- Η παράσταση του Νίκου Ξυδάκη στο «Σχολείον» (14-15 Ιουλίου), με τίτλο «δανεισμένο» από την αλεξανδρινή οδό που ταυτίστηκε με την κατοικία του Κωνσταντίνου Καβάφη, συστήνεται ως μουσική προσωπογραφία του ποιητή.
Κι όμως το «Rue Lepsius» δεν περιλαμβάνει μελοποιημένο Καβάφη, αλλά μελοποιημένα τα ποιήματα που εμπνεύστηκε ο Διονύσης Καψάλης από τον μεγάλο Αλεξανδρινό.
Στα τραγούδια, που στοιχειοθετούν μεμονωμένα επεισόδια της ζωής του, αναμειγνύονται καβαφικοί απόηχοι ή και φράσεις ατόφιες από ποιήματά του. Παρεμβάλλονται μέρη αμιγώς μουσικά, σαν κι αυτά που διαχέονταν στους δρόμους της Αλεξάνδρειας...
Με τη σκηνική παρουσία του Καψάλη αλλά και του Δημήτρη Μαρωνίτη στον ρόλο των αφηγητών, με τον Ξυδάκη αλλά και τον Τάση Χριστογιαννόπουλο στην ερμηνεία και με τη συμμετοχή επτά βιολοντσέλων της Οπερας του Καιρού και της Ορχήστρας Κλασικής Αραβικής Μουσικής Al Mahabba, το έργο ξετυλίγει (σε σκηνοθεσία της Μάρθας Φριντζήλα) το μουσικό-ποιητικό του νήμα, με οδηγό το καβαφικό ποίημα «Τα ενδύματα»: «Μέσα σ' ένα κιβώτιο ή μέσα σ' ένα έπιπλο από πολύτιμον έβενο θα βάλω και θα φυλάξω τα ενδύματα της ζωής μου (...) Θα βλέπω τα ρούχα και θα θυμούμαι τη μεγάλη εορτή - που θα είναι τότε όλως διόλου τελειωμένη(...)».
Κι αν όλα αυτά φαίνονται περίεργα, ο Νίκος Ξυδάκης απαντάει γελώντας: «Μα και πότε εγώ δεν είχα ιδιαιτερότητες; Απλά φαίνεται πως τώρα τις υπογραμμίζω περισσότερο...».
- Εχετε μελοποιήσει πολλούς ποιητές, όχι όμως τον Καβάφη.
«Κάποτε, μου είχαν παραγγείλει να τον μελοποιήσω για ένα αφιέρωμα. Αρνήθηκα. Μου φαινόταν εύκολος συνειρμός να το επιχειρεί κάποιος που γεννήθηκε στην Αίγυπτο».
- Αλλά μελοποιείτε την ποιητική του προσωπογραφία όπως την εμπνεύστηκε ο Καψάλης στη συλλογή του «Ο τάφος του Καβάφη»...
«Η συλλογή μού έβαλε την ιδέα ενός άτυπου λιμπρέτου. Πέρασε καιρός και σκέφτηκα ότι θα είχε ενδιαφέρον να το προτείνω στο φεστιβάλ».
- Ο μουσικός στόχος σας ποιος είναι;
«Ο κόσμος που ήταν ο περίγυρος του Καβάφη να 'χει μια παρουσία όσο γίνεται εντονότερη. Ηθελα αυτός ο κόσμος να υπάρχει και ως ήχος και ως γλώσσα. Η μουσική σκηνοθεσία είναι ένας διάλογος ανάμεσα σε πολλές και διαφορετικές μουσικές. Και κάπου ανάμεσα υπάρχω κι εγώ».
- Επιδιώκετε να αναπαραγάγετε ό,τι άκουγε;
«Ο Καβάφης ήταν ίσως ο μοναδικός ποιητής για τον οποίο δεν ξέρουμε αν άκουγε ποτέ μουσική. Εβαζε το πικ απ κι άκουγε Σοπέν; Πήγαινε στις αλεξανδρινές συνάξεις όπου έπαιζαν πιάνο; Ακουγε τα αραβικά στον δρόμο; Μόνο κάποια στιγμή κάνει μια αχνή αναφορά στην αιγυπτιακή μουσική...».
- Πώς θα συστήνατε λοιπόν την παράσταση;
«Σαν ένα μεγάλο τραγούδι που κάποιες στιγμές τη νύχτα δεν μπορεί να τραγουδήσει και σωπαίνει. Είναι μια συνταγή αλεξανδρινή, με άλλα στοιχεία από ένα λαϊκό μονόπρακτο, άλλα από ένα λόγιο ποίημα, με ερωτικά επιγράμματα και με τραγούδια. Ελπίζω να 'χω καταφέρει να δώσω ρυθμό».
- Στη δομή έμπνευσή σας στάθηκαν «Τα ενδύματα». Γιατί;
«Γιατί αυτό είναι η παράσταση. Ξεκινάει σαν μια γιορτή κι ύστερα σβήνει. Στο σημείο που δεν έχουμε πια την υποστήριξη της μουσικής αναλαμβάνει ο Δημήτρης Μαρωνίτης να μας δώσει κουράγιο... Ολη η παράσταση μιλάει και για κάτι ίσως ελαφρώς ενοχλητικό μέσα στη ναρκισσιστική μας κοινωνία, όπου επικρατούν εικόνες ιδανικών πραγμάτων ισχύος της νιότης. Η μνήμη μιας τέτοιας γιορτής συνοδοιπορεί με τα γηρατειά και τον θάνατο. Το τέλος μοιάζει πικρό, αλλά "χωρίς περιττούς θρήνους", όπως λέει ο Μαρωνίτης. Ούτε έχουμε την πρόθεση να σοκάρουμε - που είναι κι αυτό της μόδας. Επιδιώκουμε ένα γλυκό τρόπο».
- Τέτοια θεάματα κινδυνεύουν από μια φιλολογική εξιδανίκευση. Πώς το αποφεύγετε αυτό;
«Νομίζω ότι ο Καβάφης αντιμετώπισε σ' όλη του τη ζωή το τεράστιο ερώτημα "Πολιτεία ή μοναξιά". Μας δίνει την αίσθηση ότι τα δοκίμασε και τα δύο - χωρίς να απαντήσει ποτέ πολύ άμεσα. Υπάρχει όμως και η Rue Lepsius: ένα σκανδαλώδες σοκάκι, που έγινε μέρος του αλεξανδρινού θρύλου και του καβαφικού μύθου. Είναι πολύ συγκινητικό να φαντάζεται κανείς αυτόν τον κοκέτη να διασχίζει το σοκάκι που περιλαμβάνει τα πάντα: ίχνη κοσμοπολιτισμού αλλά και φτώχεια και πορνεία. Η ατμόσφαιρα αυτού του δρόμου αρκεί για να μη βλέπει κάποιος το πράγμα μέσα από μια φιλολογική γυάλα...».
- Υπάρχει πάντως κάτι στις διαφορετικές προσεγγίσεις του που να μη σας αρέσει;
«Με κουράζουν οι προσεγγίσεις ενός Καβάφη σε συνεχή ερωτική ταραχή».
- Εσείς προσωπικά πότε τον «συναντήσατε»;
«Στην Αλεξάνδρεια ήταν σίγουρα ένα μυθικό πρόσωπο που συζητιόταν πάρα πολύ. Μικρός άκουγα διάφορα για εκείνον από τους θείους μου. Αλλά άρχισα να τον διαβάζω στην Ελλάδα πια».
- Στην ατμόσφαιρα που θέλετε να δώσετε δεν βοηθάει η καταγωγή σας;
«Πιθανόν να παίζει κάποιο ρόλο το γεγονός πως είτε έχεις ζήσει στο Κάιρο είτε στην Αλεξάνδρεια ξέρεις πως εκεί ανακατεύονται τόσο πολύ τα πράγματα ώστε τελικά να έχεις ενιαία αίσθηση του ιερού και του καθημερινού, της φτώχειας και του πλούτου. Ακόμα όμως και η οδός Λέψιους κάποια στιγμή εσωτερικοποιείται. Ο ίδιος ο Καβάφης αισθηματοποιεί ολόκληρη την πόλη σαν να μην ξεχωρίζει το μέσα από το έξω».
- Τελικά μια τέτοια παράσταση τι προσπαθεί να κάνει;
«Δεν θέλουμε να αποδείξουμε κάτι ή να προσθέσουμε κάτι πάνω στον ιστορικό Καβάφη. Κυρίως επιδιώκουμε να επιβεβαιώσουμε τις δικές μας συγκινήσεις. Η προσωπογραφία του Καβάφη μάς δίνει κάποια δυνατότητα να ταυτιστούμε σαν να εκφράζουμε τη ζωή του καθενός μας. Ο Εγγονόπουλος είχε δώσει μια ωραία απάντηση όταν κάποτε τον ρώτησαν "τι ετοιμάζετε τελευταία;". "Τελειώνω", είπε, "μια αυτοπροσωπογραφία του Μιαούλη"».
- , Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 10 Ιουλίου 2009
No comments:
Post a Comment