Sunday, October 25, 2009

Οι πατριώτες της πενιάς

  • Κι όμως, δεν τραγουδούσε μόνο η Βέμπο για τους πολεμιστές του '40. Κυνηγημένοι από τις αρχές, οι ρεμπέτες απαντούσαν με τα δικά τους λαϊκά ρεφρέν στον πόλεμο.

Χάρις εις τας προσπαθείας της Επιτροπής η μουσική παραγωγή εξυγιάνθη και εξωστρακίσθησαν όλα τα άσεμνα και κακόηχα άσματα...», αναφέρει στον απολογισμό του (1936-1938) το μεταξικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου.

Κι όμως, τα λαϊκά τραγούδια, ρεμπέτικα και αμανέδες, παραμένουν πολύ πιο δημοφιλή από τα ελαφρά που γράφουν οι «μουσικώς μορφωμένοι». Αυτό επισημαίνει ο μαέστρος και συνθέτης Παναγιώτης Τούντας, καλλιτεχνικός διευθυντής της «Κολούμπια» στη «Βραδυνή» τής 14ης Οκτωβρίου 1940.

Λίγες μέρες αργότερα, στην ίδια εφημερίδα, η μουσικοκριτικός Αλεξάνδρα Λαλαούνη παρουσιάζει εντυπωσιασμένη τις μεγάλες επιτυχίες της εποχής με τους Στυλιανό Κερομύτη, Στράτο Παγιουμτζή, Δημήτρη Περδικόπουλο, Ιωάννα Γεωργακοπούλου και άλλους λαϊκούς καλλιτέχνες. Κι όμως την ίδια στιγμή καταλήγει:

«Σήμερα, μεσ' την προσπάθεια του νέου Κράτους για την πνευματική εξύψωσι του λαού, κάθε μουσικό κομμάτι, κάθε τραγούδι, θα ακουσθή πρώτα από μια ειδική επιτροπή (εξαμελή) κι έπειτα θα κυκλοφορήση. Οι τέσσερις πρώτοι ελέγχουν τη μουσική που πρέπει νάναι μακρυά απ' τον αμανέ και κάθε ασιατική επίδρασι, οι δύο τελευταίοι τους στίχους. Καμμιά ασχήμια, καμμιά ανηθικότης δεν μπορεί να κυκλοφορήση πιά» (Κώστα Βλησίδη, «Σπάνια κείμενα για το ρεμπέτικο», εκδ. Εικοστού Πρώτου).

Διώκεται και η... παρτιτούρα

Αυτή είναι η κατάσταση στο τραγούδι λίγες μέρες πριν από την κήρυξη του πολέμου. Το ρεμπέτικο αγαπιέται και κυνηγιέται. Οχι μόνο η δισκογράφησή του, αλλά και η δημόσια εκτέλεσή του διώκονται από την αστυνομία και τη χωροφυλακή. Ακόμα και η εκτύπωση ενός τραγουδιού σε παρτιτούρα. Το να κυκλοφορεί κανείς με μπουζούκι στο χέρι είναι επιλήψιμο, ενώ το σαντούρι αντικαθίσταται από τη χαβάγια! Πολιτική που συνεχίζει η κατοχική ψευτοκυβέρνηση με ακόμα μεγαλύτερη αυστηρότητα.

Παρ' όλ' αυτά, οι ρεμπέτες δεν υστερούν σε ευαισθησία και είναι πράγματι εντυπωσιακή η αμεσότητα της αντίδρασης όσων δεν υπηρετούν στο μέτωπο.

Μέσα στους έξι μήνες που μεσολαβούν ανάμεσα στην έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου και την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 1941, καταφέρνουν να γράψουν και να ηχογραφήσουν αρκετά τραγούδια με πατριωτικό περιεχόμενο.

Ορισμένα απ' αυτά αποτελούν διασκευές δικών τους τραγουδιών, όχι μόνο λόγω έλλειψης χρόνου για νέες συνθέσεις, αλλά και επειδή διευκολύνει την αποδοχή και το τραγούδισμά τους. Εξάλλου, οι συνθέτες του ελαφρού τραγουδιού κάνουν κυρίως διασκευές.

* Ο Μάρκος Βαμβακάρης, που συνήθως αγνοείται από τις εφημερίδες της εποχής επειδή έχει γράψει δυνατά «χασικλίδικα» τραγούδια και θεωρείται πολύ βαρύς, είναι από τους πρώτους που δίνουν το «παρών» με επίκαιρα τραγούδια, όπως το γνωστό «Καραντουζένι» του, που διασκευάζεται σε «Γεια σας φανταράκια μας πέρα στην Αλβανία, που πολεμάτε με καρδιά, με μπέσα και μ' ανδρεία. Κι εσύ βρε πυροβολικό, που σαν θεριό μουγκρίζεις, το θάνατο στους Ιταλούς καθημερνώς σκορπίζεις...».

* Ο «Γρουσούζης» του προσαρμόζεται στον Μουσολίνι «Βρε, γρουσούζη Μουσολίνι, πού 'ναι τα τόσα μεγαλεία, που 'ταζες κάθε λιγάκι στην καημένη Ιταλία;...» με νέους στίχους του Γιώργου Φωτίδα που έχει γράψει και το τραγούδι «Ο αγύμναστος (ο Μάρκος φαντάρος)» για να περιγράψει τη στράτευση του όχι τόσο νέου Βαμβακάρη. Ο Μάρκος ερμηνεύει όλα τα «πολεμικά» τραγούδια μαζί με τον Απόστολο Χατζηχρήστο, συνθέτη του τραγουδιού «Στης Αλβανίας τα βουνά μερόνυχτα γυρνάω, για τη γλυκιά πατρίδα μας μανούλα πολεμάω...», στο οποίο ερμηνευτικά συμμετέχει και ο Μπιρ-Αλλάχ (Γιάννης Σταμούλης).

«Ακου Ντούτσε μου τα νέα»

Με ερμηνευτές τον Μάρκο και τον Απόστολο ηχογράφησαν τραγούδια τους («Το όνειρο του Μπενίτο», «Την Αλβανία ξέγραψε») και οι Μίνως Μάτσας και Σπύρος Περιστέρης, ιδιοκτήτης και καλλιτεχνικός διευθυντής αντίστοιχα της δισκογραφικής εταιρείας Οντεόν-Παρλοφόν.

Καθώς μέσα σε λίγες βδομάδες ο ελληνικός στρατός προελαύνει στο μέτωπο, άγνωστες ορεινές περιοχές στη Δυτική Μακεδονία και την Ηπειρο, καθώς και πόλεις και χωριά στην Αλβανία, όπου διεξάγονται μάχες, γίνονται οικεία ονόματα με μεγάλη φόρτιση και συμβολισμό χάρη στα πρωτοσέλιδα, αλλά και τα τραγούδια που κυκλοφορούν σε δίσκους:

* «Ο,τι έκανα στο Μόραβα και στου Ιβάν τη ράχη, τώρα θα κάνω πιότερα κι αλλού αν τύχει μάχη. Δεν με φοβίζει ο πόλεμος, γι' αυτό και νύχτα-μέρα με περηφάνια μάχομαι φωνάζοντας αέρα...», τραγουδάει ο Στελλάκης Περπινιάδης σε στίχους του Χαράλαμπου Βασιλειάδη και μουσική του Παναγιώτη Τούντα που, στις αρχές του 1941, συνθέτει και το «Ακου Ντούτσε μου τα νέα» και -σε συνεργασία με τον Γιώργο Μητσάκη- «Η λόγχη μας το θέλει», με ερμηνευτές τη Νταίζη Σταυροπούλου, τον Στέλιο Κερομύτη και τον Μανώλη Χιώτη.

* Ο Μπαγιαντέρας γράφει «Τους Κενταύρους δε φοβάμαι» και «Ψηλά στης Πίνδου τα Βουνά» και συνεχίζει στα χρόνια τις Κατοχής με τραγούδια για την εθνική αντίσταση και τον Αρη Βελουχιώτη που δεν ηχογραφήθηκαν τότε για ευνόητους λόγους, όπως και πολλά άλλα που γράφτηκαν από τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Απόστολο Καλδάρα, τον Σπύρο Καλφόπουλο και άλλους λαϊκούς δημιουργούς.

* Ο Δημήτρης (Μήτσος) Περδικόπουλος αντιπαραθέτει το σθένος των Ελλήνων και των Εγγλέζων σ' αυτό των «Αβυσσινέζων» («Δρόμο γρήγορα από την Αλβανία και μη νομίζεις πως κι εδώ θα βρεις Αβησσυνία»), αγνοώντας προφανώς ότι ο Μουσολίνι για να καθυποτάξει την αντίσταση στην Αιθιοπία εξολόθρευσε πάνω από επτακόσιες χιλιάδες Αβησσυνούς.

* Μαζί με τα αμιγώς πατριωτικά, ηχογραφήθηκαν και τραγούδια που αναφέρονταν σε «παράπλευρες απώλειες»! Ο Κερομύτης, εκφράζοντας με τον χαρακτηριστικότερο τρόπο την ευαισθητοποίηση στους κύκλους του ρεμπέτικου τραγουδιού, τραγουδάει «Καιρός πια το μπουζούκι μου στο πλάι να τ' αφήσω, να πάρω το ντουφέκι μου να πάω να πολεμήσω...»

Επιτυχίες πάνω σε διασκευές

* Οι αδελφοί Συνογιάννη εξιστορούν το δράμα του τραυματισμένου στρατιώτη που ερωτεύεται στο ράντζο του πόνου: «Αχ, νοσοκόμα μου μικρή, ήρθα να με γιατρέψεις κι όχι να γιάνεις την πληγή και την καρδιά να κλέψεις...»

* Ο Κώστας Κοφινιώτης προβλέπει ότι οι γυναίκες που μένουν πίσω θα αναλάβουν τις δουλειές («Αν φύγουμε στον πόλεμο, μικρό μου Χαρικλάκι, θα κάνεις τον εισπράκτορα ή και το σοφεράκι...»)

Πολλά άλλα δεν πρόλαβαν να ηχογραφηθούν, γιατί με την έλευση των Γερμανών έκλεισε το εργοστάσιο της Κολούμπια κι έπεσε άγρια λογοκρισία.

* Γιάννης Παπαϊωάννου, Στέλιος Χρυσίνης, Βασίλης Μαυροφρύδης, Κώστας Καρίπης, Κοσμάς Κοσμαδόπουλος, Ιωάννα Γεωργακοπούλου κ.ά. διασκεύασαν, έγραψαν ή τραγούδησαν απλοϊκούς στίχους ακόμα και πάνω σε ρυθμούς και μελωδίες ρεμπέτικες, χωρίς βέβαια να μπορούν να υπερκεράσουν τους καλλιτέχνες του ελαφρού τραγουδιού, που ήταν εξοικειωμένοι με το χώρο της επιθεώρησης, τα ψευτοδημώδη, τις διασκευές, τα εμβατήρια.

* Οι επιθεωρήσεις «Πολεμική Σπίθα», «Μπέλα Γκράτσια», «Κορόιδο Μουσολίνι», «Το πολεμικό τσαρούχι», «Πολεμικά Παναθήναια», «Πολεμικές καντρίλιες», «Μπράβο κολονέλο», «Μπενίτο φινίτο» με την Κοτοπούλη, τον Μουσούρη, την Κατερίνα κ.ά. τροφοδοτούνται με τραγούδια και διασκευές από τον Σακελλάριο, τον Χαιρόπουλο κ.ά.

* Το «Κορόιδο Μουσολίνι» γράφτηκε από τον Γιώργο Οικονομίδη πάνω σε ένα ιταλικό τραγούδι, η «Ζεχρά» του Μιχάλη Σουγιούλ έγινε ξαφνικά «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά, που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά» από τον Τραϊφόρο και το «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του» γράφτηκε πάνω στο «Πλέκει η Μαριώ το προικιό της»!

Επιπλέον, οι λαϊκοί καλλιτέχνες ανήκαν στις κατώτερες τάξεις και δεν είχαν πρόσβαση στον τύπο και το θέατρο. Αν συνυπολογίσει κανείς και τη στάση των περισσοτέρων σε όλα τα δραματικά γεγονότα της δεκαετίας του '40, αντιλαμβάνεται τους λόγους που έθεσαν τη δική τους συμβολή σε πατριωτικά τραγούδια στο περιθώριο της Ιστορίας.

* Την ίδια εποχή κυκλοφόρησαν και τραγούδια του Γιώργου Παπασιδέρη και του βιολιστή Δημήτρη Σέμση, δημοτικά σε στιλ αλλά επιθεωρησιακά σε ύφος («Το κόλπο σου δεν έπιασε Φρατέλο στην Ελλάδα, σπαγγέτο μεις δεν είμαστε ούτε μακαρονάδα...»).

* Ενδιαφέρον έχει η συμπαράσταση που εκδηλώνεται στην ελληνική διασπορά μέσα από τραγούδια που ηχογραφήθηκαν και κυκλοφόρησαν στην Αμερική, όπως το «Γενναίο ευζωνάκι» και «Για την πατρίδα, για την λευθεριά» του Λεωνίδα Φωτεινού, «Ο ρεζίλης» και «Απάνω στ' Αργυρόκαστρο» του Αντώνη Σακελλαρίου, η «Θετή πατρίδα» και «Ευζωνάκια, ευζωνάκια, ξακουστά και ζηλευτά, τρέξετε για να χτυπήστε τον εχθρό μέσ' την καρδιά...» της Βιργινίας Μαγγίδου κ.ά., καθώς και εκείνα που κυκλοφόρησαν στη συνέχεια για την Εθνική Αντίσταση.

«Μούργο Μουσολίνι», «Ξενητεμένοι Ελληνες» κ.ά. του Φώτη Αργυρόπουλου και του Δημοσθένη Ζάττα που ηχογραφούσαν και ολόκληρους διαλόγους παρωδώντας και υμνώντας, όπως τον «Τσιμπλιάρη Χιροχίτο» και τη «Φωνή απ' την Ελλάδα»!

(Σ.Σ.: Οι στίχοι των τραγουδιών περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Σάκη Πάπιστα «Το αστικό τραγούδι στα πέτρινα χρόνια 1940-1949», εκδ. Αφών Κυριακίδη.)

Ο Καραγκιόζης στο Τεπελένι

* Τέλος, υπάρχει και μια άλλη λαϊκή «σκηνή» σχεδόν άφαντη που γυρίζει στα χωριά, εμψυχώνει και μεταφέρει τα νέα με τον δικό της τρόπο. Είναι οι Καραγκιοζοπαίχτες που παίζουν ηρωικά έργα και αναπαριστούν μάχες στη Νεμέρτσικα, το Τεπελένι και την Κορυτσά, διασκευάζοντας με δικά τους σατιρικά λόγια, καραγκιοζίστικα, δημοτικά, ρεμπέτικα και ελαφρά τραγούδια της εποχής. Ζωντανά κομμάτια καλλιτεχνίας που δεν θα ηχογραφηθούν και δεν θα αποτυπωθούν ποτέ σε δίσκο. *

No comments: