«Είμαστε δύο παχουλές γυναίκες, σαν πίνακας εκείνων των υπέροχων εποχών που τα παραπανίσια κιλά σήμαιναν ζωή, θηλυκότητα και ευμάρεια. Αντιθέτως σήμερα περιοριζόμαστε στα μαύρα, μπας και καταφέρουμε να κρύψουμε αυτό που περισσεύει», λέει η Τάνια Τσανακλίδου για την ιδέα της φωτογράφησης. |
Ούτε η ίδια η Τάνια Τσανακλίδου δεν περίμενε πως ένα ζευγάρι παπούτσια αλλά κι ένα ντοκιμαντέρ που είδε στην τηλεόραση για τη ζωή του Μάνου Χατζιδάκι θα την «ξεκουνούσαν» από την παύση του τελευταίου χρόνου. «Οταν είδα το ντοκιμαντέρ είπα: "ορίστε, υπάρχουν τραγούδια για τα οποία αξίζει τον κόπο να δουλεύεις". Κι όταν αγόρασα τις γόβες είπα: "άντε, τώρα, να δω πού θα τις φορέσω"».
Παλεύοντας με τον χρόνο που περνά, τη φθορά, ενίοτε και τη θλίψη που προκαλεί, αλλά έχοντας εξασφαλίσει μια πολύτιμη και σπάνια αυτονομία, η Τσανακλίδου ετοίμασε όχι μόνο το πρόγραμμα αλλά και το ντεκόρ του μαγαζιού. «Βάλαμε μια φτηνιάρικη αλλά καλόγουστη μαύρη κουρτίνα, γύρισα στα παλιατζίδικα, βρήκα ένα παλιακό, ξυλόγλυπτο ανάκλιντρο που ντύσαμε με φούξια ύφασμα -για να ταιριάζει με τις γόβες. Κούκλα έγινε το μαγαζί. Ούτε φράγκα ούτε γκλαμουριά. Μόνο καλό γούστο και μεράκι».
Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 9 και 30 νταν ανεβαίνει στη σκηνή. Ακριβώς δύο ώρες μετά, το πρόγραμμα έχει τελειώσει. «Με κουράζει το ξενύχτι, δεν αντέχω να δουλεύω Σαββατοκύριακα», δικαιολογείται. Με συνήθειες, λοιπόν, που έχει καθιερώσει τα τελευταία χρόνια κι έχοντας παρέα της τη Μάρθα Φριντζήλα, τον ακορντεονίστα Παναγιώτη Τσεβά και τον πιανίστα Τάκη Φαραζή επιστρέφει στο γνώριμο «Μετρό». Συγχρόνως δουλεύει αραιά και πού κάποια νέα τραγούδια με τον Δημήτρη Καμαρωτό και τον Μιχάλη Δέλτα, αδημονεί για τη στιγμή που επιτέλους θα πραγματοποιήσει το όνειρο ενός ροκ καμπαρέ και μας μιλά για όσα τη συγκινούν ακόμα.
ΤΙ Θ' ΑΚΟΥΣΟΥΜΕ ΣΤΟ «ΜΕΤΡΟ»: «Κομμάτια αγαπημένα αλλά και μερικά που έχω να πω 35 χρόνια: του Λάγιου, του Λεοντή, τον "Τσε Γκεβάρα" και το "Σε ψάχνω" του Λοΐζου, τον "Κύριο Μενεξέ", τη "Λίμνη" της Καραΐνδρου, το "Είμαι αητός χωρίς φτερά" (μόνο πιάνο φωνή), το "Αντίο δρόμοι του Βερολίνου" σε μπλουζ εκτέλεση. Απολύτως ειδικό πρόγραμμα: αν κάποιος θέλει να βγει για να κάνει κέφι, ας μην έρθει. Προέχει να θεραπευτούμε, γιατί αλλιώς γλεντάμε με τρόπο υστερικό. Βλέπεις τα Σάββατα ανθρώπους που πρέπει να γίνουν τύφλα για να "αποδεσμευτούν" από όσα τους κυνηγούν μέσα στην εβδομάδα: τον μαλάκα προϊστάμενό τους, την τράπεζα, τη σύζυγο, την αγωνία για το αύριο. Η διασκέδαση έχει γίνει απλώς ένα δωμάτιο -μπαίνεις, ξεδίνεις και φεύγεις. Ενας από τους λόγους που εδώ και χρόνια παίζω μόνο Δευτέρα και Τρίτη είναι γιατί θέλω να απέχω από τη χυδαιότητα του Σαββατοκύριακου».
ΤΑ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΑ ΠΕΘΑΝΑΝ: «Η ύφεσή τους συνδέεται άμεσα με την οικονομική κρίση. Οι πίστες ήταν για χρόνια οι χώροι επίδειξης και κόντρας των νεόπλουτων: άνθρωποι που "μετράνε" την αξία τους ανάλογα με το πού θα βάλει το αυτοκίνητό τους ο παρκαδόρος και πώς θα φανεί από το σηκωμένο μανίκι το ρολόι τους. Τώρα τους κόπηκε η φόρα, και να σου πω ψιλοχαίρομαι με αυτό το γκρέμισμα. Τρέχαμε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στο τίποτα. Ακόμα κι εγώ, που έχω κάποιες αντιστάσεις, έπιασα τον εαυτό μου να ζω με τρόπο χυδαίο και προκλητικό. Τώρα θα καταλάβουμε τι είναι τα 50 ευρώ που τα πετούσαμε για ένα βρακί».
ΤΟ ΝΤΟΥ ΣΤΑ ΘΕΑΤΡΑ: «Δεν έχω ακόμα καταλήξει αν συμφωνώ με τα παιδιά αυτά, παρ' όλο που το 2001 είχαμε αποφασίσει με τον Σίμο Κακκάλα να φτιάξουμε μια τέτοια ομάδα. Θα τη βαφτίζαμε "ιό" και θα πραγματοποιούσαμε εισβολές σε παραστάσεις και μέρη που θεωρούσαμε ότι μας "προσέβαλαν". Μετά το ξανασκέφτηκα, με έπιασε συμπόνια και κατέληξα πως δεν μου ταιριάζει οποιαδήποτε μορφή βίας. Ωστόσο, ονειρεύομαι τη στιγμή που θα αποσυρθώ από το τραγούδι -για να μην πει κανείς ότι αυτοδιαφημίζομαι ως επαναστάτρια- και θα μπορώ να πηγαίνω στα διάφορα πάνελ να γιαουρτώνω διαφόρους».
ΘΥΜΩΣΑ ΜΕ ΤΗ «ΜΗΔΕΙΑ»: «Εικαστικά ήταν άρτια. Αλλά σκυλοβαρέθηκα. Πήγαινα να δω δουλειά του Παπαϊωάννου έχοντας υπ' όψιν τα παλιά χρόνια, που πραγματικά με είχαν συγκινήσει. Και δυστυχώς είδα ένα παγερό θέαμα σε μια πολυτελή αίθουσα για γκλάμουρ πελάτες. Παγιδεύτηκε στη γοητεία της εικόνας και παρουσίασε κάτι τόσο τραγικό χωρίς ίχνος συναισθήματος. Δεν αμφιβάλλω πως για το σαχλό κοινό της τηλεόρασης είναι σημαντικό να δει τη "Μήδεια", αλλά εμένα δεν μου λέει τίποτα».
ΟΧΙ ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΡΟΚΑΜΑΤΟ: «Αγόρασα πρόσφατα τη Μόνικα και πολύ με συγκίνησε αυτό το πλάσμα που σκίζει με τραγούδια που έγραψε η ίδια. Αν δεν ξεφύγουν οι τραγουδιστές από τη λογική "κάνω ένα δίσκο για να έχω μεροκάματο το βράδυ", δεν πρόκειται να κάνουμε τίποτα».
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ: «Ο χρόνος είναι υπέροχος σύμμαχος, όταν τον ζεις. Οταν τον αφήνεις και περνάει γίνεται ατσάλι που σε τραβά στο βυθό. Στις φάσεις που δεν αγαπάς τη ζωή, ο χρόνος σε τσακίζει. Παρ' όλα αυτά δεν θα μου άρεσε να ξαναγίνω έφηβη ή 20άρα. Αλλά μπορώ να πω σε εκείνους που βρίσκονται μεταξύ 35 και 40, ότι αυτή η πενταετία είναι η μεγαλύτερη γιορτή της ζωής. Εγώ τη γλέντησα πολύ. Πάντα έχουμε μια αίσθηση μεγαλείου για τον εαυτό μας, η οποία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Τα νιάτα είναι η προσωποποίηση της αυτοπεποίθησης. Από τα 40 και μετά με έβαλα στο σεντούκι, για να μην πω στην κατάψυξη. Εξαίρεσα τον εαυτό μου από τον έρωτα, λες και με τιμωρούσα επειδή τα προηγούμενα χρόνια τον είχα χαρεί πολύ».
Η «ΣΕΞΙ» ΦΩΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΑΦΙΣΑΣ: «Μα είναι όντως σέξι; Είμαστε δύο παχουλές γυναίκες, σαν πίνακας εκείνων των υπέροχων εποχών που τα παραπανίσια κιλά σήμαιναν ζωή, θηλυκότητα και ευμάρεια. Αντιθέτως, σήμερα, περιοριζόμαστε στα μαύρα μπας και καταφέρουμε να κρύψουμε αυτό που περισσεύει. Επίσης δεν ξέρω αν το πρόσεξες, αλλά κρατάμε και οι δύο τσιγάρα. Γλεντάμε τους τελευταίους ελεύθερους μήνες πριν από την καπνοαπαγόρευση. Είμαι μεγάλο φουγάρο και θεωρώ ότι το μέτρο αυτό θα με σώσει. Συγχρόνως μου φαίνεται φασιστικό. Αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχουν άνθρωποι που μολύνονται από το τσιγάρο μου, αλλά πριν οδηγηθούν σε εύκολες απαγορεύσεις ας φροντίσουν να φτιάξουν χώρους και για μας που επιμένουμε να βλάπτουμε τον εαυτό μας».
ΤΟ ΑΝΑΤΡΙΧΙΑΣΤΙΚΟ PHOTOSHOP: «Οταν περνά ο χρόνος είναι πράγματι οδυνηρό να βλέπεις μια φωτογραφία σου γκρο πλαν. Εχω τρομάξει πολλές φορές με κοντινά πλάνα μου, αλλά το ότι σοκαρίστηκα με τον εαυτό μου δεν με οδήγησε στη γελοιότητα του photoshop. Κάποτε οι καλοί φωτογράφοι κάλυπταν και αναδείκνυαν ό,τι χρειαζόταν με τον κατάλληλο φωτισμό. Στη σημερινή εποχή της βιασύνης κανείς δεν κάθεται να ασχολείται και να χάνει χρόνο με τα φώτα. Τραβάει κουτουρού. Και μετά, οι ατέλειες μιας κακής φωτογραφίας φτιάχνουν στο κομπιούτερ τέρατα. Ελα όμως που πατάνε στο ναρκισσισμό μας... Δεν έχω αντίρρηση να θέλεις να παρουσιάζεις μια βελτιωμένη εικόνα του εαυτού σου, αλλά αυτή η παραμόρφωση είναι απάνθρωπη. Και η ρυτίδα έχει συναίσθημα».
ΟΙ ΚΑΗΜΕΝΟΙ ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ: «Συνδέσαμε το συναίσθημα με την αδυναμία και ξεχάσαμε πως μόνο εκείνος που έχει ψυχική δύναμη μπορεί να ζει τη ζωή. Δες και τους άντρες, έχουν πειστεί πως για να είναι αποδεκτοί πρέπει να μοιάζουν με τα αγόρια στα περιοδικά. Γι' αυτό και τους βλέπεις όλους ίδιους και... ξυρισμένους. Τι κακό κι αυτό; Δεν αφήνουν τρίχα για τρίχα. Κατά τη γνώμη μου όλοι οι άνθρωποι έχουνε δύο πλευρές: τη γυναικεία και την αντρική. Η κοινωνία μάς μεγαλώνει έτσι που τα αγόρια πρέπει να κοιτούν μόνο την αντρική τους πλευρά και οι γυναίκες μόνο τη θηλυκή. Με τη δυναμική είσοδο των γυναικών στην εργασία αρχίσανε τα αντρικά μας χαρακτηριστικά να συνυπάρχουν με τα γυναικεία. Τώρα ήρθε και η σειρά των καημένων των αντρών...».
Παλεύοντας με τον χρόνο που περνά, τη φθορά, ενίοτε και τη θλίψη που προκαλεί, αλλά έχοντας εξασφαλίσει μια πολύτιμη και σπάνια αυτονομία, η Τσανακλίδου ετοίμασε όχι μόνο το πρόγραμμα αλλά και το ντεκόρ του μαγαζιού. «Βάλαμε μια φτηνιάρικη αλλά καλόγουστη μαύρη κουρτίνα, γύρισα στα παλιατζίδικα, βρήκα ένα παλιακό, ξυλόγλυπτο ανάκλιντρο που ντύσαμε με φούξια ύφασμα -για να ταιριάζει με τις γόβες. Κούκλα έγινε το μαγαζί. Ούτε φράγκα ούτε γκλαμουριά. Μόνο καλό γούστο και μεράκι».
Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 9 και 30 νταν ανεβαίνει στη σκηνή. Ακριβώς δύο ώρες μετά, το πρόγραμμα έχει τελειώσει. «Με κουράζει το ξενύχτι, δεν αντέχω να δουλεύω Σαββατοκύριακα», δικαιολογείται. Με συνήθειες, λοιπόν, που έχει καθιερώσει τα τελευταία χρόνια κι έχοντας παρέα της τη Μάρθα Φριντζήλα, τον ακορντεονίστα Παναγιώτη Τσεβά και τον πιανίστα Τάκη Φαραζή επιστρέφει στο γνώριμο «Μετρό». Συγχρόνως δουλεύει αραιά και πού κάποια νέα τραγούδια με τον Δημήτρη Καμαρωτό και τον Μιχάλη Δέλτα, αδημονεί για τη στιγμή που επιτέλους θα πραγματοποιήσει το όνειρο ενός ροκ καμπαρέ και μας μιλά για όσα τη συγκινούν ακόμα.
ΤΙ Θ' ΑΚΟΥΣΟΥΜΕ ΣΤΟ «ΜΕΤΡΟ»: «Κομμάτια αγαπημένα αλλά και μερικά που έχω να πω 35 χρόνια: του Λάγιου, του Λεοντή, τον "Τσε Γκεβάρα" και το "Σε ψάχνω" του Λοΐζου, τον "Κύριο Μενεξέ", τη "Λίμνη" της Καραΐνδρου, το "Είμαι αητός χωρίς φτερά" (μόνο πιάνο φωνή), το "Αντίο δρόμοι του Βερολίνου" σε μπλουζ εκτέλεση. Απολύτως ειδικό πρόγραμμα: αν κάποιος θέλει να βγει για να κάνει κέφι, ας μην έρθει. Προέχει να θεραπευτούμε, γιατί αλλιώς γλεντάμε με τρόπο υστερικό. Βλέπεις τα Σάββατα ανθρώπους που πρέπει να γίνουν τύφλα για να "αποδεσμευτούν" από όσα τους κυνηγούν μέσα στην εβδομάδα: τον μαλάκα προϊστάμενό τους, την τράπεζα, τη σύζυγο, την αγωνία για το αύριο. Η διασκέδαση έχει γίνει απλώς ένα δωμάτιο -μπαίνεις, ξεδίνεις και φεύγεις. Ενας από τους λόγους που εδώ και χρόνια παίζω μόνο Δευτέρα και Τρίτη είναι γιατί θέλω να απέχω από τη χυδαιότητα του Σαββατοκύριακου».
ΤΑ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΑ ΠΕΘΑΝΑΝ: «Η ύφεσή τους συνδέεται άμεσα με την οικονομική κρίση. Οι πίστες ήταν για χρόνια οι χώροι επίδειξης και κόντρας των νεόπλουτων: άνθρωποι που "μετράνε" την αξία τους ανάλογα με το πού θα βάλει το αυτοκίνητό τους ο παρκαδόρος και πώς θα φανεί από το σηκωμένο μανίκι το ρολόι τους. Τώρα τους κόπηκε η φόρα, και να σου πω ψιλοχαίρομαι με αυτό το γκρέμισμα. Τρέχαμε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στο τίποτα. Ακόμα κι εγώ, που έχω κάποιες αντιστάσεις, έπιασα τον εαυτό μου να ζω με τρόπο χυδαίο και προκλητικό. Τώρα θα καταλάβουμε τι είναι τα 50 ευρώ που τα πετούσαμε για ένα βρακί».
ΤΟ ΝΤΟΥ ΣΤΑ ΘΕΑΤΡΑ: «Δεν έχω ακόμα καταλήξει αν συμφωνώ με τα παιδιά αυτά, παρ' όλο που το 2001 είχαμε αποφασίσει με τον Σίμο Κακκάλα να φτιάξουμε μια τέτοια ομάδα. Θα τη βαφτίζαμε "ιό" και θα πραγματοποιούσαμε εισβολές σε παραστάσεις και μέρη που θεωρούσαμε ότι μας "προσέβαλαν". Μετά το ξανασκέφτηκα, με έπιασε συμπόνια και κατέληξα πως δεν μου ταιριάζει οποιαδήποτε μορφή βίας. Ωστόσο, ονειρεύομαι τη στιγμή που θα αποσυρθώ από το τραγούδι -για να μην πει κανείς ότι αυτοδιαφημίζομαι ως επαναστάτρια- και θα μπορώ να πηγαίνω στα διάφορα πάνελ να γιαουρτώνω διαφόρους».
ΘΥΜΩΣΑ ΜΕ ΤΗ «ΜΗΔΕΙΑ»: «Εικαστικά ήταν άρτια. Αλλά σκυλοβαρέθηκα. Πήγαινα να δω δουλειά του Παπαϊωάννου έχοντας υπ' όψιν τα παλιά χρόνια, που πραγματικά με είχαν συγκινήσει. Και δυστυχώς είδα ένα παγερό θέαμα σε μια πολυτελή αίθουσα για γκλάμουρ πελάτες. Παγιδεύτηκε στη γοητεία της εικόνας και παρουσίασε κάτι τόσο τραγικό χωρίς ίχνος συναισθήματος. Δεν αμφιβάλλω πως για το σαχλό κοινό της τηλεόρασης είναι σημαντικό να δει τη "Μήδεια", αλλά εμένα δεν μου λέει τίποτα».
ΟΧΙ ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΡΟΚΑΜΑΤΟ: «Αγόρασα πρόσφατα τη Μόνικα και πολύ με συγκίνησε αυτό το πλάσμα που σκίζει με τραγούδια που έγραψε η ίδια. Αν δεν ξεφύγουν οι τραγουδιστές από τη λογική "κάνω ένα δίσκο για να έχω μεροκάματο το βράδυ", δεν πρόκειται να κάνουμε τίποτα».
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ: «Ο χρόνος είναι υπέροχος σύμμαχος, όταν τον ζεις. Οταν τον αφήνεις και περνάει γίνεται ατσάλι που σε τραβά στο βυθό. Στις φάσεις που δεν αγαπάς τη ζωή, ο χρόνος σε τσακίζει. Παρ' όλα αυτά δεν θα μου άρεσε να ξαναγίνω έφηβη ή 20άρα. Αλλά μπορώ να πω σε εκείνους που βρίσκονται μεταξύ 35 και 40, ότι αυτή η πενταετία είναι η μεγαλύτερη γιορτή της ζωής. Εγώ τη γλέντησα πολύ. Πάντα έχουμε μια αίσθηση μεγαλείου για τον εαυτό μας, η οποία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Τα νιάτα είναι η προσωποποίηση της αυτοπεποίθησης. Από τα 40 και μετά με έβαλα στο σεντούκι, για να μην πω στην κατάψυξη. Εξαίρεσα τον εαυτό μου από τον έρωτα, λες και με τιμωρούσα επειδή τα προηγούμενα χρόνια τον είχα χαρεί πολύ».
Η «ΣΕΞΙ» ΦΩΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΑΦΙΣΑΣ: «Μα είναι όντως σέξι; Είμαστε δύο παχουλές γυναίκες, σαν πίνακας εκείνων των υπέροχων εποχών που τα παραπανίσια κιλά σήμαιναν ζωή, θηλυκότητα και ευμάρεια. Αντιθέτως, σήμερα, περιοριζόμαστε στα μαύρα μπας και καταφέρουμε να κρύψουμε αυτό που περισσεύει. Επίσης δεν ξέρω αν το πρόσεξες, αλλά κρατάμε και οι δύο τσιγάρα. Γλεντάμε τους τελευταίους ελεύθερους μήνες πριν από την καπνοαπαγόρευση. Είμαι μεγάλο φουγάρο και θεωρώ ότι το μέτρο αυτό θα με σώσει. Συγχρόνως μου φαίνεται φασιστικό. Αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχουν άνθρωποι που μολύνονται από το τσιγάρο μου, αλλά πριν οδηγηθούν σε εύκολες απαγορεύσεις ας φροντίσουν να φτιάξουν χώρους και για μας που επιμένουμε να βλάπτουμε τον εαυτό μας».
ΤΟ ΑΝΑΤΡΙΧΙΑΣΤΙΚΟ PHOTOSHOP: «Οταν περνά ο χρόνος είναι πράγματι οδυνηρό να βλέπεις μια φωτογραφία σου γκρο πλαν. Εχω τρομάξει πολλές φορές με κοντινά πλάνα μου, αλλά το ότι σοκαρίστηκα με τον εαυτό μου δεν με οδήγησε στη γελοιότητα του photoshop. Κάποτε οι καλοί φωτογράφοι κάλυπταν και αναδείκνυαν ό,τι χρειαζόταν με τον κατάλληλο φωτισμό. Στη σημερινή εποχή της βιασύνης κανείς δεν κάθεται να ασχολείται και να χάνει χρόνο με τα φώτα. Τραβάει κουτουρού. Και μετά, οι ατέλειες μιας κακής φωτογραφίας φτιάχνουν στο κομπιούτερ τέρατα. Ελα όμως που πατάνε στο ναρκισσισμό μας... Δεν έχω αντίρρηση να θέλεις να παρουσιάζεις μια βελτιωμένη εικόνα του εαυτού σου, αλλά αυτή η παραμόρφωση είναι απάνθρωπη. Και η ρυτίδα έχει συναίσθημα».
ΟΙ ΚΑΗΜΕΝΟΙ ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ: «Συνδέσαμε το συναίσθημα με την αδυναμία και ξεχάσαμε πως μόνο εκείνος που έχει ψυχική δύναμη μπορεί να ζει τη ζωή. Δες και τους άντρες, έχουν πειστεί πως για να είναι αποδεκτοί πρέπει να μοιάζουν με τα αγόρια στα περιοδικά. Γι' αυτό και τους βλέπεις όλους ίδιους και... ξυρισμένους. Τι κακό κι αυτό; Δεν αφήνουν τρίχα για τρίχα. Κατά τη γνώμη μου όλοι οι άνθρωποι έχουνε δύο πλευρές: τη γυναικεία και την αντρική. Η κοινωνία μάς μεγαλώνει έτσι που τα αγόρια πρέπει να κοιτούν μόνο την αντρική τους πλευρά και οι γυναίκες μόνο τη θηλυκή. Με τη δυναμική είσοδο των γυναικών στην εργασία αρχίσανε τα αντρικά μας χαρακτηριστικά να συνυπάρχουν με τα γυναικεία. Τώρα ήρθε και η σειρά των καημένων των αντρών...».
7 - 08/02/2009
No comments:
Post a Comment