Sunday, January 24, 2010

Ανάμεσα στις πατρίδες του καμπαρέ

Κόρη ενός Γάλλου και μιας Γερμανίδας, η Πατρίτσια Κάας συνθέτει τις διαφορετικές σχολές του μουσικού θεάτρου σε μια παράσταση στο «Μπάντμιντον»

Μικρή ήθελε να γίνει φωτογράφος. Μετά αισθητικός. Στα οκτώ της χρόνια, έπειτα από ώριμη σκέψη, κατέληξε πως το τραγούδι είναι ο ιδανικός τρόπος να εκφράζεται και ανέβηκε ήδη στη σκηνή. Πρώτη της εμφάνιση ήταν στον γάμο του αδερφού της όπου παρακινούμενη από τη μητέρα της τραγούδησε για τους καλεσμένους.

«Η ιδέα του "Καμπαρέ" ήταν να μπλέξουμε το χθες με το σήμερα, τον παλιό ήχο με τον σύγχρονο, τη μαγεία της εποχής του Μεσοπολέμου με τις προβολές εικόνων» λέει η Πατρίτσια Κάας για την παράσταση που θα δούμε στο «Μπάντμιντον».

«Η ιδέα του "Καμπαρέ" ήταν να μπλέξουμε το χθες με το σήμερα, τον παλιό ήχο με τον σύγχρονο, τη μαγεία της εποχής του Μεσοπολέμου με τις προβολές εικόνων» λέει η Πατρίτσια Κάας για την παράσταση που θα δούμε στο «Μπάντμιντον».

Επειτα η βραχνή φωνή της της εξασφάλισε το πρώτο βραβείο σε έναν διαγωνισμό ποπ τραγουδιού και τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους. Το χαριτωμένο κοριτσάκι είναι σήμερα μια από τις ντίβες της γαλλικής σκηνής.

Η Πατρίτσια Κάας, που το Σάββατο 6 Φεβρουαρίου έρχεται στο θέατρο «Μπάντμιντον» για να μας παρουσιάσει τη μουσική παράσταση «Καμπαρέ», είναι μια χαρισματική τραγουδίστρια που τα πήγε περίφημα στην ταινία του Κλοντ Λελούς «Και τώρα, κυρίες και κύριοι». Χορεύει καταπληκτικά, δεν ανταλλάσσει με τίποτα την ελευθερία της και μιλάει σχεδόν πάντα με άνεση τόσο για τις επαγγελματικές της επιλογές όσο και για τα προσωπικά της ζητήματα.

Μιλώντας από το σπίτι της στο Παρίσι, αναφέρεται στην οικογένειά της, τα έξι αδέρφια της, την εμπειρία της Eurovision -πήρε την έβδομη θέση στον διαγωνισμό του 2009 στη Μόσχα με το τραγούδι «Et s'il fallait le faire»-, τη σκυλίτσα της την Τεκίλα, που θα έρθει μαζί στην Αθήνα, το παραπονό της ότι ποτέ δεν χορταίνει τις χώρες που επισκέπτεται και φυσικά την παράσταση, που είναι ένας φόρος τιμής στη δεκαετία του '30 και την οποία έχει παρουσιάσει πάνω από 140 φορές σε όλον τον κόσμο.

- Αλήθεια, πότε γεννήθηκε αυτή η ιδέα που τελικά διήρκεσε τόσο πολύ;

«Τα πρώτα χρόνια της καριέρας μου, όταν δεν ήξερα πού θα με οδηγήσει η μουσική, άρχισα να διαλέγω τα τραγούδια που θα ήθελα να πω. Ενα από τα πρώτα, λοιπόν, ήταν το "La chance jamais ne dure" ("Η τύχη δεν διαρκεί πολύ"), γραμμένο στο τέλος της δεκαετίας του '40. Ψάχνοντας βρήκα διαμάντια από την ατμόσφαιρα της Γερμανίας των καμπαρέ, υπέροχη τζαζ από το παριζιάνικο Σεν-Ζερμέν και μελωδικά τάνγκο από το Μπουένος Αϊρες. Αποφάσισα πως με όλα αυτά θα φτιάξω μια παράσταση που θα μοιάζει με ταξίδι στον χρόνο και τις χώρες που πρωταγωνίστησαν τότε μουσικά».

Οι γυναίκες του χθες

- Ποια θεωρείτε ότι ήταν η γοητεία εκείνης της περιόδου;

«Με έχει σίγουρα επηρεάσει η γερμανική καταγωγή της μητέρας μου, η οποία συνήθιζε να ακούει αυτά τα τραγούδια. Επίσης θαυμάζω εκείνη την εποχή για τη δύναμη που επιδείκνυαν οι γυναίκες. Ο αισθησιασμός έπρεπε να είναι πολύ μετρημένος. Συχνά πολλές αναγκάζονταν να γίνονται αλαζονικές και υπεροπτικές για να γίνονται σεβαστές. Κι όμως, σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες μεγαλούργησαν και έδειξαν το δρόμο για το μέλλον η Αναΐς Νιν, η Κοκό Σανέλ, η Μάρλεν Ντίτριχ».

- Ξέρω ότι την Ντίτριχ την αγαπάτε πολύ.

«Πράγματι, το κληρονόμησα από τη μητέρα μου, που της έτρεφε μεγάλη αδυναμία. Οταν μιλάς για εκείνη την εποχή, το πορτρέτο της είναι από τα πρώτα πράγματα που συνειρμικά έρχονται στο μυαλό. Παρ' όλο που ήμουν παιδί, θυμάμαι πόσο φωτιζόταν το πρόσωπο της μαμάς όταν την άκουγε να τραγουδάει. Η "γερμανική" μου καρδιά της ανήκει σίγουρα».

- Εσείς θα θέλατε να ζείτε εκείνη την εποχή;

«Δεν ξέρω, με δυσκολεύετε. Ισως να είμαι πολύ χαρούμενη και πολύ ανεξάρτητη για εκείνες τις δεκαετίες. Από την άλλη οι γυναίκες τότε είχαν πράγματα να διεκδικήσουν, αγωνίζονταν και η έμπνευσή τους χρειαζόταν πολύ μεγάλη τόλμη για να εκφραστεί».

- Αλλωστε, όπως έχετε πολλές φορές δηλώσει, την ελευθερία σας δεν την ανταλλάσσετε.

«Πράγματι, δεν μπορώ να "ανήκω" κάπου, αλλά αυτό είναι ένα στοιχείο του χαρακτήρα μου που μάλλον δεν το διάλεξα. Ισως υποχρεώθηκα να είμαι έτσι επειδή από πολύ νωρίς φορτώθηκα στενοχώριες. Η μητέρα μου πέθανε όταν ήμουν νέα και αναγκάστηκα να δυναμώσω απότομα. Επειτα από λίγο έφυγε από τη ζωή και ο πατέρας μου, οπότε το να ωριμάσω ήταν μονόδρομος. Εμαθα να είμαι άνδρας και γυναίκα μαζί. Για κάποιους μπορεί να είναι πολυτέλεια η αυτονομία. Για μένα είναι ο μοναδικός τρόπος που μου δίδαξε η ζωή μου».

- Γι' αυτήν την παράσταση χρειάστηκε να επιστρατεύσετε και την υποκριτική σας;

«Αχ, ποτέ δεν ένιωσα ηθοποιός. Αλλωστε μία μόνο ταινία έχω κάνει. Η ιδέα του "Καμπαρέ" ήταν να μπλέξουμε το χθες με το σήμερα, τον παλιό ήχο με τον σύγχρονο, τη μαγεία της εποχής του μεσοπολέμου με τις προβολές εικόνων. Θέλαμε επίσης τον συνδυασμό διαφόρων τεχνών επί σκηνής, γι' αυτό και υπάρχει μια εξαιρετική χορεύτρια και πολλά στοιχεία θεάτρου. Αυτό που σίγουρα ήθελα να δείξω είναι τις πολλές πλευρές της γυναικείας ψυχοσύνθεσης. Οι γυναίκες αλλάζουμε συνεχώς και με μεγάλη ευκολία. Μεταμορφωνόμαστε. Αλλιώς αντιμετωπίζουμε τους φίλους μας, αλλιώς πάμε στο πρώτο ραντεβού, αλλιώς ζούμε στο σπίτι μας».

- Εσείς μεγαλώσατε σε μια πολυπληθή οικογένεια...

«Ναι, είμαι το μικρότερο από επτά παιδιά. Βέβαια για να λέμε την αλήθεια είχαμε μεγάλη διαφορά ηλικίας οπότε... ποτέ δεν συμπέσαμε όλοι μαζί στο σπίτι. Ηταν πάντως τέλεια να μεγαλώνεις σε ένα σπίτι γεμάτο χαρά, στοργή, ειλικρίνεια και αγαπημένα πρόσωπα. Ο πατέρας μου ήταν ανθρακωρύχος. Η μητέρα μου, με επτά παιδιά, δεν είχε χρόνο για να εργαστεί. Σε αυτή την ατμόσφαιρα οφείλω το τι είμαι σήμερα».

- Και το τραγούδι υπήρχε πάντα ανάμεσά σας;

«Οχι περισσότερο απ' ό,τι σε μια τυπική μέση οικογένεια. Ζούσαμε χωρίς πολλά χρήματα μια απολύτως κανονική ζωή. Ακούγαμε στο ραδιόφωνο από ποπ επιτυχίες μέχρι Πιάφ και Μινέλι. Ομως, η δική μου επιθυμία για το τραγούδι ήταν πολύ προσωπική υπόθεση. Ηθελα πάση θυσία να εκφραστώ. Μου άρεσε να σιγοτραγουδώ, αλλά τα όνειρά μου δεν έφταναν τόσο ψηλά. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα ανέβαινα στη σκηνή. Αλλωστε πέρασα από διάφορα στάδια: όταν είχα πρωτοπιάσει φωτογραφική μηχανή στα χέρια μου ονειρευόμουν να γίνω φωτογράφος, έπειτα ήθελα να γίνω αισθητικός».

- Νιώσατε ποτέ ότι ανήκετε σε δύο χώρες;

«Ο πατέρας μου ήταν μεν Γάλλος, αλλά εγώ γεννήθηκα δίπλα στα σύνορα Γαλλίας και Γερμανίας -στο Φόρμπαχ της Λορένης. Πήγα σε γαλλικό σχολείο, μάθαινα συγχρόνως και γερμανικά, μεγάλωσα πάντα "δίπλα" σε δύο χώρες. Ημουν Ευρωπαία πριν καν υπάρξει η Ευρωπαϊκή Ενωση» λέει γελώντας. «Είναι βέβαιο πως ζω στο Παρίσι πολλά χρόνια πια και άρα νιώθω περισσότερο Γαλλίδα».

Η ζωή που δεν έζησε

- Τη Γαλλία εκπροσωπήσατε και πέρυσι στη Eurovision. Πώς σας φάνηκε η εμπειρία;

«Διαφορετική και πολύ ενδιαφέρουσα. Σ' αυτόν τον διαγωνισμό συμμετέχουν κατά κύριο λόγο νέοι άνθρωποι που αισθάνονται ανασφάλεια και συχνά αμφισβήτηση. Εγώ, που έχω περάσει από αυτό το στάδιο, ήμουν η μεγάλη της παρέας. Μου άρεσε πολύ που με αντιμετώπιζαν με σεβασμό λόγω των είκοσι χρόνων μου στο τραγούδι».

- Και τι μπορεί να κερδίσει μια καταξιωμένη ερμηνεύτρια από αυτή την εμπειρία;

«Τον συναγωνισμό, την πρόκληση, τον αγώνα για το βραβείο. Μου άρεσε που τόσα εκατομμύρια θεατές άκουσαν το τραγούδι μου. Εννοείται ότι απογοητεύθηκα από την έβδομη θέση, αλλά σας λέω με απόλυτη ειλικρίνεια ότι, αν γυρνούσα το χρόνο πίσω, με το ίδιο τραγούδι θα λάμβανα μέρος».

- Σήμερα η μεγαλύτερη επιθυμία σας ποια είναι;

«Να συνεχίσω να ζω μια ζωή που μόνο στα όνειρά μου είχα φανταστεί». *

No comments: