- Συνέντευξη: Σωκράτης Μάλαμας
Μεσημεράκι, στους πρόποδες της Ακρόπολης, στο ξενοδοχείο που προτιμά όταν έρχεται στην Αθήνα. Εχουμε λίγη ώρα προτού αρχίσουν να φτάνουν οι συνεργάτες του για να φύγουν όλοι μαζί για τον «Ζυγό». Τα λέμε με πολλά τσιγάρα και διπλούς ελληνικούς καφέδες και για τους δύο: μπορεί να παγιδεύομαι στο στερεότυπό μου, αλλά διστάζω να παραγγείλω «γαλλικό» σε μια κουβέντα με τον Σωκράτη Μάλαμα.
Μήπως κι ο ίδιος δεν είναι ένας λαϊκός τραγουδοποιός με σαφή ανατολίτικη καταγωγή, βαρύς και όχι, γλυκόπικρος και με ουσία;
Εμφανίζεστε συνήθως μόνος. Γιατί;
«Κι όμως έχω κάνει συνεργασίες κατά καιρούς. Αλλά είναι λίγοι εκείνοι με τους οποίους θα μπορούσα να μοιραστώ ένα χώρο, να κάνουμε ό,τι θέλουμε και να περνάμε και καλά».
Είστε κατεξοχήν απ' τις περιπτώσεις που έχουν ορκισμένους οπαδούς και λίγους, φανατικούς πολέμιους...
«Μουτζαχεντίν κι απ' τις δύο πλευρές; Είναι πολύ φυσιολογικό. Οπου υπάρχει πραγματικό δόσιμο, από καρδιάς, υπάρχει κι ο αντίλογος. Αντίθετα, θα θεωρούσα πολύ επικίνδυνο το να μην υπάρχουν κάποιοι που να μου λένε "παράτα μας ήσυχους". Θα 'πρεπε, όπως λένε, να εφεύρω τον εχθρό μου».
Κάνετε ένα πρόγραμμα και μετά γυρίζετε στον τόπο σας. Αποφεύγετε να εκτίθεστε πολύ;
«Κάνω τα απολύτως απαραίτητα. Αν παρέβαινα αυτό που θεωρώ ανεκτό για μένα, θ' αρρώσταινα. Η υπερέκθεση αυξάνει τον εγωισμό, δίνει μια ψευδαίσθηση σπουδαιότητας και τελικά βλάπτει την υγεία».
Ο μουσικός πυρήνας σας είναι λαϊκός.
«Εντελώς. Προέρχομαι από το εξαιρετικά χαμηλό υπόστρωμα της λαϊκής βάσης. Μπορεί να μην προτίμησα από τα γεννοφάσκια μου τη λαϊκή μουσική -τη θεωρούσα μουσική των γονιών μου- αλλά επέστρεψα πολύ γρήγορα σ' αυτήν. Μια περίοδο για να επιβιώσω αναγκάστηκα να παίζω σε μαγαζιά πράγματα που ούτε είχα διανοηθεί. Κι όμως από κει άρχισα να ψάχνω το καλό κομμάτι του λαϊκού. Αυτό είναι το στοιχείο μου κι αυτό που με αφήνει να πιω ήσυχα ένα ποτήρι κρασί».
Τι ακούτε στο σπίτι σας;
«Τα πάντα. Ακούω κλασική μουσική, τζαζ, ροκ, λαϊκές μουσικές από όλο τον κόσμο. Οταν όμως ακούω τραγούδια του Τσαουσάκη, τα παλιά του Τσιτσάνη, τα πρώτα του Χιώτη και του Καλδάρα, του Χατζηχρήστου, του Τούντα, του Παπάζογλου, βρίσκομαι σε οικείο περιβάλλον. Σίγουρα δεν είμαι έντεχνος. Εχω γοητευτεί βαθύτατα από τον Χατζιδάκι κι από τον Θεοδωράκη, έχω κλέψει πολλά από αυτούς, αλλά η βάση μου είναι όλοι αυτοί οι τύποι από τον Τσιτσάνη και πίσω».
Τα τραγούδια σας πώς θα τα χαρακτηρίζατε;
«Εχω κάνει τώρα μερικά που θέλω να τα τραγουδήσει μια κυρία από τις παλιότερες. Με ρώτησε τι τραγούδια είναι και δεν ήξερα να της πω. Δεν θέλω να βάζω ταμπέλες».
Σας έχουμε τοποθετήσει πάντως κάτω από την ταμπέλα του έντεχνου.
«Οι ταμπέλες είναι υπηρέτες του διαχωρισμού. Εγώ δεν τα βλέπω έτσι τα πράγματα. Είναι όλα μαζί και ο κόσμος διαλέγει και παίρνει. Κι εμείς έχουμε μεγαλώσει πια για να μπορούμε να λέμε ότι είμαστε μονάχα death metal κι όλοι οι άλλοι σκατά. Οταν είσαι νέος εντάσσεσαι φανατικά σ' ένα είδος. Τότε νομίζεις πως μόνο εσύ κατέχεις την αλήθεια κι όλοι οι άλλοι ζουν στα σκουπίδια. Αργότερα βλέπεις ότι είσαι κι εσύ μέσα στα σκουπίδια. Οπότε ψάχνεις να βρεις έναν τρίτο δρόμο».
Πάτε ακόμα σε σκυλάδικα;
«Πώς δεν πάω! Τις προάλλες σε ένα μαγαζί στην Καρδίτσα άκουσα έναν εξαιρετικό τραγουδιστή, που λέγεται Μίμης Γκιουλέκας. Και το περιβάλλον είχε όλο αυτό του παλαιού λαϊκομάγαζου, που έχει και φτηνιάρικα πράγματα αλλά, την ίδια στιγμή, και πολύ υψηλή έκφραση. Εφυγα γεμάτος».
Υπάρχουν και ωραία τραγούδια που δεν είχαν την τύχη που τους άξιζε, επειδή ντεμπουτάρισαν σε σκυλάδικα;
«Από οπουδήποτε κι αν βγαίνει κάτι αξιόλογο, φαίνεται. Απλώς εμάς μας έμεινε η διαφορά ότι είμαστε οι καλλιτέχνες και οι άλλοι κακοτέχνες. Δεν είναι αλήθεια. Ακούω εξαιρετικούς τραγουδιστές τού υποτιθέμενου άλλου είδους, που κάνουν τη δουλειά τους με ένα ήθος που δεν ακολουθούν οι δήθεν καλλιτεχνίζοντες».
Μια εποχή κουβαλήσατε τη μυθολογία της νύχτας, του ποτού.
«Αυτό με το ποτό... μας κόλλησε ρετσινιά. Εντάξει, καταναλώσαμε αρκετά τη ζωή μας μ' αυτό. Μου θυμίζει, όμως, μια ατάκα που μας είπε ένας γέρος. Ημασταν με τον Παπάζογλου για συναυλίες σε ένα νησί και πρωί πρωί περιμέναμε το πλοίο για να φύγουμε, πίνοντας καφέ και καπνίζοντας. Δίπλα καθόταν αυτός ο γέρος μαζεμένος και, κάποια στιγμή, γυρίζει στον Νίκο και του λέει: "Καπνίζεις, ε; Αφού μπορείς ακόμα και φτύνεις...". Μια εποχή δεν είχαμε αναλογιστεί τι είναι όλα αυτά για τη ζωή μας. Βρεθήκαμε σαν τα μυγάκια που πέφτουν μέσα στο ποτήρι, ξεχνώντας ότι εκτός από το κρασί, υπάρχει κι ο θάνατος. Και τώρα ξαφνικά αρχίσαμε να σκεφτόμαστε τι κάνει το τσιγάρο, τι κάνει το ποτό κι αρχίζουμε να αλλάζουμε τη στάση μας. Αν μπορούμε, βέβαια. Γιατί υπάρχουν κι άνθρωποι που έπεσαν στο οινόπνευμα και στα σκληρά ναρκωτικά -τη μεγαλύτερη αγριότητα που μπορεί να φιλήσει κάποιος στο στόμα- και δεν μπόρεσαν να φύγουν».
Εχουμε ταυτίσει τη δημιουργία βιωματικών καλλιτεχνών με οριακές καταστάσεις.
«Είναι μύθος ότι πρέπει κανείς να χτυπήσει το κεφάλι του για να δημιουργήσει».
Εσείς πώς γράφετε τραγούδια;
«Οπως να 'ναι. Ξέρω γιατί το κάνω -γιατί αυτό είναι το παιχνίδι μου- αλλά δεν ξέρω πώς. Είναι σαν να κάνεις βόλτα σε ένα μεγάλο δάσος. Πηγαίνεις δέκα βήματα, φτάνεις σε αδιέξοδο, γυρνάς, παίρνεις άλλη κατεύθυνση. Κάποια στιγμή βρίσκεις ένα μονοπάτι, πας κι είναι όλα ωραία και καλά, μέχρι που πέφτεις πάνω σε μια αρκούδα. Τρέχεις πίσω... Πας στα τυφλά ανιχνεύοντας γραμμές και δρόμους».
Εχει δηλαδή και τρομακτικές πλευρές η διαδικασία της δημιουργίας;
«Εχει μεγάλη απογοήτευση, μέχρι και κατάθλιψη. Βλέπεις να στενεύουν τα περιθώρια, να προσπαθείς και να μη δημιουργείς τίποτα. Εκεί πρέπει να βρεις το κουράγιο να καθήσεις ήσυχος, να ασχοληθείς με κάτι άλλο και να ξαναπροσπαθήσεις αργότερα, ξέροντας και τότε ότι μπορεί να σου 'ρθει η κατραπακιά. Και να σου 'ρθει, δεν τρέχει τίποτα».
Σκέφτεστε ποτέ τη στιγμή που η έμπνευση δεν θα 'ρχεται πια;
«Πώς δεν τη σκέφτομαι! Μπορεί και να βρίσκομαι ακριβώς σ' αυτό το σημείο. Αν και αυτή την περίοδο τείνω προς την απλοποίηση και τη μετατόπιση του γούστου μου εντελώς προς τις παλιές φόρμες. Αυτό είναι ένα δείγμα ότι ήρθε η ώρα ή να φτιάξω παρόμοια πράγματα με τους παλιότερους ή να σταματήσω τελείως». *
Εμφανίζεστε συνήθως μόνος. Γιατί;
«Κι όμως έχω κάνει συνεργασίες κατά καιρούς. Αλλά είναι λίγοι εκείνοι με τους οποίους θα μπορούσα να μοιραστώ ένα χώρο, να κάνουμε ό,τι θέλουμε και να περνάμε και καλά».
Είστε κατεξοχήν απ' τις περιπτώσεις που έχουν ορκισμένους οπαδούς και λίγους, φανατικούς πολέμιους...
«Μουτζαχεντίν κι απ' τις δύο πλευρές; Είναι πολύ φυσιολογικό. Οπου υπάρχει πραγματικό δόσιμο, από καρδιάς, υπάρχει κι ο αντίλογος. Αντίθετα, θα θεωρούσα πολύ επικίνδυνο το να μην υπάρχουν κάποιοι που να μου λένε "παράτα μας ήσυχους". Θα 'πρεπε, όπως λένε, να εφεύρω τον εχθρό μου».
Κάνετε ένα πρόγραμμα και μετά γυρίζετε στον τόπο σας. Αποφεύγετε να εκτίθεστε πολύ;
«Κάνω τα απολύτως απαραίτητα. Αν παρέβαινα αυτό που θεωρώ ανεκτό για μένα, θ' αρρώσταινα. Η υπερέκθεση αυξάνει τον εγωισμό, δίνει μια ψευδαίσθηση σπουδαιότητας και τελικά βλάπτει την υγεία».
Ο μουσικός πυρήνας σας είναι λαϊκός.
«Εντελώς. Προέρχομαι από το εξαιρετικά χαμηλό υπόστρωμα της λαϊκής βάσης. Μπορεί να μην προτίμησα από τα γεννοφάσκια μου τη λαϊκή μουσική -τη θεωρούσα μουσική των γονιών μου- αλλά επέστρεψα πολύ γρήγορα σ' αυτήν. Μια περίοδο για να επιβιώσω αναγκάστηκα να παίζω σε μαγαζιά πράγματα που ούτε είχα διανοηθεί. Κι όμως από κει άρχισα να ψάχνω το καλό κομμάτι του λαϊκού. Αυτό είναι το στοιχείο μου κι αυτό που με αφήνει να πιω ήσυχα ένα ποτήρι κρασί».
Τι ακούτε στο σπίτι σας;
«Τα πάντα. Ακούω κλασική μουσική, τζαζ, ροκ, λαϊκές μουσικές από όλο τον κόσμο. Οταν όμως ακούω τραγούδια του Τσαουσάκη, τα παλιά του Τσιτσάνη, τα πρώτα του Χιώτη και του Καλδάρα, του Χατζηχρήστου, του Τούντα, του Παπάζογλου, βρίσκομαι σε οικείο περιβάλλον. Σίγουρα δεν είμαι έντεχνος. Εχω γοητευτεί βαθύτατα από τον Χατζιδάκι κι από τον Θεοδωράκη, έχω κλέψει πολλά από αυτούς, αλλά η βάση μου είναι όλοι αυτοί οι τύποι από τον Τσιτσάνη και πίσω».
Τα τραγούδια σας πώς θα τα χαρακτηρίζατε;
«Εχω κάνει τώρα μερικά που θέλω να τα τραγουδήσει μια κυρία από τις παλιότερες. Με ρώτησε τι τραγούδια είναι και δεν ήξερα να της πω. Δεν θέλω να βάζω ταμπέλες».
Σας έχουμε τοποθετήσει πάντως κάτω από την ταμπέλα του έντεχνου.
«Οι ταμπέλες είναι υπηρέτες του διαχωρισμού. Εγώ δεν τα βλέπω έτσι τα πράγματα. Είναι όλα μαζί και ο κόσμος διαλέγει και παίρνει. Κι εμείς έχουμε μεγαλώσει πια για να μπορούμε να λέμε ότι είμαστε μονάχα death metal κι όλοι οι άλλοι σκατά. Οταν είσαι νέος εντάσσεσαι φανατικά σ' ένα είδος. Τότε νομίζεις πως μόνο εσύ κατέχεις την αλήθεια κι όλοι οι άλλοι ζουν στα σκουπίδια. Αργότερα βλέπεις ότι είσαι κι εσύ μέσα στα σκουπίδια. Οπότε ψάχνεις να βρεις έναν τρίτο δρόμο».
Πάτε ακόμα σε σκυλάδικα;
«Πώς δεν πάω! Τις προάλλες σε ένα μαγαζί στην Καρδίτσα άκουσα έναν εξαιρετικό τραγουδιστή, που λέγεται Μίμης Γκιουλέκας. Και το περιβάλλον είχε όλο αυτό του παλαιού λαϊκομάγαζου, που έχει και φτηνιάρικα πράγματα αλλά, την ίδια στιγμή, και πολύ υψηλή έκφραση. Εφυγα γεμάτος».
Υπάρχουν και ωραία τραγούδια που δεν είχαν την τύχη που τους άξιζε, επειδή ντεμπουτάρισαν σε σκυλάδικα;
«Από οπουδήποτε κι αν βγαίνει κάτι αξιόλογο, φαίνεται. Απλώς εμάς μας έμεινε η διαφορά ότι είμαστε οι καλλιτέχνες και οι άλλοι κακοτέχνες. Δεν είναι αλήθεια. Ακούω εξαιρετικούς τραγουδιστές τού υποτιθέμενου άλλου είδους, που κάνουν τη δουλειά τους με ένα ήθος που δεν ακολουθούν οι δήθεν καλλιτεχνίζοντες».
Μια εποχή κουβαλήσατε τη μυθολογία της νύχτας, του ποτού.
«Αυτό με το ποτό... μας κόλλησε ρετσινιά. Εντάξει, καταναλώσαμε αρκετά τη ζωή μας μ' αυτό. Μου θυμίζει, όμως, μια ατάκα που μας είπε ένας γέρος. Ημασταν με τον Παπάζογλου για συναυλίες σε ένα νησί και πρωί πρωί περιμέναμε το πλοίο για να φύγουμε, πίνοντας καφέ και καπνίζοντας. Δίπλα καθόταν αυτός ο γέρος μαζεμένος και, κάποια στιγμή, γυρίζει στον Νίκο και του λέει: "Καπνίζεις, ε; Αφού μπορείς ακόμα και φτύνεις...". Μια εποχή δεν είχαμε αναλογιστεί τι είναι όλα αυτά για τη ζωή μας. Βρεθήκαμε σαν τα μυγάκια που πέφτουν μέσα στο ποτήρι, ξεχνώντας ότι εκτός από το κρασί, υπάρχει κι ο θάνατος. Και τώρα ξαφνικά αρχίσαμε να σκεφτόμαστε τι κάνει το τσιγάρο, τι κάνει το ποτό κι αρχίζουμε να αλλάζουμε τη στάση μας. Αν μπορούμε, βέβαια. Γιατί υπάρχουν κι άνθρωποι που έπεσαν στο οινόπνευμα και στα σκληρά ναρκωτικά -τη μεγαλύτερη αγριότητα που μπορεί να φιλήσει κάποιος στο στόμα- και δεν μπόρεσαν να φύγουν».
Εχουμε ταυτίσει τη δημιουργία βιωματικών καλλιτεχνών με οριακές καταστάσεις.
«Είναι μύθος ότι πρέπει κανείς να χτυπήσει το κεφάλι του για να δημιουργήσει».
Εσείς πώς γράφετε τραγούδια;
«Οπως να 'ναι. Ξέρω γιατί το κάνω -γιατί αυτό είναι το παιχνίδι μου- αλλά δεν ξέρω πώς. Είναι σαν να κάνεις βόλτα σε ένα μεγάλο δάσος. Πηγαίνεις δέκα βήματα, φτάνεις σε αδιέξοδο, γυρνάς, παίρνεις άλλη κατεύθυνση. Κάποια στιγμή βρίσκεις ένα μονοπάτι, πας κι είναι όλα ωραία και καλά, μέχρι που πέφτεις πάνω σε μια αρκούδα. Τρέχεις πίσω... Πας στα τυφλά ανιχνεύοντας γραμμές και δρόμους».
Εχει δηλαδή και τρομακτικές πλευρές η διαδικασία της δημιουργίας;
«Εχει μεγάλη απογοήτευση, μέχρι και κατάθλιψη. Βλέπεις να στενεύουν τα περιθώρια, να προσπαθείς και να μη δημιουργείς τίποτα. Εκεί πρέπει να βρεις το κουράγιο να καθήσεις ήσυχος, να ασχοληθείς με κάτι άλλο και να ξαναπροσπαθήσεις αργότερα, ξέροντας και τότε ότι μπορεί να σου 'ρθει η κατραπακιά. Και να σου 'ρθει, δεν τρέχει τίποτα».
Σκέφτεστε ποτέ τη στιγμή που η έμπνευση δεν θα 'ρχεται πια;
«Πώς δεν τη σκέφτομαι! Μπορεί και να βρίσκομαι ακριβώς σ' αυτό το σημείο. Αν και αυτή την περίοδο τείνω προς την απλοποίηση και τη μετατόπιση του γούστου μου εντελώς προς τις παλιές φόρμες. Αυτό είναι ένα δείγμα ότι ήρθε η ώρα ή να φτιάξω παρόμοια πράγματα με τους παλιότερους ή να σταματήσω τελείως». *
- Οι γυναίκες και τα παιδιά ωριμάζουν τους άνδρες
Τι σας βοηθάει να είστε πια τόσο ήρεμος και φιλοσοφημένος;
«Με μεγάλωσαν τα παιδιά μου. Το πρώτο μου παιδί το απέκτησα πολύ νέος, στα 24 μου. Για να γίνεις γονιός, όμως, μπορεί να περάσουν και 10 και 20 χρόνια. Εγώ πατέρας έγινα πολύ αργά. Και τότε άρχισα να διδάσκομαι από τα παιδιά μου. Είπα ότι αξίζει τον κόπο να ησυχάσω τη θάλασσα μέσα μου ώστε να μπορώ να καθρεφτίζομαι κι εγώ και τα παιδιά μου και το φεγγάρι ολόκληρο. Δεν τα κατάφερα ακόμα τελείως. Αλλά τουλάχιστον ξέρω πια τι θέλω. Κι αυτό μου το 'μαθαν τα παιδιά μου, οι σχέσεις μου με τις γυναίκες και οι φίλοι μου».
Οι γυναίκες γιατί;
«Ο πραγματισμός τους είναι απερίγραπτος. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς γίνεται αυτό το ον να συνίσταται από δύο τόσο αμφίρροπα πράγματα: από ένα λάκκο πραγματισμού-βαθύ, να πέσεις μέσα και να πεθάνεις. Και ταυτόχρονα από μια αδιανόητη έξαρση, που σε φτάνει στα όρια της τρέλας. Κι όμως οι γυναίκες πραγματικά μεγαλώνουν τους άνδρες».
«Με μεγάλωσαν τα παιδιά μου. Το πρώτο μου παιδί το απέκτησα πολύ νέος, στα 24 μου. Για να γίνεις γονιός, όμως, μπορεί να περάσουν και 10 και 20 χρόνια. Εγώ πατέρας έγινα πολύ αργά. Και τότε άρχισα να διδάσκομαι από τα παιδιά μου. Είπα ότι αξίζει τον κόπο να ησυχάσω τη θάλασσα μέσα μου ώστε να μπορώ να καθρεφτίζομαι κι εγώ και τα παιδιά μου και το φεγγάρι ολόκληρο. Δεν τα κατάφερα ακόμα τελείως. Αλλά τουλάχιστον ξέρω πια τι θέλω. Κι αυτό μου το 'μαθαν τα παιδιά μου, οι σχέσεις μου με τις γυναίκες και οι φίλοι μου».
Οι γυναίκες γιατί;
«Ο πραγματισμός τους είναι απερίγραπτος. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς γίνεται αυτό το ον να συνίσταται από δύο τόσο αμφίρροπα πράγματα: από ένα λάκκο πραγματισμού-βαθύ, να πέσεις μέσα και να πεθάνεις. Και ταυτόχρονα από μια αδιανόητη έξαρση, που σε φτάνει στα όρια της τρέλας. Κι όμως οι γυναίκες πραγματικά μεγαλώνουν τους άνδρες».
- Της ΝΑΤΑΛΙ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 13/02/2009
1 comment:
μου αρέσει πολύ η σελίδα σου και την παρακολουθώ όποτε ..προλαβαίνω!!
τώρα όμως, για τον Μάλαμα,θα κάνω ένα σχόλιο και θα πω ότι πρόκειται για έναν από τους καλύτερους σύγχρονους τραγουδοποιούς που έχουμε!!
καλημέρες!!
Post a Comment