Sunday, January 31, 2010

Επιστροφή με φλερτ και απωθημένα

Μαχαιρίτσας, Κότσιρας, «Κίτρινα ποδήλατα» συναντούν την Αφροδίτη Μάνου στον «Ζυγό» και λένε «Νο Σμόκιν», σε μια μουσική παράσταση κόντρα σε κάθε είδους απαγορεύσεις

Ενθουσίασαν το κοινό της Θεσσαλονίκης και τώρα ήρθαν στην Αθήνα να μας διασκεδάσουν, με μια μουσική παράσταση κόντρα στις κάθε είδους απαγορεύσεις, εξ ου και ο τίτλος «Νο Σμόκιν».

Επιστροφή με φλερτ      και απωθημένα

Ο λόγος για τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, τον Γιάννη Κότσιρα και τα «Κίτρινα Ποδήλατα», που κατέφτασαν στην Πλάκα και στον «Ζυγό» έχοντας μαζί τους μια πολύ σημαντική προσωπικότητα του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού, την Αφροδίτη Μάνου.

Χωρίς ταμπέλες

Σε μια εποχή δύσκολη, σε όλα τα επίπεδα, εκείνοι επιστρατεύουν την αγάπη τους για την καλή μουσική, τα τραγούδια τους αλλά και το χιούμορ τους και μας προτείνουν ένα είδος διασκέδασης απλό, αληθινό και προσιτό, χωρίς ταμπέλες και σοβαροφάνεια.

Φαίνεται, πάντως, πως μέσα από αυτήν τη συνεργασία ικανοποιούνται πολλά... απωθημένα. «Ηταν ένα απωθημένο πολλών χρόνων να δουλέψω με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα», μας εξομολογήθηκε η Αφροδίτη Μάνου, ενώ ο Γιάννης Κότσιρας χαρακτήρισε τη σχέση του με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα σαν «ένα φλερτ που υπάρχει εδώ και χρόνια, αλλά δεν είχε ολοκληρωθεί μέχρι τώρα για πρακτικούς λόγους».

Το θέμα είναι πως η κατάλληλη συγκυρία βρέθηκε και τώρα βρίσκονται όλοι μαζί στη σκηνή... ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Νάνα Μούσχουρη: «Ξαναγύρισα στην Ελλάδα για να πω αντίο...»

«Είναι μεγάλη ευτυχία για μένα η κυκλοφορία των δύο πιο σημαντικών συναυλιών που έχω δώσει στη χώρα μας» γράφει η Νάνα Μούσχουρη στο σημείωμα που περιλαμβάνει η κασετίνα με τα τέσσερα CD και δύο DVD από τις εμφανίσεις της στο Ηρώδειο το 1984 και το 2008

Hταν 23 Ιουλίου του 1984 όταν η Νάνα Μούσχουρη εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο Ηρώδειο, το οποίο άνοιξε τις πύλες του για πρώτη φορά σε συναυλία μη κλασικού ρεπερτορίου. Την ερμηνεύτρια προσκάλεσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής προκειμένου να δώσει δύο μεγάλες συναυλίες για τον εορτασμό των 10 χρόνων από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας.

«Ξαναγύρισα στην Ελλάδα για να πω αντίο...»

Εικοσιτέσσερα ολόκληρα χρόνια μετά, την ίδια ημερομηνία, στις 23 Ιουλίου του 2008 η Νάνα Μούσχουρη επέστρεψε στο Ηρώδειο προκειμένου να δώσει εκεί τις δύο τελευταίες συναυλίες της μεγαλειώδους καριέρας της. Η ίδια εξάλλου είχε εξομολογηθεί λίγα χρόνια πριν: «Η καριέρα μου θα τελειώσει στην Ελλάδα.

«Ξαναγύρισα στην Ελλάδα για να πω αντίο...»

Σαν ένα χελιδόνι κι εγώ που έφυγε από το σπίτι του, άφησε τον ήλιο και τη θάλασσά του, ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο, είδε δάκρυα, χαρές, πολέμους, κουράστηκε κι αποφάσισε να ξαναγυρίσει στο κύμα που το έσπρωξε μακριά στο εξωτερικό...». Τις δύο αυτές θρυλικές συναυλίες της παγκόσμιας Ελληνίδας που σημάδεψαν ανεξίτηλα την καριέρα της, αλλά και τη μνήμη όσων τις παρακολούθησαν, προσφέρει στους αναγνώστες του το «ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ» από σήμερα.

Πρόκειται για μια μοναδική συλλογή η οποία αποτελείται από τέσσερα CD και δύο DVD με μουσικές αλλά και ζωντανά στιγμιότυπα από τις δύο μοναδικές αυτές βραδιές. Για τη συναυλία του 1984 θα δοθούν δύο CD και ένα DVD και για τη συναυλία του 2008 δύο ακυκλοφόρητα CD και ένα DVD. Αυτή την Κυριακή θα κυκλοφορήσει μαζί με την εφημερίδα η 6πλή κασετίνα και το 1ο ακυκλοφόρητο CD από την αποχαιρετιστήρια βραδιά του 2008.

Αναμνήσεις

Η Νάνα Μούσχουρη έχει φυλάξει καλά στη μνήμη και την ψυχή της πολλές αναμνήσεις από τις δύο αυτές εμφανίσεις της. Η ίδια θέλησε να μοιραστεί μαζί μας κάποιες από αυτές: «Οταν ήρθα στο Ηρώδειο, το 1984, είχα να εμφανιστώ μπροστά στο ελληνικό κοινό είκοσι ολόκληρα χρόνια. Παρότι είχα κάνει μια μεγάλη καριέρα στο εξωτερικό, είχα την αγωνία μιας πρωτοεμφανιζόμενης κοπέλας. Φοβόμουν μήπως οι Ελληνες δεν με θυμούνται...». Οσο για την περιβόητη στιγμή που κατέβηκε από τη σκηνή, πήγε μπροστά στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, του τραγούδησε το «Κάπου υπάρχει η αγάπη μου» και του φίλησε το χέρι, εξομολογείται: «Ηταν μια κίνηση τελείως αυθόρμητη.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με είχε στηρίξει από τα πρώτα μου βήματα. Οταν κέρδισα στο Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού, το 1959, μου είχε στείλει ένα σημείωμα στο οποίο μου έγραφε: «Από δω και πέρα δεν έχεις να φοβάσαι παρά μόνον τον εαυτό σου». Κι όταν ερχόταν στο εξωτερικό να με ακούσει, πάντα του έλεγα αυτό το τραγούδι. Ηταν το τραγούδι του...». Θυμάται επίσης τη φράση του Κων/νου Καραμανλή: "Τελικά, Νάνα, μπορεί να είσαι πιο χρήσιμη στο εξωτερικό παρά στην Ελλάδα".

Οσο για τα συναισθήματά της για εκείνη τη βραδιά; «Ενιωθα τόσο γεμάτη που είπα στον κόσμο πως αν έπρεπε να τελειώσω την καριέρα μου θα έπρεπε να την τελειώσω εκείνη ακριβώς τη στιγμή». Και η αποχαιρετιστήρια συναυλία του 2008 όμως ήταν εξίσου σημαδιακή για εκείνη. «Οταν αποφάσισα να πραγματοποιήσω μια τελευταία, αποχαιρετιστήρια, παγκόσμια περιοδεία, είπα από την αρχή πως θα τελειώσω στο Ηρώδειο. Ολο αυτό το ταλέντο και όλη αυτή η καριέρα έπρεπε να επιστρέψει εκεί που ανήκει: στην Ελλάδα. Ξαναγύρισα λοιπόν στην Ελλάδα για να πω αντίο στο εξωτερικό»... ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Τα σύννεφα φέρνουν τραγούδια

Η λέξη σύννεφο ανήκει σε μια μεγάλη κατηγορία λέξεων που επιδέχονται πολλές ερμηνείες. Πέφτω απ' τα σύννεφα, έκφραση που χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε την έκπληξή μας για κάτι· υπάρχουν σύννεφα στις σχέσεις μας λέμε όταν θέλουμε να δηλώσουμε ότι κάτι δεν πάει καλά· με ανέβασε στα σύννεφα, που σημαίνει ότι την/τον έκανε να αισθάνεται ψυχολογικά ανεβασμένος/η. Υπάρχει βέβαια και η συχνότερη χρήση της λέξης στη Μετεωρολογία.

Στην ελληνική μουσική τα σύννεφα έχουν σημαντική παρουσία, ειδικά στον χώρο του λαϊκού μας τραγουδιού, όπου συνθέτες όπως ο Γιώργος Μητσάκης τα έχουν χρησιμοποιήσει ως λέξη-κλειδί για πολλές από τις επιτυχίες τους:

Στον Πειραιά συννέφιασε, μεγάλη επιτυχία του 1959 για τους Γρηγόρη Μπιθικώτση και Νίκο Γιουλάκη: Στον Πειραιά συννέφιασε και στην Αθήνα βρέχει, άλλος αγάπη έχασε κι άλλος αγάπη έχει. Ψιλή Βροχούλα, με την Ιωάννα Γεωργακοπούλου και τον ίδιο τον Μητσάκη από το 1946: Συννέφιασε, συννέφιασε, συννέφιασε ο ουρανός, ο ουρανός συννέφιασε, ψιλή βροχούλα έπιασε. Συννεφιές, με τη Λίτσα Διαμάντη και τον Γιώργο Χατζηαντωνίου από το 1969: Συννεφιές, συννεφιές, όταν δεν σε βλέπω έχω ακεφιές. Τι πιοτό, τι πιοτό μ' έχεις κεράσει και το κέφι μου έχω χάσει. Σαββατόβραδο συννεφιασμένο τραγουδούσε ο Πάνος Μιχαλόπουλος, Αν Μιλούσανε τα σύννεφα η Πόλυ Πάνου, με τον Αντώνη Ρεπάνη, και τα τραγούδια του Μητσάκη με αναφορά στα σύννεφα κλείνουν με το Σούρουπο με συννεφιά, που τραγούδησε ο Γιάννης Τατασόπουλος: Σούρουπο με συννεφιά κι άρχισε η ψιλή βροχή κι εγώ που ήρθα να σ'ανταμώσω βρήκα την πόρτα σου κλειστή... ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

HARRY NILSSON. Τον εκτιμούσαν οι Beatles


Οταν το 1968 οι Beatles επισκέφτηκαν την Αμερική για να κάνουν τη διαφημιστική προώθηση στο λευκό άλμπουμ τους, σε ερώτηση δημοσιογράφων για το ποιο είναι το αγαπημένο τους αμερικανικό συγκρότημα ή τραγουδιστής, οι Lennon και McCartney απάντησαν ο Nilsson.

Αυτή η δήλωση έγινε σε μια περίοδο που ο Harry Edward Nelson ΙΙΙ, όπως ήταν ολόκληρο το πραγματικό του όνομα, είχε κυκλοφορήσει μόλις δύο άλμπουμ, αλλά λίγους μήνες αργότερα θα γνώριζε την πρώτη μεγάλη επιτυχία του.

Το ενδιαφέρον των Beatles, οι οποίοι στη συνέχεια γνωρίστηκαν μαζί του κι έμειναν φίλοι του μέχρι το τέλος της ζωής του, είχε ως επακόλουθο την πρόσκλησή του από τον σκηνοθέτη Otto Premminger να γράψει τη μουσική για την κωμωδία Skidoo, στην οποία έπαιζαν δύο από τους παιδικούς ήρωες του Nilsson, οι Groucho Marx και Jackie Gleason.

Ο γεννημένος στις 15 Ιουνίου του 1941, στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, Nilsson ήταν για 7 χρόνια υπάλληλος σε γνωστή τράπεζα της Καλιφόρνιας, εργαζόμενος σε νυχτερινή βάρδια, για να έχει τη δυνατότητα την ημέρα να ασχολείται με τη μουσική.

Κάθε μέρα σχεδόν, έγραφε τραγούδια και γύριζε τις δισκογραφικές εταιρείες προσπαθώντας να βρεί κάποιον να τα ερμηνεύσει. Στα ντέμο που παρουσίαζε, τραγουδούσε ο ίδιος, και σ' αυτή την περίοδο ο Little Richard που άκουσε το τραγούδι του Groovy Little Suzie χαμογέλασε και του είπε: Εχεις πολύ καλή φωνή για λευκός. Η γνώμη τού Little Richard έδωσε κουράγιο στον Nilsson να ηχογραφήσει με δικά του έξοδα το πρώτο τραγούδι του, με τίτλο Donna, που κατάφερε να πωλήσει μόλις 4 αντίτυπα.

Στα μέσα της δεκαετίας του '60, αρκετοί ήταν αυτοί που αναγνώρισαν το ταλέντο του στη σύνθεση και τραγούδια του ηχογράφησαν ονόματα όπως οι Ronettes (ο Phil Spector ήταν από τους πρώτους που αγόρασε και ηχογράφησε τρία τραγούδια του με το συγκρότημα), Monkees, Glenn Campbell, Yardbirds, Turtles, Shangri-Las, Blood, Sweat and Tears, γεγονός που σύντομα οδήγησε στο πρώτο του δισκογραφικό συμβόλαιο με την RCA, στην οποία τον Οκτώβριο του 1967 κυκλοφόρησε το Pandemonium Shadow Show, που ήταν ουσιαστικά η πρώτη του δουλειά ύστερα από άπειρα ντέμο, άλμπουμ που πήρε τον τίτλο του από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Ray Bradbury... ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Μάλιστα κύριε!

  • Προσφορά
  • Δύο cd με αξέχαστα τραγούδια του Γιώργου Ζαμπέτα σε συνδυασμό με τη δίτομη βιογραφία του, προσφέρει από την ερχόμενη Κυριακή η «Κ.Ε.»

Είναι πολύ δύσκολο να κάνεις όνομα σαν συνθέτης, αλλά πιο δύσκολο είναι να κάνεις όνομα σαν οργανοπαίχτης. Εγώ τα κατάφερα. Απ' την αρχή της εισαγωγής του τραγουδιού λένε αυτό είναι του Ζαμπέτα... Το χρώμα της πενιάς τους, που καταλαβαίνει κανείς ποιος παίζει, το είχε κι ο Μάρκος, κι ο Τσιτσάνης κι ο Χιώτης βέβαια.


Περάσανε όμως τα όμορφα χρόνια, τ' αντρίκεια, τα παλικαρίσια. Σήμερα άκουγα ραδιόφωνο το βράδυ κι άκουσα δέκα τσιφτετέλια στη σειρά, κορδωτά, μαζί... Λες και δεν υπάρχει ελληνική μουσική, λες και δεν έχουμε γράψει ελληνικά τραγούδια»...

Δυο δεκαετίες κοντεύουν να συμπληρωθούν από τη μέρα που ο Γιώργος Ζαμπέτας, έχοντας ενδώσει στο μαρκάρισμα της Ιωάννας Κλειάσιου από την ομάδα του περιοδικού «Ντέφι», έπιασε να ξετυλίγει με το χαρακτηριστικό του χιούμορ και τον χυμώδη, ορμητικό του λόγο το νήμα που τον οδήγησε στον αφρό μιας ολόκληρης εποχής, ως κορυφαίο οργανοπαίχτη του μπουζουκιού αλλά και συνθέτη, δημιουργό μιας δικής του σχολής στο χώρο του λαϊκού μας τραγουδιού. Κι είναι ακριβώς η αυθεντική του μαρτυρία, όπως προέκυψε από πολλές ώρες ηχογραφημένων συνομιλιών του με την Κλειάσιου και από την επτάχρονη έρευνα της τελευταίας, που θα προσφέρει η «Κ.Ε.» σε δύο πλούσια εικονογραφημένους τόμους, αρχής γενομένης από την ερχόμενη Κυριακή 7 Φεβρουαρίου... ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Ενα χρυσωρυχείο με το όνομα Πρίσλεϊ


Μικρός λαχταρούσε ένα ποδήλατο, αλλά τα 55 δολάρια που κόστιζε δεν τα άντεχαν οι γονείς τού Ελβις. Ετσι, περιορίστηκαν σε μια κιθάρα των 12 δολαρίων. Δεν πέρασαν πολλά χρόνια, και ο γιος τους μπορούσε πια να αγοράσει οτιδήποτε επιθυμούσε. Και σήμερα, 33 χρόνια μετά το θάνατό του, η βιομηχανία γύρω από τη ζωή και τα τραγούδια του παραμένει από τις πιο επικερδείς.

Τα έσοδα από τις 33 κινηματογραφικές ταινίες που γύρισε ο Πρίσλεϊ ήταν πολλά, ενώ τα 80 περίπου άλμπουμ του πούλησαν πάνω από ένα δισεκατομμύριο αντίτυπα - 20 εκατομμύρια δίσκοι έγιναν καπνός με την αναγγελία του θανάτου του. Ηδη από την εποχή που ζούσε υπήρχαν πάνω από 80 διαφορετικά προϊόντα με το όνομά του. Σήμερα, ο αριθμός είναι πολλαπλάσιος. Ισως γι' αυτό ο Ελβις φιγουράρει κάθε χρόνο στη μακάβρια λίστα του περιοδικού «Forbes» με τους πλουσιότερους νεκρούς. Σε αυτήν του 2009 βρέθηκε στην 4η θέση, με ετήσιο εισόδημα 55 εκατομμύρια δολάρια.. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Ο λευκός που τραγουδούσε μαύρους

Τη βραδιά των Χριστουγέννων του 1955 ο Οτις Μπλάκγουελ ήταν χαρούμενος. Εκατόν πενήντα δολάρια για έξι τραγούδια... Ο 23χρονος μαύρος πιανίστας από τη Νέα Υόρκη πουλούσε τραγούδια σε τραγουδιστές του rythm'n'blues, του μουσικού στιλ των μαύρων της εποχής που μέχρι πριν λίγα χρόνια ονομαζόταν απαξιωτικά «race records».

Αυτή τη φορά αγοραστής ήταν ένας νεαρός λευκός από τις φτωχογειτονιές του Μέμφις. Ο νεαρός Ελβις Πρίσλεϊ πατώντας στα «μπλου» ακούσματα από τα γκόσπελ της Εκκλησίας των Πεντηκοστιανών όπου πήγαινε παιδί, βρισκόταν εκεί ακολουθώντας το «όραμα» του παραγωγού του και ιδιοκτήτη της Sun Records, Σαμ Φίλιπς: Ενα λευκό αγόρι να τραγουδά τη μουσική των μαύρων! Ο «μικρός», άλλωστε, είχε ήδη περάσει το τεστ κερδίζοντας την πρώτη του επιτυχία χάρη σ' ένα τραγούδι μαύρου: το «That's all right» του μπλουζίστα Αρθουρ Κράνταπ...

Δύο από τα κομμάτια που πήρε ο Ελβις από τον Μπλάκγουελ εκείνο το βράδυ του '55, το «Don't be cruel» και το «All shook up», έμειναν στα τσαρτ περισσότερο από κάθε άλλη επιτυχία του «βασιλιά του ροκ». Το πρώτο μάλιστα είχε πρωτοκυκλοφορήσει ως δεύτερη όψη του «Hound dog», σύνθεσης της μαύρης τραγουδίστριας Μπιγκ Μάμα Θόρντον. Ο Μπλάκγουελ, είτε με τ' όνομά του είτε με το ψευδώνυμο Τζον Ντάβενπορτ, θα συνέχιζε να τροφοδοτεί το ροκ εν ρολ με τεράστια σουξέ, όπως το «Great balls of fire» για τον Τζέρι Λι Λιούις, το «Return to sender» για τον Πρίσλεϊ ή το «Fever» για την Πέγκι Λι... «Βασιλιάς», όμως, δεν έγινε ποτέ.

Ο τίτλος απονεμήθηκε στον Ελβις, αν και ο ίδιος δεν φάνηκε πως αισθανόταν και τόσο άνετα μέσα σ' αυτόν. Μικρός στο Μέμφις άκουγε τον WDIA, το ραδιοσταθμό για μαύρους, οι παρέες του στην πόλη ήταν μαύροι, στα κλαμπ τους ήταν που πήγαινε περισσότερο ξεσηκώνοντας φιγούρες και ερμηνευτικούς τρόπους, ποτέ στις συνεντεύξεις του δεν δίστασε να εκδηλώσει το σεβασμό του για τους μαύρους μουσικούς και την καθοριστική τους επίδραση σ' εκείνον.

Ομως, το γεγονός και μόνο της παγκόσμιας αποδοχής ενός λευκού που τραγουδούσε μαύρη μουσική ήταν πρόκληση. Και παρά το ότι πολλοί μαύροι μουσικοί, ανάμεσά τους ο Τσακ Μπέρι, ο Τζάκι Γουίλσον, ο Μπι Μπι Κινγκ ή ο Τζέιμς Μπράουν υπερασπίστηκαν κατά καιρούς τον Ελβις, η αντιπαράθεση καλά κρατεί ώς τις μέρες μας. Ηδη από το 1957 το περιοδικό «Sepia» που απευθυνόταν σε Αφροαμερικανούς αναπαρήγαγε τη φήμη ενός περιστατικού στη Βοστώνη που, πάντως, κανείς δεν επιβεβαίωνε: «Το μόνο που μπορούν να κάνουν οι νέγροι για μένα είναι να μου γυαλίζουν τα παπούτσια και ν' αγοράζουν τους δίσκους μου», φερόταν να έχει δηλώσει ο Ελβις. Ο ίδιος το διέψευσε κατηγορηματικά αλλά η «ρετσινιά» έμεινε.. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Οταν η σκα συναντά τη σόουλ

Νεοϋορκέζοι μπλέκουν την τζαζ με το σκα και ένα γκρουπ από το Βορρά αποδεικνύει πως η σόουλ δεν είναι μόνο αμερικανική υπόθεση. Περίεργους μουσικούς συνδυασμούς και καλλιτέχνες που φημίζονται για τη σκηνική τους δύναμη φιλοξενεί αυτές τις μέρες το «Half Note»:

Οι «New York Ska-Jazz Ensemble» ξεκίνησαν εμφανίσεις από την Παρασκευή, ενώ το αγγλο-ολλανδικό συγκρότημα της Λόρα Βέιν και των Βάιπερτοουνς κάνει πρεμιέρα στις 5 του μηνός (θα παραμείνουν εκεί μέχρι τις 11 Φεβρουαρίου).

Οι «New York Ska-Jazz Ensemble» είναι ό,τι ακριβώς αναφέρει το όνομά τους: Μια ομάδα μουσικών από τη Νέα Υόρκη που ειδικεύονται στο να αναμειγνύουν το σκα, τη ρέγκε, την τζαζ, τη σόουλ και το φανκ. Ενωσαν τις δυνάμεις τους πριν από αρκετά χρόνια με στόχο να ανακαλύψουν τους κρυφούς δεσμούς ανάμεσα σε διάφορα μουσικά είδη.

Οι έξι μουσικοί πρωτοσυναντήθηκαν το 1994 και έπειτα από πέντε δίσκους και εμφανίσεις στην Ευρώπη, τον Καναδά και τη Νότια Αμερική, έχουν κερδίσει πολύ θερμές κριτικές. Αυτό που τους κάνει να ξεχωρίζουν είναι οι κεφάτοι ρυθμοί, η ενέργεια που έχουν στις ζωντανές εμφανίσεις, οι τολμηρές διασκευές που επιχείρησαν σε κλασικά κομμάτια της τζαζ και οι ευφάνταστοι συνδυασμοί. Αυτό το διάστημα κυκλοφορεί και ο νέος τους δίσκος «Live in Paris».

Το ίδιο δυναμικοί -τουλάχιστον επί σκηνής- είναι και η Λόρα Βέιν με τους Βάιπερτοουνς. Η αλήθεια είναι ότι αυτή η μικρόσωμη τραγουδίστρια από το Μπράιτον γεννήθηκε και μεγάλωσε μέσα στη μουσική και βρέθηκε με τους Ολλανδούς εντελώς κατά τύχη.

Συναντήθηκαν σε μια συναυλία στην Ολλανδία σε μια περίοδο που η Βέιν έψαχνε μουσικούς για να στελεχώσει το συγκρότημά της. Η χημεία τους λειτούργησε αμέσως και σε λιγότερο από ένα χρόνο μπήκαν στο στούντιο. Τον Ιανουάριο του 2009 κυκλοφόρησε το πρώτο τους σινγκλ. «Είναι πολύ αστεία η ιστορία της συνάντησής μας και το myspace έπαιξε καθοριστικό ρόλο», λέει η Βέιν στην ιστοσελίδα της. «Είχαμε κλείσει μέσω Ιντερνετ να εμφανιστούμε μαζί χωρίς να ξέρουμε τίποτα ο ένας για τον άλλον. Από τη στιγμή που ανεβήκαμε στη σκηνή ήταν θέμα λεπτών να καταλάβουμε πως ταιριάζουμε. Ηταν γραφτό να γίνει»... *

Οι Uriah Heep σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα

Οι Uriah Heep έρχονται στην Ελλάδα, για δύο συναυλίες, σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα. Στις 5 Φεβρουαρίου εμφανίζονται στο «Block 33» (πρώην «Υδρόγειος») στη Θεσσαλονίκη, και στις 6 Φεβρουαρίου στο «Gagarin205», στην Αθήνα.

Με μια καριέρα που μετράει 40 χρόνια, με πλήθος γνωστών επιτυχιών, αλλά και με πάμπολλες αλλαγές στα μέλη του συγκροτήματος, οι Uriah Heep ανήκουν αναμφισβήτητα στα μεγάλα συγκροτήματα της ροκ.

Οι θρύλοι της βρετανικής σκηνής, που πήραν το όνομα τους από ένα χαρακτήρα του κλασικού μυθιστορήματος του Τσαρλ Ντίκενς, "David Copperfiled", έχουν κατακτήσει την καρδιά του κοινού με την ιδιαίτερη μουσική τους, ένα μείγμα από πολύ διαφορετικά είδη.

Οι Uriah Heep ξεκίνησαν να γράφουν τη δική τους μουσική ιστορία στα τέλη της δεκαετίας του ‘60. Έχουν βγάλει 21 δίσκους, αμέτρητες Νο1 επιτυχίες στην Ευρώπη, ενώ πέντε από τα άλμπουμ τους μπήκαν στο αμερικανικό "top 40". Φέτος γιορτάζουν τα 40 χρόνια γνήσιου ροκ και κυκλοφορούν τη συλλογή "Celebration – Forty years of Rock". Η συλλογή περιέχει κλασσικά αριστουργήματα του συγκροτήματος, τα οποία έχουν ηχογραφηθεί εκ νέου αλλά και δύο ολοκαίνουργια κομμάτια.

"Easy Livin", "The Magician’s Birthday", "Sweet Freedom", "Gypsy", "The Wizard", "Lady in Black" και πολλά άλλα κλασσικά αριστουργήματα αλλά και νέα τραγούδια των Uriah Heep, περιλαμβάνει το πρόγραμμα των εμφανίσεών τους στη Θεσσαλονίκη και Αθήνα.

Δεν ζει, μα βασιλεύει

Φέτος, όπως κάθε χρόνο, στην επέτειο του θανάτου ή της γέννησης του Ελβις Πρίσλεϊ επισκέπτονται το ανάκτορό του στην Γκρέισλαντ δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι ενισχύοντας τα περιουσιακά στοιχεία της Πρισίλα και της κόρης της (μοναδικής κληρονόμου) Λίζα-Μαρί Πρίσλεϊ, που ξεπερνούν το ένα δισ. δολάρια.

Ενας κόσμος πολυποίκιλος, απ' όλα τα κοινωνικά στρώματα, που έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον ψυχολόγων, κοινωνιολόγων και ιστορικών. Δάσκαλοι, νοικοκυρές, σπουδαστές, μουσικοί, εργάτες, επιχειρηματίες, ανάπηροι, συνταξιούχοι κ.λπ. ταξιδεύουν χιλιάδες χιλιόμετρα και συμπεριφέρονται σαν προσκυνητές.

Ανάμεσά τους οι περίφημοι «ιμπερσονέιτορ» του Ελβις που υπολογίζονται σε τριάντα χιλιάδες σε όλο τον κόσμο! Σαν τον «αδελφό» της γλυκύτατης Μισέλ Πφάιφερ στη διασκεδαστική ταινία του Τζον Λάντις «Κυνηγητό μέσα στη νύχτα», που ζει ως σωσίας του Ελβις. Στην Ελλάδα, πολύ προτού αποκτήσουμε τους ροκαμπιλάδες που συχνάζουν σε δικά τους μπαράκια και αγοράζουν βινύλια από τα δισκάδικα των Εξαρχείων, είχαμε τους πρώτους «μίμους» του Ελβις, ήδη από τη δεκαετία του '60!

Στο Η' Γυμνάσιο, στην πλατεία Κολιάτσου, ο δικός μας Ελβις δεν ήταν ψηλός και γόης, αλλά προσπαθούσε να αφήσει φαβορίτα παρακάμπτοντας το απαγορευτικό σχολικό καθεστώς, φορούσε ζώνες με μεγάλες αγκράφες, μαύρο δερμάτινο παντελόνι, ροζ πουκάμισο και μπότες με σπιρούνια, χαμογελούσε μισοστραβά, έπαιζε κιθάρα, ήξερε όλα τα τραγούδια και έκανε μονόζυγο στα κάγκελα της εκκλησίας του σχολείου, προκαλώντας το θαυμασμό των αρρένων μαθητών, ελλείψει θηλέων. Και, το κυριότερο, συστηνόταν ως Λάκις Τζάκσον! Είχε οικειοποιηθεί το όνομα με το οποίο ο Ελβις εμφανιζόταν στην ταινία «Viva Las Vegas», προσθέτοντας το τελικό «ς» στο Λάκι! Στα περισσότερα παιδιά φαινόταν πολύ αλλόκοτη και αστεία η εμφάνιση και η συμπεριφορά του, ενώ υπήρχαν κι αυτοί που τον κοντράρανε γιατί ήταν οπαδοί του Κλιφ Ρίτσαρντ, που ανταγωνιζόταν τον Ελβις ως η ευρωπαϊκή εκδοχή του ατίθασου μοντέρνου νέου... ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Η ανεξάρτητη ροκ σκηνή ανθεί και πάλι

Τα γκρουπάκια της γειτονιάς ωριμάζουν, διογκώνονται και δημιουργούν ρεύμα

Του Γιαννη Κολοβου, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 31/01/2010

Καλύτερα δεν γίνεται! Μέσα στο κλίμα της γενικής κατήφειας, η ανεξάρτητη ελληνική μουσική σκηνή ζει στιγμές δημιουργικής μανίας, χωρίς να περιμένει τα εύσημα των ΜΜΕ, το χρήμα των μεγάλων δισκογραφικών και την αποδοχή της αδρανούς μάζας των λαϊκοδέλικ τηλεθεατών. Με cd, δισκάκια βινυλίου, οπτικοακουστικά installations και πολλές μα πολλές συναυλίες, τα μουσικά «παρεάκια» ζουν τη δική τους ουτοπία. Εμείς οι υπόλοιποι όλο και κάτι ενδιαφέρον θα ανακαλύψουμε αν κάνουμε μια βόλτα στον κόσμο τους…

Αν μπείτε στον κόπο να καταμετρήσετε πόσα συγκροτήματα δραστηριοποιούνται αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, από ποια πόλη προέρχονται και ποιον δίσκο κυκλοφόρησαν τα τελευταία δύο χρόνια, πιστέψτε με, δεν θα βγάλετε άκρη – τόσο πολλά είναι! Αφήστε δε τις συναυλίες και το μουσικό στυλ που κάθε μουσική παρέα παίζει. Κι όλα αυτά σε μια συγκυρία που φαντάζει εξαιρετικά αρνητική για τους μουσικούς, ιδιαίτερα για όσους παίζουν ροκ σε οποιαδήποτε μορφή του: οι μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες απλώς έπαψαν να πουλούν τα νούμερα που πουλούσαν. Οσα συγκροτήματα προσπάθησαν να απευθυνθούν στο μαζικό κοινό νέρωσαν τόσο πολύ το κρασί τους, που απώλεσαν τη βαθύτερη ταυτότητά τους, χωρίς να αγγίξουν απαραίτητα το κοινό των τηλεοπτικών σόου που ήλπιζαν να προσεγγίσουν. Εκείνοι που είδαν την κυκλοφορία MP3 από τους πιτσιρικάδες στο Διαδίκτυο και στο myspace ως τέρατα που θα τους έτρωγαν τα κέρδη έχασαν το παιχνίδι και τον μπούσουλα ταυτόχρονα! Μερικοί, βεβαίως, αντιμετώπισαν τη νέα κατάσταση ως προνομιακό πεδίο για δημιουργία και έκφραση – και καλώς έπραξαν. Αυτό που τελικά χρειαζόταν ήταν να αποκτήσουν διαφορετικό τρόπο σκέψης…

Είμαι σίγουρος ότι τους Down & Out δεν τους γνωρίζετε. Ούτε το όνομα Dustbowl σας λέει κάτι. Κι όμως, οι πρώτοι έπαιξαν μαζί με τους Z. Z. Top σε πολλά ανατολικοευρωπαϊκά κράτη, αφήστε δε τις εμφανίσεις τους στη Ιρλανδία και στην… Τουρκία! Οι δεύτεροι έχουν παίξει μαζί με τον Στιβ Γουίν στην Αθήνα, ενώ στον δίσκο τους «Goin’ Down» συμμετέχει και ο τραγουδιστής των θρυλικών Barracudas, Τζέρεμι Γκλακ. Και οι δύο μπάντες ηχογραφούν σε μικρές ανεξάρτητες εταιρείες (τη Studio II και τη Fuzz Overdose), κυκλοφορούν παράλληλα με τα cd και επτάιντσα βινυλίου και σίγουρα το παραδοσιακό ροκ εν ρολ που παίζουν ταιριάζει σε ένα συγκεκριμένο, αλλά πανταχού παρόν ανά την υφήλιο κοινό. Και ούτε καν διανοούνται να πάνε παραπέρα!

Σε αυτό το συγκεκριμένο αλλά φανατικό κοινό στοχεύουν και οι επαναδραστηριοποιηθέντες βετεράνοι ρόκερ Last Drive, No Man’s Land και Nightstalker, οι οποίοι ναι μεν έβγαλαν δίσκους πρόσφατα, σε άμεση προτεραιότητα όμως έχουν τις συναυλίες – όπου και όπως αυτές γίνονται. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι πλέον ο μουσικός «βγάζει μεροκάματο» από τις ζωντανές εμφανίσεις και όχι από τους δίσκους, γι’ αυτό και έχουμε πλέον τόσο πολλά live από ξένα συγκροτήματα στη χώρα μας. Την πληθώρα κλαμπ που φιλοξενούν ζωντανή μουσική (από τα μεγάλα Fuzz, Gagarin και «Κύτταρο», ώς τα μεσαίας χωρητικότητας «Αν», Rodeo και τους μικρούς χώρους τύπου After Dark) εκμεταλλεύονται όλες οι ανεξάρτητες μπάντες για να αναπνεύσουν οικονομικά και να διατηρήσουν την επαφή με το κοινό τους. Μέσα σε αυτό το κλίμα, ιστότοποι όπως το myspace λειτουργούν σαν εργαλεία για επικοινωνία και «δημόσιες σχέσεις», ενώ η δωρεάν παροχή τραγουδιών διευρύνει τον κύκλο των ακροατών.

Ταγμένοι σε ένα στυλ

Ας μη σκεφτεί όμως κανείς πως τα ανεξάρτητα συγκροτήματα λειτουργούν «εκ του πονηρού» και αντιμετωπίζουν τους ακροατές τους ως καταναλωτές. Κι εδώ η φιλοσοφία έχει αλλάξει. Βλέποντας ότι είναι μάλλον αδύνατο να γίνουν σταρ, απλώς γύρισαν την πλάτη στο σταρ σύστεμ!

Ολα τα συγκροτήματα μοιάζουν να είναι ταγμένα στο στυλ που παίζουν και στο ανάλογο κοινό, με φανατισμό και αγάπη. Η εποχή, με την πληθώρα μουσικών ιδιωμάτων που συνυπάρχουν ταυτόχρονα, δείχνει να ευνοεί αυτή τη λογική. Μιλώντας για ποπ, δεν θα πρέπει να παραλείψουμε τους απλούς αλλά αξιολάτρευτους Le Page, τους ενδιαφέροντες Ekos Quartet και B-Sides, τους νευρικούς Exposed By Observers, τους ποπ-πανκ Zebra Tracks. Για όσους αγαπούν τον χορό και την groovy ατμόσφαιρα, οι Sugah Galore είναι ό, τι πρέπει!

Για τους νοσταλγούς των ’60s, τα σιγκλάκια των Hipstairs, των Meanie Geanies, των Teddy Boys From The Crypt, των 1.000 Mods και των Jacks αναπαράγουν επιτυχώς αυτή την εποχή, με το όργανο farfisa σε ηγετικό ρόλο! Για όσους επιθυμούν κάτι πιο δυνατό, οι Ducky Boys συνδυάζουν το ροκ εν ρολ με το πανκ, ενώ οι Dread Astaire και οι O. C. B. είναι σαφώς σκληρότεροι. Στον ίδιο χώρο, οι Vodka Juniors είναι συνθετικά χαρισματικοί. Οι 700 Machines συνδυάζουν το σκληρό ροκ με το πανκ, ενώ οι Low Gravity με το μεταλλικό, πολύπλοκο και οργανικό ποστ-ροκ τους αποδεικνύουν ότι οι εκτελεστικές ικανότητες αυτών των συγκροτημάτων κινούνται σε υψηλά επίπεδα.

Αν εστιάσουμε στο ειδικό καλλιτεχνικό βάρος της ανεξάρτητης σκηνής, θα πρέπει αναγκαστικά να ακούσουμε το νέο άλμπουμ των Interstellar Overdrive με τίτλο «Hibernation», ένα δίσκο που μπορεί να κερδίσει ακόμη και τον πιο απαιτητικό μουσικόφιλο.

Για το κοινό με υψηλό επίπεδο καλλιτεχνικής εγγραμματοσύνης, οι πειραματισμοί των Drog-A-Tek και των Sancho 03 ή οι συνθέσεις του Χρήστου Αλεξόπουλου και οι μουσικές - εικαστικές αναζητήσεις των The Callas είναι ακούσματα που δεν θα περάσουν απαρατήρητα. Καινοτομίες, τέλος, έχει να παρουσιάσει και η τζαζ σκηνή –επίσης 100% ανεξάρτητη– με εκπροσώπους τους Baby Trio, του έμπειρου τζαζίστα Γιώργου Κοντραφούρη και το άλμπουμ «Well, Anything Can Happen» του τρίο των Nicky Scopelitis, Μπάμπη Παπαδόπουλου και Φλώρου Φλωρίδη.

Κλωτσιά στη μουσική βιομηχανία!

Ολοι αυτοί οι καλλιτέχνες υπάρχουν μόνο και μόνο γιατί έχουν καταφέρει να μιλήσουν κατευθείαν στην ψυχή ενός νεανικού κοινού που έχει τα δικά του οράματα και τις δικές του ευαισθησίες. «Ξυπνήστε! Η ώρα δεν προσμένει / κάποιος την κλέβει, πάει χαμένη», τραγουδούν οι Kill The Cat, υπό την υπόκρουση ενός νευρώδους σκα-πανκ. Και οι χαβαλεδιάρηδες, επίσης σκα-πανκ, Skaribas συμπληρώνουν: «Πόση υπομονή θα πρέπει να κάνω / και πόσα σάπια όνειρα θα κουβαλώ όταν πεθάνω; / Θ’ ανασάνω κάποτε (…) όταν θα πάψουν τα φιλιά και οι αγάπες να είναι ύποπτα»! Ως μουσικό ιδίωμα, το σκα-πανκ και όλο αυτό το «fusion», όπου η ρέγκε αναμειγνύεται με το πανκ, το χιπ-χοπ και τις «μουσικές του κόσμου», μάλλον αποτελεί το καλύτερο ηχητικό συνοδευτικό στη ζωή μιας νεολαίας που με τόσο κόπο προσπαθούμε να καταλάβουμε. Γιατί τα τραγούδια των πολύ δημοφιλών Locomondo και κυρίως των συνειδητά «αντιεμπορικών» (πωλούν τα cd τους σε τιμή κόστους!) Kill The Cat, Skaribas, Les Skartoi!, Κακό Συναπάντημα αποτυπώνουν τις αγωνίες αλλά και την παιγνιώδη διάθεση του νεαρόκοσμου της μητρόπολης. Σε αυτούς τους καλλιτέχνες, θα πρέπει να προσθέσετε και όσους ράπερ δεν πούλησαν την ψυχή τους στη μουσική βιομηχανία (όπως το ντουέτο Κίκι & Ουίκι ή οι πολιτικοποιημένοι Javaspa), καθώς και τα σκληροπυρηνικά πανκ συγκροτήματα (Straightjacket Fit, Timetrap, Χειμερία Νάρκη, Χάσμα) που εδώ και χρόνια προσπαθούν να κατασκευάσουν ανεξάρτητα δίκτυα δημιουργίας για τους καλλιτέχνες και μέσω αυτών να επικοινωνήσουν με το κοινό. Σε πείσμα των δισκογραφικών που θέλουν τους δημιουργούς πειθήνιους και τους οπαδούς καταναλωτές. Τέλος, σε όσους αμφισβητούν τη δυναμική και τη βιωσιμότητα της ανεξάρτητης σκηνής, οι Skaribas απαντούν: «Κι αν συνεχίσουμε να γράφουμε, θα γράφουμε ώς τη Δευτέρα Παρουσία»!

Ο Μάικλ Τσανς και η θυελλώδης κ. Μουζά

  • Του Νικου Α. Δοντα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 31/01/2010

Αφιερωμένη στον Βρετανό συνθέτη Χένρι Πέρσελ ήταν η βραδιά που διοργανώθηκε στις 23 Ιανουαρίου στην Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος. Το σύνολο μπαρόκ μουσικής Sinfonia αποτελούμενο από γνωστούς Ελληνες μουσικούς –τη Φανή Γκάρτσου και τον Γιάννη Παπαγιάνη στα φλάουτα, την Εφη Μηνακούλη στη θεόρβη, τον Αγγελο Ρεπαπή στη βιόλα ντα γκάμπα και την Κατερίνα Κτώνα στο τσέμπαλο– συνεργάστηκε με τις Ροσβίτα Ντόκαλικ και τη Φανή Βοβώνη στο βιολί όπως επίσης με τον Χρήστο Βλάχο στη βιόλα. Σολίστ ήταν ο γνωστός Βρετανός κόντρα τενόρος Μάικλ Τσανς.

Κυρίαρχη ήταν η χαρακτηριστικά βρετανική βουκολική διάθεση της μουσικής, την οποία το ελληνικό σύνολο απέδωσε με πειθαρχημένο, γλυκύ, στρογγυλό ήχο και όσες εναλλαγές ύφους επέτρεπαν τα καθαρά ενόργανα μέρη που επελέγησαν.

Ο Μάικλ Τσανς ξεκίνησε κάπως αμήχανα με μία άρια γραμμένη πολύ χαμηλά για τη φωνή του αλλά έδωσε τις πλήρεις δυνάμεις του στα αποσπάσματα που ακολούθησαν. Ο έλεγχος της φωνής και η ασφάλεια σε θέματα αισθητικής επέτρεψαν εκφραστικές ερμηνείες μεγάλης λεπτότητας. Συχνά με τη συνοδεία ενός μόνον οργάνου, της θεόρβης, της βιόλας ντα γκάμπα ή του τσέμπαλου, έπλαθε κόσμους μαγικούς.

Μοναδική επιφύλαξη υπήρξε η σταθερή αδυναμία στη χαμηλή περιοχή της φωνής που αδυνάτιζε τη στήριξη ή την κατάληξη κρίσιμων φράσεων.

Από τη συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών (ΚΟΑ) που πραγματοποιήθηκε λίγες ημέρες νωρίτερα (17 Ιανουαρίου) στην Αίθουσα Φίλων της Μουσικής κρατά κανείς τη θυελλώδη ερμηνεία της Αλεξίας Μουζά στο 3ο Κοντσέρτο για πιάνο του Μπετόβεν. Διαθέτοντας εντυπωσιακή αυτοπεποίθηση, η νεαρή πιανίστρια έπαιξε με πρωτοφανή δύναμη, καθαρότητα και ακρίβεια.

Ομως, περισσότερο απ’ όλα φάνηκε να κατανοεί το έργο και την εποχή του: οι φράσεις είχαν αρχή, μέση και τέλος, υπήρχαν αρκετά επίπεδα δυναμικής ώστε να δημιουργείται διάλογος ανάμεσα σε κύριες και δευτερεύουσες φράσεις ενώ όποτε χρειαζόταν, το παίξιμό της γινόταν αέρινο, φευγαλέο. Η αισθητική, με διατυπώσεις σαφείς, χωρίς περιττούς γλυκασμούς, κοιτούσε περισσότερο προς την κλασική εποχή παρά προς τον ρομαντισμό.

Κρίμα που η ορχήστρα υπό τη διεύθυνση του Ενρίκε Μπατίς στάθηκε τελείως αμέτοχη, δίχως την παραμικρή διάθεση για διάλογο με τη θαυμάσια πιανίστρια.

Γενικότερα, δεν ήταν καλή βραδιά ούτε για την ΚΟΑ, ούτε για τον Μεξικανό αρχιμουσικό. Ο Μπατίς ξεκίνησε το πρόγραμμά του με την εισαγωγή του Μέντελσον στον «Ρουί Μπλας» του Ουγκό και το ολοκλήρωσε με την 3η Συμφωνία «του Ρήνου» του Ρόμπερτ Σούμαν. Και στις δύο περιπτώσεις ο ιδεαλισμός των έργων βυθίστηκε σε μία ερμηνεία βαριά και αδιάφορη, με ήχο χωρίς περιγράμματα ή αποχρώσεις.

Saturday, January 30, 2010

Η μυθολογία των σάουντρακ

Δύο συναυλίες στις 6 - 7 Φεβρουαρίου στο Μέγαρο

Λένε πως τη μισή της επιτυχία η ταινία «Τα σαγόνια του καρχαρία» την οφείλει στις δύο επαναλαμβανόμενες αρχικές νότες του βασικού θέματος που συνέθεσε γι’ αυτήν ο Τζον Ουίλιαμς. Οπως επίσης, η αριστοτεχνική σκηνή του φόνου στο «Ψυχώ» δεν θα ήταν η ίδια χωρίς τα εφιαλτικά έγχορδα του Μπέρναρντ Χέρμαν. Δύο ενδεικτικά παραδείγματα του πόσο μεγάλη υπόθεση είναι η μουσική υπόκρουση στο σινεμά. Ο γνωστός αρχιμουσικός Αλέξανδρος Μυράτ είναι κατηγορηματικός: «Αν σήμερα κάποιος μου έλεγε “θα διευθύνεις κινηματογραφική μουσική μέχρι το τέλος της ζωής σου”, θα δεχόμουν ευχαρίστως». Ο Αλ. Μυράτ δηλώνει «σινεφάγος» και το Σάββατο 6 και την Κυριακή 7 Φεβρουαρίου θα διευθύνει τη Συμφωνική Ορχήστρα του Μονάχου στο Μέγαρο Μουσικής, σε μια συναυλία με τον δελεαστικό τίτλο «Πάμε σινεμά;». Σολίστ στο πιάνο θα είναι ο Χρίστος Παπαγεωργίου, ενώ θα πρέπει να πούμε ότι δεν υπάρχει μεταπολεμική γερμανική ταινία χωρίς τη Συμφωνική Ορχήστρα του Μονάχου, που ιδρύθηκε το 1945 και συνέδεσε το όνομά της με περισσότερα από 500 φιλμ στη Γερμανία και δεκάδες άλλα της διεθνούς παραγωγής, όπως «Η σιωπή των Αμνών».

Μορικόνε, Φίλιπ Γκλας

Ο Αλφρεντ Νιούμαν, συνθέτης του μουσικού σήματος της 20th Century Fox, ο Μαξ Στάινερ και η μουσική του για το «Οσα παίρνει ο άνεμος», ο Τζον Ουίλιαμς, άρρηκτα συνδεδεμένος με τις ταινίες του Σπίλμπεργκ, ο Μορίς Ζαρ, ο Ενιο Μορικόνε, ο Αλέν Ντεπλά, που έντυσε τις σπονδυλωτές «Ωρες», ο Φίλιπ Γκλας, η δική μας Ελένη Καραΐνδρου και ο νεότερος Χανς Τζίμερ, που έντυσε μουσικά τους «Πειρατές της Καραϊβικής», είναι μερικοί από τους συνθέτες που θα ακούσουμε στο Μέγαρο.

Το ερώτημα προκύπτει αυτόματα: γιατί τέτοιες συναυλίες δεν συμβαίνουν πιο συχνά; Οπως μας είπε ο Αλ. Μυράτ, επειδή επικρατεί μια πολύ περίεργη κατάσταση με τα δικαιώματα των συνθέσεων αυτών. «Στην ουσία, οι τιμές για να πάρεις την άδεια είναι πολύ συχνά απαγορευτικές. Κάθε φορά που ερμηνεύεις ζωντανά ένα soundtrack, πρέπει να πληρώσεις δικαιώματα στους οργανισμούς εκείνους που έχουν αναλάβει τη φύλαξη των πνευματικών δικαιωμάτων των καλλιτεχνών. Στη Γαλλία, μάλιστα, λειτουργούν δύο τέτοιοι οργανισμοί. Στην Ελλάδα υπάρχει μόνο η ΣΟΠΕ, το τελευταίο μονοπώλιο στην ελεύθερη αγορά». Η ΣΟΠΕ είναι η Εταιρεία Προστασίας Συγγραφικού Δικαιώματος. «Είναι μια εταιρεία ιδιωτικού δικαίου, καθ’ όλα νόμιμη, με την οποία το Μέγαρο Μουσικής έχει και σύμβαση: μέρος των εισπράξεων των συναυλιών πηγαίνουν στη ΣΟΠΕ, η οποία έχει την τάση να διπλασιάζει τις τιμές όταν ζητάς, π. χ., ένα έργο του Τζον Ουίλιαμς, ενώ οι άνθρωποί της δεν καίγονται να σε εξυπηρετήσουν και είναι πολύ γραφειοκράτες. Γενικά, όσοι δούλεψαν γι’ αυτές τις δύο συναυλίες έκαναν υπέρβαση».

Δυσεύρετα

Πολύ συχνά, όμως, το πρόβλημα είναι και οι ίδιοι οι εκδότες - κληρονόμοι των δικαιωμάτων, «οι οποίοι χτυπούν τις τιμές. Π. χ., κάθε φορά που παίζεις Φίλιπ Γκλας, σου κοστίζει 2.000 ευρώ. Το κάθε κομμάτι. Ισοδυναμεί με ληστεία. Οπότε, η ερμηνεία 2-3 κομματιών ενός συνθέτη μπορεί να αποδειχθεί πολύ πιο δαπανηρή από το να στήσεις μια συναυλία. Κάτι ανάλογο ισχύει και με τα έργα του Μορίς Ζαρ, γι’ αυτό και, δυστυχώς, δεν θα ερμηνεύσουμε τον “Λώρενς της Αραβίας”».

Ενα άλλο πρόβλημα είναι ότι οι περισσότερες παρτιτούρες των κινηματογραφικών συνθέσεων... αγνοούνται. «Είναι στ’ αλήθεια δυσεύρετες», τονίζει ο Αλ. Μυράτ. «Το έργο του Τζον Ουίλιαμς είναι τεράστιο και στην αγορά κυκλοφορούν καμιά δεκαριά κομμάτια μόνο. Αφήστε που συχνά βρίσκεις τις συνθέσεις όχι στην αυθεντική τους μορφή, αλλά σε μεταγραφές. Εμείς, στο Μέγαρο, ό, τι ερμηνεύσουμε θα είναι στην πρωτότυπη μορφή του».

Οπως τονίζει ο Αλ. Μυράτ, «οι συναυλίες κινηματογραφικής μουσικής είναι ένας εξαιρετικός τρόπος να εξοικειωθεί το ευρύ κοινό με τη συμφωνική μουσική – και συχνά πρόκειται για πολύ απαιτητική σύνθεση. Είναι το ιδανικό cross-over. Αλλά είναι Γολγοθάς να κάνεις τέτοιες συναυλίες».

  • Του Ηλια Μαγκλινη, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Σάββατο, 30 Iανoυαρίου 2010

Τι κι αν μεγαλώνεις; Η αγάπη μένει

Η Χάρις Αλεξίου στο «Παλλάς» κέρδισε το κοινό που χειροκρότησε θερμά και τις στιγμές αδυναμίας

Τη διαδρομή της πολλοί ζήλεψαν. Τα τραγούδια της ακόμη περισσότερο. Τις εμπειρίες που κάνουν τόσο βαθιά την ερμηνεία της, με ρωγμές, τσακίσματα, αίσθημα και χαρακτήρα. Κυρίως αυτή την ειλικρίνεια που εκπέμπει με την παρουσία της στη σκηνή. Και είναι αυτή η ειλικρίνεια που κάλυψε κάθε αδυναμία, μαζί και τρακ αλλά και τα σημάδια του χρόνου, της φθοράς, ίσως απομεινάρια μιας περιπέτειας που κράτησε μακριά από το λαίμαργο στόμα της τηλεόρασης μέχρι να την ξεπεράσει.

Δευτέρα βράδυ στο «Παλλάς», μαζί με το κοινό και όλη την πρώτη γραμμή του ελληνικού τραγουδιού, συνθέτες, στιχουργοί και ερμηνευτές που σφράγισαν την παραγωγή από τη δεκαετία του ’70, φεύγω με μια πικρή γεύση από τη Χαρούλα Αλεξίου. Για όσα δεν είπε, για τις απώλειες του χρόνου. Αλλά και με μια ικανοποίηση παράλληλα. Για την τόλμη της να εκτεθεί και κυρίως την προστατευτική διάθεση του κόσμου. Hθελαν όλοι να την προφυλάξουν. Αυτό σημαίνει αποδοχή. Η απάντηση του κοινού στο τραγούδι της «Μεγαλώνω».

Διάθεση για προστασία

Είχε λείψει από τα live. Οσο για το «Παλλάς», η τελευταία φορά ήταν το 1999 με τη Σεζάν Ακτσού που την είδαμε και το 1988 με τον «Πάολο Κόντε. Εκτοτε πολλά άλλαξαν. Μεγάλωσε η Χαρούλα, μεγαλώσαμε και μεις, και οι φθορές είναι αναμενόμενες για όλους. Κι όσο κι αν κάποια πράγματα δεν ήταν όπως τα ήθελε στην πρώτη παράσταση του κύκλου της στο «Παλλάς», έχει ενδιαφέρον ότι πολλοί τα εντόπισαν αλλά κανείς δεν στάθηκε επικριτικά επάνω τους.

Ηταν και όλη η Εθνική Ελλάδος του τραγουδιού, απέναντί της, που έκανε το άγχος χειρότερο, ακόμη και για έναν καλλιτέχνη του δικού της μεγέθους. Να όμως που το κοινό χειροκροτούσε θερμά ειδικά στις στιγμές αδυναμίας. Δεν ήταν ότι δεν κατανοούσε τη διαφορά, αλλά ότι την ενθάρρυνε να την προσπεράσει. Μαζί και οι συνάδελφοί της που γνωρίζουν καλά όπως παρατήρησε και η ίδια από τη σκηνή: «τι σημαίνει στεγνό στόμα».

Τραγούδια στη γωνία

Το κοινό μπορεί να μη στάθηκε στις ερμηνευτικές αδυναμίες της Αλεξίου, παραπονέθηκε όμως για όσα τραγούδια άφησε έξω από τη βραδιά. Δικά της περιελάμβανε η αρχή και ύστερα εκείνα του Θάνου Μικρούτσικου που αγαπήσαμε, του Νίκου Αντύπα που άλλαξαν το προφίλ της αρχές της δεκαετίας του ’90, του Σταμάτη Κραουνάκη, του Αλκίνοου Ιωαννίδη, του Νίκου Κυπουργού, και η ευχάριστη έκπληξη «Σαν Αερικό», του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Επτά της Λίνας Νικολακοπούλου και φυσικά δικές της μπαλάντες. Ομως τα υπόλοιπα που άντεξαν μόδες και επιταγές αυτά ήταν σταγόνες. Από τον Λοΐζο το «Ολα σε θυμίζουν» κι από τον Λευτέρη Παπαδόπουλο το «Είσαι η νύχτα με τα αινίγματα» και τις πρώτες νότες από «Ολου του κόσμου οι Κυριακές». Σίγουρα η Αλεξίου δεν είναι μόνο αυτά.

Τα 40 χρόνια καριέρας είχαν μεγάλες στιγμές, από το λαϊκό κυρίως τραγούδι αλλά και το δημοτικό. Είχαν από Καλδάρα και Πυθαγόρα, Νικολόπουλο μέχρι Χατζιδάκι και πόσους ακόμη. Σε όσα τραγούδησε η Χαρούλα Αλεξίου αυτές τις τέσσερις δεκαετίες έκανε ερμηνείες. Εδωσε σάρκα, αίσθημα τα έκανε δικά της. Ηταν άδικο για το κοινό που τα άφησε για λίγο στη γωνία.

  • Της Γιωτας Συκκα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Σάββατο, 30 Iανoυαρίου 2010

Τα έξυπνα κορίτσια της «θεατρικής» ποπ

  • Θηλυκά αστέρια που εφευρίσκουν μια νέα εικόνα στη σκηνή
  • Της Σαντυς Τσαντακη, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Σάββατο, 30 Iανoυαρίου 2010

Η θεατρική ποπ δεν υπήρχε σαν είδος μέχρι χθες. Γνωρίζαμε μόνο κάτι χαζοχαρούμενα κοριτσάκια -και αντίστοιχα αγόρια- που έφτιαχναν γκρουπ με ημερομηνία λήξεως και έπαιζαν σε βίντεο κλιπ με παρόμοια κιτς συνολάκια. ΄Η κάτι ποπ τραγουδίστριες και τραγουδιστές που έδιναν μεγαλύτερη έμφαση στην εικόνα τους από ό, τι στη φωνή τους. Αυτό όμως είναι ποπ. Ποπ τσιχλόφουσκα, ποπ βιτρίνα, ποπ περιτύλιγμα και άδειο περιεχόμενο.

Η θεατρική ποπ είναι κάτι άλλο, αν και δεν υπάρχει επίσημα σαν όρος ή είναι μάλλον κάπως παρεξηγημένος αφού στο παρελθόν τον έχουν υιοθετήσει καλλιτέχνες σαν τον Αντριου Λόιντ Γουέμπερ αλλά και τον Τζάρβις Κόκερ των Pulp. Εμείς όμως μιλάμε για μια γενιά νεαρών κοριτσιών κυρίως, γύρω στα 20 και κάτι, που τολμούν να πουν κάτι διαφορετικό, να ξεφύγουν από τη νόρμα, να τολμήσουν να φορέσουν εντυπωσιακά καπέλα, παπούτσια κοθόρνους, φορέματα σε έντονες αποχρώσεις με σούσι, κουτάλια, φρούτα, αξεσουάρ με πονπόν και αρώματα, αλλά να μη σταθούν μόνο εκεί. Γιατί αυτό είναι ένα μόνο κομμάτι του ρόλου τους. Οι πρωταγωνίστριες της σύγχρονης ποπ χρησιμοποιούν τα σώματά τους και αυτό το ιδιαίτερο στυλ σαν ένα ευρύτερο καλλιτεχνικό πρότζεκτ.

Πρώτες ξεκίνησαν τον χορό η Ροϊζίν Μέρφι και η Lady Gaga. Με κοστούμια - οικοδομήματα. Και φωνές. Γιατί οι συγκεκριμένες σταρ δεν βασίζονται μόνο στην εικόνα τους, άλλο αν η πρώτη ανάγνωση ήταν σίγουρα πιο επιθετική, πιο κραυγαλέα, προκάλεσε, πριν καν έχουμε τα πρώτα δείγματα ήχου.

Μετά την επιτυχία της Lady Gaga που μεταμορφώνεται σε κάθε της εμφάνιση, χωρίς κανείς να μπορεί να πει με σιγουριά πώς θα ήταν αυτό το κορίτσι αμακιγιάριστο, αρχίσαμε να μαθαίνουμε και άλλα ονόματα που φλερτάρουν με αυτή τη νέα τάση. Κάπως έτσι εμφανίστηκε και η Κέρι Χίλσον με παραγωγό τον Timbaland. Αλλά και η Κέιτι Πέρι που μοιάζει σαν να έχει ξεπηδήσει από ταινία της δεκαετίας του ’50 με όλο το πακέτο της αναβίωσης.

Είναι η στιγμή που η σκηνή γίνεται μια τεράστια θεατρική αυλαία. Και μέσα σε δευτερόλεπτα, όλα τα είδη της θεατρικής τέχνης γίνονται ένα και παντρεύονται με έναν ολότελα καινούργιο τρόπο. Γιατί στη θεατρική ποπ όλα επιτρέπονται. Και τα τρισδιάστατα multimedia και τα τετραώροφα κοστούμια. Ο μαξιμαλισμός είναι το ζητούμενο. Και φυσικά το ταλέντο, γιατί διαφορετικά η μουσική δεν θα αντέξει.

Ας πάρουμε για παράδειγμα την Αμερικανίδα Lady Gaga που γεννήθηκε το 1986 ως Στέφανι Τζοάν Αντζελίνα Τζερμανότα. Λέει ότι αναγκάστηκε να βάψει τα μαλλιά της ξανθά γιατί την μπέρδευαν με την Εϊμι Γουάινχαουζ. Η ίδια λέει ότι εμπνέεται από τον Ντέιβιντ Μπάουι και τον Φρέντι Μέρκιουρι (θυμηθείτε το «Radio Ga Ga»), μαζί με τη Μαντόνα, τον Μάικλ Τζάκσον και τη μόδα (με μούσα της την Ντονατέλα Βερσάτσε) κι εμείς δεν έχουμε κανέναν λόγο να μην την πιστέψουμε. Εχει πουλήσει 8 εκατ. άλμπουμ και δεν επιτρέπει σε κανέναν να την αποκαλεί πλέον Στέφανι. Οπως λέει, «όταν γράφω μουσική, σκέφτομαι τα ρούχα που θέλω να φοράω στη σκηνή. Σκέφτομαι πώς θα τα βάλω όλα μαζί. Ποπ, περφόρμανς, θέατρο, ερμηνεία, τέχνη, μόδα. Θέλω το σκηνικό να είναι τόσο δυνατό που οι φαν να θέλουν να δοκιμάσουν, να γλείψουν, να γευτούν κάθετι δικό μας», λέει.

Και είναι η μοναδική της ευκαιρία να ξεχωρίσει από τη μάζα, καθώς είναι σημαντικό να μπορείς να φαίνεσαι μέσα σε μια σκηνή γεμάτη ανθρώπους με μικρόφωνα. H Roisin (Marie) Murphy, πάλι, είναι Ιρλανδή, γεννημένη το 1973. Ξεκίνησε την καριέρα της με τους Moloko. Επηρεάστηκε από τη δουλειά της Βίβιεν Γουέστγουντ. Σόλο από το 2004, δίνει μεγαλύτερη έμφαση στον ήχο και διατηρεί ένα εξαιρετικά προσωπικό στυλ που τη διαφοροποιεί από τις συναδέλφους της, χωρίς όμως να... φωνάζει. Eίναι όμως και η Keri Lynn Hilson, γεννημένη το 1982. Αμερικανίδα, μέλος μιας ομάδας συνθετών και παραγωγών με την ονομασία The Clutch, ξέρει να τραβάει την προσοχή όπου εμφανίζεται. Η ίδια έχει γράψει τραγούδια για αρκετούς ράπερ και καλλιτέχνες, ανάμεσά τους, την Μπρίτνεϊ Σπίαρς και τον Ludacris. Τα μαθήματα στάιλινγκ όμως και ερμηνείας τα κρατάει για τον εαυτό της...

Τελευταία, και όχι καταϊδρωμένη, η Αμερικανίδα Κέιτι Πέρι, με έτος γεννήσεως το 1984. Το αληθινό της όνομα είναι Κάθριν Ελίζαμπεθ Χάτσον. Εγινε γνωστή το 2008 επειδή φίλησε ένα κορίτσι, με το τραγούδι «Kissed a girl». Και όμως, μεγάλωσε ακούγοντας αποκλειστικά μουσική γκόσπελ ενώ σπούδασε για μικρό χρονικό διάστημα και ιταλική όπερα... Τελευταία προτιμά την Αλάνις Μορισέτ, τη Σίντι Λόπερ, την Πατ Μπέναταρ, τον Φρέντι Μέρκιουρι... Η μητέρα της δεν χάνει την ευκαιρία να πει πόσο την ενοχλεί η μουσική της κόρης της... Για τα αξεσουάρ σε σχήμα φρούτων, κυρίως πεπονιού, που έχει αδυναμία, ουδέν σχόλιο. Ούτε για την απόφασή της να βάψει τα ξανθά μαλλιά της σκούρα καστανά. Εδώ μπορεί να παρέμβει μόνο η Lady Gaga. Και η Εϊμι (Γουάινχαουζ). Και η πρώτη κρέμα - βαφή στον κόσμο.

Sunday, January 24, 2010

Ενας ρόκερ στην Ηπειρο

Ο Γιάννης Αγγελάκας συνδυάζει τον ηλεκτρισμό με παραδοσιακά τραγούδια στο Fuzz

Υπήρξε ένας από τους ανανεωτές του ελληνικού ροκ. Ομως, κάμποσα χρόνια αφότου διαλύθηκαν οι «Τρύπες», ο Γιάννης Αγγελάκας δεν αρκείται στις δάφνες που έδρεψε μαζί τους. Αντίθετα μπαίνει σε απρόσμενα μουσικά τοπία, όπως δείχνει η επιλογή του να είναι ο παραγωγός ενός δίσκου του Ψαραντώνη, αλλά και ο τρόπος που αντιμετώπισε τώρα το σάουντρακ της ταινίας του Παντελή Βούλγαρη «Ψυχή βαθιά».

«Διαβάζοντας», λέει, «το σενάριο ξύπνησε μέσα μου ένα απωθημένο που είχα χρόνια: να πάω λίγο προς την Ηπειρο. Να "παίξω" με τα ηπειρώτικα, τα πεντατονικά». Κάπως έτσι ο τραγουδοποιός συνεργάστηκε με το πολυφωνικό συγκρότημα «Διώνη». Και τώρα το φέρνει μαζί του στη σκηνή του Fuzz, δίπλα στο -14μελές παρακαλώ- συγκρότημά του, τους «Επισκέπτες». Την Παρασκευή και το Σάββατο θα δείξουν πώς μπλέκει η παράδοση με το ροκ. Σ' ένα διάλειμμα από τις πρόβες, ο Αγγελάκας μίλησε στο «7»:

Ο Ψαραντώνης και οι Sonic Youth

*Για το σάουντρακ: «Η "Διώνη" απαρτίζεται από πέντε κοπέλες που μου είχαν δώσει ένα CD από την εποχή που κυκλοφόρησε ο πρώτος δίσκος με τους "Επισκέπτες". Είχαν οραματιστεί πιο γρήγορα από μένα ότι μπορούμε να συνεργαστούμε. Στο σάουντρακ ήθελα να κάνουμε κάτι πέρα από το παραδοσιακό. Είναι κορίτσια που έχουν ανησυχίες, έτσι καθήσαμε ένα χρόνο, δοκιμάζαμε, πειραματιζόμασταν, ψάχναμε. Ηθελα να πειράξω όλο αυτό το υλικό ώστε να έχει και μνήμη και να δουλέψει στην ταινία».

*Για την προσέγγιση: «Με ενδιαφέρει η συνάντηση της παράδοσης με την ψυχεδέλεια. Εχει δυναμική. Οποτε έχω βρεθεί σε πανηγύρια στην Ηπειρο ή όταν συναντιέμαι και παίζω στην Κρήτη με ντόπιους μουσικούς, μου αρέσει να τους παρασέρνω να ξεπερνούν την κλασική παράδοση. Να χρησιμοποιούν όλη αυτήν τη μνήμη που έχει κάτι ιερό. Αλλωστε, συχνά οι παραδοσιακοί μουσικοί είναι πιο μπροστά από τους λεγόμενους εναλλακτικούς. Ο Ψαραντώνης δεν έχει ακούσει ποτέ τους Sonic Youth, όμως τους πλησιάζει περισσότερο απ' ό,τι ένα ροκ συγκρότημα».

*Για την παράδοση: «Είναι μια ιστορία δεκαετίας, από τότε που είχαμε κάνει το σάουντρακ του "Χώμα και νερό" του Καρκανεβάτου και βάλαμε λούπα τον "Αμάραντο". Σαν άκουσμα, βέβαια, η παράδοση ήταν βιωμένη μέσα μου. Είναι μια μνήμη σε αντίθεση με τη σημερινή ελληνική μουσική που δεν πατάει πουθενά. Ακόμα είναι ένας τρόπος να ξαναθυμηθώ τι ακουγόταν στην Ελλάδα προπολεμικά, όταν ο μουσικός έπαιζε για τη μουσική και όχι για τις καριέρες και τις εταιρείες. Ακούς μερικά παραδοσιακά τραγούδια και λες, δεν είναι δυνατόν να τα έγραψε άνθρωπος αυτά. Είναι αυτά που έχουν γραφτεί από πολλούς. Αν οι άνθρωποι επεξεργάζονται μια μελωδία επί αιώνες, αν έχει γραφτεί από πολλές ψυχές, πλησιάζει το θείο».

*Για τη μουσική: «Ποτέ δεν έκανα όχημα τη μουσική, την περιείχα. Αλλες φορές έτρωγα τα μούτρα μου, άλλες φορές κάτι έβγαινε. Θέλω να συγκινούμαι με όσα κάνω και να νιώθω ότι έκανα μερικά βήματα. Ποτέ δεν σκέφτηκα να τεμπελιάσω, ήθελα να δοκιμάζω καινούριους ήχους. Πιστεύω ότι η μουσική μπορεί να αλλάξει το βλέμμα σου στον κόσμο. Εχει έναν πυρήνα που θέλει να μας κάνει να δούμε τα πράγματα πώς κινούνται μέσα στη ροή του χρόνου. Η μουσική είναι πέρα από ιδεολογίες και συναισθηματισμούς, κουβαλάει μια ελπίδα, μια προοπτική».

*Για τον προπερσινό Δεκέμβριο: «Ηταν η πιο ενδιαφέρουσα μεταπολιτευτική στιγμή για την ελληνική κοινωνία. Μπορεί να έγινε λίγο αποσπασματικά και ενστικτώδικα, με λίγη παραπάνω βία, αλλά έλεγε κάτι. Περίμενα ότι ο απόηχος θα έφερνε μια ανανέωση, αλλά απογοητεύτηκα. Πίστευα ότι οι πολιτικοί θα είναι πιο προσεκτικοί και οι πολίτες πιο δραστήριοι. Δημιουργήθηκαν κάποιες κοινότητες, αλλά τελικά οι περισσότεροι συνέχισαν ανακυκλώνοντας την ίδια βλακεία. Ενα σήμα δόθηκε όμως».

«Φτιάχνουμε τις μουσικές που ονειρευόμαστε»

*Για τους πολιτικούς: «Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι τα λεφτά και η εξουσία. Μαζί με τους αγαπημένους τους καλλιτέχνες αυτοπροστατεύονται και αλληλοσυντηρούνται σε βάρος της αισθητικής και του πολιτισμού».

*Για την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία του: «Είμαι τυχερός γιατί έχω κάνει ένα όνομα, αλλά και αυτό το χρησιμοποίησα για να ανατρέψω το μύθο που σιγά σιγά έβγαινε προς τα έξω λόγω της επιτυχίας. Τα χρήματα είναι το τελευταίο που με απασχολεί. Η δισκογραφική All Together Now στέκεται στα πόδια της σε εποχές που καταρρέουν τα μεγαθήρια της δισκογραφίας. Φτιάχνουμε τις μουσικές που ονειρευόμαστε. Οπως μια παραγωγή που κάνουμε στον Ψαρογιώργη, τον γιο του Ψαραντώνη μαζί με τον Νίκο Βελιώτη και τώρα ολοκληρώνεται. Είναι κρητικό, αλλά κάπως το έχουμε πειράξει». *

Ρέγκε «Φραγκοσυριανή» επί σκηνής

Οσο κι αν μοιάζει σουρεαλιστικό, έγινε στ' αλήθεια: Μια παρέα από έλληνες μουσικούς έπαιζε τη «Φραγκοσυριανή» διασκευασμένη σε ρυθμό ρέγκε σε ένα κλαμπάκι του Αμβούργου. Μπροστά τους χόρευε ένας τουρκογερμανός σκηνοθέτης. Ετσι ξεκίνησε η συνεργασία -και αργότερα η φιλία- μεταξύ των συμπατριωτών μας Locomondo και του Φατίχ Ακίν.

Ο τελευταίος μάλιστα διάλεξε το τραγούδι του Βαμβακάρη, τόσο στην αυθεντική του ηχογράφηση, όσο και στην ρέγκε διασκευή του, για να ντύσει μουσικά το «Soul Kitchen», που είδαμε πρόσφατα και στην Αθήνα. Σίγουρα θα το ακούσουμε κι αυτό στις συναυλίες που δίνει το συγκρότημα κάθε Παρασκευή και Σάββατο στις 10.30 μ.μ. στο «Κύτταρο».

Χάρη σ' αυτή την ταινία, η διασκευή των Locomondo ακούστηκε και στην 66η Μόστρα της Βενετίας, υποδεχόμενη τους προσκεκλημένους στην παγκόσμια πρώτη προβολή της ταινίας στις αρχές Σεπτεμβρίου. Ενα μήνα αργότερα, αρχές Νοεμβρίου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, μετά την προβολή της ταινίας η μπάντα έπαιξε live και ακολούθησε dj-set από τον σκηνοθέτη. Τώρα ο Ακίν και οι Locomondo κουβεντιάζουν να συνεργαστούν για κάποιο από τα επόμενα βιντεοκλίπ του συγκροτήματος.

Το ωραίο είναι ότι η διασκευή του πολυτραγουδισμένου ύμνου του Βαμβακάρη δεν αποφασίστηκε στην Ελλάδα, αλλά... στην Τζαμάικα. Το 2004 τα μέλη του συγκροτήματος γνωρίστηκαν με τον τρομπονίστα Βιν Γκόρντον των Skatalites, που είχε έρθει για συναυλία στην Ελλάδα. Τους προσκάλεσε στην Τζαμάικα και οι Locomondo πήγαν και ηχογράφησαν εκεί τον δεύτερό τους δίσκο, «12 ημέρες στην Τζαμάικα». Τότε αποφασίστηκε και η ηχογράφηση της «Φραγκοσυριανής», με παραινέσεις των Τζαμαϊκανών που άκουσαν το κομμάτι στο μπουζούκι και ξετρελάθηκαν.

Συναυλίες, όμως, και ηχογραφήσεις έχουν κάνει και με τον Νάτι Μπο των Ska Cubano, καθώς και με την Αμπάρο Σάντσεζ των Amparanoia. Μάλιστα, στο διπλό live CD που κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες, το «Ay, Ay, Ay» προέρχεται από την εμφάνιση της τελευταίας στο Θέατρο Βράχων το καλοκαίρι του 2008.

Το ίδιο καλοκαίρι είχαν την τύχη να βρεθούν ως σαπόρτ στη σκηνή του Rockwave με τον Μανού Τσάο, με τον οποίο επίσης δεν έχουν χάσει επαφή. «Μας είπε ότι για να κάνεις κάτι καλό χρειάζεται δουλειά και τύχη. Η τύχη μόνη της δεν αρκεί, γιατί αν σε βρει και εσύ δεν έχεις δουλέψει, τότε θα πάει χαμένη», λέει ο Μάρκος Κούμαρης, τραγουδιστής και κιθαρίστας του συγκροτήματος. «Δεν αποκλείεται να συνεργαστούμε μαζί του στο μέλλον. Για να συμβεί, όμως, αυτό θα πρέπει εμείς να νιώσουμε έτοιμοι, ώριμοι αρκετά προκειμένου να κάνουμε μία πρόταση» συμπληρώνει ο ίδιος.

Και τέλος, ούτε το «Soul Kitchen» είναι η μοναδική τους συμμετοχή σε ταινία. Είχε προηγηθεί το 2007 το άλμπουμ-σάουντρακ για την ελληνική κωμωδία «Γαμήλιο Πάρτι» σε σκηνοθεσία της Κριστίν Κρόκος. «Από τότε που βγήκε το βιντεοκλίπ του ομώνυμου τραγουδιού έχουμε δεχτεί τουλάχιστον πενήντα e-mails από ζευγάρια που πρόκειται να παντρευτούν και τα οποία μας ρωτούν εάν μπορούμε να παίξουμε στο γάμο τους». «Δεν προλαβαίνουμε να το κάνουμε, αφού μας έχουν φάει τα live: Κύτταρο, φεστιβάλ στη Γερμανία, πίσω Ελλάδα επαρχία κ.ο.κ.», απολογείται ο άλλος κιθαρίστας τών Locomondo, Γιάννης Βαρνάβας.

  • ΜΠΑΜΠΗΣ ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΑΔΗΣ

Μικρές οι εκπτώσεις στα νυχτερινά κέντρα

Μειωμένες τιμές και μειωμένη προσέλευση. Τέσσερις λέξεις αρκούν για να περιγράψει κανείς πού οδηγείται η νυχτερινή διασκέδαση την τελευταία τριετία και ειδικά φέτος που η κρίση είναι ολοφάνερη.

Η διασκέδαση τις καθημερινές ανήκει στο μακρινό παρελθόν, οι τιμές -σύμφωνα με τους καταστηματάρχες- παραμένουν στάσιμες εδώ και δύο χρόνια, ενώ ακόμα και το γιορτινό table d' hote φέτος δεν ίσχυσε στα περισσότερα κέντρα. «Η νύχτα άλλαξε» λένε οι επιχειρηματίες και παραγωγοί, νοσταλγώντας τη δεκαετία του '90. Παρ' όλα αυτά, γενναιόδωρες εκπτώσεις μην περιμένετε. Το πολύ πολύ να εξοικονομίσετε 5-10 ευρώ το άτομο.

Μάλιστα τελευταία ανακαλύπτουν τρόπους να προσελκύσουν το κοινό, που διστάζει να ξοδευτεί. Κάπως έτσι καθιέρωσαν τη χαμηλότερη τιμή την Πέμπτη και Κυριακή. Ετσι, η είσοδος (με ποτό) την Πέμπτη και Παρασκευή στο «Αθηνών Αρένα» κοστίζουν 10 ευρώ και το Σάββατο 15. Φθηνότερη κατά 5 ευρώ είναι η Κυριακή στο «Διογένης Studio» αλλά και το «Fever», ενώ 20 ευρώ θα πληρώσετε για ποτό στο μπαρ της Ιεράς Οδού την Πέμπτη (αντί για 25 την Παρασκευή και το Σάββατο).

Το «Fever», από την άλλη, αποφάσισε να κάνει έκπτωση όχι μόνο στους όρθιους του μπαρ αλλά και σε όσους κλείνουν τραπέζι. Την Παρασκευή και το Σάββατο η φιάλη ουίσκι (κομπλέ) κοστίζει 190 και 210 ευρώ, ενώ την Κυριακή 170 και 190.

Στο «Μικρό Κεραμεικό», όπου εμφανίζονται ο Δημήτρης Μπάσης και ο Γεράσιμος Ανδρεάτος την Κυριακή το μεσημέρι πληρώνονας 35 ευρώ ανά άτομο, παρακολουθείτε το πρόγραμμα, τρώτε και πίνετε δωρεάν όσο κρασί θέλετε.

Στις συναυλίες, από την άλλη, μετρά η ετοιμότητα. Αρκετοί παραγωγοί καθιέρωσαν τα τελευταία χρόνια τη μειωμένη τιμή του εισιτηρίου στην προπώληση. Συνήθως η διαφορά μεταξύ έγκαιρης αγοράς και ταμείου (την ημέρα της συναυλίας) κυμαίνεται από 10 έως 15 ευρώ. Εξίσου δελεαστική και η σκέψη του «Half note» να καθιερώσει το «Half on Mondays», δηλαδή τις μειωμένες κατά το ήμισυ τιμές τη Δευτέρα -μια μέρα που συνήθως είχε χαμηλή προσέλευση.

Καλύτερη τιμή, επίσης, μπορείτε να διεκδικήσετε αν... μαζευτείτε πολλοί. Οι χοροί συλλόγων, οργανισμών, εταιριών συντηρούν ακόμα τις αδύναμες ημέρες στα νυχτερινά μαγαζιά και είναι λογικό να εξασφαλίζουν χαμηλότερες τιμές. Το Σάββατο ως πιο ισχυρή μέρα συνήθως εξαιρείται από τους χορούς, αλλά η Πέμπτη και η Κυριακή προσφέρονται. Από τα 50 άτομα και πάνω αρχίζουν οι εκπτώσεις στην τιμή φιάλης, ενώ από τα 100 και πάνω οι εκπτώσεις είναι γενναίες αφού το μπουκάλι πέφτει από τα 180 στα 120 ευρώ -πράγμα που σημαίνει πως ο καθένας αντί για 45 ευρώ θα πληρώσει 30.

Αν πάντως αναρωτιέστε ποιο είναι το ακριβότερο μαγαζί φέτος, να σας πούμε πως η φιάλη ουίσκι στο ντουέτο Μητροπάνου -Πέγκυς Ζήνα και στον Σάκη Ρουβά κοστίζει από 200 έως 220 ευρώ. Δηλαδή 10 ευρώ ακριβότερα από τον Γιάννη Πάριο και 50 ευρώ περισσότερο από την Αννα Βίσση...

Πρώτη φορά στο στούντιο

Μπορεί η διεθνής δισκογραφία να καταρρέει, όμως υπάρχουν και στην ελληνική σκηνή μικρές εκπλήξεις με νέες κυκλοφορίες από μουσικούς και συγκροτήματα. Με όπλα τους το ροκ ή τους ηλεκτρονικούς αυτοσχεδιασμούς, τη χιπ χοπ φιλοσοφία ή τη φανκ ενέργεια, πολλοί νέοι καταφεύγουν σε ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρείες και φτιάχνουν τον πρώτο τους δίσκο. Μιλήσαμε με τον Larry Gus, τους Zebra Tracks, τους Duke Abduction και τον Sister Overdrive, που μόλις κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους.



Larry Gus - «Stiches» (Cast a Blast records)

«Το Larry Gus (Λάρυγγας) είναι η απάντηση στην ερώτηση "ποιο είναι το πιο χαζό ψευδώνυμο που μπορείς να σκεφτείς;"» λέει ο εικοσιεφτάχρονος Παναγιώτης Μελίδης. Ομως το «Stitches», ο πρώτος του δίσκος, είναι ένα κολάζ από 35 σύντομα κομμάτια, όπου υμνεί την τεχνική του σάμπλινγκ, κόβοντας και ράβοντας μελωδίες και ρυθμούς από άλλους δίσκους. Μέσα του κρύβονται: «Οι Zombies και ο Λούτσιο Μπατίστι, το Blonde on Blonde και ο Μπερτ Μπάκαρα, οι Avalanches και η Τζόνι Μίτσελ, ο Φέλα Κούτι και οι ηλεκτρονικοί τζαζ δίσκοι της ECM στα 80s. Και, πάνω απ' όλα, η μουσική από τις ταινίες του Γούντι Αλεν και ο ίδιος ο σκηνοθέτης. Πάντα φανταζόμουν τον εαυτό μου αγκαλιά με έναν σάμπλερ, ένα μικρόφωνο και δίσκους τριγύρω μου» εξηγεί για τη μουσική του. «Αγόρασα τον σάμπλερ μου, αφού είδα φωτογραφίες του Madlib σε ένα ξενοδοχείο, με βραζιλιάνικους δίσκους, τον σάμπλερ του και ένα πλαστικό πικ-απ. Η προσέγγιση του Madlib στο χιπ χοπ ήταν καθοριστική για τον ήχο μου. Ηθελα να χρησιμοποιώ κομμάτια από δίσκους που αγαπούσα και να τραγουδήσω από πάνω τους».

Ο δίσκος του Π. Μελίδη είναι «χειροποίητος»· φτιάχτηκε στο δωμάτιό του στη Βέροια. «Ο ήχος του είναι άρρηκτα συνδεμένος με τα καλοκαίρια μου στη Βέροια, το δωμάτιο όπου άκουγα τους δίσκους του πατέρα μου και σάμπλαρα με τις ώρες. Δεν μπορώ με τίποτα να τον φανταστώ αλλιώς, παρά μόνο στη Βέροια, με ζέστη και βόλτες με το ποδήλατο στα βουνά. Επειτα πήγαινα στο δωμάτιό μου και άκουγα πάλι τους δίσκους με τη σειρά. Στην πραγματικότητα δεν μπορώ να θυμηθώ τι χαιρόμουν πιο πολύ, να τους ακούω ή να απομονώνω σημεία 2 δευτερολέπτων και να φτιάχνω τα δικά μου κομμάτια».

* www.myspace.com/larrygus

http://www.myspace.com/larrygus

Zebra Tracks - «Α family picture from...» (Sonic Playground)

«Είμαστε το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα συγκροτήματος της ελληνικής ανεξάρτητης σκηνής» λένε με αυτοσαρκασμό οι Zebra Tracks. «Αργήσαμε πολύ και κυκλοφορήσαμε τον πρώτο μας δίσκο σε λάθος χρόνο. Χάσαμε έτσι όλη τη δημοσιότητα γύρω από την έκρηξη της μουσικής στο myspace. Τότε που στο εξωτερικό οι εταιρείες υποστήριζαν τα νέα συγκροτήματα που ξεπηδούσαν από το Ιντερνετ, εμείς κόβαμε τα χαρτόνια στο χέρι για το εξώφυλλο του πρώτου μας σινγκλ».

Οι Zebra Tracks ξεκίνησαν να παίζουν μαζί από το φθινόπωρο του 2005 και πριν από το ντεμπούτο τους κυκλοφόρησαν ένα σινγκλ και έναν μίνι δίσκο, όλα δικές τους παραγωγές. Ο ήχος τους είναι «προϊόν επιρροής από το νέο βρετανικό ροκ της δεκαετίας του 2000, από τους Franz Ferdinand ως τους Libertines. Αλλά επηρεαστήκαμε και από όλη τη μουσική που ακούγαμε κατά καιρούς, από χορευτική μέχρι πανκ».

Η ηχογράφηση του πρώτου δίσκου ήταν μια περιπέτεια. «Ξεκίνησε στις αρχές του 2008» εξηγούν. «Εξι μήνες στο στούντιο, δουλεύαμε τα κομμάτια και πειραματιζόμασταν. Νοικιάσαμε πέντε διαφορετικούς ενισχυτές για τις κιθάρες και γράψαμε τα τύμπανα τέσσερις φορες. Οταν τελειώσαμε, ήμασταν ειδικοί στην επεξεργασία ήχου. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Οταν τελείωσε ο δίσκος, έπρεπε να τον προωθήσουμε και να κάνουμε και τη διανομή. Οσο ρομαντικός και αν είσαι, πέρα από την ανεξαρτησία, χρειάζεται χρόνος για να παίξεις και λίγο μουσική».

Οχι ότι πτοήθηκαν από τις τόσες δυσκολίες. «Τώρα ξεκινάμε τις συναυλίες» λένε. «Θέλουμε ο ήχος που υπάρχει στον δίσκο να βγει και στη σκηνή. Ο στόχος μας είναι να φτάσει η μουσική μας σε όσο περισσότερους γίνεται. Και ήδη δουλεύουμε καινούρια τραγούδια. Απλά, δεν ξέρουμε αν αξίζει τον κόπο να το τυπώσουμε σε cd. Γι' αυτό προσπαθούμε να βρούμε μια εναλλακτική λύση. Χάρη στο Ιντερνετ η μουσική έγινε πολύ εύκολα προσβάσιμη. Οταν αποκτάς χίλιους δίσκους μέσα σε μία ώρα, χάνεται η μαγεία της ίδιας της μουσικής».

* www.myspace.com/zebratracks

http://www.myspace.com/zebratracks

Duke Abduction- «The Curious World Of...» (Spinalonga Records)

Φανκ, πανκ και ψυχεδέλεια, όλα χωμένα μέσα σ' έναν δίσκο από τους πρωτοεμφανιζόμενους Duke Abduction. «Εδώ παρελαύνουν οι επιρροές μας» εξηγούν οι ίδιοι. «Ξεκινήσαμε δύο χρόνια πριν με κοινό μας στοιχείο την εμμονή με το αρτ ροκ από τη δεκαετία του '70. Μας αρέσουν οι Pink Floyd και οι King Grimson, αλλά θέλαμε να δώσουμε και μια σύγχρονη χροιά στον ήχο, να βγάλουμε λίγη οργή, να φτιάξουμε κάτι πιο αιχμηρό».

Ετσι, ηχογράφησαν τον δίσκο με παραγωγό τον Γιώργο Μαντά, ή Blend όπως υπογράφει τις δουλειές του, που όπως λένε «έδωσε μια άλλη διάσταση στις ενορχηστρώσεις μας. Ετσι δεν βγήκαν ούτε αποστειρωμένες ούτε στομφώδεις». Αλλά δεν επαναπαύονται. Ηδη ετοιμάζουν τον επόμενο δίσκο, που θα είναι «πιο κοφτός και μινιμαλιστικός» λένε. «Δεν έχουμε αυταπάτες. Ο δίσκος απευθύνεται σε ελάχιστα άτομα, αλλά τον βγάλαμε γιατί πιστεύουμε ότι έχουμε κάτι να πούμε με τη μουσική μας. Ετσι κι αλλιώς βγαίνει σε μια ελληνική σκηνή όπου υπάρχουν δουλειές που εντυπωσιάζουν γιατί είναι αυθεντικές και ειλικρινείς».

*www.myspace.com/dukeabduction.

http://www.myspace.com/dukeabduction

* Το συγκρότημα θα παρουσιάσει τον δίσκο του την Πέμπτη στη «Μύγα» (Αισώπου & Μίκωνος 13, Ψυρρή).

Sister Overdrive - «Annick/Philomela» (Low Impedance)

«Δεν χρειάζεται να γίνεις ο επόμενος σταρ στην Ελλάδα για να νιώσεις ότι τα κατάφερες, βγάλε απλά έναν δίσκο. Με ενοχλεί η μεγαλομανία της ελληνικής σκηνής. Οι έλληνες μουσικοί αγαπάνε πολύ τις επιρροές τους και ουσιαστικά τις αντιγράφουν».

Ο Γιάννης Κοτσώνης γράφει από το 2000 πειραματική-ηλεκτρονική μουσική, κυρίως για θεατρικές παραστάσεις. «Αγαπώ τη μουσική, είμαι φανατικός ακροατής», αυτοσυστήνεται, «αλλά δεν κατάφερα ποτέ να μάθω κάποιο όργανο. Μέχρι που δανείστηκα ένα πρόγραμμα μουσικής σύνθεσης για τον υπολογιστή μου και, έχοντας τα ακούσματά μου, μπόρεσα να γράψω μουσική που μου άρεσε. Αν κάποιος έχει τον χρόνο και τη διάθεση, μπορεί να συνθέσει στον υπολογιστή».

Το «Annick/Philomela», το ντεμπούτο του, βγήκε μόλις στη δισκογραφική Low Impedance, που έχει έδρα την Πάτρα. «Το κομμάτι "Philomela" το είχα γράψει για την παράσταση "Μεταμορφώσεις 6", βασισμένη στο κείμενο του Οβίδιου. Το "Annick" γράφτηκε σε ένα εικοσιτετράωρο από ένα πειραματικό υλικό που μάζευα πολύν καιρό».

Ετσι, με το όνομα Sister Overdrive, που είναι «συνδυασμός δύο αγαπημένων μου κομματιών, του "Sister Ray" των Velvet Underground και του "Interstellar overdrive" των Pink Floyd, κυκλοφόρησε μια υποβλητική αυτοσχεδιαστική ηλεκτρονική μουσική».

«Θέλω απλώς να το ακούσει πολύς κόσμος», λέει, «και πιστεύω ότι σε κάποιους θ' αρέσει. Ας γνωρίσουν μια διαφορετική μουσική, που βρίσκεται σε διαρκή κίνηση αλλά κάτω από την επιφάνεια της σκηνής, με μικρές κυκλοφορίες και λίγο κοινό».

* www.myspace.com/sisteroverdrive

Ανάμεσα στις πατρίδες του καμπαρέ

Κόρη ενός Γάλλου και μιας Γερμανίδας, η Πατρίτσια Κάας συνθέτει τις διαφορετικές σχολές του μουσικού θεάτρου σε μια παράσταση στο «Μπάντμιντον»

Μικρή ήθελε να γίνει φωτογράφος. Μετά αισθητικός. Στα οκτώ της χρόνια, έπειτα από ώριμη σκέψη, κατέληξε πως το τραγούδι είναι ο ιδανικός τρόπος να εκφράζεται και ανέβηκε ήδη στη σκηνή. Πρώτη της εμφάνιση ήταν στον γάμο του αδερφού της όπου παρακινούμενη από τη μητέρα της τραγούδησε για τους καλεσμένους.

«Η ιδέα του "Καμπαρέ" ήταν να μπλέξουμε το χθες με το σήμερα, τον παλιό ήχο με τον σύγχρονο, τη μαγεία της εποχής του Μεσοπολέμου με τις προβολές εικόνων» λέει η Πατρίτσια Κάας για την παράσταση που θα δούμε στο «Μπάντμιντον».

«Η ιδέα του "Καμπαρέ" ήταν να μπλέξουμε το χθες με το σήμερα, τον παλιό ήχο με τον σύγχρονο, τη μαγεία της εποχής του Μεσοπολέμου με τις προβολές εικόνων» λέει η Πατρίτσια Κάας για την παράσταση που θα δούμε στο «Μπάντμιντον».

Επειτα η βραχνή φωνή της της εξασφάλισε το πρώτο βραβείο σε έναν διαγωνισμό ποπ τραγουδιού και τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους. Το χαριτωμένο κοριτσάκι είναι σήμερα μια από τις ντίβες της γαλλικής σκηνής.

Η Πατρίτσια Κάας, που το Σάββατο 6 Φεβρουαρίου έρχεται στο θέατρο «Μπάντμιντον» για να μας παρουσιάσει τη μουσική παράσταση «Καμπαρέ», είναι μια χαρισματική τραγουδίστρια που τα πήγε περίφημα στην ταινία του Κλοντ Λελούς «Και τώρα, κυρίες και κύριοι». Χορεύει καταπληκτικά, δεν ανταλλάσσει με τίποτα την ελευθερία της και μιλάει σχεδόν πάντα με άνεση τόσο για τις επαγγελματικές της επιλογές όσο και για τα προσωπικά της ζητήματα.

Μιλώντας από το σπίτι της στο Παρίσι, αναφέρεται στην οικογένειά της, τα έξι αδέρφια της, την εμπειρία της Eurovision -πήρε την έβδομη θέση στον διαγωνισμό του 2009 στη Μόσχα με το τραγούδι «Et s'il fallait le faire»-, τη σκυλίτσα της την Τεκίλα, που θα έρθει μαζί στην Αθήνα, το παραπονό της ότι ποτέ δεν χορταίνει τις χώρες που επισκέπτεται και φυσικά την παράσταση, που είναι ένας φόρος τιμής στη δεκαετία του '30 και την οποία έχει παρουσιάσει πάνω από 140 φορές σε όλον τον κόσμο.

- Αλήθεια, πότε γεννήθηκε αυτή η ιδέα που τελικά διήρκεσε τόσο πολύ;

«Τα πρώτα χρόνια της καριέρας μου, όταν δεν ήξερα πού θα με οδηγήσει η μουσική, άρχισα να διαλέγω τα τραγούδια που θα ήθελα να πω. Ενα από τα πρώτα, λοιπόν, ήταν το "La chance jamais ne dure" ("Η τύχη δεν διαρκεί πολύ"), γραμμένο στο τέλος της δεκαετίας του '40. Ψάχνοντας βρήκα διαμάντια από την ατμόσφαιρα της Γερμανίας των καμπαρέ, υπέροχη τζαζ από το παριζιάνικο Σεν-Ζερμέν και μελωδικά τάνγκο από το Μπουένος Αϊρες. Αποφάσισα πως με όλα αυτά θα φτιάξω μια παράσταση που θα μοιάζει με ταξίδι στον χρόνο και τις χώρες που πρωταγωνίστησαν τότε μουσικά».

Οι γυναίκες του χθες

- Ποια θεωρείτε ότι ήταν η γοητεία εκείνης της περιόδου;

«Με έχει σίγουρα επηρεάσει η γερμανική καταγωγή της μητέρας μου, η οποία συνήθιζε να ακούει αυτά τα τραγούδια. Επίσης θαυμάζω εκείνη την εποχή για τη δύναμη που επιδείκνυαν οι γυναίκες. Ο αισθησιασμός έπρεπε να είναι πολύ μετρημένος. Συχνά πολλές αναγκάζονταν να γίνονται αλαζονικές και υπεροπτικές για να γίνονται σεβαστές. Κι όμως, σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες μεγαλούργησαν και έδειξαν το δρόμο για το μέλλον η Αναΐς Νιν, η Κοκό Σανέλ, η Μάρλεν Ντίτριχ».

- Ξέρω ότι την Ντίτριχ την αγαπάτε πολύ.

«Πράγματι, το κληρονόμησα από τη μητέρα μου, που της έτρεφε μεγάλη αδυναμία. Οταν μιλάς για εκείνη την εποχή, το πορτρέτο της είναι από τα πρώτα πράγματα που συνειρμικά έρχονται στο μυαλό. Παρ' όλο που ήμουν παιδί, θυμάμαι πόσο φωτιζόταν το πρόσωπο της μαμάς όταν την άκουγε να τραγουδάει. Η "γερμανική" μου καρδιά της ανήκει σίγουρα».

- Εσείς θα θέλατε να ζείτε εκείνη την εποχή;

«Δεν ξέρω, με δυσκολεύετε. Ισως να είμαι πολύ χαρούμενη και πολύ ανεξάρτητη για εκείνες τις δεκαετίες. Από την άλλη οι γυναίκες τότε είχαν πράγματα να διεκδικήσουν, αγωνίζονταν και η έμπνευσή τους χρειαζόταν πολύ μεγάλη τόλμη για να εκφραστεί».

- Αλλωστε, όπως έχετε πολλές φορές δηλώσει, την ελευθερία σας δεν την ανταλλάσσετε.

«Πράγματι, δεν μπορώ να "ανήκω" κάπου, αλλά αυτό είναι ένα στοιχείο του χαρακτήρα μου που μάλλον δεν το διάλεξα. Ισως υποχρεώθηκα να είμαι έτσι επειδή από πολύ νωρίς φορτώθηκα στενοχώριες. Η μητέρα μου πέθανε όταν ήμουν νέα και αναγκάστηκα να δυναμώσω απότομα. Επειτα από λίγο έφυγε από τη ζωή και ο πατέρας μου, οπότε το να ωριμάσω ήταν μονόδρομος. Εμαθα να είμαι άνδρας και γυναίκα μαζί. Για κάποιους μπορεί να είναι πολυτέλεια η αυτονομία. Για μένα είναι ο μοναδικός τρόπος που μου δίδαξε η ζωή μου».

- Γι' αυτήν την παράσταση χρειάστηκε να επιστρατεύσετε και την υποκριτική σας;

«Αχ, ποτέ δεν ένιωσα ηθοποιός. Αλλωστε μία μόνο ταινία έχω κάνει. Η ιδέα του "Καμπαρέ" ήταν να μπλέξουμε το χθες με το σήμερα, τον παλιό ήχο με τον σύγχρονο, τη μαγεία της εποχής του μεσοπολέμου με τις προβολές εικόνων. Θέλαμε επίσης τον συνδυασμό διαφόρων τεχνών επί σκηνής, γι' αυτό και υπάρχει μια εξαιρετική χορεύτρια και πολλά στοιχεία θεάτρου. Αυτό που σίγουρα ήθελα να δείξω είναι τις πολλές πλευρές της γυναικείας ψυχοσύνθεσης. Οι γυναίκες αλλάζουμε συνεχώς και με μεγάλη ευκολία. Μεταμορφωνόμαστε. Αλλιώς αντιμετωπίζουμε τους φίλους μας, αλλιώς πάμε στο πρώτο ραντεβού, αλλιώς ζούμε στο σπίτι μας».

- Εσείς μεγαλώσατε σε μια πολυπληθή οικογένεια...

«Ναι, είμαι το μικρότερο από επτά παιδιά. Βέβαια για να λέμε την αλήθεια είχαμε μεγάλη διαφορά ηλικίας οπότε... ποτέ δεν συμπέσαμε όλοι μαζί στο σπίτι. Ηταν πάντως τέλεια να μεγαλώνεις σε ένα σπίτι γεμάτο χαρά, στοργή, ειλικρίνεια και αγαπημένα πρόσωπα. Ο πατέρας μου ήταν ανθρακωρύχος. Η μητέρα μου, με επτά παιδιά, δεν είχε χρόνο για να εργαστεί. Σε αυτή την ατμόσφαιρα οφείλω το τι είμαι σήμερα».

- Και το τραγούδι υπήρχε πάντα ανάμεσά σας;

«Οχι περισσότερο απ' ό,τι σε μια τυπική μέση οικογένεια. Ζούσαμε χωρίς πολλά χρήματα μια απολύτως κανονική ζωή. Ακούγαμε στο ραδιόφωνο από ποπ επιτυχίες μέχρι Πιάφ και Μινέλι. Ομως, η δική μου επιθυμία για το τραγούδι ήταν πολύ προσωπική υπόθεση. Ηθελα πάση θυσία να εκφραστώ. Μου άρεσε να σιγοτραγουδώ, αλλά τα όνειρά μου δεν έφταναν τόσο ψηλά. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα ανέβαινα στη σκηνή. Αλλωστε πέρασα από διάφορα στάδια: όταν είχα πρωτοπιάσει φωτογραφική μηχανή στα χέρια μου ονειρευόμουν να γίνω φωτογράφος, έπειτα ήθελα να γίνω αισθητικός».

- Νιώσατε ποτέ ότι ανήκετε σε δύο χώρες;

«Ο πατέρας μου ήταν μεν Γάλλος, αλλά εγώ γεννήθηκα δίπλα στα σύνορα Γαλλίας και Γερμανίας -στο Φόρμπαχ της Λορένης. Πήγα σε γαλλικό σχολείο, μάθαινα συγχρόνως και γερμανικά, μεγάλωσα πάντα "δίπλα" σε δύο χώρες. Ημουν Ευρωπαία πριν καν υπάρξει η Ευρωπαϊκή Ενωση» λέει γελώντας. «Είναι βέβαιο πως ζω στο Παρίσι πολλά χρόνια πια και άρα νιώθω περισσότερο Γαλλίδα».

Η ζωή που δεν έζησε

- Τη Γαλλία εκπροσωπήσατε και πέρυσι στη Eurovision. Πώς σας φάνηκε η εμπειρία;

«Διαφορετική και πολύ ενδιαφέρουσα. Σ' αυτόν τον διαγωνισμό συμμετέχουν κατά κύριο λόγο νέοι άνθρωποι που αισθάνονται ανασφάλεια και συχνά αμφισβήτηση. Εγώ, που έχω περάσει από αυτό το στάδιο, ήμουν η μεγάλη της παρέας. Μου άρεσε πολύ που με αντιμετώπιζαν με σεβασμό λόγω των είκοσι χρόνων μου στο τραγούδι».

- Και τι μπορεί να κερδίσει μια καταξιωμένη ερμηνεύτρια από αυτή την εμπειρία;

«Τον συναγωνισμό, την πρόκληση, τον αγώνα για το βραβείο. Μου άρεσε που τόσα εκατομμύρια θεατές άκουσαν το τραγούδι μου. Εννοείται ότι απογοητεύθηκα από την έβδομη θέση, αλλά σας λέω με απόλυτη ειλικρίνεια ότι, αν γυρνούσα το χρόνο πίσω, με το ίδιο τραγούδι θα λάμβανα μέρος».

- Σήμερα η μεγαλύτερη επιθυμία σας ποια είναι;

«Να συνεχίσω να ζω μια ζωή που μόνο στα όνειρά μου είχα φανταστεί». *

Wednesday, January 20, 2010

Βλέπω στον ύπνο μου το μπράβο του κόσμου

Αποκαλύπτει γιατί για πέντε χρόνια έλειψε από τη χειμερινή διασκέδαση και συγκρίνει το Παλλάς με το παρισινό Ολυμπιά

«Tο βράδυ, όταν ξαπλώνω στο κρεβάτι μου, βλέπω το θέατρο γεμάτο κόσμο κι όλο τον κόσμο να μού λέει μπράβο για τις επιλογές μου»: Κι όμως, αυτό το όνειρο δεν ανήκει σε κάποιο αγχωμένο νέο καλλιτέχνη που κάνει τα πρώτα του βήματα αλλά στην κορυφαία του ελληνικού τραγουδιού, τη Χαρούλα Αλεξίου, η οποία επιστρέφει ύστερα από πέντε ολόκληρα χρόνια αποχής στη χειμερινή ζωή της Αθήνας. Από το βράδυ του Σαββάτου και για συνολικά δεκαπέντε νύχτες θα βρίσκεται στη σκηνή του «Παλλάς», συνοδευόμενη από τους εξαιρετικούς μουσικούς της, με στόχο να πείσει πως «Η Αγάπη θα σε βρει όπου και να ‘σαι».

Από το Σάββατο και για 15 βραδιές η Χάρις Αλεξίου θα εμφανίζεται στο Παλλάς

Από το Σάββατο και για 15 βραδιές η Χάρις Αλεξίου θα εμφανίζεται στο Παλλάς

Η Χάρις Αλεξίου είναι από εκείνες τις γυναίκες που δεν μπορούν να κρύψουν εύκολα τα συναισθήματά τους. Οταν δεν είναι καλά, το μαρτυράει αυτή η μελαγχολία στα μάτια της, κι όταν πάλι είναι χαρούμενη, λάμπει ολόκληρη κι εκφράζει τον ενθουσιασμό της σαν μικρό παιδί. Και στη χθεσινή συνέντευξη Τύπου που δόθηκε στο «Παλλάς» με αφορμή τις εμφανίσεις της, είδαμε μια Χαρούλα λαμπερή, χαμογελαστή γεμάτη ενέργεια κι ανυπομονησία για το νέο της αυτό καλλιτεχνικό εγχείρημα. Αλλωστε μάς το είπε και η ίδια: «Τον τελευταίο καιρό νιώθω πως ζω γι’ αυτές τις βραδιές στο «Παλλάς». Εύχομαι το κέντρο του κόσμου να είναι το Σύνταγμα».

Οπως μας αποκάλυψε ο λόγος της πενταετούς απουσίας της από τη χειμερινή διασκέδαση ήταν η έλλειψη ενός χώρου που να έχει τις προδιαγραφές που εκείνη επιθυμεί. Της έλειπε πολύ αυτό: «Εχω ταξιδέψει σχεδόν σ’ όλο τον κόσμο, έχω τραγουδήσει στις ωραιότερες αίθουσες του κόσμου. Και πάντα αναρωτιόμουν γιατί να μην υπάρχει και στην Αθήνα μια αίθουσα να κάνουμε τις συναυλίες μας όπως στο εξωτερικό. Γι’ αυτό και όταν ανακαινίστηκε το «Παλλάς», χτύπησε η καρδούλα μου», είπε η Χάρις Αλεξίου και συμπλήρωσε με νόημα: «Συγκρίνω το «Παλλάς» με το «Ολιμπιά» του Παρισιού, όπου ο κάθε καλλιτέχνης μπορεί να παρουσιάσει τη δική του δουλειά χωρίς να χρειάζονται ειδικές παραγωγές όπως κάνει το Μέγαρο».

Οσο για το πρόγραμμα που θα παρουσιάσει; «Προς το παρόν διαρκεί δέκα ώρες, αλλά στόχος είναι να το φθάσουμε στις δύο ώρες και δεκαπέντε λεπτά για να μη βαρεθεί ο κόσμος», ανέφερε χαριτολογώντας η ερμηνεύτρια.

Στη διαδικασία της επιλογής τραγουδιών τη βοήθησε, μια φίλη από τα παλιά και βαθιά γνώστρια του ρεπερτορίου της, η Λίνα Νικολακοπούλου, η οποία ομολόγησε χθες πως είναι πολύ δύσκολο σε ένα διάστημα δύο ωρών να γίνει ένα ωραίο πορτρέτο της Αλεξίου, μιας ερμηνεύτριας της οποίας μόλις ακουστεί το όνομα ο κάθε άνθρωπος ανακαλεί ένα τραγούδι της στη μνήμη του: «Αν μετρήσουμε τα χιλιόμετρα του αισθήματος που μάς έχει πάει η Αλεξίου, τότε θα διαπιστώσουμε ότι έχουμε γυρίσει όλο τον κόσμο μαζί της», τόνισε η στιχουργός και συμπλήρωσε πως «η παράσταση θα έχει τόσο πολλά χρώματα που θα μοιάζει σαν να έχει πει όλα της τα τραγούδια».

Μουσική και τραγούδια λοιπόν: αυτό είναι το αντίδοτο της Χαρούλας στην κρίση. Γιατί, όπως είπε και η Λίνα Νικολακοπούλου παραφράζοντας, ειδικά για την περίσταση, το τραγούδι της «Κοίτα μια νύχτα»: «Μάτια μου η Ελλάδα/ Το λέει για φιλενάδα/Κι ενώ βουτάει στην κρίση/ Σου σκάει και μια λιακάδα...».

Αναστασία Κουκά, ΕΘΝΟΣ, 20/01/2010

Tuesday, January 19, 2010

Νέα μουσική διάκριση για πολυβραβευμένο φοιτητή του ΑΠΘ

Συγκομιδή βραβείων κάνει ένας φοιτητής 21 ετών, του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης. Ο Στέλιος Δήμου απέσπασε ακόμη ένα βραβείο σε μουσικό διαγωνισμό που έγινε στην Αθήνα, στις 14 και 15 Ιανουαρίου.

Στέλιος Δήμου φοιτητής του τμήματος Μουσικών Σπουδών του ΑΠΘ

Στέλιος Δήμου φοιτητής του τμήματος Μουσικών Σπουδών του ΑΠΘ

Του απονεμήθηκε το "Βραβείο Μουσικών" για το έργο με τίτλο "Ιριδισμοί", που παρουσίασε στο 7ο Πανελλήνιο Φεστιβάλ Μουσικής Δωματίου, που διοργάνωσε η Ένωση Φίλων της Ελληνικής Λόγιας Μουσικής, στο Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής «Β.Μ.Θεοχαράκη», στην Αθήνα.

Ο νεαρός μουσικός έχεις επίσης αποσπάσει το Α’ βραβείο στον 3ο Διεθνή Διαγωνισμό Σύνθεσης "Συνθέρμεια", με το έργο "Shadows", τον Απρίλιο του 2009, το Γ’ βραβείο στο 3ο Διαγωνισμό Σύνθεσης, τον Ιανουάριο του 2009, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και το Β’ βραβείο, στο Διεθνή Διαγωνισμό για Νέους Συνθέτες "Ton de Leeuw 2008", με το έργο "The unexpected" (Το απροσδόκητο), το Νοέμβριο του 2008, στην Αλβανία.

Από τις 58 συνολικά συμμετοχές στο διαγωνισμό, στον τελικό έφτασαν ακόμη τρεις φοιτητές του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Α.Π.Θ. και συγκεκριμένα από την κατεύθυνση Σύνθεσης της τάξης του καθηγητή, Χρήστου Σαμαρά. Πρόκειται για τους Ιωάννη Αγγελάκη, Βάνια Κούρτη Παπαμούστου και Βασίλη Μπακόπουλο.