Η αγάπη μας για τη Νάνα απόψε στο Ηρώδειο. «Κι όταν τη βρω, σ’ τ’ ορκίζομαι, πως θα ντυθώ στα άσπρα». Ο Μάνος Χατζιδάκις με την Ορχήστρα των Χρωμάτων σε ακριτική μουσική αποστολή στο Καστελλόριζο, Αύγουστος 1992, με πανσέληνο και πουνέντε. Η Νάνα Μούσχουρη στο «Χάρτινο Φεγγαράκι» του Νίκου Γκάτσου. Φόντο, σαν μαγεμένα, τα τοπόσπιτα στο Κορδόνι. Ευρωβουλευτής η Νάνα Μούσχουρη, με τον πρόεδρο της Επιτροπής για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην έκθεση που διοργάνωσε στο Στρασβούργο «Πέτρες χωρίς αξία – Μνημεία των Θεών». Tης Eλενης Mπιστικα, Η Καθημερινή, 23/07/2008
Αρνούμαι να χαρακτηρίσω την αποψινή και την αυριανή συναυλία της Νάνας Μούσχουρη «αποχαιρετιστήρια». Και δεν θα είμαι η μόνη. Είναι πολλοί εκείνοι που δεν μπορούν να φανταστούν ότι «το κορίτσι με τα μαύρα λαμπερά μαλλιά και τα γυαλιά», που έδωσε σκοπό στη ζωή μας με το «Κάπου υπάρχει η αγάπη μου, μα εγώ δεν ξέρω ποια ’ναι», πρώτο βραβείο του Ελληνικού Φεστιβάλ Τραγουδιού 1959, σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι, στίχους Νίκου Γκάτσου, θα τραγουδήσει το «αντίο» της και θα εξαφανισθεί, θα χαθεί από τη ζωή μας! Τι κι αν δεν έχει τη φωνή που είχε και γέμιζε θέατρα, όπως το «Ολυμπιά» του Παρισιού και το «Αλμπερτ Χολ» του Λονδίνου και το Ηρώδειο στην τιμητική συναυλία του Ιουλίου 1984 για τα δεκάχρονα της επετείου από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, με τον Πρόεδρο Κωνσταντίνο Καραμανλή στον θώκο, ντυμένο στα άσπρα. «Μα σαν τη βρω, σ’ τ’ ορκίζομαι, πως θα ντυθώ, πως θα ντυθώ στα άσπρα»...
Τι σημασία έχει αν δεν έχει πια ψηλές ή χαμηλές νότες. Το πάθος είναι εκεί, καίει στο κάρβουνο των ματιών της, πίσω από τα γυαλιά – σήμα κατατεθέν. Η γλυκύτητα είναι εκεί, πάντα και γύρω στο χαμογελαστό της στόμα και τα χέρια της, απλωμένα, αγκαλιάζουν όλο το κατάμεστο Ηρώδειο. Γιατί η Νάνα είναι η αγάπη μας. Είναι το κορίτσι της γειτονιάς στο Κουκάκι που έμαθε από τον μηχανικό προβολής πατέρα της, τον μακενίστα, πώς τραγουδούσε η Νταϊάνα Ντάρμπιν, η Τζούντι Γκάρλαντ, η Νταϊάνα Σορ, όλες εκείνες οι πανέμορφες «ενζενί» του αμερικανικού τραγουδιού της μεταπολεμικής εποχής. Εβλεπε κάθε βράδυ τις ταινίες τους, άκουγε μουσική, και το ’χει πει η ίδια, πως εκεί, στο συνοικιακό σινεμά, πήρε τα πρώτα μαθήματα τραγουδιού...
Με το κλείσιμο (άσχημη λέξη, σαν να είναι «ρολό» η καριέρα της) των 50 χρόνων και αφού γύρισε, τραγούδησε σε όλο τον κόσμο, γνώρισε τον Μισέλ Λεγκράν και τον Χάρι Μπελαφόντε και τον Κουίνσι Τζόουνς (η Νάνα όταν τραγουδά τζαζ είναι το κάτι άλλο!) τώρα, αφού «αποχαιρέτισε» τις σκηνές της Ευρώπης και της Αμερικής, «αποχαιρετά» απόψε και το ελληνικό κοινό της κι αύριο επίσης, γιατί εξαντλήθηκαν αμέσως τα εισιτήρια της πρώτης «αποχαιρετιστήριας». Και τρίτη και τέταρτη βραδιά να μπορούσε να της δώσει ο διευθυντής του Ελληνικού Φεστιβάλ Γιώργος Λούκος, πάλι τα εισιτήρια θα είχαν εξαντληθεί, και ας είναι καιρός διακοπών και οι δρόμοι αδειάζουν.
Το Ηρώδειο θα γέμιζε γιατί η Νάνα Μούσχουρη είναι ο δικός μας άνθρωπος. Είναι η «σταρ» της Ελλάδας - οικογένειας. Τραγούδησε πάντα Ελλάδα και η φωνή της ήταν το ιδανικό όργανο για τον Μάνο Χατζιδάκι, που χάρις στη φωνή και την καλοσυνάτη παρουσία της πάνω στη σκηνή πέρασε το έντεχνο τραγούδι, την ποίηση του Νίκου Γκάτσου, στον ευρύ κόσμο. Μας μπόλιασε η φωνή της και σαν μαγνητισμένοι τρέχαμε να τη συναντήσουμε, όπου και αν τραγουδούσε. Και οι δίσκοι της ήταν η συντροφιά μας. Αυτές τις μέρες –προς μεγάλη χαρά της δισκογραφικής της εταιρείας, που έβγαλε και αφιερωματικό δίσκο, «Η ιστορία μιας φωνής», με 50 χρυσά τραγούδια– όλοι γράφουν για τη Μούσχουρη, κάνουν συνεντεύξεις, θυμούνται. Σ’ αυτό το τελευταίο, συμφωνούμε.
Ολοι έχουμε κάτι να θυμηθούμε, προσωπικό, που να μας δένει με τη Νάνα, την άγνωστη, τη φθασμένη, την πρέσβειρα της UNICEF, την ευρωβουλευτή που στο Στρασβούργο έκανε σταυροφορία και διοργάνωσε έκθεση για την Επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, με τον τίτλο «Πέτρες χωρίς αξία», την πρόθυμη να συνεισφέρει με το τραγούδι της στις μεγάλες φιλανθρωπικές εκδηλώσεις. Αυτή είναι η Νάνα, που πήγε με τον Μάνο Χατζιδάκι και τους μουσικούς του, και τον Ηλία Λιούγκο, και τραγούδησαν τον Αύγουστο του 1992, με πανσέληνο, στο Καστελλόριζο, για τη στρατιωτική φρουρά του ακριτικού νησιού, «εκεί όπου αρχίζει και τελειώνει η Ευρώπη».
Και ήμουν εκεί, και φύσαγε πουνέντες και έπαιρνε τα φύλλα της παρτιτούρας και τις φωνές κατά την Αντίφελλο, στην τουρκική ακτή. Και είπε ο Χατζιδάκις το εκπληκτικό «ας επιστρέψουν τουλάχιστον τα τραγούδια μας, η μουσική μας, εκεί...». Αυτήν τη Νάνα που έπλασε ο Μάνος Χατζιδάκις, και έχει πάντα επάνω της κάτι που τον θυμίζει –τον σεβασμό του προς το κοινό, και οι δύο ντύνονταν με τα καλά τους για να εμφανιστούν– δεν θα την αποχαιρετήσουμε. Θα τη χειροκροτήσουμε, θα τη θέλουμε να τραγουδά για μας, και να ακούει το ένστικτό της. «Αυτός ο κόσμος σε αγαπά και σε χρειάζεται».... Θα ’μαστε εκεί, και θα φοράμε άσπρα, για τη Νάνα, που είναι η αγάπη μας, που τη βρήκαμε.
Ο Μάνος Χατζιδάκις παρουσιάζει τη Νάνα Μούσχουρη και τους μουσικούς τους στην Τρίπολη, στη σκηνή του «Σινέ Αελλώ». Πίσω στα ντραμς ο Νίκος Λαβράνος, κέντρο ο Κώστας Σεϊτανίδης, κοντραμπάσο, Οκτώβριος 1960 (από το λεύκωμα οικογενείας Δ. και Μ. Σ.).
Στην Τρίπολη η avant premiere για το «Τζάκι» – Χάρτινο το Φεγγαράκι σε πρώτη εκτέλεση.
Ενα τηλεφώνημα μας άνοιξε το βιβλίο των προσωπικών αναμνήσεων μιας οικογένειας που τότε έμενε στην Τρίπολη, στη σελίδα του Οκτωβρίου 1960. Τότε που ο Μάνος Χατζιδάκις με τη Νάνα Μούσχουρη, μια εβδομάδα πριν από την εμφάνισή τους στο κοσμικό «Τζάκι» της οδού Μουρούζη, επέλεξαν να κάνουν «αβάν πρεμιέρ» στην Τρίπολη, στον χειμερινό κινηματογράφο «Αελλώ». Κι έφερε μαζί την ντροπαλή, μαυροφορεμένη Νάνα και τους εκλεκτούς μουσικούς του, Τίτο Καλλίρη, κιθάρα, Κώστα Σεϊτανίδη, κοντραμπάσο, και Νίκο Λαβράνο, ντραμς. Ο Μάνος στο πιάνο. Και η Τρίπολη αισθάνθηκε για λίγο Μπρόντγουεϊ, με μια τέτοια μουσική παράσταση, ενώ μόνο σαντέζες και περιοδεύοντες θίασοι έρχονταν τότε. Αυτά, ως πρόγευση μιας εξαιρετικής ιστορίας που μας είπε και εικονογράφησε, η οικογένεια με καλλιτεχνική φλέβα. Ονόματα, γεγονότα, μυστήρια, η συνέχεια την Κυριακή 2/8 στα ΕΛΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΑ, στο «Κ» της κυριακάτικης «Καθημερινής».
No comments:
Post a Comment