Το πρόγραμμα αρχίζει ακριβώς στις 9.30 μ.μ. Ούτε λεπτό παραπάνω. Σε αυτό η Τάνια Τσανακλίδου είναι απόλυτη, χρόνια τώρα, στις παραστάσεις της στο «Μετρό» κάθε Δευτέρα και Τρίτη. Ασκοπα ξενύχτια για την κατανάλωση και μόνο δεν θέλει. Φέτος, υποδέχεται τη Μάρθα Φριτζήλα. Η συνεργασία τους δεν είναι περιστασιακή ούτε για τις ανάγκες της σεζόν. Δηλώνει θαυμάστριά της εδώ και χρόνια.
Τα δύο αγγελάκια των παιδικών μας χρόνων, όπως μας χαμογελούν από την αφίσα που είναι κολλημένη στην πόρτα, έξω από την οδό Κάλβου 83, δεν «ταιριάζουν» με τις δύο κυρίες που, ντυμένες στα μαύρα, μοιάζουν με παραφωνία στον ροζ βινίλ καναπέ ο οποίος δεσπόζει στη σκηνή. Το χρώμα του «βγάζει μάτι», αλλά όταν βλέπεις την Τάνια Τσανακλίδου να ισορροπεί στα ψηλοτάκουνα που έχουν το ίδιο ακριβώς χρώμα, το χαμόγελο βγαίνει αυθόρμητα.
Ο Τάκης Φαραζής στο πιάνο δίνει τον τόνο, από κοντά ο ακορντεονίστας Παναγιώτης Τσεβάς και ύστερα οι δυο τους, σε μια παρτίδα για τέσσερις, που ξεκινάει με τον Χιώτη και συνεχίζεται με τον Δημήτρη Λάγιο και τον Μάνο Χατζιδάκι. Μοιάζει να μην έχει «κόνσεπτ» το πρόγραμμα κι αυτό είναι ευχάριστο σε μια εποχή που για όλα στο τραγούδι υπάρχει στρατηγική, πανομοιότυπα προβλέψιμη. Η έκπληξη εδώ είναι οι επιλογές. Οι μικροί αιφνιδιασμοί που σε κάνουν να ψάχνεις τους εμπνευστές τους. Εκεί που αναρωτιέσαι πώς τους ήρθε ο γαμήλιος σκοπός από το Καστελόριζο, τον οποίο τραγουδά η Φριτζήλα, επιβραβεύεις την ένωσή του με το λιβανέζικο «Για χαμπίμπι» και τον «Ερωτευμένο» που έγραψε ο Βασίλης Mαντζούκης, σύζυγος και συνεργάτης της. Αλλά και η «Περσεφόνη» του Θανάση Παπακωνσταντίνου μοιάζει δική της. Aλλωστε από τη συνεργασία μαζί του απέκτησε τόσο φανατικό κοινό στο τραγούδι, στους Kubara project –το συγκρότημά της– και βέβαια στο θέατρο.
- Κρίση ηλικίας
Η Τάνια Τσανακλίδου την παρακολουθεί κάνοντας στη ζούλα ένα τσιγάρο. Ψιθυρίζει τα λόγια, την τονώνει, μιλάει για τα ταλέντα της μικρής Mάρθας από την Ελευσίνα και γειτόνισσά της στο Παγκράτι. Ακομπλεξάριστη αστειεύεται για την κρίση της ηλικίας που περνά και όταν ανεβαίνει στη σκηνή διχάζει όσους την ακούμε στο απογυμνωμένο φέτος «Μαμά γερνάω». «Φτάνει ο θρήνος» μας προειδοποιεί αλλά την «παίρνουν τα ζουμιά» στη «Ζελατίνα». Γίνεται συγκινητική στο «Νανούρισμα» του Λεοντή και στον Λοΐζο. Λιτά, με δυο όργανα ξεδιπλώνει το τραγούδι: «Μια φωτογραφία σου ήρθε και σε μένα/ Μια φωτογραφία σου απ’ τα ξένα/ Απ’ αυτές που κρατάν οι φοιτητές/ Απ’ αυτές που ξεσκίζει ο χαφιές. Απ’ αυτές που κρεμάν οι φοιτητές/ Στην καρδιά τους...». Ούτε στόμφος ούτε πατριωτική πόζα. Οι τεχνικοί κάθονται και την προσέχουν, ο Γιώργος Τσατσούλης –χρόνια τώρα στο τιμόνι του Μετρό– επιδοκιμάζει το αποτέλεσμα: «Η Τάνια πάντα είναι έκπληξη», και ο βοηθός δίπλα μου –είναι δεν είναι 30 χρόνων– μονολογεί: «Ανατρίχιασα με αυτό το τραγούδι».
Καμιά τους δεν περνά απαρατήρητη. Είναι ο κώδικας που έχουν, οι επιλογές που τις ένωσαν, η «συνομιλία», η νέα ματιά σε παλιό υλικό, οι ενορχηστρώσεις. Δεν έχει τόση σημασία αν ο «γάμος» θα είναι ισχυρός, όσο ότι το υλικό που παρουσιάζουν και ο τρόπος, με πιάνο και ακορντεόν, σε αυτό το παιχνίδι της μελωδίας και του λόγου έχει φυσικότητα και έκπληξη. Οπως το τραγούδι του Χατζιδάκι από το άλμπουμ «2000 Μ.Χ.». «Δεν μπορώ/ Ο χρόνος φεύγει/ Oχι εγώ…/ Ανέβα πάνω στο λεπτό/ στον λεπτοδείχτη/ Κράτα γερά/ Οι δείχτες σπρώχνουν το λεπτό/ είναι από σίδερο γερό/ δεν τους βαστώ…». Ποιος μας δίνει την ευκαιρία να ακούσουμε τέτοια τραγούδια;
- «Ο χρόνος όταν αγαπάς τη ζωή είναι σύμμαχος»
— Αφορμή για την παράσταση, λέτε πως στάθηκαν τα πρόσφατα γεγονότα που συνέβησαν στην Αθήνα...
— Τ. ΤΣ.: Είχα αποφασίσει να μη δουλέψω. Η Μάρθα, από την άλλη, σκοτωνόταν στη δουλειά αυτή τη σεζόν. Μέσα στην κατάθλιψη λοιπόν και λόγω ηλικίας, με βρίσκουν τα γεγονότα του Δεκεμβρίου στον καναπέ, με παράξενα συναισθήματα. Κάποια στιγμή τρελαίνομαι και κάνω παντού ζάπινγκ. Στέκομαι πάνω σε ένα ντοκιμαντέρ για τον Μάνο Χατζιδάκι. Παρότι είχα να ακούσω μουσική από το καλοκαίρι, εκείνο το βράδυ η μουσική του άνοιξε ένα παράθυρο στο σπίτι μου. Γέμισα οξυγόνο. Σκέφτηκα: μα, ρε γαμώτο, αφού αυτό με λυτρώνει τι κάθομαι στον καναπέ; Τηλεφωνώ εκείνη τη στιγμή στον Φαραζή και τον Τσεβά και τους ρωτάω «είστε να τραγουδήσουμε Χατζιδάκι»; Ηταν το καλύτερό μας. Την τρίτη μέρα ο Τσεβάς προτείνει: «Δεν λέμε και στην κουμπάρα;»... Στη μία το πρωί πήγαμε σπίτι της.
— Μ. ΦΡ.: Μ’ ένα ουίσκι και μια μαστίχα. Τα τελειώσαμε και τα δύο εκείνο το βράδυ. Φέτος, είχα την επανάληψη της «Κατερίνας Ισμαΐλοβα» στο θέατρο του Νέου Κόσμου, τον «Ερωτα» στο «Χώρα», δουλεύω τον «Φορτουνάτο» που θα ανεβεί τον Μάρτιο στο Εθνικό και ετοιμάζω και μια παράσταση με τους Rootless Root για την Μπρατισλάβα. Αλλά είπα «είμαι μέσα». Oμως τραγουδώντας Χατζιδάκι φτάσαμε στον Δημήτρη Λάγιο...
— Αλλά και στον Λεοντή και τον Λοΐζο.
— Μ. ΦΡ.: Κοίτα, όταν η Τάνια μου έβαλε ως όρο να πει στην παράσταση το «Ρολόι στο καπηλειό», του Χατζιδάκι είπα από εκεί ξεκινάμε. Oλα τα άλλα είναι εύκολα.
— Υπάρχουν κάποια «άτυχα» τραγούδια. Δεν τα ακούμε συχνά κι άλλα που από τη συχνή χρήση αποδυναμώνεται η σημασία τους. Αυτό το νιώθει και το κοινό;
— Μ. ΦΡ.: Οταν ακούω κάτι και το νιώθω ζωντανό δεν σκέφτομαι έτσι. Θα το πω κι ας είναι και του 1800. Η δουλειά μας είναι να ξανασυστήσουμε αυτό το υλικό. Τα τραγούδια που λέμε σπίτι μας, που τα δουλεύουμε μόνοι.
— Τ. ΤΣ.: Αυτό το ντουέτο του Μ. Χατζιδάκι, «Το ρολόι στο καπηλειό», ήθελα να το πω χρόνια. Με έκαιγε. Κανείς δεν το ήθελε. Το έβλεπαν αντιεμπορικό. Κι εγώ το δούλευα μόνη. Σπίτι. Η αίσθηση ήταν ωραία. Αλλωστε τα ακριβά πράγματα δεν τα βγάζουμε στο πεζοδρόμιο ούτε στον πάγκο. Τα κρατάμε σαν μυστικά μέσα μας και τα μοιραζόμαστε όταν βρούμε τον κατάλληλο άνθρωπο.
— Μ. ΦΡ.: Aτυχα δεν είναι αυτά τα τραγούδια, αλλά εκείνα που πολυακούστηκαν κι έχασαν το νόημά τους. Δεν μπορώ να ακούω άλλο το «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας». Τρελαίνομαι. Είναι δυνατόν ένα τόσο ακριβό τραγούδι να παίζεται από ανθρώπους που δεν το αγαπούν;
— Πολυτραγουδισμένο κομμάτι του Λοΐζου είναι και το «Τσε Γκεβάρα», ωστόσο εδώ το ανακαλύπτουμε εκ νέου. Τι σημαίνει για σας σήμερα;
— Τ. ΤΣ.: Η επανάσταση που έχασε η γενιά μου, η ήττα μας αλλά και το ότι δεν το βάζω κάτω. Παλεύω με νύχια και με δόντια να μείνω ζωντανή, θέλω λοιπόν να ξανασυζητήσουμε το θέμα, δεν το έχω εγκαταλείψει.
— Μ. ΦΡ.: Για μένα είτε έλεγε Τσε Γκεβάρα είτε Δον Κιχώτη θα ήταν το ίδιο. Κάθε εποχή χρειάζεται έναν ήρωα. Eναν ήρωα που να πιστεύει σ’ ένα πολύ μεγάλο ιδανικό.
— Τ. ΤΣ.: Να τι μας ενώνει: ότι σ’ ένα τραγούδι εννοούμε και την οξεία και την περισπωμένη. Ο λόγος για μας είναι σημαντικός. Αυτό μπορεί να δώσει στα τραγούδια τη δύναμή τους.
— Οι κινητοποιήσεις των παιδιών στην Αθήνα σας σήκωσαν από τον καναπέ, όμως τι νιώσατε ακριβώς;
— Τ. ΤΣ.: Με αυτή τη μίνι εξέγερση που έγινε και ήταν άναρθη, ένιωσα πως αν είχαν έναν ήρωα, η κινητοποίησή τους θα είχε και λόγο. Αυτό μας λείπει. Δεν έχουμε έναν ήρωα να πιστέψουμε. Iσως γι’ αυτό είχα αυτή την έντονη ανάγκη να ακούσω τον Τσε.
— Μ. ΦΡ.: Οτιδήποτε μας κουνάει από τη θέση μας είναι καλό. Κάθε ταραχή έχει μια ηδονή και αυτή είναι για όλους. Οι καλλιτέχνες, βέβαια, είμαστε η τελευταία τρύπα του ζουρνά. Στην άκρη πάντα.
— Τ. ΤΣ.: Διαφωνώ, Μάρθα. Ενας καλλιτέχνης οφείλει να εμπνεύσει. Αλλιώς είμαστε αποκλειστικά του μεροκάματου. Κοιτάμε μόνο πόσα φέτος, πόσα του χρόνου.
— Μ. ΦΡ.: Αυτό λέω. Οτι το τραγούδι «Τσε Γκεβάρα» δεν είναι για να σηκώσει εσένα από τον καναπέ. Εσύ έτσι κι αλλιώς την έπαθες τη βλάβη. Το θέμα είναι να κινητοποιήσει αυτόν που βολεύτηκε. Οι καλλιτέχνες είναι πάντα εκκρεμείς.
— Υπάρχουν και πολλοί βολεμένοι.
— Μ. ΦΡ.: Καλλιτέχνες εννοώ. Με την έννοια της λέξης.
— Το «Μαμά γερνάω» ακούγεται σαν να βγαίνει από μουσικό κουτί. Γιατί του αφαιρέσατε τον λυγμό;
— Τ. ΤΣ.: Είχα την ανάγκη να του βγάλω τη θρηνωδία. Νομίζω ότι έτσι γίνεται πιο σημαντικό.
— Ντρέπεστε που κλαίτε στη σκηνή;
— Τ. ΤΣ.: Καθόλου. Είδες στο επόμενο τραγούδι έβαλα τα κλάματα. Δεν φοβάμαι την έκθεση. Αντίθετα, με γοητεύει και με ελευθερώνει. Αισθάνομαι πως όταν αποφορτίζεις το πολύ συναίσθημα και αφήνεις την αλήθεια και τη σιωπή να μιλήσουν, είναι πιο δυνατό. Αυτό το τραγούδι είναι δυνατό από μόνο του, δεν είναι η ερμηνεία που το κάνει ισχυρό.
— Σας παιδεύει ο χρόνος;
— Τ. ΤΣ.: Είναι και η ηλικία. Είμαι τραυματισμένη απ’ αυτήν. Δεν το κρύβω. Εχω μια εμμονή με τον χρόνο. Γι’ αυτό και η παράσταση ασχολείται μαζί του. Ο χρόνος όταν αγαπάς τη ζωή είναι φίλος και σύμμαχος. Οταν δεν την αγαπάς είναι διώκτης. Εγώ τώρα θέλω από διώκτη να κάνω τον χρόνο πάλι φιλαράκι. Αυτό προσπαθώ και με την παράσταση.
— Μ. ΦΡ.: Ο χρόνος είναι υποκειμενική έννοια. Αν της δίνεις σημασία σού δίνει κι αυτή. Οπότε δεν δίνω σημασία. Ξέρω ότι αν περνάω καλά, περνάει ωραία ο χρόνος. Οπως ξέρω ότι δεν μπορώ να μετρήσω μια στιγμή. Oταν περιμένω τον άντρα μου δεν περνάει ο χρόνος. Μπορεί να αργήσει πέντε λεπτά κι εγώ να νομίζω ότι είναι πέντε ώρες.
— Τ. ΤΣ.: Καλά κάνεις και δεν τον υπολογίζεις. Θα έρθει όμως να σου χτυπήσει την πόρτα.
— Η οικονομική κρίση της αγοράς έχει δώσει παντού σήματα. Από τη δισκογραφία μέχρι τα live. Σας φοβίζει;
— Τ. ΤΣ. Η Μάρθα δεν έχει δικό της αυτοκίνητο κι εγώ έχω νοικιασμένο.
— Μ. ΦΡ.: Oταν τα πράγματα πιέζουν γύρω μας είναι καιρός να ανθίσει η τέχνη.
— Τ. ΤΣ.: Kαταρρέει το σύστημα που μας έλεγε πως άμα είμαστε φραγκάτοι είμαστε κι ευτυχισμένοι. Από τη στιγμή που τα φράγκα δεν έφεραν την ευτυχία που τόσο ποθούσαμε, νομίζω ότι θα την αναζητήσουμε εκεί που πράγματι βρίσκεται: στη στιγμή και στην καθημερινότητά μας.
- Της Γιωτας Συκκα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 08/02/2009
No comments:
Post a Comment