράφουν οι Μιχαηλίδης, Γιώργος Κλήμενος, Χρήστος Τολιάδης και Ταξιάρχης Χάνος.

Ο Σταρόβας Βουκεφάλας

Με ποια κριτήρια υποδέχονται νέα μέλη; «Υπάρχουν πολλοί καλλιτέχνες με υποκριτικές δεξιότητες. Δεν είναι το μόνο ζητούμενο. Θέλουμε να γυαλίζει λίγο το μάτι τους, με έναν τρόπο ανάλογο του δικού μας» λέει ο Μιχαηλίδης, λίγο πριν πάρει θέση στη σκηνή σαν αλυσοδεμένος Μεγαλέξανδρος. Ο υπόλοιπος θίασος παριστάνει τη μακεδονική φάλαγγα. Θέμα, το Μακεδονικό ως αρχαία τραγωδία, και μάλιστα σε ποντιακή διάλεκτο. Τον Βουκεφάλα υποδύεται ο Σταρόβας. Και όχι μόνο: «Στην παράσταση κάνω και τον εγγονό, τον ζεν πρεμιέ, τον κιθαρίστα...» λέει. Πιο δύσκολο του ήταν να πείσει για το... τελευταίο: «Παλιά μερικοί με ρωτούσαν: Δεν παίζεις στα αλήθεια κιθάρα, ε; Κάνεις ότι παίζεις...»

Ανάμεσα σε ομαδικά σκετς, γκαγκς, χορούς και τραγούδια, υπάρχουν και κάποιοι νέοι χαρακτήρες στις φετινές παραστάσεις. Ας πάρουμε μια γεύση:

* Φοιτητής. Παίρνει σβάρνα αμφιθέατρα και συνελεύσεις για να βγάλει γκόμενα. Είκοσι φορές έχει ψηφίσει υπέρ των καταλήψεων. «Η ερωτική ζωή δεν μαθαίνεται, ούτε από το Ιντερνετ, ούτε διαβάζοντας. Πολλά παιδιά δεν έχουν κοινωνική ζωή και περνάνε μια καθυστερημένη εφηβεία» εξηγεί ο Μιχαηλίδης.

* Αγρότης. Είναι εθισμένος στην τηλεόραση. Στην τηλεόραση που δείχνει τον ίδιο. Πόσο του λείπουν τα λιγοστά λεπτά δημοσιότητας που ζούσε όταν έκλεινε τα Τέμπη...

* Κουρέας. Να και κάποιος που δεν έχει κανένα παράπονο από το κράτος. Συνεπής στις φορολογικές του υποχρεώσεις, θεωρεί ότι οι φοροφυγάδες πρέπει να υποχρεούνται να κάνουν τη διαδρομή Αλεξανδρούπολη-Ηγουμενίτσα μέσα από τα χωράφια.

* Παρούσα βέβαια και η περίφημη «γιαγιά», δηλαδή ο Μιχαηλίδης, σε δίδυμο με τον «εγγονό» Σταρόβα.

«Σάτιρα θα υπάρχει, αλλά όχι καθοδήγηση» λέει ο πρώτος. «Τις παιδικές αρρώστιες της αριστεράς τις έχουμε περάσει. Αλλωστε, εμείς δεν πιστεύουμε ότι π.χ. η υπόθεση Siemens ήταν σκάνδαλο. Ηταν ένας τρόπος να δοθούν οι πολεμικές αποζημιώσεις των Γερμανών. Απλώς δεν γνωρίζουμε πώς μοιράστηκαν αυτές οι αποζημιώσεις. Απ' ό,τι ξέρω, ο Χριστοφοράκος ήταν απ' τα Καλάβρυτα...»

Τα μέσα τους δεν είναι καινούρια. Είναι όμως πάντα ισχυρά: «Κλείσιμο ματιού, πλάγια όραση, "σαρκασμός", ειρωνεία, συγκατάβαση, τρυφερότητα, παιδική αφέλεια, διονυσιακά στοιχεία πανηγυριού και εξωστρέφειας και καμπαρέ στη βαλκανική εκδοχή του».

Στο τελευταίο ειδικεύονται οι Cabaret Balkan. Θα οργιάσουν μάλιστα διασκευάζοντας από Ζαμπέτα μέχρι Πρινς -«όλα υπονομευμένα», όπως λέει χαμογελώντας ο Παχίδης, την ώρα που τον σιγοντάρει με το μπουζούκι του ο Μητρέντζης.

Ο ιδανικός θεατής

Υπάρχει άραγε ιδανικός θεατής για τους Αγαμους Θύτες; «Ο χαλαρός θεατής, απ' όπου κι αν προέρχεται» απαντά αμέσως ο Μιχαηλίδης. «Εχει τύχει να παρακολουθούν το πρόγραμμα την ίδια μέρα συνταξιούχοι ανώτατοι δικαστικοί, με επικεφαλής τον πρόεδρο του Ειδικού Δικαστηρίου Κόκκινο, και χεβιμεταλάδες με τατουάζ και μαλλί μέχρι τη μέση. Αλλοτε κάθονταν σ' ένα τραπέζι ποιητές και ζωγράφοι και σε ένα άλλο ιδιοκτήτες νυχτερινών μαγαζιών με τους μπράβους τους».

Φέτος θα υπάρχει και μια ακόμα κατηγορία θεατών: οι καπνιστές. Οποιος θέλει, με μικρό αντίτιμο, θα μπορεί ν' ανεβαίνει στη σκηνή και να καπνίζει. «Δεν είναι αδίκημα να καπνίζεις πάνω στη σκηνή. Ισως μάλιστα δώσουμε τα χρήματα στην Αντικαρκινική Εταιρεία», λέει ο Μιχαληλίδης.

Φεύγοντας τον βλέπω να συνεχίζει με ενθουσιασμό την πρόβα. Είναι διασκεδαστικό να κάνεις σάτιρα. Αλλά είναι κι εύκολο; «Οσο και να ισορροπείς σε τεντωμένο σχοινί» μου είχε πει πριν. «Κάτω χάσκει ο λαϊκισμός...» *

Ο άσωτος Μπάνι και ο Νικ Κέιβ

Στην τελευταία περιοδεία των «Bad Seeds» ο Νικ Κέιβ περνούσε όλη την ημέρα με ένα σημειωματάριο στα χέρια. Στα πούλμαν, τα δωμάτια, τα παρασκήνια έγραφε, έσβηνε, σκεπτόταν. Πού καιρός για ξενύχτια και κραιπάλες. Στο μυαλό του γυρνούσε μόνο ο Μπάνι.

Ενας ήρωας άθλιος κι αξιολύπητος που, όμως, έδωσε στον αυστραλό τροβαδούρο την ευκαιρία να μεταφέρει στο χαρτί τις ανησυχίες του για τα μυστήρια της αντρικής ψυχής. «Ο θάνατος του Μπάνι Μανρό» έχει τίτλο το δεύτερο μυθιστόρημά του που κυκλοφόρησε μόλις και στην Ελλάδα (εκδόσεις «Τόπος», μετάφραση Αντώνης Καλοκύρης).

Ο Μπάνι Μανρό είναι ένας ερωτύλος πλασιέ που πουλάει καλλυντικά και όνειρα σε μοναχικές νοικοκυρές στις ακτές της νότιας Αγγλίας. Εργάζεται στην «Επιχείρηση αιωνιότητα», πλασάρει λοσιόν, κρέμες σύσφιξης και μάσκες με αλόη και αμύγδαλο κι άμα τύχει κάνει και μια βόλτα από τις κρεβατοκάμαρες των κυριών.

Την ίδια ώρα στο σπίτι η σύζυγός του, η Λίμπι, ματαιωμένη από τις αλλεπάλληλες «γαμήλιες αστοχίες» του, βυθίζεται στα χάπια, την κατάθλιψη, το αλκοόλ και βουτά από το παράθυρο στο κενό. Η αυτοκτονία της θα τον φέρει αντιμέτωπο με την πραγματικότητα της ζωής του.

Γραπώνεται από τον εννιάχρονο μοναχογιό του, βουτά μια λίστα με υποψήφιους πελάτες και βγαίνει στο δρόμο με ένα Πούντο-σαράβαλο. Οσο ο Μπάνι απασχολείται με τις «πελάτισσές» του, ο πιτσιρικάς περιμένει υπομονετικά στο αυτοκίνητο πασχίζοντας να καταλάβει τον κόσμο μέσα από τις σελίδες της εγκυκλοπαίδειάς του και κουβεντιάζοντας συνεχώς με τη μητέρα του - αφού αρνείται να δεχτεί πως εκείνη έφυγε για πάντα από τη ζωή.

Εκείνοι που στο παρελθόν συγκινήθηκαν από τους στίχους των «Murder Ballads», «Boatman's Call», «Dig, Lazarus, Dig» ξέρουν πως τις βίαιες εικόνες, την αυτοτιμωρία, τις σκοτεινές λεωφόρους και τις ανέφικτες αγάπες ο Κέιβ τις παίζει στα δάχτυλα. «Τελικά το μόνο που ψάχνω είναι λίγη αγάπη. Θέλω να μ' αγαπήσουν και να αγαπήσω. Κυνηγάω τον τρόπο να το πετύχω. Αυτή η διαδικασία άλλοτε είναι ευχάριστη, άλλοτε επίπονη», εξομολογούνταν, άλλωστε, ο ίδιος, πριν από χρόνια.

Στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού, πάντως, ο άσωτος Μπάνι θα αποπειραθεί να λυτρωθεί - με τον δικό του, αντιφατικό τρόπο: θα θρηνήσει (όσο μπορεί) τον πατέρα του που πεθαίνει από καρκίνο, θα εκθέσει το παιδί του σε πρωτοφανείς καταστάσεις, θα αυνανίζεται με κάθε ευκαιρία (ακόμα και στην κηδεία της γυναίκας του), θα σκέφτεται μέρα-νύχτα το κορμί της Κάιλι Μινόγκ και της Αβρίλ Λαβίν.

«Μη μου πείτε ότι το βίντεο κλιπ του "Spinning Around" δεν "βασάνιζε" το μυαλό των Βρετανών επί έναν ολόκληρο χρόνο. Τα καυτά σορτσάκια της Κάιλι ήταν θέμα συζήτησης σε όλες τις εφημερίδες. Νόμιζω πρέπει να τα ξαναβάλει», δήλωσε πρόσφατα ο Κέιβ στο περιοδικό «Ρόλινγκ Στόουν». «Γνωρίζω καλά την Κάιλι και της έστειλα ήδη ένα απολογητικό γράμμα για τον τρόπο που εμφανίζεται στο βιβλίο μου. Εγραψα κι ένα αντίστοιχο που θέλω να το στείλω στην Αβρίλ Λαβίν, αλλά δεν έχω τη διεύθυνσή της. Θα με ζόριζε να ήξερα ότι μου θύμωσαν».

Αυτή, όμως, είναι η πιο ανάλαφρη πλευρά ενός βιβλίου καλογραμμένου, που στο τέλος σου αφήνει μια πικρή γεύση και μια απορία. Γνωρίζοντας ότι ο Κέιβ βασανίζεται από τη δεκαετία του 1980 από τα ναρκωτικά, το αλκοόλ και τις αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές και ότι έχασε τον πατέρα του στα 19 από αυτοκινητιστικό δυστύχημα, αναρωτιέσαι από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα: Αραγε, πόσα κοινά έχει με τον ήρωά του;