Του ΓΙΩΡΓΟΥ Ε. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
**ΤΑΣΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ: ΛΑΧΑΝΑ ΚΑΙ ΧΑΧΑΝΑ. ΠΑΡΑΓΩΓΗ: LEGEND
Είκοσι τέσσερα τραγούδια που προορίζονται να χρησιμέψουν ως παιδικά. Σύμφωνα με τα δεδηλωμένα, η δημιουργία τους (μελοποίηση στιχουργημάτων του νέου αναγνωστικού της Α' Δημοτικού) βασίζεται σε μια προσωπική ιστορία του συνθέτη, ο οποίος εξηγεί: «Χωρίς να το επιδιώκω συνειδητά, το κάθε τραγούδι είχε και το δικό του χαρακτήρα, άλλο λοξοκοίταζε προς το ροκ, άλλο έκανε μακροβούτια στη δημοτική και λαϊκή μας παράδοση, άλλο συνομιλούσε με τη συμφωνική μουσική». Ερμηνευτές των τραγουδιών είναι ο ίδιος ο συνθέτης, εννέα παιδιά, η Μαρία Φαραντούρη, ο Ευγένιος Σπαθάρης, ο Ηλίας Μαμαλάκης και παιδικές χορωδίες. Τις ενορχηστρώσεις υπογράφει ο Κώστας Γανωσέλης.
Η πιο καλή ιδέα (που αποτελεί και τη σπουδαιότερη αρετή του δίσκου) είναι συμμετοχή των... εξωσχολικών Σπαθάρη, Μαμαλάκη, Φαραντούρη και οι φωνές των μικρών σολίστ. Αλλοι, αρμοδιότεροι, ας κρίνουν το... φιλολογικό περιεχόμενο των τραγουδιών και το κατά πόσον αυτό συμβάλει στην καλλιέργεια της παιδικής προσωπικότητας. Αντίθετα με την άνθηση του παιδικού βιβλίου των τελευταίων χρόνων, ο παιδικός δίσκος μουσικής παρουσιάζει λίγες παραγωγές, κι αυτές πρόχειρες και ευτελείς. Οσοι σήμερα φιλοδοξούν να διαπρέψουν στον, ιδιαίτερης σημασίας, αυτό χώρο, οφείλουν, πιστεύω, να λογαριάζουν τα επιτεύγματα αναφοράς που εμφανίστηκαν στην εικοσαετία '70-'90, διότι η σύγκριση με αυτά είναι αναπόδραστη. Ας θυμηθούμε: τη Λιλιπούπολη, τα «Εξι τραγούδια για ποντίκια» του Γιώργου Κουρουπού, τα «Μελωδόνια» του Πέτρου Περάκη, την «Ηχώ και τα λάθη της» της Λένας Πλάτωνος, το «Μίλα μου για μήλα» του Σταύρου Παπασταύρου, τα παραδοσιακά παιδικά που δημοσίευσε η Δόμνα Σαμίου, τα «Νανουρίσματα» του Νίκου Κυπουργού και της Σαβίνας Γιαννάτου κ.ά. Ως απάντηση σε αυτά, η εποχή μας προσφέρει τηλεοπτικά προγράμματα με παιδιά που πιθηκίζουν τραγούδια και τραγουδιστές αισθητικής Γιουροβίζιον.
Ο δίσκος του Τάσου Ιωαννίδη έχει αρετές (αυτές είναι κυρίως οι ερμηνευτές που αναφέραμε) έχει όμως και... συζητήσιμα σημεία, δύο εκ των οποίων είναι τα σπουδαιότερα κατά την ταπεινή μου γνώμη: αφ' ενός αυτή καθ' εαυτή η μελοποιία και το ηχητικό (ενορχηστρωτικώς) σώμα της, αφ' ετέρου οι τραγουδιστικές επιδόσεις του συνθέτη, που άγνωστο γιατί θεώρησε καλλιτεχνικώς επαρκές (ή αναγκαίο) μα και αισθητικώς παραδεκτό να εκτελέσει ο ίδιος τα 10 (!) από τα 24 τραγούδια του δίσκου. Και αν μεν ήταν ένας πολύ καλός τραγουδιστής, θα ήταν, ίσως, συγχωρητέο το ότι έλαβε τη μερίδα του λέοντος. Πλην όχι μόνο λέων δεν είναι, ως τραγουδιστής, αλλά ούτε καν δεκαοχτούρα ή νυχτοκόρακας. Οι «ερμηνείες» τού συνθέτη είναι άχρωμες, ή τεχνητώς - ατέχνως επιχρωματισμένες, πολύ ουδέτερες σαν... μεσολαβητές μεταξύ εμπολέμων. Κακώς, κατά τη γνώμη μου, δεν άφησε τα παιδάκια ή τους άλλους συνεργάτες του να τραγουδήσουν όλα τα τραγούδια.
Στις ενορχηστρώσεις (για λόγους οικονομίας;) επιστρατεύθηκε ο Κώστας Γανωσέλης με τα ηλεκτρονικά του υποκατάστατα των φυσικών οργάνων. Κάτι που όταν δεν γίνεται με μεγάλη τέχνη, διαφεύγει και διαχέεται -ως κακοσμία- η ενυπάρχουσα (έτσι κι αλλιώς) ψευτιά, καθώς και η χαρακτηριστική... digital ευτέλεια, ιδιαιτέρως στους ήχους των strings. Το σημαντικότερο όμως αρνητικό είναι η μελοποιητική πενία, το απλοϊκό των μελωδιών που «υπηρετούν» το λόγο, η απουσία δροσιάς και πρωτοτυπίας, τα κλισέ και τα άλλα προβλέψιμα, μα πάνω απ' όλα η περιφρόνηση (από άγνοια;) της τόσο πλούσιας ελληνικής παράδοσης υπέρ του σαχλορόκ, της τάχα συμφωνικής μουσικής και του χασαποσέρβικου του... Καραγκιόζη.
Η πιο καλή ιδέα (που αποτελεί και τη σπουδαιότερη αρετή του δίσκου) είναι συμμετοχή των... εξωσχολικών Σπαθάρη, Μαμαλάκη, Φαραντούρη και οι φωνές των μικρών σολίστ. Αλλοι, αρμοδιότεροι, ας κρίνουν το... φιλολογικό περιεχόμενο των τραγουδιών και το κατά πόσον αυτό συμβάλει στην καλλιέργεια της παιδικής προσωπικότητας. Αντίθετα με την άνθηση του παιδικού βιβλίου των τελευταίων χρόνων, ο παιδικός δίσκος μουσικής παρουσιάζει λίγες παραγωγές, κι αυτές πρόχειρες και ευτελείς. Οσοι σήμερα φιλοδοξούν να διαπρέψουν στον, ιδιαίτερης σημασίας, αυτό χώρο, οφείλουν, πιστεύω, να λογαριάζουν τα επιτεύγματα αναφοράς που εμφανίστηκαν στην εικοσαετία '70-'90, διότι η σύγκριση με αυτά είναι αναπόδραστη. Ας θυμηθούμε: τη Λιλιπούπολη, τα «Εξι τραγούδια για ποντίκια» του Γιώργου Κουρουπού, τα «Μελωδόνια» του Πέτρου Περάκη, την «Ηχώ και τα λάθη της» της Λένας Πλάτωνος, το «Μίλα μου για μήλα» του Σταύρου Παπασταύρου, τα παραδοσιακά παιδικά που δημοσίευσε η Δόμνα Σαμίου, τα «Νανουρίσματα» του Νίκου Κυπουργού και της Σαβίνας Γιαννάτου κ.ά. Ως απάντηση σε αυτά, η εποχή μας προσφέρει τηλεοπτικά προγράμματα με παιδιά που πιθηκίζουν τραγούδια και τραγουδιστές αισθητικής Γιουροβίζιον.
Ο δίσκος του Τάσου Ιωαννίδη έχει αρετές (αυτές είναι κυρίως οι ερμηνευτές που αναφέραμε) έχει όμως και... συζητήσιμα σημεία, δύο εκ των οποίων είναι τα σπουδαιότερα κατά την ταπεινή μου γνώμη: αφ' ενός αυτή καθ' εαυτή η μελοποιία και το ηχητικό (ενορχηστρωτικώς) σώμα της, αφ' ετέρου οι τραγουδιστικές επιδόσεις του συνθέτη, που άγνωστο γιατί θεώρησε καλλιτεχνικώς επαρκές (ή αναγκαίο) μα και αισθητικώς παραδεκτό να εκτελέσει ο ίδιος τα 10 (!) από τα 24 τραγούδια του δίσκου. Και αν μεν ήταν ένας πολύ καλός τραγουδιστής, θα ήταν, ίσως, συγχωρητέο το ότι έλαβε τη μερίδα του λέοντος. Πλην όχι μόνο λέων δεν είναι, ως τραγουδιστής, αλλά ούτε καν δεκαοχτούρα ή νυχτοκόρακας. Οι «ερμηνείες» τού συνθέτη είναι άχρωμες, ή τεχνητώς - ατέχνως επιχρωματισμένες, πολύ ουδέτερες σαν... μεσολαβητές μεταξύ εμπολέμων. Κακώς, κατά τη γνώμη μου, δεν άφησε τα παιδάκια ή τους άλλους συνεργάτες του να τραγουδήσουν όλα τα τραγούδια.
Στις ενορχηστρώσεις (για λόγους οικονομίας;) επιστρατεύθηκε ο Κώστας Γανωσέλης με τα ηλεκτρονικά του υποκατάστατα των φυσικών οργάνων. Κάτι που όταν δεν γίνεται με μεγάλη τέχνη, διαφεύγει και διαχέεται -ως κακοσμία- η ενυπάρχουσα (έτσι κι αλλιώς) ψευτιά, καθώς και η χαρακτηριστική... digital ευτέλεια, ιδιαιτέρως στους ήχους των strings. Το σημαντικότερο όμως αρνητικό είναι η μελοποιητική πενία, το απλοϊκό των μελωδιών που «υπηρετούν» το λόγο, η απουσία δροσιάς και πρωτοτυπίας, τα κλισέ και τα άλλα προβλέψιμα, μα πάνω απ' όλα η περιφρόνηση (από άγνοια;) της τόσο πλούσιας ελληνικής παράδοσης υπέρ του σαχλορόκ, της τάχα συμφωνικής μουσικής και του χασαποσέρβικου του... Καραγκιόζη.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 21/01/2009
No comments:
Post a Comment