Monday, January 18, 2010

Τι δουλειά έχει το ρεμπέτικο με το ουίσκι;

Είναι βιολόγος, αλλά παίζει κι ερμηνεύει εξαιρετικά ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια με τον παλιό τρόπο. Προτιμάει να 'χει ένα καλό σταθερό στέκι στα Καμίνια. Ο χώρος του τον ξέρει καλά, όπως και όσοι ψάχνουν λαϊκή ψυχαγωγία επιπέδου με τους όρους της παρέας. «Εκανα πάντα ό,τι ήθελα», λέει ο Κώστας Καλαφάτης.

«Εκανα πάντα ό,τι ήθελα», λέει ο Κώστας Καλαφάτης, που απέφυγε τα μεγάλα μαγαζιά, αλλά ακόμη και στην «Αλλη Σκάλα» κάθεται σ' ένα τραπεζάκι. «Το πάλκο δεν μου αρέσει, έχει πολύ αέρα εκεί πάνω, που 'λεγε κι ένας παλιός»

«Εκανα πάντα ό,τι ήθελα», λέει ο Κώστας Καλαφάτης, που απέφυγε τα μεγάλα μαγαζιά, αλλά ακόμη και στην «Αλλη Σκάλα» κάθεται σ' ένα τραπεζάκι. «Το πάλκο δεν μου αρέσει, έχει πολύ αέρα εκεί πάνω, που 'λεγε κι ένας παλιός»

Η φράση βγαίνει από το στόμα ενός γλυκού και πράου ανθρώπου, που έκανε ό,τι ήθελε χωρίς να το κάνει θέμα. Θέμα, όμως, έχουν γίνει οι εμφανίσεις του στην «Αλλη Σκάλα». Στην ταβέρνα αυτή, αναβιώνοντας ακριβώς τις συνθήκες των κουτουκιών, ο Καλαφάτης με την κιθάρα του κι ένα μπουζούκι, λέει από τα παλιά γνωστά ρεμπέτικα (Μάρκο, Παγιουμτζή, Χατζηχρήστο, Μπάτη και βέβαια Τσιτσάνη), μέχρι Καζαντζίδη, τα λαϊκά του Μίκη ή ακόμη και κανένα ροκ, π.χ. Doors. π.χ. «Μήπως δεν είναι κι αυτό», εξηγεί, «έκφραση της λαϊκής ψυχής;».

Μελετητής του ρεμπέτικου τρόπου, συνεργάστηκε πρόσφατα με τον Αργεντινό τανγκέρο Μπρούνο Νταντό. Μαζί αναζήτησαν τα κοινά στοιχεία σμυρνέικου και τάνγκο. Κι έστησαν μια μουσική παράσταση που βάζει μια ορχήστρα να παίζει και τα δύο είδη: κιθάρα, μπαντονέον (ο στενότατος συγγενής της σμυρνέικης αρμόνικας), βιολί κι ένα κοντραμπάσο υποστηρίζουν το ταξίδι Σμύρνη-Αργεντινή. Το θέαμα θα επαναληφθεί κάποια στιγμή φέτος την άνοιξη.

Εν τω μεταξύ, ο Κώστας Καλαφάτης μάς ταξιδεύει στη ζωή του...

Παιδικά χρόνια

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. «Γεννήθηκα σε μια γειτονιά που λεγόταν "Τροχιοδρομικά", γιατί εκεί είχαν δοθεί σπίτια σε όσους δούλευαν τροχιόδρομοι (τραβαγέρηδες, δηλαδή) στα τραμ, όπως ο πατέρας μου. Ηταν μια γειτονίτσα με στενά σοκάκια και χαμηλά σπίτια. Ο πατέρας μου ήταν και ψάλτης. Είχε μελετήσει βυζαντινή μουσική στο Αγιον Ορος. Το μεράκι του το μεταλαμπάδευσε και σε μένα».

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ. «Ηταν μια έξοδος για μας. Τι άλλο να 'κανες; Πήγαινες κανένα κινηματογράφο και στην εκκλησία, όπου έβλεπες και τη συμμαθήτριά σου... Αρχισα να βοηθάω τον πατέρα μου στο ψαλτήρι. Μου άρεσε πολύ το βυζαντινό μέλος. Αλλά δεν μου άρεσε το υπόλοιπο της Εκκλησίας. Ολα αυτά για την Κόλαση και του διαβόλους με φόβιζαν. Ο πατέρας μου ήθελε να πω οπωσδήποτε τον "Απόστολο". Οταν τα κατάφερα, μου χάρισε ένα ποδήλατο...».

Η ΠΡΩΤΗ ΚΙΘΑΡΑ. «Την αγόρασα στα 14 μαζεύοντας λεφτά σιγά σιγά. Ο πατέρας μου έγινε έξαλλος».

Στη Βιολογική της Πάτρας, όπου ο Καλαφάτης σπούδασε επί χούντας, αφοσιώθηκε πλήρως στη μουσική. Χάρη στον συμφοιτητή του κι αργότερα γνωστό στιχουργό Λευτέρη Χαψιάδη, μυήθηκε στους Χατζιδάκι, Θεοδωράκη και Μαρκόπουλο. Αρχισε να τραγουδάει στα κουτουκάκια και στα μπακαλικάκια όπου σερβίραν κρασί και μεζέ στη λαδόκολλα. Εκεί γνώρισε το ρεμπέτικο και αποκατέστησε μέσα του το δυσφημισμένο λόγω εποχής δημοτικό τραγούδι. Στην Πάτρα γνώρισε και τον Γιώργο Ξηντάρη και άρχισαν να παίζουν μαζί.

Ρεμπέτικη παροικία Σκοπέλου

Ετσι άφησε τις σπουδές του (πήρε αργότερα το πτυχίο του) και άρχισε να γυρνάει την Ελλάδα. Σε ένα ταξίδι στη Σκόπελο γοητεύτηκε τόσο από το νησί και τους ανθρώπους, που αποφάσισε να ζήσει εκεί. Χάρη και στον ίδιο και σ' άλλους μουσικούς πολιτογραφημένους Σκοπελίτες (π.χ. ο Νικόλας Σύρος), μέσα της δεκαετίας '70 δημιουργήθηκε στο νησί ένας πυρήνας του λαϊκού τραγουδιού. Μαγαζιά άνοιγαν το ένα μετά το άλλο. Στη Σκόπελο πρωτόπαιξε ο Καλαφάτης με τη νεαρότατη και άγνωστη ακόμα Ελένη Τσαλιγοπούλου και με τον Χρήστο Μητρέντζη -μετέπειτα «Αγαμο Θύτη».

Καλοκαίρι του '79 σ' ένα μαγαζί έπαιζε μια παρέα νέων μουσικών. Ο Καλαφάτης ήταν εκεί, όταν κάποιοι από το κοινό τούς παρακάλεσαν να δώσουν το μικρόφωνο σε μια φίλη τους, που τραγουδούσε ωραία. Ηταν η Ελευθερία Αρβανιτάκη κι εκείνο το βράδυ γεννήθηκε η «Οπισθοδρομική Κομπανία».

Λίγο καιρό μετά, κάποιος τού σύστησε «έναν νεαρό που παίζει καταπληκτικό μπουζούκι και γράφει τραγούδια». Ηταν ο Βαγγέλης Κορακάκης, με τον οποίο ο Καλαφάτης συνεργάστηκε αργότερα και δισκογραφικά.

Αυτή η «παράδοση» της Σκοπέλου άρχισε σταδιακά να φθίνει. Το 2001, ο Καλαφάτης άρχισε να μένει τους χειμώνες στην Αθήνα. Δεν πήγε όμως ποτέ σε μεγάλο χώρο.

Στην πρωτεύουσα με ίδιους όρους

ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΜΑΓΑΖΙΑ. «Δεν ήθελα να φτάσω στο σημείο να πω ό,τι είχε πει κάποτε ο Στράτος Διονυσίου σ' ένα πλήθος που χόρευε μπροστά του: "Τέρμα. Από δω και πέρα θ' ανεβαίνετε ένας ένας". Δεν θέλω να 'ρθω σε κόντρα με κανέναν. Αρα καλύτερα να επιλέγω τις δουλειές που κάνω».

ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ. «Δημιουργήθηκαν μαγαζιά που σερβίρουν κυρίως ουίσκι. Τι σχέση έχει αυτό με το ρεμπέτικο; Πιστεύω ότι αυτό το είδος τραγουδιού έχει άμεση σχέση με ό,τι τρως και πίνεις. Ερχεται σαν συνέχεια μιας βασικής ανάγκης και συνδυάζεται με μια άλλη βασική ανάγκη, να εκφράσεις τον καημό σου και να σιχτιρίσεις τα βάσανά σου».

Ο ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ. «Τώρα θυμήθηκα το καταπληκτικό βιβλίο "Ο Καθρέφτης και το Μαχαίρι" του Μάνου Χατζιδάκι. Από εκεί κρατώ Βίβλο μια φράση του: "Χωρίς τον μπαγλαμά και το ασηχτήρ του μπουζουκιού, χωρίς τον χασικλίδικο καημό της μάγισσας και τον χορό μιας αλεξανδρινής φελάχας, θα 'χαμε γίνει πρόβατα έτοιμα για σφαγή, στ' όνομα του Πατρός, παντός υιού και κάθε μορφής έθνους". Φοβερή ρήση για τη δύναμη του λαϊκού μας τραγουδιού. Είδα και το εκπληκτικό ντοκιμαντέρ του Δημήτρη Βερνίκου για τον Χατζιδάκι. Το τι κλάμα έριξα...».

Χαρακτηριστικό της ερμηνείας του Καλαφάτη είναι ότι ξέρει πώς να προσαρμόζει τη φωνή του σε κάθε τραγούδι. Μας εξηγεί:

Ο ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ. «Πιστεύω ότι πρέπει να 'ναι σαν τον ηθοποιό. Εγώ όταν καλούμαι να ερμηνεύσω ένα κομμάτι, δεν το μελετώ μόνον μουσικά. Προσπαθώ να αποκωδικοποιήσω τη συναισθηματική φόρτιση που είχαν αυτοί που το έγραψαν, που το έπαιξαν και το πρωτόπαν. Δεν πρέπει να προσαρμόζονται τα τραγούδια στον τραγουδιστή, αλλά ο τραγουδιστής σ' αυτά».

Χαρακτηριστικό του είναι επίσης ότι στην «Αλλη Σκάλα» δεν κάθεται σε πάλκο, αλλά σ' ένα τραπεζάκι. «Είναι βασικό να κάθεσαι στο ίδιο επίπεδο με τον άλλο. Σε τέτοια μέρη εμένα δεν μ' αρέσει το πάλκο. "Εκεί πάνω έχει πολύ αέρα" που 'χε πει κι ένα παλιός», λέει. *

  • info: ΑΛΛΗ ΣΚΑΛΑ (Σερίφου 57, Καμίνια, τηλ.: 210-4827722). Κάθε Σάββατο: Κώστας Καλαφάτης σε ρεμπέτικο και λαϊκό ρεπερτόριο. Η τιμή ανά άτομο με καλό φαγητό και κρασί δεν ξεπερνά τα 25-30 ευρώ.

No comments: