Tης Γιουλης Επτακοιλη, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Σάββατο, 4 Oκτωβρίου 2008
Ξαναγεννήθηκε από τις στάχτες του πριν από τρία χρόνια, με τη φιλοδοξία να προβάλλει το ελληνικό τραγούδι και να βοηθήσει στην ανάδειξη νέων δημιουργών. Σε λίγες ημέρες -στις 9 και 11 Οκτωβρίου- το Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης θα πραγματοποιηθεί για τέταρτη συνεχή χρονιά, κι αυτή η σύντομη, αλλά αρκετά αποκαλυπτική πορεία στη νέα του εποχή, δίνει την ευκαιρία για μια ουσιαστική αποτίμηση. Ενώ πρόκειται για έναν θεσμό ο οποίος απευθύνεται, κυρίως, στους νέους, και θα περίμενε κανείς να αποτελεί talk of the town τουλάχιστον για τη Θεσσαλονίκη, αν όχι και για την υπόλοιπη Ελλάδα, το ενδιαφέρον του κόσμου δεν είναι ανάλογο. Το Φεστιβάλ παραμένει πιστό στο ραντεβού του και στην ποιότητα που υποσχέθηκε αρχικά, δεν έχει, όμως, «απογειωθεί» μέχρι σήμερα. Βαδίζει μάλλον ασθμαίνοντας. Δεν έχει καταφέρει να αναδείξει διαμάντια ή να δημιουργήσει μια νέα σκηνή. Μήπως, όμως, η ελληνική μουσική σκηνή δεν έχει ανάγκη από μεμονωμένα καλά τραγούδια, αλλά από δημιουργούς με διάρκεια. Η ζοφερή κατάσταση στη μουσική βιομηχανία καθιστά σημαντική τη λειτουργία του θεσμού, μαζί όμως και τον επαναπροσδιορισμό των στόχων του. Ειδικά από τη στιγμή που δεν ζούμε πια στην εποχή του διπολισμού «δισκογραφία ή φεστιβάλ», αλλά στην παντοκρατορία του Ιντερνετ που προσφέρει αποτελεσματικούς διαύλους επικοινωνίας. Στις σημερινές «Αντιπαραθέσεις» κλήθηκαν να γράψουν δύο άνθρωποι που υπηρετούν χρόνια το ελληνικό τραγούδι και έχουν συμβάλει ο καθένας με τον τρόπο του στο ανανεωμένο Φεστιβάλ.
AΠOΨH: Να υιοθετηθεί η λογική ενός φεστιβάλ κινηματογράφουΤου Γιώργου Ανδρέου*
To Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης πρέπει να συνεχίσει επειδή: Στη σημερινή εποχή αμηχανίας της δισκογραφίας, βοηθά στην ανάδειξη νέων προσώπων του τραγουδιού και στη δημοσιοποίηση της δημιουργικής τους καλλιτεχνικής παραγωγής. Η πτώση της αγοράς τoυ cd (λόγω κόπωσης του μέσου, πειρατείας και κατακλυσμού από premium CDs με «παλιό» υλικό) κάνει σχεδόν αδύνατη (ως οικονομικά και επιχειρηματικά ασύμφορη) τη δυνατότητα χρηματοδότησης της έκδοσης του υλικού νέων δημιουργών, καθώς και τη διαφήμισή του. Το Φεστιβάλ υποστηρίζει αισθητικά το δημιουργικό ελληνικό τραγούδι, αποφεύγοντας την επιλογή και αναπαραγωγή τραγουδιών με τηλεοπτική αισθητική «πρωινάδικων» και νοοτροπία νυχτερινών κέντρων (νεοσκυλάδικων) που έχουν ευτελίσει αισθητικά και ηθικά τη μεγάλη παράδοση του ελληνικού τραγουδιού.
Η ύπαρξη ενός φεστιβάλ που προβάλλει το ελληνικό τραγούδι και ενισχύει την ανάδειξη νέων δημιουργών αποτελεί κομμάτι της δημιουργικής παράδοσης της μουσικής ιστορίας του τόπου. Αρκεί να θυμηθεί κανείς το Φεστιβάλ Τραγουδιού της Ελληνικής Ραδιοφωνίας (αρχές του ’60) με τις συμμετοχές Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Πλέσσα και άλλων σημαντικών (νέων τότε δημιουργών), τα χρόνια του Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης πριν από τη δικτατορία, την αναβίωσή του στη δεκαετία του ’80 με συντονιστή τον Θάνο Μικρούτσικο αλλά και τους Μουσικούς Αγώνες της Κέρκυρας και της Καλαμάτας (με τη δημιουργική ευθύνη του Μάνου Χατζιδάκι).
Το Φεστιβάλ συμβαίνει στη Θεσσαλονίκη (και όχι στην Αθήνα) συμβάλλοντας (με αξιόλογες παράλληλες εκδηλώσεις) στην ανάδειξη της αποκέντρωσης των πολιτιστικών δράσεων που τόσο έχει ανάγκη η χώρα. Ακόμα καλύτερα θα ήταν αν το φεστιβάλ φιλοξενούσε κάθε χρόνο άλλη ελληνική πόλη της περιφέρειας. Ωστόσο, έφτασε νομίζω η στιγμή το φεστιβάλ να απαλλαγεί από τη λογική του τυχαίου - οι εκατοντάδες ανώνυμοι κλειστοί φάκελοι σπάνια κρύβουν διαμάντια και συνήθως σκουπίδια, αναγκάζοντας την επιτροπή πρόκρισης να επιλέξει από ένα συγκεκριμένο καλάθι.
Το φεστιβάλ οφείλει να υιοθετήσει τη λογική ενός φεστιβάλ κινηματογράφου, με καλλιτεχνικό διευθυντή που θα προτείνει επώνυμα, σε αντίστοιχη καλλιτεχνική επιτροπή υψηλού κύρους, τραγούδια και υλικό που επέλεξε ερευνώντας και «διαβάζοντας» την κοινωνία. Από το υλικό αυτό θα προκύπτουν τα τραγούδια της τελικής φάσης του Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης.
*Ο Γιώργος Ανδρέου είναι συνθέτης.
AΠOΨH: Χάριν της κρίσιμης μειοψηφίας πρέπει να υπάρχει συνέχειαΤου Μανώλη Φάμελλου*
Eχοντας ζήσει εκ των έσω τη νέα πορεία του ως μέλος της ομάδας που το ανέστησε σαν το φεστιβάλ των δημιουργών, έχω πολλούς λόγους να θέλω να συνεχίσει. (Βέβαια, δεν είναι πια και τόσο το φεστιβάλ των δημιουργών, είναι, όμως, το φεστιβάλ της ΕΡΤ!) Φτάνει να πω μόνον έναν.
Ως παραγωγός συναντιέμαι με νέους ανθρώπους, πολλοί από τους οποίους πέρασαν από την τελική φάση του φεστιβάλ αναζητώντας διέξοδο στη δισκογραφία. Με κάποιους γνωριστήκαμε στον δρόμο για τη Θεσσαλονίκη, με άλλους μετά και συνεχίσαμε παραπέρα. Ευτυχώς, γιατί ίσως να μη βρισκόμασταν ποτέ. (Ευτυχώς, υποθέτοντας πως είναι κι εκείνοι ευτυχείς με τη συνεργασία μας.) Υπάρχουν, όμως, και οι πληγές της υπόθεσης και θα αναφέρω... επτά.
Θέλουμε δεν θέλουμε, έχουμε να κάνουμε με ένα τηλεοπτικό γεγονός, με βραβεία, αλεξιπτωτιστές παρουσιαστές και άγχος για τηλεθέαση. Το γιγαντισμό του χώρου που πνίγει τα ειδικά τραγούδια αλλά και πρέπει να γεμίσει από χιλιάδες κόσμου σαν πολιτική συγκέντρωση. Το απηρχαιωμένο σύστημα διαλογής τραγουδιών, «ΕΛΤΑ», με τις μυστικοπάθειες, τα παράβολα και τα παρατράγουδα των αδικηθέντων.
Τη βαριά κληρονομιά του παλαιού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με τους τοπικούς άρχοντες και «παράγοντες», τις σφαίρες επιρροής και τα «ευχέλαια» να δημιουργούν το πλέον αντικαλλιτεχνικό κλίμα. Τα τραγούδια που ενώ διακρίνονται, φτάνουν δύσκολα στα ραδιόφωνα ή αλλού.
Το όλο και πιο περιορισμένο ενδιαφέρον του κοινού -όχι μόνο της πόλης- και των δημοσιογράφων για τον πυρήνα του φεστιβάλ, που είναι οι άνθρωποι και τα τραγούδια του. Την ατολμία της ΕΡΤ να ανοίξει δρόμο στα νέα πρόσωπα που κάνουν αίσθηση, ενώ θα της στοίχιζε ελάχιστα να χρηματοδοτήσει κάποιες νέες παραγωγές. Εστω, όμως, κι έτσι, δεν παύει να είναι μια διέξοδος για νέους δημιουργούς. Για ελάχιστους θα είναι η αρχή για περισσότερα. Αλλά κι αν οι πολλοί οδηγηθούν σε ένα νέο πουθενά, αυτό θα είναι διαφορετικό από το προηγούμενο γιατί θα έχει μεσολαβήσει μια εκπλήρωση και μια αφετηρία από την οποία ίσως προκύψουν νέες διασταυρώσεις και προσανατολισμοί. Και η συνέχεια πάντα θα ανήκει σ’ αυτούς που είναι αποφασισμένοι να την διεκδικήσουν. Προς χάριν αυτής της κρίσιμης μειοψηφίας, λοιπόν, το φεστιβάλ οφείλει να συνεχίσει να υπάρχει, να παίρνει τον εαυτό του όλο και πιο σοβαρά κι εμείς να το παίρνουμε σοβαρότερα.
* Ο Μανώλης Φάμελλος είναι μουσικός.
No comments:
Post a Comment