Η Ελένη Καραΐνδρου από τις εφημερίδες πληροφορήθηκε ότι θα δουλέψει και πάλι με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Το θυμάται και χαμογελάει. Τι κι αν είχε αποφασίσει ν' αφιερώνει όλο και λιγότερο χρόνο στον κινηματογράφο; Η προτροπή του παραγωγού της Μάνφρεντ Αϊχερ, επικεφαλής της φημισμένης EMC, να ηχογραφεί συχνότερα, να δίνει περισσότερες συναυλίες, να γράφει έργα για τους εξαιρετικούς μουσικούς που στεγάζονται στην εταιρεία του -τον Γκαρμπάρεκ, την Κασκαγιάν, τον Τόμας ντε Μένγκα- έπιασε τόπο μέσα της.
«Για τον Θόδωρο όμως, έναν από τους τελευταίους σκηνοθέτες-δημιουργούς, αυτόν τον ποιητή και οραματιστή ταυτόχρονα, δεν τίθεται ζήτημα. Οποτε με χρειάζεται, είμαι κοντά του. Από την αρχή, άλλωστε, αναζήτησε σε μένα κάτι που το δέχτηκα με πολλή χαρά: να εμπνέομαι από αυτόν και να είμαι ανεξάρτητη! Κάτι που δύσκολα το βρίσκεις...».
Μια πρώτη γραφή της μουσικής για τη «Σκόνη του χρόνου», την όγδοη ταινία στην οποία συνεργάζονται, είχε ολοκληρωθεί πριν ακόμα ξεκινήσουν τα γυρίσματα. Μέχρι να συγκεντρωθούν τα χρήματα για την παραγωγή, η Καραΐνδρου είχε ήδη κεντήσει τις βασικές της μελωδίες. Είχε, όμως, και αυτή τη φορά, προηγηθεί ένα γόνιμο πάρε-δώσε με τον σκηνοθέτη, στη διάρκεια του οποίου η κεντρική ιδέα του έργου αποκρυσταλλωνόταν.
«Πέρα από καλός συζητητής, ο Αγγελόπουλος είναι και παραμυθάς. Οι αφηγήσεις του, σου γεννούν αμέσως εικόνες». Οπως όμως δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει, η ίδια δεν εμπνέεται από εικόνες, αλλά από ιδέες. Κι αν, στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» η μουσική της πυροδοτήθηκε από την αναζήτηση της χαμένης αθωότητας, για τη «Σκόνη του χρόνου» πάτησε πάνω «στην ιδέα της μετακίνησης, στο κυνηγημένο ξερίζωμα, στις χαμένες ελπίδες και τ' απραγματοποίητα όνειρα...»
Η παρθενική παρουσίαση αυτής της δουλειάς θα γίνει στις 12 και τις 13 του μηνός στο Θέατρο Βράχων, παράλληλα με την επίσης παρθενική ζωντανή εκτέλεση της μουσικής που έγραψε για το τηλεοπτικό «10», σε μία ακόμη σύμπραξη με την Καμεράτα υπό τη διεύθυνση του Αλέξανδρου Μυράτ. Η Ελένη Καραΐνδρου φροντίζει ώστε κάθε της συναυλία να στηρίζεται σ' ένα «σενάριο», σε μια «δραματουργία γεμάτη χρώματα, ρυθμούς, τονικότητες και συναισθήματα». Κι η έγνοια της δεν εξαντλείται στο πώς θα δεθεί το ένα κομμάτι με το άλλο αλλά και στο πού, σε ποιο χώρο, σε ποια γειτονιά θ' ακουστούν.
Η παρουσία στο Θέατρο Βράχων τόσο του ηχολήπτη Γιώργου Καριώτη όσο και του παραγωγού της την καθησυχάζει: «Οπως συμβαίνει και με τη ζωγραφική, έτσι κι ένα μουσικό κομμάτι μπορεί ν' αποδοθεί μ' εκατό διαφορετικούς τρόπους. Ομως ο Αϊχερ είναι φοβερός στο να το προστατεύσει, να το αναδείξει, να μην τ' αφήσει ν' αλλοιωθεί». Οσο για την υποδοχή που θα της επιφυλάξει το κοινό, «ουδέποτε ένιωσα απόρριψη» λέει. «Ο,τι κάνω το κάνω με την ψυχή μου. Και στις συναυλίες μου έρχονται... κανονικοί άνθρωποι, άνθρωποι που μ' εμπιστεύονται και τους οποίους δεν έχω προδώσει ποτέ».
«Αλήθεια» και «ταπεινότητα». Αυτά είναι τα εμβλήματα της Καραΐνδρου -κι όχι μόνο στην καλλιτεχνική της ζωή. Η αίσθηση όμως πως η εποχή μας έχει λοξοδρομήσει προς τη φτηνή ψυχαγωγία και τον παραμορφωτικό μοντερνισμό, γίνεται μέσα της όλο και πιο εντονότερη.
«Ποια είναι η σχέση μας με το κλασικό και το μοντέρνο; Κάθε σκεπτόμενος καλλιτέχνης αναρωτιέται πάνω σ' αυτό. Εμένα, από 20 χρονών με βασανίζει. Πώς προχωρεί η τέχνη; Με τεράστια, ανυπόμονα βήματα ή προσεχτικά, με αλήθεια και ψυχή; Δείτε τι συμβαίνει στο θέατρο. Επιτρέπεται να προδίδεις τον Τσέχοφ ή τον Ιψεν για να προβάλλεις το εγώ σου; Δεν θα ξεχάσω την οργή του Πίντερ, με αφορμή μια πρόσφατη παράσταση στο Παρίσι, βασισμένη σε έργα του που είχαν γίνει αγνώριστα. Ποιος μπορεί να έχει τέτοια οίηση ώστε να νομίζει πως είναι πιο μοντέρνος από τον Πίντερ; Γι' αυτό υποκλίνομαι στην EMC του Αϊχερ. Επειδή αναζητά το καινούριο μέσα από τη φόρμα του παλιού. Και γι' αυτό έχουμε ταιριάξει με τον Αντώνη Αντύπα. Επειδή προσπαθούμε να μην χάνουμε το στόχο μας και να μην ακολουθούμε το συρμό, όταν όλα γύρω σε καλούν να εντυπωσιάσεις».
Μια πρώτη γραφή της μουσικής για τη «Σκόνη του χρόνου», την όγδοη ταινία στην οποία συνεργάζονται, είχε ολοκληρωθεί πριν ακόμα ξεκινήσουν τα γυρίσματα. Μέχρι να συγκεντρωθούν τα χρήματα για την παραγωγή, η Καραΐνδρου είχε ήδη κεντήσει τις βασικές της μελωδίες. Είχε, όμως, και αυτή τη φορά, προηγηθεί ένα γόνιμο πάρε-δώσε με τον σκηνοθέτη, στη διάρκεια του οποίου η κεντρική ιδέα του έργου αποκρυσταλλωνόταν.
«Πέρα από καλός συζητητής, ο Αγγελόπουλος είναι και παραμυθάς. Οι αφηγήσεις του, σου γεννούν αμέσως εικόνες». Οπως όμως δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει, η ίδια δεν εμπνέεται από εικόνες, αλλά από ιδέες. Κι αν, στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» η μουσική της πυροδοτήθηκε από την αναζήτηση της χαμένης αθωότητας, για τη «Σκόνη του χρόνου» πάτησε πάνω «στην ιδέα της μετακίνησης, στο κυνηγημένο ξερίζωμα, στις χαμένες ελπίδες και τ' απραγματοποίητα όνειρα...»
Η παρθενική παρουσίαση αυτής της δουλειάς θα γίνει στις 12 και τις 13 του μηνός στο Θέατρο Βράχων, παράλληλα με την επίσης παρθενική ζωντανή εκτέλεση της μουσικής που έγραψε για το τηλεοπτικό «10», σε μία ακόμη σύμπραξη με την Καμεράτα υπό τη διεύθυνση του Αλέξανδρου Μυράτ. Η Ελένη Καραΐνδρου φροντίζει ώστε κάθε της συναυλία να στηρίζεται σ' ένα «σενάριο», σε μια «δραματουργία γεμάτη χρώματα, ρυθμούς, τονικότητες και συναισθήματα». Κι η έγνοια της δεν εξαντλείται στο πώς θα δεθεί το ένα κομμάτι με το άλλο αλλά και στο πού, σε ποιο χώρο, σε ποια γειτονιά θ' ακουστούν.
Η παρουσία στο Θέατρο Βράχων τόσο του ηχολήπτη Γιώργου Καριώτη όσο και του παραγωγού της την καθησυχάζει: «Οπως συμβαίνει και με τη ζωγραφική, έτσι κι ένα μουσικό κομμάτι μπορεί ν' αποδοθεί μ' εκατό διαφορετικούς τρόπους. Ομως ο Αϊχερ είναι φοβερός στο να το προστατεύσει, να το αναδείξει, να μην τ' αφήσει ν' αλλοιωθεί». Οσο για την υποδοχή που θα της επιφυλάξει το κοινό, «ουδέποτε ένιωσα απόρριψη» λέει. «Ο,τι κάνω το κάνω με την ψυχή μου. Και στις συναυλίες μου έρχονται... κανονικοί άνθρωποι, άνθρωποι που μ' εμπιστεύονται και τους οποίους δεν έχω προδώσει ποτέ».
«Αλήθεια» και «ταπεινότητα». Αυτά είναι τα εμβλήματα της Καραΐνδρου -κι όχι μόνο στην καλλιτεχνική της ζωή. Η αίσθηση όμως πως η εποχή μας έχει λοξοδρομήσει προς τη φτηνή ψυχαγωγία και τον παραμορφωτικό μοντερνισμό, γίνεται μέσα της όλο και πιο εντονότερη.
«Ποια είναι η σχέση μας με το κλασικό και το μοντέρνο; Κάθε σκεπτόμενος καλλιτέχνης αναρωτιέται πάνω σ' αυτό. Εμένα, από 20 χρονών με βασανίζει. Πώς προχωρεί η τέχνη; Με τεράστια, ανυπόμονα βήματα ή προσεχτικά, με αλήθεια και ψυχή; Δείτε τι συμβαίνει στο θέατρο. Επιτρέπεται να προδίδεις τον Τσέχοφ ή τον Ιψεν για να προβάλλεις το εγώ σου; Δεν θα ξεχάσω την οργή του Πίντερ, με αφορμή μια πρόσφατη παράσταση στο Παρίσι, βασισμένη σε έργα του που είχαν γίνει αγνώριστα. Ποιος μπορεί να έχει τέτοια οίηση ώστε να νομίζει πως είναι πιο μοντέρνος από τον Πίντερ; Γι' αυτό υποκλίνομαι στην EMC του Αϊχερ. Επειδή αναζητά το καινούριο μέσα από τη φόρμα του παλιού. Και γι' αυτό έχουμε ταιριάξει με τον Αντώνη Αντύπα. Επειδή προσπαθούμε να μην χάνουμε το στόχο μας και να μην ακολουθούμε το συρμό, όταν όλα γύρω σε καλούν να εντυπωσιάσεις».
No comments:
Post a Comment