Νίκος Σκαλκώτας, ένας Ελληνας Ευρωπαίος, επιμέλεια: Χάρης Βρόντος, δίγλωσση (ελληνικά - αγγλικά), συλλογική έκδοση συγγραφείς κειμένων: Χάρης Βρόντος, Γιώργος Ζερβός, Εύα Μαντζουράνη, Νίκος Χριστοδούλου, Βύρων Φιδετζής, Απόστολος Κώστιος, Ελένη Βαροπούλου, Λούντβιχ Χόλτμαϊερ, Κωστής Δεμερτζής, Νίκος Σκαλκώτας, Τζον Θόρνλεϊ, Ανδρέας Ρικάκης, Λορέντα Ράμου, Γιάννης Μπελώνης, Μισέλ Μπιξέλ, Μουσείο Μπενάκη, σ. 560, 50 ευρώ
Με αφορμή την επέτειο των 100 χρόνων από τη γέννηση του Νίκου Σκαλκώτα (1904-1949), που δυστυχώς γι' αυτόν συνέπεσε με τη διοργάνωση της ελληνικής Ολυμπιάδας του 2004, ο συνθέτης Χάρης Βρόντος και ο διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη Αγγελος Δεληβορριάς οραματίστηκαν ένα δικαιολογημένα φιλόδοξο σχέδιο εορτασμού. Τον πολυδιάστατο σχεδιασμό του παρουσίασαν στο Μουσείο Μπενάκη στις 8/3/2004 -ανήμερα των γενεθλίων του Σκαλκώτα-, σε μια φορτισμένη από συγκρατημένη αισιοδοξία συνέντευξη Τύπου. Το ανακοινωθέν πρόγραμμα περιλάμβανε την έκδοση δίγλωσσου πολυτελούς τόμου με δοκίμια, τη διοργάνωση πλούσιας έκθεσης αφιερωμένης στον συνθέτη και την εποχή του, καθώς επίσης σειρά συναυλιών με τα έργα του και παραστάσεων με τα χοροδράματα για τα οποία είχε συνθέσει μουσική. Για τη συγγραφή των δοκιμίων εξασφαλίστηκε η συνεργασία κορυφαίων ειδικών από διάφορους τομείς (μουσική, χορός, θέατρο κ.λπ.). Συναυλίες και παραστάσεις θα δίνονταν στο Μουσείο Μπενάκη, το Μέγαρο Μουσικής και το Ινστιτούτο Γκαίτε, ενώ θα συμμετείχαν το Μπαλέτο της ΕΛΣ, το Ensemble Intercontemporain, η Καμεράτα, το Νέο Ελληνικό Κουαρτέτο, σολίστες και η Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων. Εκδοση, έκθεση και εκδηλώσεις θα αναπτύσσονταν στο διάστημα Νοεμβρίου 2004 - Φεβρουαρίου 2005. Η θλιβερή συνέχεια είναι γνωστή στους φιλόμουσους: στο υποτιθέμενο πολιτιστικό πλαίσιο των Ολυμπιακών της Αθήνας δεν βρέθηκε θέση για τον Σκαλκώτα ενώ, προφανώς λόγω της μονοπώλησης της δημοσιότητας από άλλα πεδία, ουδείς χορηγός διέθεσε έστω ένα ευρώ ως συνεισφορά στην υλοποίηση της διοργάνωσης, συνολικού προϋπολογισμού 835.000 ευρώ .
Είναι προς τιμήν των οραματιστών του αφιερώματος ότι η προετοιμασία δεν πήγε χαμένη και, τέσσερα χρόνια αργότερα, σε μια οικονομική συγκυρία εξίσου αρνητική για τον πολιτισμό, το Μουσείο Μπενάκη πραγματοποίησε με δική του δαπάνη το πρώτο και τελικά μόνο υλοποιήσιμο μέρος του προγραμματισμού. Τρίτη έκδοση του Μουσείου Μπενάκη αφιερωμένη σε μείζονα Ελληνα συνθέτη ύστερα από αυτές για τον Ι. Α. Παπαϊωάννου και τον Σισιλιάνο, ο πλούσιος, συλλογικός τόμος με τίτλο «Νίκος Σκαλκώτας, ένας Ελληνας Ευρωπαίος» κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία ήδη από το τέλος του 2008. Περιλαμβάνει 16 κείμενα που υπηρετούν πιστά και με επιτυχία την πλατιά σύλληψη της μη πραγματοποιηθείσης διοργάνωσης. Με κάποιες επιφυλάξεις, που δεν αναιρούν την ανεκτίμητη αξία της, θα λέγαμε ότι αυτή η θαυμάσια και παρά το μέγεθός της οικονομικά προσιτή έκδοση συνιστά ιδανική, σύγχρονη εισαγωγή στη ζωή και στο έργο του Νίκου Σκαλκώτα.
- Ο άνθρωπος, η εποχή, οι τόποι, το έργο
Πολύ εύστοχα, η ύλη του τόμου επιλέχτηκε από τον επιμελητή με κριτήριο να απευθύνεται εξίσου στην επιστημονική κοινότητα όσο και στον καλλιεργημένο φιλόμουσο που ενδιαφέρεται να κατανοήσει σφαιρικά και βαθιά το φαινόμενο Σκαλκώτα. Συνεπώς διαβάζεται με αμείωτο ενδιαφέρον, δίχως αυτό να σημαίνει ότι όλα τα κείμενα ενδιαφέρουν ή αφορούν όλους. Αφ' ενός, καλύπτεται η αυτονόητη εστίαση στα πεδία της ιστορικής τεκμηρίωσης και της μουσικολογικής ανάλυσης, αφ' ετέρου, υπάρχει ευρεία υποστηρικτική πλαισίωση που αφορά την εποχή, τους τόπους και τα πολιτιστικά περιβάλλοντα όπου έζησε και δημιούργησε ο συνθέτης. Ο τόμος περιλαμβάνει 16 δοκίμια, ένα παράρτημα με το περιεχόμενο του Αρχείου Σκαλκώτα, ένα εκτεταμένο χρονολόγιο, βιογραφικά συντελεστών και αλφαβητικά ευρετήρια σε δύο γλώσσες. Τα δοκίμια είναι τριών ειδών: (α) συνολικές εκτιμήσεις/αποτιμήσεις που αναφέρονται γενικώς στη ζωή του Σκαλκώτα, το έργο του και την απήχησή του σε συγχρόνους και επιγενομένους, (β) κείμενα που επικεντρώνονται ειδικά στις τρεις περιόδους της ζωής του (Αθήνα 1904-21, Βερολίνο 1921-33, Αθήνα 1933-49) και (γ) κείμενα πληροφόρησης ή τεκμηρίωσης. Μεταξύ των δοκιμίων ο επιμελητής της έκδοσης παρενέβαλε πολύ καίρια και ένα εύγλωττο, πολλαπλά αποκαλυπτικό κείμενο για την ξένη και ελληνική μουσικοκριτική της εποχής, το οποίο έγραψε ο ίδιος ο Νίκος Σκαλκώτας στο Βερολίνο, το 1931. Ολοι όσοι εργάστηκαν ή συνεργάστηκαν για τον Σκαλκώτα τις τελευταίες δεκαετίες συνεισφέρουν από ένα τουλάχιστον κείμενο, οι δε υποσημειώσεις λειτουργούν ως δίοδοι προς συναρπαστικούς λαβύρινθους συσχετίσεων. Οι όχι κατ' ανάγκην συγκλίνουσες απόψεις των συγγραφέων -π.χ. Φιδετζής και Θόρνλεϊ αιτιολογούν με διαφορετικό τρόπο την επιστροφή του συνθέτη στην Ελλάδα το 1933- δείχνουν ότι η υπόθεση Σκαλκώτα κάθε άλλο παρά έχει κλείσει και ότι έρευνα και ανάλυση έχουν πολλά και ενδιαφέροντα ακόμη να προσφέρουν. Στα δοκίμια θίγεται ευρεία και ενδιαφέρουσα θεματική: η εγχώρια και διεθνής απήχηση του Σκαλκώτα στη διαχρονία (Βρόντος, Χριστοδούλου, Μπελώνης), η σχέση του με τον σύγχρονο ελληνικό χορό (Ρικάκης, Ράμου), ο ενεργός πολιτιστικός περίγυρος (Κώστιος, Βαροπούλου, Θόρνλεϊ), το περιβάλλον των μουσικών σπουδών στο Βερολίνο (αποκαλυπτική ξενάγηση στην τάξη του Σένμπεργκ από τον Χόλτμαϊερ!), Σκαλκώτας και Μητρόπουλος (Κώστιος), η μουσική του Σκαλκώτα (Ζερβός, Μαντζουράνη, Δεμερτζής, Μπιξέλ, Φιδετζής). Επίσης ο τόμος είναι πλούσια εικονογραφημένος. Κατ' αρχάς, περιλαμβάνει όλες τις γνωστές ασπρόμαυρες φωτογραφίες του συνθέτη. Επιπλέον, υπάρχουν πολλές άλλες ιστορικές φωτογραφίες με πρόσωπα και καταστάσεις από Ελλάδα και εξωτερικό που σχετίζονται στενά ή ευρύτερα με τον Σκαλκώτα και την εποχή. Τα δοκίμια χωρίζονται από δισέλιδα «σαλόνια» με έγχρωμες εικόνες έργων ζωγραφικής από Ελληνες και ξένους εικαστικούς της μεσοπολεμικής πρωτοπορίας (Καντίνσκι, Μαλέας, Μπουζιάνης, Στέρης, Παπαλουκάς, Αραβαντινός). Φωτογραφίες και εικαστικά έργα γειώνουν την ανάγνωση στον χώρο και στον χρόνο, θέτοντας σε διάλογο πληροφορία και συναίσθημα.
- Ο Σκαλκώτας και οι τσαρουχοφόροι
Επιφυλάξεις προκαλούν ορισμένες απόψεις στο εκτεταμένο, εισαγωγικό κείμενο του επιμελητή της έκδοσης, Χάρη Βρόντου, με τίτλο «Ο Σκαλκώτας και οι άλλοι», όπου στην ηρωολατρική στάση του απέναντι στον συνθέτη και το έργο του ο συγγραφέας εκφέρει έκδηλα μονομερείς αξιολογικές κρίσεις για τους «Αλλους». Την τραγικά δυστοπική σχέση του Σκαλκώτα με το ελληνικό μουσικό κατεστημένο αντιμετωπίζει ο Βρόντος μέσα από τη -δικαιολογημένα έστω- φορτισμένη οπτική ενός απογοητευμένου σύγχρονου Ελληνα συνθέτη, που τείνει να θαυμάζει τη χρυσή άνθηση του μεσοπολεμικού μουσικού μοντερνισμού ως αυταξία. Αναφερόμενος στον Σκαλκώτα στο Βερολίνο, γράφει ότι αυτός «εκφράζεται, απ' την αρχή, ως ένας σύγχρονος Ευρωπαίος συνθέτης που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των ανατροπών». Εστιάζοντας μονομερώς στη μουσική γλώσσα του, παραβλέπει τη βαθιά, ενεργό γείωση των ευρωπαίων συνθετών στην κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της εποχής και του τόπου. Αντιθέτως, κάτι τέτοιο σπάνια και μόνον έμμεσα χαρακτήρισε το έργο του χαλκιδαίου δημιουργού: στις προσιτές, τονικές, ελληνοκεντρικές συνθέσεις του και, προς το τέλος, όταν η ζοφερή ατμόσφαιρα του Εμφυλίου χρωμάτισε με θλίψη και πένθος τα ύστατα έργα του. Συχνά κατακριτική -αντί αποστασιοποιημένα κριτική- η θεώρηση του ελληνικού πολιτιστικού περίγυρου από τον Βρόντο είναι χρωματισμένη από πρωθύστερες εκτιμήσεις και προσπερνά τη ρεαλιστική, σφαιρική αξιολόγηση της εγχώριας πραγματικότητας, καταλήγοντας απερίφραστα απαξιωτική για το έλλειμμα εκσυγχρονισμού που χαρακτήριζε την ελληνική κοινωνία της εποχής· ως εάν αυτή να όφειλε να προσαρμοστεί στον Σκαλκώτα και, παρότι θα μπορούσε, το αρνήθηκε από μοχθηρία ή μικροψυχία! Τέτοιες αναγνώσεις της πολιτιστικής και κοινωνικής πραγματικότητας ουδέν ουσιαστικό κομίζουν και ουδένα ωφελούν, πόσω μάλλον τον ίδιο τον Σκαλκώτα. Σήμερα πλέον, χρειαζόμαστε αποστασιοποιημένες, νηφάλιες και τεκμηριωμένες ερμηνευτικές αποτιμήσεις του συνόλου της διαδρομής του πολιτιστικού μας βίου. Καλομοίρης, Παλαμάς και Καζαντζάκης, οι κατά τον Βρόντο αντιπρόσωποι του «ακαδημαϊσμού με τσαρούχια», αποτελούν εξίσου μέρος της συντελεσμένης σημερινής πολιτιστικής μας ταυτότητας όσο και ο Νίκος Σκαλκώτας· αν όχι και περισσότερο! Αν αυτός είχε (επι)ζήσει τόσα χρόνια όσα ο Μητρόπουλος, ο Καλομοίρης ή ο Ξενάκης, είναι πολύ πιθανόν -ουδείς μπορεί να είναι απολύτως σίγουρος!- να είχε συμμετάσχει καθοριστικά στη βραχύβια άνοιξη του ελληνικού μουσικού μοντερνισμού της δεκαετίας του '60, ο οποίος, ως νεκρό «πατέρα», τον ανήγαγε σε τοτέμ-σημαιοφόρο του. Δυστυχώς, όμως, ο Σκαλκώτας έφυγε πρόωρα και άδοξα στα 45 του, ακριβώς τη στιγμή που γεννιόταν η εγχώρια μεταπολεμική τάξη πραγμάτων. Αναμφίβολα, συνιστά σκληρή ειρωνεία εκ μέρους της Ιστορίας που, τηρουμένων κάποιων αναλογιών, η σημερινή ελληνική μουσική πραγματικότητα μοιάζει να μοιράζεται περισσότερο κοινό DNA με αυτήν του Μεσοπολέμου, παρά με τον «επιμολυσμένο» από τον «προοδευτικό» κεντροευρωπαϊκό μοντερνισμό Σκαλκώτα. Απρόσφορο στη δημιουργία κλώνων, ανθεκτικό σε κάθε προσπάθεια οριστικής αποκωδικοποίησης, αινιγματικά και σαγηνευτικά πολυδιάστατο, πεισματικά αρνούμενο να χωρέσει σε κουτάκια «γλωσσικής» κατάταξης ή εθνικών στερεοτύπων, το σκαλκωτικό DNA διαφυλάσσει ακέραιο -και αξόδευτο- το μυστικό του.
- Βιβλιοθήκη, Παρασκευή 5 Ιουνίου 2009
No comments:
Post a Comment