- Ο Μανώλης Μητσιάς, το καλό παιδί του τραγουδιού, μιλάει για την πορεία των 40 χρόνων και τη συνεργασία του με τα μεγάλα ονόματ
Τι τον χαρακτηρίζει; Ψάχνω να βρω τι τον έκανε συμπαθή αυτές τις τέσσερις δεκαετίες στο τραγούδι, την ώρα που άλλοι συνοδοιπόροι του -οι τραγουδιστές του ’70- «σφάζονταν» μεταξύ τους, για το ποιος είναι στην κορυφή.
Η αλήθεια είναι πως ο Μανώλης Μητσιάς ήταν το καλό παιδί του ελληνικού τραγουδιού. Κάτι η φυσιογνωμία του, κάτι η συμπεριφορά του, έκανε τους σημαντικότερους Ελληνες δημιουργούς να τον εμπιστευθούν και σήμερα να μιλάμε για τη σταθερή του πορεία, τις επιλογές από τις οποίες δεν παρέκκλινε κι ας τον καλούσαν την ίδια ώρα οι σειρήνες δεξιά κι αριστερά.
Ούτε χαζοπόπ έμπλεξε με λαϊκά γιατί έτσι το επέβαλε ο καιρός, ούτε τραγούδια του συρμού διάλεξε όλα αυτά τα χρόνια. Δεν λοξοδρόμησε. Οχι πως δεν είπε και μέτρια τραγούδια, αλλά δεν προκάλεσε. Δεν έγινε αντιπαθής με την παρουσία του. Κι όταν τον ρωτάς αν ζήλεψε ποτέ το διαφορετικό είναι αφοπλιστικός: «Δεν μετάνιωσα για κάτι. Κυρίως γιατί εκπαιδεύτηκα δίπλα στους μεγάλους».
Σε αυτούς αναφέρεται συχνά, ιδιαίτερα στον Νίκο Γκάτσο, αλλά και σε όσους τον στήριξαν ηθικά. Στη σύζυγό του Λίτσα και στον μονάκριβο γιο του τον Μίλτο που προτίμησε την οδοντιατρική. Στην «Κ» μιλάει για τη ζωή του στη Χαλκιδική, τον πατέρα του, όσους τον καθόρισαν και την αποχώρησή του σε 4-5 χρόνια.
Στη σημερινή συναυλία του πάντως στο Ηρώδειο γιορτάζει τις τέσσερις δεκαετίες που έχει στον χώρο με καλεσμένους φιλους του όπως οι: Σταμάτης Κραουνάκης, Λουκιανός Κηλαηδόνης, Μαρία Φαραντούρη, Ηλίας Ανδριόπουλος, Κώστας Μακεδόνας, Λίνα Νικολακοπούλου, Χρηστος Λεοντής, Ιεροκλής Μιχαηλίδης, Λίνος Κόκκοτος.
Το μοντέλο του τραγουδιστή άλλαξε
Πάντα ήμουν στο πλευρό των δημιουργών. Σαράντα χρόνια στη δική τους την πλευρά. Ακόμη και στη διαμάχη τραγουδιστών- δημιουργών ήμουν με εκείνους γιατί ξέρω πως για να υπάρξει ένας τραγουδιστής στον χρόνο πρέπει να έχει καλά τραγούδια. Τα μεγάλα τραγούδια τα γράφουν οι μεγάλοι δημιουργοί. Δεν φέρνουν πολλά λεφτά φέρνουν όμως συγκίνηση. Το χρήμα σχετίζεται με τα τραγουδάκια. Τα αυθημερόν όπως τα λέω.
Τραγούδησα τους καλύτερους. Συνθέτες, ποιητές και στιχουργούς. Ενας κι ένας όλοι τους. Δεν το επέτρεπε η εποχή, το επέλεγα εγώ. Γιατί τότε, βεβαίως δρούσαν οι μεγάλοι αλλά την ίδια περίοδο (μετά τη μεταπολίτευση), έτρεχαν όλοι στα ρεμπετάδικα και στις κομπανίες. Τότε είπα την «Αθανασία» του Χατζιδάκι, το «Αχ έρωτα» του Λεοντή σε ποίηση Λόρκα, την «Τετραλογία» του Μούτση, την «Πολιτεία Γ’» του Μίκη, τραγούδησα Σεφέρη μελοποιημένο από τον Ανδριόπουλο.
Πολυσυλλεκτικό δίσκο έκανα τελευταία. Δεν υπέκυψα ποτέ σε αυτή την ευκολία της εποχής. Ακόμη και τα ρεμπέτικα που είπα ήταν σε ανταλλαγή για να φύγω από την εταιρεία μου και να πάω σε άλλη ώστε να τραγουδήσω την «Πιρόγα» του Θ. Μικρούτσικου και του Αλκαίου. Εχω αρνηθεί πολλά τραγούδια και δεν το μετάνιωσα ποτέ, γιατί είπα σημαντικότερα κι ας ήταν λιγότερα κερδοφόρα. Πολυσυλλεκτικοί δίσκοι με δοκιμασμένους συνθέτες σημαίνει ανασφάλεια. Εγώ έκανα ένα CD, κυρίως με άγνωστα παιδιά.
Πιάσαμε πάτο. Το τραγούδι άλλαξε, οι μπουάτ εξελίχτηκαν σε κέντρα αεροδρόμια όπου κανείς δεν καταλαβαίνει τι λέει ο άλλος, πολύ περισσότερο τι τραγουδάνε στην πίστα. Δεν υπάρχει καμία επαφή. Οι παραγωγοί εταιρειών αντικαταστάθηκαν από τους παραγωγούς μαγαζάτορες. Και το κοινό άλλαξε. Η ψυχοσύνθεσή του μεταλλάχθηκε. Αλλάξανε τον βιολογικό ρυθμό του Ελληνα. Του έβαλαν μπροστά μια τηλεόραση και από το πρωί ώς το βράδυ βλέπει το ίδιο πράγμα.
Σήμερα ποιος θα σου δώσει τραγούδια; Σιώπησαν οι μεγάλοι. Τους καταργήσαμε. Οι εταιρείες θέλουνε τζάμπα πράγμα. Θέλουν Ξαρχάκο ή Μούτση, αλλά χωρίς να ξοδεύουν. Και οι καινούργιοι τι να γράψουν. Με ποια ερεθίσματα; Ετσι κι αλλιώς το μοντέλο του τραγουδιστή άλλαξε. Θέλουν γυμνές τραγουδίστριες μοντέλα και τραγουδιστές με περίεργη συμπεριφορά. Η γενιά μου ντρεπόταν να βγει και να έχει πιει ένα ποτήρι ουίσκι. Σήμερα επιδεικνύουν ότι ξεπερνούν τα όρια. Και το κοινό κολακεύεται από το αγοραίο. «Είναι δικός μας» λένε, γιατί καταργείται η απόσταση.
Ρώτησα πρώτα. Οταν συνειδητοποίησα ότι μπορώ να γίνω τραγουδιστής, γιατί όλοι με έσπρωχναν προς τα εκεί, είπα θα γίνω αλλά θα ρωτήσω πρώτα αν αξίζω. Πήγα στον Θεοδωράκη, στον Μάνο τον Λοίζο επίσης. Ηθελα να γίνω τραγουδιστής, όχι της Οντεόν που τότε με παρακάλαγε αλλά της μεγάλης Κολούμπια. Εκεί που ήταν ο Καζαντζίδης, ο Μπιθικώτσης, η Μοσχολιού. Οι καλύτεροι.
Καζαντζίδης - Μπιθικώτσης. Ηταν το 1962 ή ’63 σε ένα κέντρο στο «Πανόραμα». Δεν είχαμε φυσικά λεφτά να πάμε. Θέλαμε όλοι όμως να δούμε τον Καζαντζίδη. Ηταν μαζί και η Μάγια Μελάγια. Σκαρφάλωσα στη μάντρα και τον είδα. Τρελάθηκα. Πάντα τον θαύμαζα. Βέβαια όταν άκουσα μετά τον Μπιθικώτση στον «Επιτάφιο», κάτι άλλαξε μέσα μου. Οι μεγάλοι έγιναν δύο.
Γεννήθηκα στη Δουμπιά στη Χαλκιδική. Ο πατέρας μου είχε καφενείο και έφερνε θυμάμαι μακεδονίτικες κομπανίες. Μετά πήγα για σπουδές στη Θεσσαλονίκη, στο Χημικό. Είχα γραφτεί και στη Χορωδία. Μου άρεσε να τραγουδάω για να εκφράζομαι. Εκεί λέγαμε τραγούδια όχι τραγουδάκια. Η χορωδία ήταν γνωστή σε όλη τη Βόρειο Ελλάδα. Αλλά μας κατήργησε η χούντα. Ημουν κι εγώ στην υπόθεση Χαλκίδη με 41 φοιτητές κατηγορούμενους. Η απομόνωση στον Βαρδάρη κράτησε πολλές μέρες. Θυμάμαι τα παιδιά της χορωδίας έκαναν απ’ έξω καντάδα. «Ποιος είναι αυτός ο τυχερός στο Λαύριο γίνεται χορός»… Αυτά μας κρατούσαν. Ηταν οι εποχές που ζητούσαν πιστοποιητικό πολιτικών φρονημάτων κι εγώ ήμουν μουντζουρωμένος.
Η μάνα μου στεναχωριόταν που επέλεξα το τραγούδι. Ο πατέρας μου με κάλεσε και με ρώτησε «σ’ αρέσει;». Ναι του είπα. «Τότε κάν’ το. Αρκεί να πετύχεις». Είχα βάλει όριο στον εαυτό μου. Οταν κατέβηκα στην Αθήνα είπα πως σε δύο χρόνια πρέπει να κάνω κάτι, να γίνω γνωστός, αλλιώς θα τα εγκαταλείψω. Με θεωρούσαν καλό παιδί. Δεν έκανα ποτέ παγαποντιές. Με επηρέασε ο πατέρας μου. Είχε μια ξεχωριστή εντιμότητα. Επί 15 χρόνια υπήρξε πρόεδρος του χωριού χωρίς να πάρει δραχμή. Το καφενείο που είχε το έκλεισε από χρέη. Κερνούσε όσους δεν είχαν να πληρώσουν. Ακόμη κρατάω τα δευτέρια-ενθύμιο.
Τα λυπάμαι. Τα παιδιά που δεν δούλεψαν, δεν ταλαιπωρήθηκαν λίγο. Ακούω καλές φωνές, αλλά δεν ξέρουν να ματώνουν. Πώς να συμβεί αυτό αφού αγνοούν για παράδειγμα τη «Ρωμιοσύνη» ακόμη και το «Αξιον Ετσί». Δεν ξέρουν τον Γκάτσο σε βάθος, τον Σεφέρη και τον Ελύτη. Δεν πήγαν σε μια πορεία, σε μια διαμαρτυρία, δεν έφαγαν ξύλο για να φωνάξουν: «Αυτά τα δέντρα δεν βολεύονται με λιγότερο ουρανό». Αν δεν έχεις αμφισβητήσει ο ίδιος πως θα μιλήσεις για αμφισβήτηση;
Γι’ αυτό τραγουδάνε μελωμένα. Και τα τραγούδια μοιάζουν επιχρυσωμένα και γλυκερά. Δεν χτυπάνε στην καρδιά.
Δεν υπάρχει λαϊκό τραγούδι. Τουλάχιστον όχι με τη μορφή που υπήρχε τότε. Είναι μια πιο σύγχρονη εκδοχή. Δεν είναι κακό. Και στην εποχή μου το ρεμπέτικο εκσυγχρονίστηκε και έδωσε το παλιό λαϊκό. Τώρα κυριαρχεί εύκολο είδος της μπαλάντας. Αφήγηση στίχου. Αυτό και μόνο. Γι’ αυτό όταν σκάσει κανένα ζεϊμπέκικο, χασάπικο καλό, τρελαίνονται σαν να ανακάλυψαν την πυρίτιδα. Οι σημερινοί δημιουργοί δεν γνωρίζουν τους παλιούς. Η δική του γενιά άκουγε Χατζιδάκι και Θεοδωράκη ήξερε όμως καλά και ποιος ήταν ο Δερβενιώτης ή ο Χρυσίνης. Σήμερα όλοι ισοπεδώνονται. Αν δεν μελετήσεις τον Σαββόπουλο πως μπορείς να μιλάς για αιχμηρό στίχο. Για να συνεχίζουν πρέπει να γνωρίσουν τι προϋπήρξε. Ο Χατζιδάκις πήρε το ρεμπέτικο από τα καταγώγια και το παρουσίασε στο θέατρο. Βάσισε αριστουργήματα πάνω σ’ αυτό.
Δεν μπορούσα να παρεκτραπώ. Κουβαλούσα τις αρχές του πατέρα μου. Τα ακούσματα που είχα, ότι έψαλλα στην εκκλησία του χωριού. Οταν πέρασαν τα χρόνια είχαν και τους ανθρώπους που με καθόρισαν επαγγελματικά. Tι θα έλεγα στον Γκάτσο; Σειρήνες με φλέρταραν και μου έδωσαν και 20 φορές παραπάνω χρήματα απ’ όσα έπαιρνα τη δεκαετία του ’70 και είπα όχι παρότι θα μπορούσα να έχω μια πολυκατοικία μέσα σε λίγες ημέρες.
Οι νεόπλουτοι καθορίζουν συμπεριφορές. Στα μαγαζιά περιμένουν πότε θα πάνε να τα σπάσουν και να ξεδώσουν. Αυτοί διαμορφώνουν το κλίμα. Κολακεύονται οι τραγουδιστές, τρίβουν τα χέρια οι επιχειρηματίες. Μια αλυσίδα είναι όλα. Οι νεόπλουτοι καθορίζουν τώρα και τη δισκογραφία. Αυτό που παλιά έκαναν οι δισκογραφικές το ανέλαβαν αυτοί και οι μαγαζάτορες. Οι τελευταίοι παίρνουν και ποσοστά από δίσκους ή εμφανίσεις. Δεν με ενοχλεί που άλλαξαν τα δεδομένα πια. Ας πουλήσουν οι τραγουδιστές στο Ιντερνετ. Τουλάχιστον έτσι θα αποφεύγουν το γούστο της εταιρείας.
Μακάρι να αντέξω άλλα 4-5 χρόνια. Ο,τι είχα να κάνω το έκανα ως τραγουδιστής 40 χρόνια. Οι νέοι πρέπει να βρουν τρόπο να επιβιώσουν οι ίδιοι και το ελληνικό τραγούδι γενικότερα. Να εμπνευστούν από την παράδοσή μας, δεν είναι ντροπή. Αντιθέτως, είναι γελοίο να ζηλεύουν το έθνικ των άλλων όταν το δικό μας είναι πλουσιότατο. Δέκα ειδών παραδοσιακές μουσικές έχουμε. Ποντιακά, ηπειρώτικα, μακεδονίτικα, στερεολλαδίτικα… Κι όμως κανείς δεν εμπνεύεται από την Ελλάδα. Των άλλων θεωρούνται καλύτερα. Ο σνομπισμός του άσχετου.
Καβατζάρισα τα 60, αρκετά. Ας βγούνε άλλοι. Θέλω να ταξιδέψω. Να πάω σε μέρη που δεν πρόσεξα. Πήγα σε πολλά, αλλά δεν είδα τίποτα. Γνωρίζω μόνο τα αεροδρόμιά τους. Πήγα νότια Αμερική και δεν κατάλαβα τίποτα. Μπουένος Αϊρες, Παναμά, Ουρουγουάη. Μόνο αίθουσες θεάτρων έβλεπα. Και τη Γερμανία που γύρισα με τον Μαρκόπουλο δεν τη γνώρισα. Με έτρωγε το άγχος της δουλειάς.
Η νύχτα δεν μου άρεσε ποτέ. Ισως γιατί από μικρό παιδί δούλευα βράδυ στα χωράφια. Εφαγα όλη την εφηβεία μου στα καπνοχώραφα. Και ύστερα την υπόλοιπη ζωή μου για να κάνω ένα επάγγελμα της νύχτας. Κι όμως από παιδί λατρεύω το φως της ημέρας. Θέλω να απολαύσω αυτό το φως στα μέρη που γνώρισα, αλλά δεν πρόσεξα. Ηρθε ο καιρός...
Δισκογραφία με «κολοσσούς»
Ο Μανώλης Μητσιάς ευτύχησε να γνωρίσει όχι μόνο την καλή γενιά των δημιουργών, να πει πολλά από τα ωραιότερα τραγούδια, αλλά και να ξεκινήσει την καλή εποχή των παραγωγών. Ο Αλέκος Πατσιφάς ήταν αυτός που τον πρωτάκουσε στη Θεσσαλονίκη και πιεστικά τον παρότρυνε να κατέβει στην Αθήνα. Ο Δήμος Μούτσης, με παραγωγό μάλιστα τον Τάκη Λαμπρόπουλο, του έδωσε το τραγούδι «Στην Ελευσίνα μια φορά» το1969 κι αυτό σφράγισε το ξεκίνημά του. Εκτοτε ακολούθησαν πολλοί δίσκοι. Ανάμεσά τους οι: «Η πόλη μας» (Λ. Κηλαηδόνης), «Της γης το χρυσάφι» (Μ. Χατζιδάκις), «Η κόκκινη κλωστή» (Λ. Κηλαηδόνης – Ν. Γκάτσος), «Η διαδρομή (Β. Τσιτσάνης), «Αχ έρωτα» (Χρ. Λεοντής), «Μαρτυρίες (Δ. Μούτσης), «Τα λαϊκά» (Μ. Θεοδωράκης), «Τετραλογία» (Δ. Μούτσης), «Αποχαιρετισμός» (Λ. Κόκοτος), «Αθανασία» (Μ. Χατζιδάκις), «Παρών» (Ακ. Πάνου), «Τραγούδια της παρέας» (Μ. Τόκας), «Στου καιρού τα ρέματα» (Γ. Σπανός), «Εμπάργκο» (Θ. Μικρούτσικος), «Χειμωνιάτικος ήλιος» (Μ. Χατζιδάκις), «Φώτα παρακαλώ» (Δ. Τσακνής), «Σε χιλιάδες σταθμούς» (Χρ. Νικολόπουλος), «Ημέρα Τρίτη» (Στ. Σπανουδάκης), «Φίλοι που φεύγουν» (Γ. Μαρκόπουλος) κ.ά. Ο τελευταίος του δίσκος έχει τίτλο «Ενα τσιγάρο κι ένας ψεύτης» (Θάνος Μικρούτσικος, Λ. Κόκοτος, Μ. Σελλάς, Μ. Τούμπουρος, K. Lesendric, Μ. Ανδρουλιδάκης κ.ά.).
- Της Γιωτας Συκκα, Η Καθημερινή, Kυριακή, 14 Iουνίου 2009
No comments:
Post a Comment