Τον είδα προχθές στο «Παλλάς». Μόλις βγήκε στη σκηνή και άρχισε να παίζει τις πρώτες νότες, ευφρόσυνη μνήμη και βαθιά συγκίνηση με κυρίευσε. Τον θυμάμαι στο «Ροντέο», στην οδό Χέυδεν πίσω από την πλατεία Βικτωρίας. Πιο καλά τον έζησα στο «Κύτταρο», Ηπείρου και Αχαρνών, στα χρόνια της δικτατορίας.
Προσπαθώ να ξαναζήσω το αίσθημα, όταν μπαίνοντας μέσα μου 'ρχονταν πάνω μου, σαν ριπές με άγρια ένταση, μουσική και λόγια σαν κι αυτά: «Αε-φάε το βρώμικο ψωμί σε λειτουργία μαγική...». Αλλος ήχος, άλλο τραγούδι, άλλη ποίηση, δική του, πρωτάκουστη. Στη σκηνή ένα μικρό ροκ συγκρότημα, με ντύσιμο όπως οι νέοι της αμφισβήτησης που βλέπαμε στον κινηματογράφο, και ένας πολύ νέος τραγουδιστής. Κινήσεις γοητευτικά άτσαλες, συνήθως με κόντρα ρυθμό. Βλέμμα λίγο επιθετικό προς τους θεατές. Απρόβλεπτες κραυγές. Το ντέφι στον αέρα έτρεμε ή χτυπούσε δυνατά στα γόνατα. Τα χέρια του σαν να έδειχναν, με τον δείκτη ή τον αντίχειρα τεντωμένους, προς κάπου, στο αόρατο. Αυτό που έβλεπα έμοιαζε με τελετουργία και οι θεατές σαν να ήταν μέρος της τελετής, γιατί σιγά σιγά, όπως σε μύηση, έμπαιναν στον καινούργιο κόσμο του Διονύση Σαββόπουλου. Φεύγοντας έπαιρναν μαζί τους τα τραγούδια και τα έβαζαν στην ψυχή τους.
Θυμάμαι την κρίσιμη στιγμή όταν έλεγε στον Μπάλλο πως «παίρνω την ευθύνη πως είμαι αρχηγός σ' αυτό το πανηγύρι», όλοι σηκώνονταν όρθιοι για να χειροκροτήσουν, να το επιβεβαιώσουν. Ο ήχος των τραγουδιών του ήταν μια μοναδική σύνθεση ελληνικών και ροκ ακουσμάτων και τα λόγια του σου έδιναν την εντύπωση πως ανήκαν στην ελληνική ποιητική παράδοση. Δεν ήταν βέβαια γραπτή ποίηση, λόγια για τραγούδια ήταν, όμως αυτό που έφεραν, ο τρόπος που συντίθεντο, αυτό που έμενε μέσα σου ήταν το ίδιο με αυτό που μένει όταν διαβάζεις ποίηση.
Συνομιλία με Αναγνωστάκη
Ο Διονύσης Σαββόπουλος πάντα δήλωνε πως είναι παιδί των ποιητών της Θεσσαλονίκης -«Γεννήθηκα στη Σαλονίκη, να δω τους ποιητές πρόλαβα εγώ, στο υπόγειο νησί τους ταξίδεψα ώς εδώ...»- κι αν προσέξει κανείς τους στίχους θα βρει αντιστοιχίες και δημιουργικές συναντήσεις. Οταν ακούς στο Κιλελέρ, «τραγούδι τρύπιο και στιχάκι μπαλωμένο, πού θα με κρύψεις πες μου πού, ακούω φωνές από παντού, και φοβάμαι το καημένο...» θυμάσαι τον περίφημο στίχο του Μανόλη Αναγνωστάκη, του κορυφαίου ποιητή της θεσσαλονικιώτικης «σχολής»: «Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε, αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας».
Τα τραγούδια του αρθρώνουν έναν ιδιαίτερο αριστερό Λόγο και ταυτόχρονα σηματοδοτούν την κομματική αποστράτευση των καλλιτεχνών ακόμη κι όταν το κόμμα τούς «τραβάει απ' το μανίκι». Ισως αυτό να ήταν το βαθύτερο αίτημα των Λαμπράκηδων, που συνήγειραν τη νεολαία πριν από τη δικτατορία. Τότε, κατά κάποιο τρόπο, υπήρχε η αίσθηση πως η ηττημένη στον Εμφύλιο Αριστερά έπαιρνε τη ρεβάνς από τους νικητές ειρηνικά, με τον Λόγο των καλλιτεχνών. Κι αυτό έγινε ερήμην της κομματικής γραμμής.
Το κοινό στις συναυλίες του ένιωθες πως είχε δει τις ίδιες ταινίες, είχε ακούσει τα ίδια τραγούδια, είχε διαβάσει τα ίδια βιβλία, είχε πάει στις ίδιες συγκεντρώσεις. Δεξιά και αριστερά, κυρίως στον εξώστη του «Κυττάρου», έβλεπες κρυμμένα στο μισοσκόταδο παιδιά 17-18 χρόνων που έφεγγαν από συγκίνηση και ενδιαφέρον. Κάποια από αυτά θα γίνονταν οι μελλοντικοί τραγουδοποιοί και ποιητές.
Πολιτική και υπαρξιακή αγωνία
Ο Σαββόπουλος στα τραγούδια του συνδύαζε πάντα την αφήγηση των γεγονότων με την προσωπική του αγωνία. Παράδειγμα, η συγκέντρωση της ΕΦΕΕ. Λέει «η πλατεία ήταν γεμάτη...» αλλά και «στο αμφιθέατρο σε ψάχνω, στους διαδρόμους και τους δρόμους και ζητώ πληροφορίες και υλικό να φωτίσω τις αιτίες που μ' αφήνουνε μισό». Με αυτό τον τρόπο η έκφρασή του έπαιρνε πάντα χαρακτήρα πιο προσωπικό, υπαρξιακό.
Τα τραγούδια του είναι ανοιχτά στον καθένα. Μπορεί ακούγοντάς τα να μπει μέσα τους και να τα κάνει δικά του. Ψάχνοντάς τα, βρίσκει πολλά επίπεδα επικοινωνίας, από τη γοητευτική επιφάνεια ώς το σκοτεινό τους βάθος. Γι' αυτό και από τη μεγάλη δεξαμενή των στίχων του μεμονωμένα άτομα ή και ομάδες αντλούν φράσεις-σύμβολα, συμπυκνώσεις νοημάτων που γίνονται συνθήματα γεμάτα εκφραστικότητα και ευστοχία. Από το «όλη η Ελλάδα ατέλειωτη παράγκα» ή «στα γήπεδα η Ελλάδα αναστενάζει» ώς το «Εθνική Ελλάδος γεια σου» και το «ας κρατήσουν οι χοροί». Δεκάδες «κομμάτια κι αποσπάσματα» γράφονται στους τοίχους, ακούγονται στα γήπεδα, γίνονται τίτλοι σε άρθρα εφημερίδων, χρησιμοποιούνται στην καθημερινή ομιλία. Κι αυτό σε τέτοια έκταση δεν έχει συμβεί με κανέναν Ελληνα ποιητή ή τραγουδοποιό.
Καινούργιες γενιές μπαίνουν στον κόσμο των τραγουδιών του 45 χρόνια τώρα. Κι ο χρόνος θα δείξει αν τα τελευταία του τραγούδια -πιο ήπια, πιο κατασταλαγμένα, πιο έντεχνα, πιο σουρεαλιστικά, και κάπως πιο δύσκολα- θα ξανακερδίσουν σε αλλιώτικους καιρούς τη μάχη με τον χρόνο επιβεβαιώνοντας ακόμη περισσότερο τη συγκλονιστική του διάρκεια... «ή μιλάς της κάθε μιας γενιάς, καινούργιας και παλιάς, ή κλείνεις και σιωπάς».
Ο Διονύσης Σαββόπουλος είναι ο πιο σημαντικός καλλιτέχνης της γενιάς μας σε όλες τις τέχνες. Τα τραγούδια του αποτελούν υλικό εθνικής παιδείας και τεκμήρια μελέτης της ελληνικής ιστορίας των τελευταίων δεκαετιών.
*Σκηνοθέτης και συγγραφέαςInfo: Ο Διονύσης Σαββόπουλος, γιορτάζοντας τα 40 χρόνια από «Το περιβόλι του τρελλού», ολοκληρώνει σήμερα, στις 6 μ.μ., τον κύκλο του αφιερώματος στη δεκαετία του '60, με την τελευταία συναυλία (με δωρεάν είσοδο για το κοινό) στην αίθουσα του μετρό στην πλατεία Συντάγματος. Συμμετέχουν οι Χ. Γαργανουράκης, Γ. Δημητριάδης, Εστουδιαντίνα, Β. Καρακώστα, Α. Καγιαλόγλου, Μ. Κωχ, Π. Μουζουράκης, Γ. Μυλωνάς, Onirama, Τζώρτζια, Πετρολούκας Χαλκιάς και, φυσικά, ο Διονύσης Σαββόπουλος.
Αύριο τελειώνουν οι παραστάσεις του στο «Παλλάς».
Tuesday, January 5, 2010
Χαιρετισμός στον Διονύση Σαββόπουλο
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment