- Ο Μελίνγκο είναι θλιμμένος κι αστείος, περίεργος και αισθηματίας. Είναι σταρ, αλλά δεν θέλει να χάσει και την «αλήτικη» φυσιογνωμία του. Αγαπά το ρεμπέτικο, την ιταλική όπερα, την αφρικανική παράδοση, παθιάζεται με το προπολεμικό τάνγκο.
Ξεκίνησε ως παραγωγός, φλέρταρε με τη ροκ και κατέληξε σήμερα ένας από τους πιο σοβαρούς εκπροσώπους του τάνγκο διεθνώς. Δεν είναι τυχαίο πως οι κριτικοί της «Γκάρντιαν» και των «Τάιμς» τον παρομοιάζουν με τον Σερζ Γκενσμπούργκ, τον Τομ Γουέιτς, τον Πάολο Κόντε.
Τη μυστηριώδη και συναρπαστική του ιστορία, η οποία συχνά καθρεφτίζεται στα τραγούδια του, ο αργεντινός τροβαδούρος θα τη διηγηθεί στις δύο εμφανίσεις στην Ελλάδα -στο αθηναϊκό Fuzz, το Σάββατο και στο Principal της Θεσσαλονίκης, την επόμενη Κυριακή. Ετσι θα έχουμε την ευκαιρία να γελάσουμε, να χορέψουμε, να ταξιδέψουμε στην Αργεντινή και να απολαύσουμε τους απρόβλεπτους θεατρινισμούς του. Βλέπετε, στις παραστάσεις του, ο Μελίνγκο περνά με άνεση από τη συγκίνηση του τάνγκο στο προσωπικό του σκέρτσο: κλωτσά τα παπούτσια του, συνομιλεί με τη σκόνη στο φως του προβολέα, «χώνεται» στο κοινό κάνοντας αστείες γκριμάτσες, τραγουδά ξαπλωμένος στο πάτωμα: «Δεν μου αρέσουν τα όρια στο τάνγκο. Προτιμώ να ανακατεύω το παρόν με το παρελθόν, γιατί δεν απευθύνομαι σε κανένα ηλικιακό γκρουπ», συνηθίζει να λέει.
- Κάθε κομμάτι και μια ιστορία
Ο Ντανιέλ Μελίνγκο γεννήθηκε το 1957 στο Μπουένος Αϊρες και μεγάλωσε σε ένα σπίτι όπου -αν μη τι άλλο- δεν του έλειψε η «πολυεθνική» καλλιτεχνική παιδεία: από τη μεριά της μητέρας του έχει ρίζες στη Χώρα των Βάσκων και την Αφρική. Ενώ, από τη μεριά του πατέρα του, ο παππούς του ήταν θεσσαλονικιός ρεμπέτης που έπαιζε βιολί και η γιαγιά του ιταλίδα σοπράνο στη Σκάλα του Μιλάνου! «Η παιδική μου ηλικία ήταν πραγματικά εξαιρετικά χαρούμενη. Και γεμάτη μουσική: το ένα σόι αγαπούσε το τάνγκο και το άλλο είχε σχεδόν αφιερωθεί στην ευρωπαϊκή μουσική», λέει ο ίδιος στο «7». «Ωστόσο το πρώτο μου μπαντονεόν και κλαρινέτο μου το χάρισε στα 13 μου, ο πατριός μου».
Μια πενταετία μετά, πλησιάζοντας στην ενηλικίωση, ο Ντανιέλ ξεκίνησε σπουδές σύνθεσης και μουσικολογίας, αλλά η χούντα που πήρε την εξουσία το 1976 τού έκοψε τη φόρα. Προσπαθώντας να αποδράσει από το καταπιεστικό κλίμα βρήκε οδό διαφυγής στη Βραζιλία: «Θυμάμαι την ατμόσφαιρα εκείνων των ημερών και την αναγκαστική μου φυγή και αισθάνομαι θλίψη. Μόνο θλίψη. Επιστρέφοντας βρήκα τη χώρα έτοιμη για την αναδόμησή της», διηγείται.
Βρήκε, όμως, πολλά πρόσωπα, ιστορίες, μαρτυρίες που με χαρά τα έκανε τραγούδια. Τα κομμάτια του Μελίνγκο δεν είναι παρά ένα ψηφιδωτό από ταλαιπωρημένους χαρακτήρες: ένας πορτοφολάς στο λεωφορείο, μια πόρνη που κλαίει, ένας κλοσάρ που ψάχνει στα σκουπίδια, ένας εργάτης που ξεχνιέται χορεύοντας, ένα παιδί βυθισμένο στη μοναξιά, η αστυνομία που εισβάλλει στα κακόφημα μπαρ, ένας μετανάστης που περιφέρεται στη Μονμάρτη, οι παράνομοι εραστές σε σκοτεινά σοκάκια.
«Καταλαβαίνω τη σημασία που έχει ένα τραγούδι και πόσο σημαντικό είναι να "μιλήσει" μια ιστορία στην ψυχή σου. Ωστόσο, σε ένα τραγούδι η σταρ θα είναι πάντοτε η μουσική. Εμένα, πάντως, αγαπημένο μου τραγούδι είναι το "Narigon" γιατί μιλάει για την ατυχία ενός ανθρώπου σε μια μεγάλη πόλη».
Ο ίδιος, ωστόσο, στάθηκε τυχερός: Τη δεκαετία του '80 που επέστρεψε στην Αργεντινή, το ροκ ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές κι εκείνος ένας περιζήτητος κιθαρίστας. Συμμετείχε σε διάφορα συγκροτήματα, σε ροκ όπερες, έγινε παραγωγός house μουσικής, έγραψε μουσική για ταινίες του Αλμοδόβαρ και το 1996 κυκλοφόρησε το πρώτο του άλμπουμ «Η20». Ακολούθησαν οι δίσκοι «Tangos bajos», «Ufa» και το «Santa Milonga», η πρώτη διεθνής του κυκλοφορία από την οποία τον γνώρισαν οι περισσότεροι.
Τελικά είναι ένας bon viveur ή απλώς ένας αργεντίνος μποέμ; «Είμαι ένας μποέμ που του αρέσει να ζει καλά. Ποτέ δεν μετανιώνω για ό,τι έχω κάνει». *
No comments:
Post a Comment