Το έζησα κι αυτό. Έξω από ένα δισκάδικο άκουσα με τα αυτιά μου έναν πατέρα να περιγράφει στον πιτσιρικά του τι είναι δίσκος. Δεν μπορεί, παιδί μου- του έλεγε-, θα το έχεις δει. Είναι αυτό το μεγάλο στρογγυλό με την τρύπα στη μέση που ακουμπάει μια βελόνα επάνω και παίζει μουσική. Ο μικρός τον κοιτούσε με απορία.
- Τα CD κάνουν πια τη μεγάλη βουτιά προς τον πάτο, τα παραδοσιακά δισκάδικα κλείνουν και η μουσική «κατεβαίνει» στο Διαδίκτυο, την ώρα που οι μουσικόφιλοι ανακαλύπτουν ξανά το βινύλιο- και ως σωσίβιο
Εικόνα δεύτερη: Ήταν μια μεγάλη γιορτή. Καλλιτέχνες, πολλή μουσική. Και να φανταστεί κανείς πως τα δισκάδικα σε όλο τον κόσμο δεν έχουν και πολλούς λόγους να γιορτάζουν. Η επόμενη μέρα του φετινού «Record Store Day» έδειχνε πως η γιορτή δεν ήταν μόνο παρηγοριά. Μπορεί, δηλαδή, τα μικρά δισκοπωλεία (και όχι μόνο τα μικρά) να εξαφανίζονται και μέχρι να διαβάσετε ώς το τέλος της σελίδας να έχουν κάποια ακόμη σβήσει από τον χάρτη, αλλά μια άλλη μουσική πραγματικότητα κάνει την εμφάνισή της και επιμένει. Κρύβεται συνήθως μέσα στην τσάντα του πελάτη που μόλις αγόρασε τα βινύλιά του. Μια νέα φιλοσοφία γεννιέται στην αγορά της μουσικής.
Τα δισκάδικα αρνούνται να πεθάνουν. Μεταλλάσσονται σε χώρους επικοινωνίας και λάιβ μουσικής. Και το νέο λανσάρισμα του βινυλίου στους κύκλους των μουσικόφιλων είναι μια γερή τονωτική ένεση. «Συναντιόμαστε με τους φίλους μου για μουσικές» λέει ο Γιάννης Τραγανάκης, που κατεβαίνει στο κέντρο για δίσκους. Όπως παλιά; Όχι ακριβώς... Τώρα τσεκάρει στο myspace και διαλέγει. «Δεν μου αρκεί να κατεβάσω κάτι που μου αρέσει. Είναι όλη η εμπειρία διαφορετική».
Ο Μπιλ Γκέιτς που προέβλεπε μια δεκαετία πριν πως τα δισκάδικα τελειώνουν στο μέλλον, βγήκε αληθινός. Την ίδια στιγμή και ολίγον ψεύτης. Αν παρατηρεί κανείς μιαν αναζήτηση στην αγορά πικάπ, δεν κάνει λάθος. Όταν ανακαλύψεις ότι το ψηφιακό αρχείο στον υπολογιστή σου δεν καλύπτει απόλυτα τις μουσικές σου ανάγκες, δεν θα τρέξεις να επενδύσεις σε CD.
Το εσωτερικό του δισκάδικου αλλάζει. Τα λίγα βινύλια από τη σκονισμένη άκρη τους παίρνουν θέση μπροστά στις νέες κυκλοφορίες.
«Είναι το format που έμεινε και από ό,τι φαίνεται θα μείνει» λέει ο Νεκτάριος Παπάς από το Vinyl Μicrostore, που έχει ακολουθήσει την τάση να γίνει το δισκοπωλείο σημείο συνάντησης μουσικόφιλων με πολλές αφορμές. «Θυμάμαι αυτό που μου είχε πει ένας πελάτης: αν δεν δεν νιώσει τον δίσκο να χτυπάει στο γόνατό του μέσα από την τσάντα όταν φεύγει από το μαγαζί, δεν καταλαβαίνει ότι έχει αγοράσει μουσική...»
Από την άλλη πλευρά, «στην ελληνική πραγματικότητα φαίνεται πως υπάρχει αύξηση στην παραγωγή, γιατί υπάρχουν νέα μέσα, το my space, καινούργια δίκτυα, οποιοσδήποτε μπορεί να κάνει μουσική στο σπίτι του, και πραγματικά σε μας στο chart μέσα υπάρχουν πολλοί ελληνικοί τίτλοι, αγοραστικά όμως η πορεία είναι φθίνουσα». Το μικρόβιο της μουσικής βέβαια αντέχει και στα δύσκολα, όπως είναι η οικονομική κρίση. Και σε εποχές κρίσης, οι σταθερές αξίες και οι φτηνές τιμές ακούγονται πιο δυνατά. «Ουσιαστικά ακυρώνουμε την εικόνα του σουπερμάρκετ και διατηρούμε το δισκοπωλείο με βάθος καταλόγου» λέει ο Χρήστος Ασημακόπουλος από τα Μetropolis, που άνοιξαν καινούργιο κατάστημα, όπου εκτός από το δισκάδικο λειτουργεί και σκηνή για live και βιβλιοπωλείο- καφέ.
Οι παλαιότερες εκδόσεις είναι από τα δυνατά χαρτιά των δισκάδικων παντού- οι νέοι αρχίζουν και ψάχνουν τα παλιά και οι επανεκδόσεις είναι το άλλο καυτό φαινόμενο. «Κάναμε προσπάθεια για να στηρίξουμε τις ελληνικές επανεκδόσεις, όπως το “Νυν και Αεί” του Σταύρου Ξαρχάκου που βγάλαμε σε πολύ καλή τιμή» λέει ο Χρήστος Ασημακόπουλος.
«Έχει ξανάρθει στη μόδα το βινύλιο, γιατί δεν αντιγράφεται, είναι ένα έργο τέχνης και έχει και καλή ποιότητα ήχου όταν παίζεται στα σωστά στερεοφωνικά» λέει ο Ζαχαρίας Βρελιανάκης, από ένα από τα κεντρικά σημεία για τους Έλληνες μουσικόφιλους, στο Μοναστηράκι. «Το χιπ χοπ έπαιξε πολύ ρόλο σε αυτό, με τις λούπες, και οι ντιτζέις. Έτσι βλέπεις 18άρης, 19άρηδες, που έχουν μάθει από τους δίσκους του μπαμπά, να έρχονται στο δισκάδικο και να αγοράζουν βινύλια. Επίσης βγαίνουν στην αγορά καινούργια πικάπ, που είναι καλά και σχετικά φτηνά. Ή τα φορητά πικάπ, που έχουν έρθει στη μόδα».
Αν έχετε σχηματίσει την εικόνα πως όλοι τρέχουν να αγοράσουν βινύλιο, αφού το CD πάει περίπατο να σας προλάβω, δεν συμβαίνει ακριβώς αυτό. Ο κόσμος «κατεβάζει». Γιατί είναι εύκολο και μπορεί να έχει οτιδήποτε. Ώσπου να αντιληφθεί πως στην πραγματικότητα δεν έχει κάτι παραπάνω από “κατεβασμένα” κομμάτια. Ούτε κιόλας που θυμάται τι έχει φυλαγμένο σε mp3 μορφή.
Μήπως το είδε και ποτέ;
Οι Τομ Γουέιτς, Μπομπ Ντίλαν, Μπρους Σπρίνγκστιν, Τζακ Γουάιτ «έκοψαν» βινύλια και έπιασαν πόστο στα ράφια των δισκοπωλείων
Κυνήγι βινυλίου προς 700-1.000 ευρώ
Το κυνήγι του σπάνιου βινύλιου δεν θα σταματήσει ποτέ και μπροστά στην πραγματικότητα του mp3 και του downloading το μόνο που μπορεί να εισπράξει κανείς από έναν συλλέκτη είναι μειδίαμα σαρκασμού. Μα, ξέρεις, τι είναι να κρατάς στα χέρια του την... μπανάνα του Γουόρχολ-στο εξώφυλλο του δίσκου των Velvet Underground- στην αυθεντική έκδοση; (περίπου 1.000 ευρώ).
«Η τιμή του σπάνιου, του δυσεύρετου δίσκου, δεν πέφτει παρά την κρίση. Οι σπάνιοι δίσκοι είναι συνήθως αυτοί που όταν πρωτοκυκλοφόρησαν ήταν underground και μη εμπορικοί, με το πέρασμα των χρόνων όμως άρχισε ο κόσμος να τους ψάχνει.
Όπως για παράδειγμα, δίσκους των Stooges, των ΜC5, ή η ψυχεδέλεια που είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο εμπορικά στο μαγαζί» λέει ο Ζαχαρίας Βρελιανάκης. «Οι επανεκδόσεις ψυχεδέλειας πουλάνε περισσότερο από ποτέ».
Οι συλλέκτες δεν θα σταματήσουν να βάζουν χρήματα σε ορίτζιναλ κόπιες των Βeatles. «Μεγάλη αξία έχoυν τώρα βινύλια από τη δεκαετία του ΄90, όταν πια σταματούσαν τα βινύλια και έβγαιναν μόνο CD. Τα ελληνικά επίσης έχουν αξία, το ελληνικό ροκ της δεκαετίας του ΄80: έρχονται πολλοί και ζητούν κυκλοφορίες της Creep, γκρουπ όπως οι South of Νo Νorth, οι Μetro Decay, που φτάνουν τα 700 ευρώ.
- Της Μαρίας Μαρκουλή, ΤΑ ΝΕΑ: Δευτέρα 29 Ιουνίου 2009
Monday, June 29, 2009
Κρίση και τεχνολογία σκοτώνουν τα δισκάδικα
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment