International Herald Tribune, Η Καθημερινή, Kυριακή, 7 Σεπτεμβρίου 2008
Επειτα από σαράντα χρόνια διαδρομής που τον ανέδειξε σε έναν από τους πιο ανθεκτικούς αστέρες στο στερέωμα της ροκ, με απόγειο τη δεκαετία του ’70 όταν αποθεώθηκε με επιτυχίες σαν τα «Sweet Caroline» και «Song Sung Blue», ο Νιλ Ντάιαμοντ απολαμβάνει τώρα ένα είδος αναγέννησης της καριέρας του.
«Δυνατό χαρτί» πάντα στις ζωντανές εμφανίσεις, ο Ντάιαμοντ κερδίζει αυτό τον καιρό περισσότερα χρήματα παρά ποτέ από τις περιοδείες του – στις τρεις τελευταίες συγκέντρωσε περίπου 168 εκατομμύρια δολάρια ακαθάριστα έσοδα, σύμφωνα με το περιοδικό Billboard. Και τον περασμένο Μάιο, το 46ο άλμπουμ του, το «Home Before Dark» –ένα σύνολο από λιτά, στοχαστικά τραγούδια με παραγωγό τον Ρικ Ρούμπιν, ο οποίος ηχογράφησε τις τελευταίες δουλειές του Τζόνι Κας– έφτασε στο νούμερο ένα του καταλόγου επιτυχιών του Billboard. Στις αρχές Αυγούστου, ο 67χρονος τραγουδιστής και τραγουδοποιός συνέχισε με τέσσερις συναυλίες στο Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν της Νέας Υόρκης την παγκόσμια περιοδεία του, που θα διαρκέσει έως το 2009 και που τα εισιτήριά της έχουν ήδη τα περισσότερα προπωληθεί.
«Μήπως ήρθε ο καιρός;»
«Ποτέ δεν περίμενα ότι θα το έκανα αυτό για τόσο πολύ καιρό», είπε μετά το κοντσέρτο του στο κατάμεστο XL Center στο Χάρφορντ του Κονέκτικατ, την περασμένη εβδομάδα. Είχε αλλάξει το μαύρο μεταξωτό κοστούμι που φορούσε επί σκηνής με ένα τζιν παντελόνι και φαρδύ βαμβακερό πουκάμισο, και είχε κρυμμένα τα μάτια του πίσω από ένα ζευγάρι στρογγυλά σκούρα γυαλιά.
«Κοιτάζοντας πίσω και βλέποντας ότι έχουν περάσει σχεδόν σαράντα χρόνια από τις πρώτες επιτυχίες, φτάνεις να σκεφτείς “μήπως ήρθε ο καιρός να σταματήσω;”» συνέχισε. «Δεν νομίζω όμως ότι θα σταματήσω. Είναι η μόνη πρόκληση που απέμεινε στη ζωή μου».
Στη σκηνή, ο Ντάιαμοντ είναι μια ελαφρά παραλλαγμένη εκδοχή του σόουμαν που πάντα ήταν: Ερμηνεύει τα τραγούδια του με τη θερμή, βαρύτονη φωνή του που διατηρεί ατόφια τη δύναμή της και τονίζει τις κορυφώσεις σηκώνοντας ψηλά τα χέρια. Η μόνη μεγάλη διαφορά είναι η απουσία της άλλοτε πλούσιας χαίτης του: Τα μαλλιά του έχουν αραιώσει και γκριζάρει και είναι πλέον κοντοκομμένα. Στο XL Center, πάνω από 12.000 θαυμαστές σηκώθηκαν όρθιοι επευφημώντας όταν ξεκίνησε το πρώτο κομμάτι, το «Holy, Holy», αν και οι περισσότεροι είχαν καθίσει πάλι στις θέσεις τους στο δεύτερο τραγούδι – έχουν κι αυτοί μεγαλώσει.
Πίσω από τον σταρ στις σοουμπίζνες, ο Ντάιαμοντ είναι γνωστός ως ένας ιδιαίτερα εργατικός ερμηνευτής και τραγουδοποιός, προσηλωμένος σε δικές του σταθερές μεθόδους δουλειάς. Οταν ετοιμάζεται να γράψει τραγούδια κρατάει συνεχώς σημειώσεις σε χαρτιά με τα οποία γεμίζει διάφορες σακούλες του σούπερ μάρκετ, για να τα ξαναδιαβάσει όταν καταπιαστεί με το γράψιμο των στίχων. Οταν βρίσκεται σε περιοδεία, του στέλνουν τα γεύματά του με κούριερ από ένα κέντρο υγιεινής διατροφής στην Καλιφόρνια. Στα παρασκήνια του XL Center, «ζέστανε» την μπάντα του με ελαφρές γυμναστικές ασκήσεις.
«Θα ήθελα να ξέρω τι κάνουν οι δρομείς του Μαραθώνιου», μου είπε ενώ βρισκόταν στο καμαρίνι του· στο τραπέζι μπροστά στον καθρέφτη υπήρχε ένα μπουκάλι αναψυκτικού με βιταμίνες, ένα κουτάκι καραμέλες κι ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. «Γιατί κι εγώ κάνω το ίδιο πράγμα, τρέχω ένα μαραθώνιο δύο ωρών κάθε φορά στη σκηνή. Πρέπει λοιπόν να κρατήσω τους ηλεκτρολύτες μου σταθερούς σ’ ένα επίπεδο, γι’ αυτό εφοδιάζομαι με υδατάνθρακες μετά την παράσταση, ώστε να είμαι έτοιμος για την επομένη».
Το «Home Before Dark» και το προηγούμενο άλμπουμ του, «12 Songs», βάδισαν αντίθετα προς το συνηθισμένο στυλ του, με καθαρές, λιτές ενορχηστρώσεις που απέχουν αρκετά από το λυρικό, ρομαντικά φορτισμένο στυλ παλαιότερων επιτυχιών του. Οπως τα πρόσφατα άλμπουμ του Ροντ Στιούαρτ και του Μπάρι Μανίλοου, αποτελούν μια στρατηγική κίνηση αναπροσδιορισμού του καλλιτεχνικού προφίλ του Ντάιαμοντ, η οποία ανταμείφθηκε με ευνοϊκή ανταπόκριση από την κριτική.
«Γίνεται πλέον αντιληπτό, από το κοινό αλλά κι από μένα τον ίδιο, ότι είμαι ένας πιο ώριμος άνθρωπος και δεν είμαι πια το παιδί που έγραφε το “Cherry, Cherry”», λέει ο Ντάιαμοντ αναφερόμενος στην πρώτη του μεγάλη επιτυχία, από το 1966.
Το «Home Before Dark» βγήκε στη δισκογραφική αγορά συνοδευόμενο από μεγάλη διαφημιστική καμπάνια, που περιλάμβανε μια εμφάνιση στη δημοφιλή τηλεοπτική εκπομπή American Idol, και έφτασε στο Νο 1 την πρώτη εβδομάδα, πουλώντας 146.000 αντίτυπα. Στη συνέχεια, όμως, οι πωλήσεις έπεσαν και έως σήμερα δεν έχουν ξεπεράσει συνολικά τις 400.000, σύμφωνα με τη Nielsen Soundscan.
Αυτή η τροχιά πωλήσεων έχει γίνει κάτι αρκετά συνηθισμένο τα τελευταία χρόνια, καθώς οι δισκογραφικές εταιρείες δίνουν μεγάλη έμφαση στη διαφημιστική ώθηση των πρώτων ημερών εις βάρος των μελλοντικών πωλήσεων, όπως λέει ο Τζέοφ Μέιφιλντ, αρχισυντάκτης του Billboard. «Οταν συγκεντρώνεις τόσο πολύ την προσοχή στις πωλήσεις της πρώτης εβδομάδας, πού μπορείς να πας μετά; Λειτουργεί η βαρύτητα και έχουμε πτώση». Σημαίνει όμως επίσης ότι το νέο υλικό του Ντάιαμοντ δεν έχει την ίδια απήχηση στον «σκληρό πυρήνα» του κοινού του. Στη συναυλία του Κονέκτικατ, ο ερμηνευτής Ντάιαμοντ ακολούθησε ως επί το πλείστον το παλιό του μονοπάτι, παίζοντας τη μια επιτυχία μετά την άλλη από το ρεπερτόριό του του ’60 και του ’70, προς μεγάλο ενθουσιασμό των θεατών. Σε αντίθεση, η ανταπόκριση στα τρία τραγούδια από το καινούργιο του άλμπουμ ήταν αξιοσημείωτα ήσυχη.
Χλιαρή ανταπόκριση
Ο ίδιος λέει ότι δεν τον ανησυχεί η χλιαρή ανταπόκριση στα καινούργια τραγούδια. «Ηδη έχω τη “Sweet Caroline”, το “Song Sung Blue” και τόσα άλλα» λέει. «Ομως οι περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους δεν έχουν ξανακούσει το “Hell Yeah” ή το “Man of God”. Τώρα τους βλέπω να τα ακούνε με προσοχή και αυτό είναι το μόνο που πραγματικά θέλω».
Προς το τέλος της συναυλίας, αμέσως μετά μια σειρά μεγάλων επιτυχιών που περιλάμβανε το «Don’t Bring Me Flowers» και το «I’ m a Believer», που το είχε γράψει για τους Monkees, ο Ντάιαμοντ είπε στο κοινό ότι δεν έχει κάνει σχέδια για την αποστρατεία του.
«Αυτή είναι η δουλειά μου», είπε. «Κάποιος πολύ μεγαλύτερος από μένα μου έδωσε αυτή τη δουλειά. Μου είπε: “Ε, εσύ, μ’ αυτό το ηλίθιο ύφος – βγες έξω και τραγούδα μέχρι να σου πω να σταματήσεις”. Δεν τον άκουσα ακόμα να μου το λέει, κι έτσι δεν μπορώ παρά να συνεχίσω να τραγουδάω».
No comments:
Post a Comment