Βουτάει στο έθνικ με την ίδια ευκολία που τραγουδάει δημοτικά, λαϊκά, έντεχνα. Η Ελένη Βιτάλη επιστρέφει στα live, χωρίς ποτέ να έχει φύγει, όπως λέει.
Βραδάκι. Δυο μετανάστες έχουν κολλήσει τα αυτιά τους στη βαριά πόρτα του θρυλικού «Κύτταρου», Αχαρνών και Ηπείρου γωνία. Από μέσα γλιστράει ένας λυγμός. «Μακριά μου να φύγεις» και ο αμανές μοιάζει να βγαίνει από ανθρώπινο ηχείο. Περνώ την πόρτα διακριτικά. Η Ελένη Βιτάλη με τον Χάιγκ Γιατζιτζιάν επί σκηνής σε πρόβα.
Μέσα στα γυρίσματα της φωνής της συμπυκνώνονται τέσσερις δεκαετίες στο ελληνικό τραγούδι και σε όλες του τις εκδοχές. Πάνε χρόνια που ακολουθούσε το θρυλικό της σόι, την οικογένεια Λαβίδα με τ΄ όνομα, στα πανηγύρια όλης της Ελλάδας, έπαιζε ντέφι, μάζευε τη «χαρτούρα» στη θήκη του κλαρίνου, κρατούσε τη σειρά του χορού κι έλεγε και μερικά τραγούδια. Κι όλα αυτά μόλις στα 14 χρόνια της.
«Στο πρώτο πανηγύρι που θα πήγαινα, είχα τόσο μεγάλη χαρά που ειδοποίησα όλες μου τις συμμαθήτριες, αφού ήταν καλοκαιράκι και δεν είχαμε σχολείο. Ήταν στην Παλλήνη, θα τραγουδούσα και θα έπαιζα ντέφι. Πέθανε όμως ο παπάς του χωριού και το πανηγύρι ματαιώθηκε. Ωραία καριέρα ξεκινάω, είπα από μέσα μου, γελώντας».
Με μάνα τραγουδίστρια, πατέρα οργανοπαίχτη και συνθέτη, με δεκάδες συγγενείς μουσικούς, ήταν αναπόφευκτο στο DΝΑ της να περάσει το «πατάρι». «Μεγάλοι, ξένοι μπλουζίστες έρχονταν και φίλαγαν τα χέρια του πατέρα μου, του Τάκη Λαβίδα, και του κορυφαίου κλαριντζή Τάσου Χαλκιά. Κάπου τότε κατάλαβα τη διαφορά του καλλιτέχνη και του απλού μουσικού». Αν η καριέρα της Ελένης Βιτάλη μοιάζει με αλυσίδα, ένας κρίκος είναι το «κεφάλαιο» Αλέκος Πατσιφάς. «Η κόντρα ήταν έντονη. Απ΄ τα πανηγύρια, να πας σε ένα αντίθετο πράγμα... Για σκέψου, από τσάμικα να πεις το “Άι γαρούφαλό μου”». Μετά έρχονται οι μεγάλες της λαϊκές επιτυχίες με Νικολόπουλο και Σούκα και ο κόσμος προσκυνάει κυριολεκτικά το όμορφο κορίτσι με τα σαρκώδη χείλια και τον ασύγκριτο λυγμό.
Βραδάκι. Δυο μετανάστες έχουν κολλήσει τα αυτιά τους στη βαριά πόρτα του θρυλικού «Κύτταρου», Αχαρνών και Ηπείρου γωνία. Από μέσα γλιστράει ένας λυγμός. «Μακριά μου να φύγεις» και ο αμανές μοιάζει να βγαίνει από ανθρώπινο ηχείο. Περνώ την πόρτα διακριτικά. Η Ελένη Βιτάλη με τον Χάιγκ Γιατζιτζιάν επί σκηνής σε πρόβα.
Μέσα στα γυρίσματα της φωνής της συμπυκνώνονται τέσσερις δεκαετίες στο ελληνικό τραγούδι και σε όλες του τις εκδοχές. Πάνε χρόνια που ακολουθούσε το θρυλικό της σόι, την οικογένεια Λαβίδα με τ΄ όνομα, στα πανηγύρια όλης της Ελλάδας, έπαιζε ντέφι, μάζευε τη «χαρτούρα» στη θήκη του κλαρίνου, κρατούσε τη σειρά του χορού κι έλεγε και μερικά τραγούδια. Κι όλα αυτά μόλις στα 14 χρόνια της.
«Στο πρώτο πανηγύρι που θα πήγαινα, είχα τόσο μεγάλη χαρά που ειδοποίησα όλες μου τις συμμαθήτριες, αφού ήταν καλοκαιράκι και δεν είχαμε σχολείο. Ήταν στην Παλλήνη, θα τραγουδούσα και θα έπαιζα ντέφι. Πέθανε όμως ο παπάς του χωριού και το πανηγύρι ματαιώθηκε. Ωραία καριέρα ξεκινάω, είπα από μέσα μου, γελώντας».
Με μάνα τραγουδίστρια, πατέρα οργανοπαίχτη και συνθέτη, με δεκάδες συγγενείς μουσικούς, ήταν αναπόφευκτο στο DΝΑ της να περάσει το «πατάρι». «Μεγάλοι, ξένοι μπλουζίστες έρχονταν και φίλαγαν τα χέρια του πατέρα μου, του Τάκη Λαβίδα, και του κορυφαίου κλαριντζή Τάσου Χαλκιά. Κάπου τότε κατάλαβα τη διαφορά του καλλιτέχνη και του απλού μουσικού». Αν η καριέρα της Ελένης Βιτάλη μοιάζει με αλυσίδα, ένας κρίκος είναι το «κεφάλαιο» Αλέκος Πατσιφάς. «Η κόντρα ήταν έντονη. Απ΄ τα πανηγύρια, να πας σε ένα αντίθετο πράγμα... Για σκέψου, από τσάμικα να πεις το “Άι γαρούφαλό μου”». Μετά έρχονται οι μεγάλες της λαϊκές επιτυχίες με Νικολόπουλο και Σούκα και ο κόσμος προσκυνάει κυριολεκτικά το όμορφο κορίτσι με τα σαρκώδη χείλια και τον ασύγκριτο λυγμό.
ΙΝFΟ: Κάθε Δευτέρα και Τρίτη η Ελένη Βιτάλη στο «Κύτταρο» (Ηπείρου 48 και Αχαρνών, τηλ. 210-8224134). Συμμετέχουν ο Χάιγκ Γιατζιτζιάν και η Αρετή Κετιμέ.
Και κάπου εκεί (1989) έρχεται ο δίσκος «Απέναντι μπαλκόνι» σ΄ ένα εσωστρεφές και έντεχνο πείραμα. «Έγινε κατόπιν έντονων πιέσεων φίλων μου. Ρε συ, αυτά τα τραγούδια που έχεις γράψει εδώ και χρόνια δεν τα κάνεις δίσκο; Τό ΄κανα. Οι αντιθέσεις βέβαια ήταν μεγάλες. Σκέψου ότι την ίδια περίοδο με τον δίσκο είχα ήδη κλείσει δουλειά στο κέντρο “Νταλίκες”. Δύο κόσμοι. Οι παραγωγοί, οι φίλοι είχαν μπερδευτεί, δεν ήμασταν έτοιμοι να δεχθούμε τα πάντα. Κάποια τραγούδια απ΄ αυτό τον δίσκο τα είπε ο Σφακιανάκης κι έγινε της τρελής», συμπληρώνει.
Γιατί απέχεις κατά καιρούς;
«Εγώ δεν έφυγα ποτέ. Υπάρχουν κι άλλα πράγματα. Έχασα ήδη ένα με γάλο κομμάτι της ζωής μου σε σχέση με τον γιο μου απ΄ τη δουλειά. Θες να κάνεις καριέρα; Μα, υπάρχει μεγαλύτερη καριέρα απ΄ το να μεγαλώσεις το παιδί σου; Εξάλλου, όλοι αυτοί που είναι κάθε μέρα στην τηλεόραση δεν απέχουν; Γιατί να αισθάνομαι ότι απέχω όταν όλοι αυτοί που “συμμετέχουν” απέχουν απ΄ την πραγματικότητα;»
Έχεις μια μεγάλη ευκολία να περνάς από το ένα είδος μουσικής στο άλλο. Πώς τα καταφέρνεις;
«Μόνο με ευκολία δεν γίνεται. Πολλοί νέοι σήμερα βιάζονται. Θέλουν γρήγορα αποτελέσματα. Πες κορίτσι μου το “αρνάκι άσπρο και παχύ” πρώτα. Εγώ ξεκίνησα 14 ετών. Τι να έκανα; Να παρίστανα τον μάγκα στον Τάσο Χαλκιά, στον Βασίλη Σούκα, στον Λαβίδα, στους μεγάλους του δημοτικού μας τραγουδιού; Περίμε- να. Αφέθηκα κι έκανα τη δουλειά μου. Κι έτσι όλα κλιμακώθηκαν μόνα τους».
Τι καινούργιο φέρνεις φέτος;
«Τα τραγούδια που αρέσουν σε μένα, στον Ηaig, στην Αρετή Κετιμέ, αυτά λέμε. Δεν έχουμε καθόλου μπουζούκι. Μου αρέσει ο λαμπερός του ήχος αλλά τώρα ήθελα το ειδικό ανατολίτικο παράπονο που βγάζει το ούτι του Χάιγκ. Επίσης, το πιάνο έχει τον ρόλο του μπάσου, επειδή διαλέξαμε να έχουμε λίγα όργανα».
Γιατί απέχεις κατά καιρούς;
«Εγώ δεν έφυγα ποτέ. Υπάρχουν κι άλλα πράγματα. Έχασα ήδη ένα με γάλο κομμάτι της ζωής μου σε σχέση με τον γιο μου απ΄ τη δουλειά. Θες να κάνεις καριέρα; Μα, υπάρχει μεγαλύτερη καριέρα απ΄ το να μεγαλώσεις το παιδί σου; Εξάλλου, όλοι αυτοί που είναι κάθε μέρα στην τηλεόραση δεν απέχουν; Γιατί να αισθάνομαι ότι απέχω όταν όλοι αυτοί που “συμμετέχουν” απέχουν απ΄ την πραγματικότητα;»
Έχεις μια μεγάλη ευκολία να περνάς από το ένα είδος μουσικής στο άλλο. Πώς τα καταφέρνεις;
«Μόνο με ευκολία δεν γίνεται. Πολλοί νέοι σήμερα βιάζονται. Θέλουν γρήγορα αποτελέσματα. Πες κορίτσι μου το “αρνάκι άσπρο και παχύ” πρώτα. Εγώ ξεκίνησα 14 ετών. Τι να έκανα; Να παρίστανα τον μάγκα στον Τάσο Χαλκιά, στον Βασίλη Σούκα, στον Λαβίδα, στους μεγάλους του δημοτικού μας τραγουδιού; Περίμε- να. Αφέθηκα κι έκανα τη δουλειά μου. Κι έτσι όλα κλιμακώθηκαν μόνα τους».
Τι καινούργιο φέρνεις φέτος;
«Τα τραγούδια που αρέσουν σε μένα, στον Ηaig, στην Αρετή Κετιμέ, αυτά λέμε. Δεν έχουμε καθόλου μπουζούκι. Μου αρέσει ο λαμπερός του ήχος αλλά τώρα ήθελα το ειδικό ανατολίτικο παράπονο που βγάζει το ούτι του Χάιγκ. Επίσης, το πιάνο έχει τον ρόλο του μπάσου, επειδή διαλέξαμε να έχουμε λίγα όργανα».
Κάποτε είπες το «Ανοίχτε τα τρελάδικα». Σήμερα λες «Δεν έχει η τρέλα όρια...» στον νέο σου δίσκο. Υπάρχει η μόδα της «τρέλας». Εσύ γιατί με το τελευταίο σου τραγούδι την αποδομείς τόσο και κρούεις τον κώδωνα του κινδύνου;
«Το ΄νιωσα και το ΄πα. Σε όλους αρέσει να τους λένε τρελούς. Δεν είναι όμως απλά τα πράγματα. Σ΄ ένα είδος κοινοβίου - όπου διάφοροι άνθρωποι ψάχναμε τα κομμάτια μας- γνώρισα έναν μεγάλο μουσικό που είχε τρελαθεί κλινικά. Ρε, τι κάνουμε, είπα. Δεν έχει πλάκα αυτό, θεώρησα χρέος μου να το μοιραστώ».
«Το ΄νιωσα και το ΄πα. Σε όλους αρέσει να τους λένε τρελούς. Δεν είναι όμως απλά τα πράγματα. Σ΄ ένα είδος κοινοβίου - όπου διάφοροι άνθρωποι ψάχναμε τα κομμάτια μας- γνώρισα έναν μεγάλο μουσικό που είχε τρελαθεί κλινικά. Ρε, τι κάνουμε, είπα. Δεν έχει πλάκα αυτό, θεώρησα χρέος μου να το μοιραστώ».
«Έντεχνο είναι το κουλτουριάρικο»
Υπάρχει σήμερα έντεχνο και λαϊκό; Και αν ναι, πώς τα ορίζει η Ελένη Βιτάλη;
«Έντεχνο είναι το κουλτουριάρικο. Έντεχνο είναι να κάνουμε εδώ μια παράξενη νότα, κι ας σου σπάει εσένα τα τύμπανα. Καμιά φορά είναι και ωραίο, όχι όμως να τα ακούς συνέχεια. Ενώ αντίθετα μπορεί να ακούς συνέχεια τη “Συννεφιασμένη Κυριακή” και να μη βαριέσαι. Είναι σαν την αναπνοή σου. Σε κουράζει ποτέ; Λαϊκό υπάρχει σήμερα, αλλά όχι από πολλούς εκπροσώπους. Ο Σωκράτης Μάλαμας, ας πούμε. Είναι φαινόμενο για την εποχή μας ο στίχος της “Πριγκιπέσας”, άκρως υπαρξιακός. Ό,τι γίνεται μέσα μας, τόσο άμεσα δοσμένο, χωρίς κανένα φιλολογικό στοιχείο. Ούτε πουλάκι, ούτε λουλουδάκι. Μη μας μπερδεύετε, κύριοι. Εμένα με πονάει η ψυχή μου για όλα αυτά που γίνονται γύρω. Άμα ακούσω τα πουκαμισάκια τα αμερικάνικα, θα πάθω μελαγχολία».
«Έντεχνο είναι το κουλτουριάρικο. Έντεχνο είναι να κάνουμε εδώ μια παράξενη νότα, κι ας σου σπάει εσένα τα τύμπανα. Καμιά φορά είναι και ωραίο, όχι όμως να τα ακούς συνέχεια. Ενώ αντίθετα μπορεί να ακούς συνέχεια τη “Συννεφιασμένη Κυριακή” και να μη βαριέσαι. Είναι σαν την αναπνοή σου. Σε κουράζει ποτέ; Λαϊκό υπάρχει σήμερα, αλλά όχι από πολλούς εκπροσώπους. Ο Σωκράτης Μάλαμας, ας πούμε. Είναι φαινόμενο για την εποχή μας ο στίχος της “Πριγκιπέσας”, άκρως υπαρξιακός. Ό,τι γίνεται μέσα μας, τόσο άμεσα δοσμένο, χωρίς κανένα φιλολογικό στοιχείο. Ούτε πουλάκι, ούτε λουλουδάκι. Μη μας μπερδεύετε, κύριοι. Εμένα με πονάει η ψυχή μου για όλα αυτά που γίνονται γύρω. Άμα ακούσω τα πουκαμισάκια τα αμερικάνικα, θα πάθω μελαγχολία».
- Του Δημήτρη Ν. Μανιάτη, ΤΑ ΝΕΑ: Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2009
No comments:
Post a Comment