Wednesday, December 2, 2009

Από το σπάνιο ρεπερτόριο του πιάνου

  • ΣΙΜΟΝ ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ - ΝΑΣΟΣ ΣΤΗΝ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ
  • Ηχοι ζωντανοί

Μέσα στον Νοέμβρη ακούσαμε δύο πιανίστες σε ασυνήθιστα ενδιαφέροντα, διμερή προγράμματα. Πρώτος ο Γιαν Σιμόν, με αφορμή την επερχόμενη επέτειο των 200 χρόνων από τη γέννηση του Σοπέν (1810-1849), έδωσε στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» ένα ωραίο ρεσιτάλ, αφιερωμένο στον κορυφαίο Πολωνό συνθέτη του Ρομαντισμού (2/11/2009).

Στο πρώτο μισό της βραδιάς, ο 43χρονος Τσέχος πιανίστας πρότεινε ένα τρίπτυχο με έργα συμπατριωτών του. Ξεκίνησε με την εξόχως δραματική «Σονάτα «1.Χ.1905, Σκηνή δρόμου» του Λέος Γιάνατσεκ, την οποία απέδωσε με έντονη λυρική εσωστρέφεια αμβλύνοντας τις δεσπόζουσες συγκρουσιακές αιχμές της. Ακολούθησε η «Σονάτα αρ.1» (1981) του Λαντισλάβ Σιμόν, πατέρα του πιανίστα και μαθητή του Αλόις Χάμπα. Ηταν ένα εκτενές, ζωηρό, πλούσιο σε εναλλαγές κομμάτι, δημιουργική «αναμέτρηση» του συνθέτη με την τζαζ, που παίχτηκε με νεύρο και σωστή αίσθηση της ρευστής φραστικής. Η παρουσία της μεσοπολεμικής τζαζ -αυτή τη φορά σε συνάντηση με εθνικοσχολικούς τόνους- κυριάρχησε και στους «Τρεις τσέχικους χορούς, Η.154» (1926) του Μαρτινού, τους οποίους ο Σιμόν ερμήνευσε υποδειγματικά τονίζοντας με χορευτική ελαφράδα τους νευρώδεις, συγκοπτόμενους ρυθμούς. Το ρεσιτάλ ολοκληρώθηκε με Σοπέν. Λικνιστική ελαφράδα, απαλός καλοεστιασμένος ήχος και αβίαστες αυξομειώσεις ταχυτήτων χάρισαν στις «Τέσσερις μαζούρκες, έργο 17» ωστικό σφρίγος και κομψότητα έκφρασης ενώ η διακριτική παραγραφοποίηση εξασφάλισε άνετο χώρο για ψυχολογική εκτόνωση της μουσικής. Παρ' ότι στο εκτενές εναρκτήριο μέρος «Σονάτα αρ.2» ο Σιμόν φάνηκε προς στιγμήν να αγγίζει τα όριά του στην προσπάθειά του να διατηρήσει συνοχή στον ειρμό παρά τις ακραίες συγκρουσιακές εντάσεις της μουσικής, τελικά αντιμετώπισε τα μείζονα μουσικοδραματικά μεγέθη της μουσικής αυτής με τεχνική επάρκεια και αυτοπεποίθηση. Στο «Πένθιμο εμβατήριο» έπεισε απόλυτα με το συναισθηματικό βάρος των πιανισμών του σταθερού ρυθμικού βηματισμού, ενώ στο καταληκτικό Presto μάς εξέπληξε με τη λαμπρότητα των αριστοτεχνικά δοσμένων πιανιστικών πυροτεχνημάτων και το αθλητικό σφρίγος των ακραίων επιβραδύνσεων/επιταχύνσεων της φραστικής. Ανταποκρινόμενος με περισσή γενναιοδωρία στον ενθουσιασμό του ακροατηρίου, ο Σιμόν πρόσφερε εκτός προγράμματος το «Σκέρτσο αρ. 1».

* Μια εβδομάδα αργότερα, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων της ΚΟΑ στην Εθνική Πινακοθήκη, ο Στέφανος Νάσος έδωσε ένα ρεσιτάλ με επίκεντρο τον Μπετόβεν (10/11/2009). Η βραδιά ξεκίνησε με την αφιερωμένη στον Χάυδν «Σονάτα αρ. 3». Παρ' ότι είχε στη διάθεσή του ένα θηριώδες «Σταϊνγουέι» -πόσο πιο ταιριαστό στο έργο και την ακουστική του χώρου θα ήταν ένα πιανοφόρτε!- ο πιανίστας έπαιξε με γοργές ταχύτητες και ελεγχόμενες, ακραίες διακυμάνσεις δυναμικής, στεγνό ήχο, σκληρή, καθαρή άρθρωση και κοφτές σωστά χρονισμένες στίξεις. Συμβατικά στομφώδεις εξαγγελίες που εναλλάσσονταν με παραγράφους ανέμελα κελαρυστών πιανισμών, ηχητικό βάρος, μουσικό συντακτικό όλα, ακόμη και το τυπικά μπετοβενικό χιούμορ με το ξάφνιασμα του βιαστικού φινάλε, ήχησαν ταιριαστά στο ύφος και την εποχή της πρώιμης μπετοβενικής σονάτας. Συνειδητά διαφοροποιημένη ήταν η εκτέλεση της ώριμης «Σονάτας αρ.24, έργο 78». Την ερμηνεία όρισε εδώ οικονομία εκφραστικών μεγεθών αισθητά μεγαλύτερου εύρους: η φραστική διέθετε μεγαλύτερο βάρος, η δυναμική εντονότερες αντιθέσεις, η απόδοση της εγκεφαλικής γραφής διέθετε στοχαστικότητα και η ανέλιξη του μουσικού ειρμού έπειθε πως υπάκουε σε μια συνολική οπτική του έργου. Στο δεύτερο μισό της βραδιάς, ο Νάσος πρότεινε μια ανθολογία νεότερων έργων. Ξεκίνησε με την πρώτη ελληνική παρουσίαση του «Περιμένοντας το αεροπλάνο» (1990) του Γιάννη Ψαθά. Ηταν ένα ονειρικό, σύντομο κομμάτι ευανάγνωστης ψυχολογικής θεματικής, βασισμένο σε υπνωτικό μινιμαλιστικό συνεχές επί του οποίου αναδύονταν φευγαλέα σπαράγματα φράσεων και μελωδιών. Ακολούθησε το «Εγκώμιο στον Ραβέλ» (1925) του Αιμίλιου Ριάδη, μια σειρά τριών κομματιών στην οποία ο Θεσσαλονικιός συνθέτης αναπαράγει το ραβελικό πρότυπο μεταλλάσσοντας έσωθεν την ηδυπαθή πτητικότητα του ήχου και την τρυφερότητα της γραφής του προτύπου με αιχμές πυρετώδους δραματικής έντασης. Νευρώδης, δυναμική και λαμπερή, η ερμηνεία του Νάσου υπηρέτησε το μουσικό αυτό «εγκώμιο» υποδειγματικά. Το ρεσιτάλ ολοκληρώθηκε στην ελαφρότερη φλέβα του Ρομαντισμού, με ένα μουσικό κολάζ ευαίσθητων παραθέσεων. Τέσσερα από τα «Δέκα κομμάτια για πιάνο» (1909) του Σιμπέλιους και τέσσερα από τις «Εποχές» (1875-76) του Τσαϊκόφσκι δόθηκαν εναλλάξ, με άνεση και σωστή αίσθηση του ειδικού βάρους εκάστου, συνθέτοντας μιαν ακολουθία προοδευτικά όλο και πιο φωτεινών διαθέσεων. *

No comments: