- Αθυρόστομη και γοητευτική, ψεύτρα και ευφυής, παμπόνηρη και ερωτική, καπάτσα και παρορμητική, αλλά και παθιασμένη και ατίθαση και ακούραστα δημιουργική και αδιανόητα σπάταλη και -ακόμη περισσότερο- σπαταλημένη, απλώς αδυνατούσε να περάσει απαρατήρητη. Μια γυναίκα όμορφη, με ασυνήθιστα ισχυρή προσωπικότητα, ικανή να προκαλεί στους άλλους τόσο δυνατά συναισθήματα όσο ήταν και τα δικά της. Ισως αυτή η εκρηκτική συνύπαρξη τέτοιων ετερόκλητων -και μάλλον αντιφατικών- χαρακτηριστικών, στοιχείων, ιδιοτήτων έμελλε να αποτελέσει την απαραίτητη μυστική φόρμουλα, την κρυφή εκείνη συνταγή που μόνο έτσι θα απέδιδε τόσα ασύλληπτης ευρηματικότητας και εξαιρετικής στιχουργικής αξίας τραγούδια. Και όμως, αυτή η προκλητικά προικισμένη και χαρισματική καλλιτέχνιδα, με τις αστείρευτες επινοήσεις, κάθε άλλο παρά ενδιαφερόταν γι’ αυτό που υπήρξε ή για αυτό που έδειχνε- ήταν ήδη εξαντλητικά δοσμένη σε ό,τι κατά περίσταση την απασχολούσε: το γράψιμο, την ποίηση, το θέατρο και βέβαια το μεγαλύτερο από τα πάθη της- τη χαρτοπαιξία.
- Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας το 1896 και μεγάλωσε σε ένα οικογενειακό περιβάλλον γεμάτο αγάπη, στοργή και οικονομική άνεση. Το νεαρό κορίτσι δεν άργησε να δείξει ότι αποτελούσε μια ξεχωριστή περίπτωση- πολυτάλαντη και με μια ασυνήθιστη ικανότητα για μάθηση. Ετσι, δεν προκάλεσε έκπληξη ότι μόλις στα δεκαοκτώ της χρόνια είχε πάρει το δίπλωμα της δασκάλας. Εκείνα όμως τα ξέγνοιαστα χρόνια διαταράχτηκαν απότομα από τον θάνατο του πατέρα της που την υπεραγαπούσε και της έκανε όλα τα χατίρια- γεγονός που χάραξε τον ψυχισμό της ανεπανόρθωτα. Από αυτήν την εποχή χρονολογείται η μανία της να ξεπουλάει πράγματα, χωρίς κανένα λόγο και ενώ δεν της έλειπε τίποτα: «Με εμένα δεν θα βρεις άκρη. Δεκάξι χρονών ήμουνα και πούλησα -φαντάσου- το στασίδι της μάνας μου στην εκκλησία. Στην πατρίδα, η καθεμιά είχε τότε το δικό της στασίδι και εγώ το πούλησα. Πάει η μάνα μου στην εκκλησία την Κυριακή και βλέπει μία άλλη στο στασίδι της» θυμάται σε συνέντευξή της. Θα ακολουθούσαν και άλλα παρόμοια τραγελαφικά περιστατικά σε όλη της τη ζωή. Σίγουρα μια τέτοια «μανία» προκαλεί αβίαστα το γέλιο, αλλά είναι σε αυτήν την εμμονή της που πρέπει να αναζητηθεί η μετέπειτα στάση της να ξεπουλάει τους στίχους της- χωρίς να ενδιαφέρεται για συμβόλαια ή πνευματικά δικαιώματα. Μάλιστα, όταν το πάθος της για τα χαρτιά την κυρίευσε οριστικά, αυτή η τάση ενισχύθηκε και έγινε μία -εν πολλοίς ακατανόητη- εμμονή.
- Στο μεταξύ -και ενώ η μητέρα της είχε αρχίσει να πιστεύει ότι η κόρη της με την εκκεντρική συμπεριφορά δεν θα έκανε οικογένεια ποτέ-, παντρεύεται έναν αρκετά μεγαλύτερό της άντρα και αποκτά μαζί του δύο κορίτσια: Ολα έμοιαζαν να υπόσχονται μια ευδαιμονία παντοτινή. Τα κοινωνικά στερεότυπα ήθελαν τη γυναίκα μια άβουλη νοικοκυρά, η Ευτυχία όμως απείχε πολύ από αυτά. Είχε έναν άντρα που τη λάτρευε και ήταν ελεύθερη να κάνει ό,τι θέλει: διάβαζε μετά μανίας και έγραφε δειλά τα πρώτα της ποιήματα. Οι ιστορικές συγκυρίες, ωστόσο, θα έρθουν να ρημάξουν την ξεγνοιασιά αυτής της εποχής: Η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 έμελλε να πέσει σαν την όξινη βροχή στις ζωές τους: Η Ευτυχία είδε να σφάζουν, να βιάζουν και να καίνε και αυτές τις εικόνες θα τις κρατήσει μέσα της ζωντανές μέχρι τέλους. Και όποτε, χρόνια αργότερα, τις περιέγραφε, έκλαιγε ασταμάτητα σαν μικρό παιδί.
- Μέχρι να καταφέρει -με τη μάνα της και τα δυο μικρά κορίτσια- να δραπετεύσει στην Ελλάδα και να βρει εκεί τον άντρα της, ο οποίος είχε διαφύγει νωρίτερα, μεσολαβεί η αιχμαλωσία τους από τους Τούρκους για μέρες ολόκληρες. Αλλά δεν θα μιλήσουν ποτέ για το γεγονός αυτό. Οταν πια φτάνουν στην Αθήνα είναι μια άλλη γυναίκα: γνωρίζει πλέον καλά τι σημαίνει μίσος, πόνος, θάνατος.
- Είναι, λοιπόν, μέσα από τις εφιαλτικές αυτές εμπειρίες που η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου θα διαμορφωθεί, σταδιακά, σε μια απρόσμενα αντισυμβατική γυναίκα -για τα δεδομένα της εποχής- ικανή να διεκδικεί την ενασχόλησή της αποκλειστικά με πράγματα που την ενδιέφεραν. Κάπως έτσι θα παρατήσει οριστικά τον άντρα της για να ασχοληθεί με το θέατρο. Παράλληλα, οι νύχτες της ήταν αφιερωμένες στα πρώτα της ποιήματα: «Στην ποίηση δεν υπάρχει πρόγραμμα. Γράφω όταν με πνίγει μια παλιά θύμηση, όταν με βαραίνει ο πόνος», εξηγεί αρκετά χρόνια αργότερα. Και πράγματι, αν και τόσο νέα, είχε ουκ ολίγες δυσάρεστες εικόνες να την κατατρύχουν. Εντούτοις, παρά τις αντιξοότητες της εποχής -μόνη και με το ένα από τα δυο παιδιά της στην πλάτη- θα τα καταφέρει: Η σπουδαία Μαρίκα Κοτοπούλη όχι μόνο τη δέχεται στον θίασό της, αλλά και την εκτιμά ιδιαίτερα.
- Στο θέατρο θα παραμείνει για έντεκα χρόνια και θα παίξει σε αρκετούς θιάσους, σε μεμονωμένες παραστάσεις, σε περιοδείες, σε μπουλούκια, σε βαριετέ. Ηδη, όμως, από το 1932 έχει ξαναπαντρευτεί -αυτήν τη φορά με έναν όμορφο και μειλίχιο αστυνομικό, τον Γιώργο Παπαγιαννόπουλο- τον έρωτα της ζωής της και όλα δείχνουν ότι της δίνεται μια νέα ευκαιρία για οικογενειακή ευημερία. Θα την υπονομεύσει όμως εκείνο το παλιό της πάθος για τα χαρτιά, αφού πλέον όλα της τα λεφτά πηγαίνουν εκεί- δεν θα σταματήσει ποτέ στη ζωή της να χαρτοπαίζει, «να τζογάρει και να χάνει». Κάποτε θα πει: «Και την Τράπεζα της Αγγλίας να είχα, εγώ θα την χρεοκοπούσα...». Σε αυτήν, πάντως, την αυξανόμενη ανάγκη της για εύκαιρο χρήμα οφείλεται η συστηματική ενασχόλησή της με τη στιχουργική. Αρχίζει να γράφει ασταμάτητα, με ένα και μόνο σκοπό: να ξεπουλήσει όσο, όσο τους στίχους της σε συνθέτες και να έχει λεφτά για το πάθος της, το βραδινό χαρτί. Είχαν προηγηθεί δύο ποιητικές συλλογές με έντονες επιρροές από τον Γρυπάρη και τον Κρυστάλλη, αλλά είναι μέσα από την καθημερινή πια τριβή με τους στίχους που θα αποκτήσει ένα εντελώς προσωπικό, αναγνωρίσιμο ύφος.
- Το πρώτο της τραγούδι, «Για μια γυναίκα χάθηκα» κυκλοφορεί σε δίσκο το 1951, σε μουσική Βασίλη Τσιτσάνη, ενώ θα ακολουθήσουν άλλα περίπου 400 τραγούδια-συνεργασίες, κυρίως, με τους σημαντικότερους συνθέτες της μεταπολεμικής εποχής, που θα δώσουν αληθινά κομψοτεχνήματα: «Περασμένες μου αγάπες» και «Ηλιοβασιλέματα» με τον Χιώτη, «Πήρα τη στράτα κι έρχομαι», «Τα καβουράκια», «Είμαστε αλάνια», με τον Τσιτσάνη, «Γυάλινος κόσμος», «Ονειρο απατηλό» με τον Καλδάρα, «Είμαι αϊτός χωρίς φτερά» σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι.
- Οσο για τα χαρακτηριστικά των τραγουδιών της, είναι απλώς μοναδικά μέσα από τη στιχουργική τους αρτιότητα, την τελειότητα -θα έλεγε κανείς- της δομής τους, την εντυπωσιακή αμεσότητα. «Το λαϊκό μας τραγούδι ξεπήδησε από μια πραγματική ανάγκη, γι’ αυτό εξελίχτηκε. Πρέπει, όμως, ν’ αδειάσεις ψυχή και πνεύμα για να το πιάσεις, να ζυμωθείς με τον λαό, να ζήσεις τους καημούς του. Γράφεται πρώτα με την καρδιά και το συναίσθημα και ύστερα με τεχνική. Κι έτσι μόνο μας αναστατώνει, μας βάζει σε κίνηση, μας προβληματίζει»: Από αυτό το απόσπασμα προκύπτει ότι η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου ήταν μια δημιουργός με πλήρη συνείδηση της αποστολής της.
- Εζησε τα πάντα -την προσφυγιά, τον πόλεμο, το θέατρο, την Κατοχή, τον θάνατο- και έτσι οι στίχοι της μοιραία αποτυπώνουν εκείνη τη λεπτή συναισθηματική απόχρωση όλων αυτών των δεινών: Αυτά ζούσε, αυτά έβλεπε, αυτά έγραφε. Τραγουδούσε τις συμφορές του κόσμου, τους καημούς, τις πίκρες, τις χαρές και βέβαια τον έρωτα με τις δικές του πίκρες. Είναι, ωστόσο, ο θάνατος της μεγαλύτερης κόρης της που θα αποτελέσει την πρώτη ύλη για το αριστούργημά της: «Δυο πόρτες έχει η ζωή». Εδώ δεν πρόκειται για ένα ακόμα πετυχημένο λαϊκό άσμα, αλλά για ποίηση της απόλυτης, ασυμβίβαστης, καθαρής και οδυνηρής ομορφιάς μιας ζωής χωρίς νόημα, η οποία δεν είναι παρά ένα λουλούδι που προορίζεται στο τέλος να χαθεί: «Ολα είναι ένα ψέμα/ μια ανάσα μια πνοή/ σαν λουλούδι κάποιο χέρι/ θα μας κόψει μιαν αυγή...».
- «Τι σημασία έχουν τα χρόνια; Μνημεία πρέπει ν’ αφήσουμε. Αλλά εμείς δεν θα αφήσουμε μνημεία» θα πει με απογοήτευση, το 1971 -ένα χρόνο πριν από τον θάνατό της- για να καταλήξει: «Ημουν και εγώ μια στιχουργός, τίποτα περισσότερο». Ναι, αλλά και τίποτα λιγότερο: Αλλωστε, εκείνοι οι στιχουργοί που ήταν συνάμα και ποιητές και οι οποίοι σημάδεψαν ανεξίτηλα -και σε τόσο ευρεία κλίμακα- τα τραγούδια μεγάλων δημιουργών, είναι ελάχιστοι. Και βέβαια δεν χρειάζεται προσπάθεια για να προσδιορίσει κανείς την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου συγκριτικά: Ηταν η πρώτη που το κατάφερε αυτό -σε τέτοια έκταση και με τόση επιτυχία- αλλά και από τις τελευταίες που θα ενδιαφέρονταν πραγματικά για την πρόσκαιρη αναγνώριση: Είχε, δίχως άλλο, έντονη την αίσθηση του εφήμερου. Και ας έμελλε το έργο της να κερδίσει παντοτινά τη μάχη με τον χρόνο...
Η γενναιόδωρη
- Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η μαρτυρία του Λευτέρη Παπαδόπουλου για τη συνάδελφό του: «Δεν ξέρω ποια θα ήταν η διαδρομή μου στο τραγούδι -και αν θα υπήρχε καν διαδρομή- εάν από τα πρώτα βήματά μου δεν έβγαινε η Παπαγιαννοπούλου με το κύρος της να με στηρίξει δημόσια, λέγοντας, αυθόρμητα, καλά λόγια για μένα. Δεν μπορώ να ξεχάσω τη γενναιοδωρία της. Γενναιοδωρία που εκφράστηκε σ’ έναν χώρο όπου κυριαρχούν ο ναρκισσισμός, τα μίση, οι τρικλοποδιές, τα πάθη, το ψεύδος, η διαβολή».
Τα χαμένα δικαιώματα
- «Εγώ γράφω τραγούδια και τα πουλώ. Από κει και πέρα δεν ανακατεύομαι αν θα πιάσουν ή όχι, αν θα βγουν ή δεν θα βγουν σε δίσκους. Μόλις τα παραδώσω, υπογράφω και μια δήλωση παραιτήσεως από διάφορα δικαιώματα, ας πούμε απαρνούμαι τα πνευματικά μου τέκνα» δηλώνει, το 1960, στην εφημερίδα «Ακρόπολις». Εκείνη, όμως, την εποχή, μέσα από συνεντεύξεις της, η στιχουργός αποκαλύπτει αρκετά από τα τραγούδια που της ανήκουν. Οταν διεκδικεί την πατρότητα των στίχων για τα «Καβουράκια» ο Βασίλης Τσιτσάνης τη διαψεύδει, λέγοντας ότι απλώς του είχε δώσει ένα προσχέδιο. Αντιθέτως, ο Στέλιος Καζαντζίδης παραδέχτηκε δημοσίως ότι οι στίχοι του «Δυο πόρτες έχει η ζωή» είναι δικοί της. Πάντως, μέχρι τον θάνατό της η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου δεν θα προλάβει να δει το όνομά της δίπλα στα τραγούδια της.
ΓIΩPΓOΣ BAΪΛAKHΣ, ΕΙΚΟΝΕΣ
No comments:
Post a Comment