The Guardian
Ο Alex Ross, στο έξοχο όπως το χαρακτηρίζει ο Στίβεν Πουλ στην «Γκάρντιαν», βιβλίο του The Rest is Noise: Listening to the Twentieth Century που εκδόθηκε πρόσφατα (εκδ. Fourth Estate, 624 σελ. 20 στερλίνες) αφηγείται την ιστορία της «κλασικής» μουσικής στον 20ό αιώνα. Ταυτόχρονα όμως παρέχει την ιστορία των απαντήσεων στις παραπάνω ερωτήσεις\u0387 των συνθετών που τις εικονογραφούν και την ιστορία του αινίγματος, τι είναι σύνθεση. Ο Σένμπεργκ και ο Στραβίνσκι προέχουν στον ανταγωνισμό για το ποιος είναι ο σπουδαιότερος συνθέτης του 20ού αιώνα. Ο Τζορτζ Γκέρσουιν και ο Κουρτ Βάιλ συγκαταλέγονται στους «ελαφρότερους» συνθέτες, ο Μεσιάν και ο Στοκχάουζεν εγκαινίασαν τα ταξίδια σε άλλους κόσμους, ο Μπερνστάιν θέλησε να τα χωρέσει όλα, ο Τζον Κέιτζ περιορίστηκε στα ελάχιστα. Ο Τσαρλς Αϊβς ήταν ασφαλιστής, ο Πιέρ Μπουλέζ ξεπουλήθηκε, ο Σιμπέλιους στέκει εκτός χρόνου ατενίζοντας το Σκανδιναβικό τοπίο, ενώ ο Ρίχαρντ Στράους και ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς επιβίωσαν του ολοκληρωτισμού αλλά με εντελώς διαφορετικούς τρόπους ο καθένας.
Για την περίπτωση του Σοστακόβιτς και των ομοίων του υπό το σταλινικό καθεστώς, αποφεύγει τις εύκολες ηθικολογικές ερμηνείες και συγκεκριμένα στην περίπτωση της πολυσχολιασμένης «ειρωνείας» του Σοστακόβιτς γράφει πολύ σοφά ότι «για να μιλήσουμε για ειρωνεία στη μουσική, πρώτα θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τι η μουσική φαίνεται πως λέει και κατόπιν να καταλήξουμε σε συμφωνία για το τι πράγματι λέει».
Κατά μία έννοια, ο Ρος ίσως να μην έχει άδικο όταν λέει ότι η πορεία της μοντέρνας, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μουσικής καθορίστηκε από την Ομάδα Ψυχολογικού Πολέμου της Συμμαχικής Διοίκησης μετά το 1945\u0387 όταν αποφάνθηκε ότι οι Γερμανοί (επομένως και η μουσική τους) χρειάζονταν αναπροσανατολισμό. Ετσι, ενθαρρύνθηκε μια αισθητική αντι-λαϊκού διανοουμενισμού, μεταξύ των νέων συνθετών που συνέρρεαν στα θερινά τμήματα της Σχολής του Ντάρμσταντ. Εν τω μεταξύ οι σταρ του παλαιού καθεστώτος, οι Φον Κάραγιαν και Φουρτβένγκλερ, συνέχιζαν κανονικά μετά την αποναζιστικοποίησή τους.
Κατά κάποιο τρόπο δηλ. συνυπήρχαν τα αντίθετα. Και αυτή είναι η μεγάλη αρετή του βιβλίου, ότι πετυχαίνει αυτή τη σύνθεση των αντιθέτων, όπου η ιστορία εικονογραφεί τη μουσική και η μουσική την ιστορία. Και το κατορθώνει ο συγγραφέας, χειριζόμενος μια γλώσσα η οποία μπορεί πειστικά και κατανοητά να μεταφέρει στον αναγνώστη την περιγραφή της μουσικής, ένα από τα δυσκολότερα συγγραφικά εγχειρήματα, είτε περί παλιότερης «κλασικής» μουσικής πρόκειται είτε για τη σύγχρονη.
Για την «Ιεροτελεστία της άνοιξης»: Ο Στραβίνσκι έχοντας πρώτα συγκεντρώσει τα λαϊκά του θέματα, τα κονιορτοποιεί κατόπιν σε ρυθμικές θεμελιακές μονάδες για τη συγκρότηση κυβιστικών κολλάζ». Για τη μουσική του Φίλιπ Γκλας γράφει ότι λάμπει με το νέον των φωτεινών επιγραφών της Τάιμς Σκουέαρ\u0387 και για τον Ιάννη Ξενάκη ότι μοιάζει «με φρενοκομείο απολύτως λογικά οργανωμένο».
Το σχόλιά του επίσης είναι άξια παρατήρησης, όπως όταν λέει για τη δημιουργία του δωδεκαφθογγισμού το 1923, ότι το έτος εκείνο του υπερπληθωρισμού, ο Σένμπεργκ πρόσφερε κάτι σταθερό, τη μετατροπή της χαοτικής μουσικής αγοράς σε μια προγραμματισμένη οικονομία.
Για τη μεταπολεμική αμερικανική μουσική υπό τον Ααρών Κόπλαν, ότι οι ορχηστρικές κορυφώσεις σε στυλ Σοστακόβιτς με τα διαπεραστικά χάλκινα και τους κανονιοβολισμούς των τυμπάνων, απέβλεπαν να διαπεράσουν την παχιά ηχητική ομίχλη με την οποία είχε καλύψει την ακοή το πανταχού παρόν ραδιόφωνο.
Το ερώτημα που επανέρχεται είναι: τι είναι ο συνθέτης; Κατά τον συγγραφέα αυτός που γράφει «κλασική» μουσική, δίχως όμως να προσδιορίζεται τι σημαίνει «κλασική μουσική», όρος που ήταν ήδη αναχρονιστικός στην αρχή του 20ού αιώνα.
Η τζαζ αντιμετωπίζεται αμήχανα. Με σεβασμό ο Ντιούκ Ελινγκτον αλλά κανείς άλλος μουσικός της τζαζ δεν αποκαλείται συνθέτης. Ο Τσάρλι Πάρκερ εμφανίζεται εδώ κι εκεί, αλλά κυρίως για να εκφράσει τον σεβασμό του στον Στραβίνσκι. Ο Τζον Κολτρέιν και ο Μάιλς Ντέιβις ως έμπνευση του Στιβ Ράιχ. Παράλληλα όμως, η «κλασική» μουσική που ιστορείται, είναι συχνά μικρής σημασίας, καθώς όλο και περισότεροι συνθέτες αφήνουν τον έλεγχο των έργων τους στους ερμηνευτές, κάτι που ξεκίνησε με τον Τζον Κέιτζ\u0387 ακόμη και στο κοινό.
Λόγιοι και πριμιτίφ
Λέγεται ότι τα έργα του είδους αυτού είναι ενδιαφέροντα μόνο στα χέρια ενός καλλιεργημένου ερμηνευτή. Και έτσι όμως, παραμένει ερώτημα γιατί τα έργα αυτά έχουν περισσότερο ενδιαφέρον από τις συνθέσεις του Κόουλ Πόρτερ π. χ. Αναφέρεται η δήλωση του Ράιχ περί επιρροής του από την τζαζ και το ροκ, αλλά οι συνθέτες της μουσικής αυτής, τζαζ και ροκ, θεωρούνται ένα είδος πριμιτίφ. Η δουλειά τους έχει ενδιαφέρον μόνο στο σημείο που επηρέασε τους «κλασικούς συνθέτες» στη δημιουργία έργων για να παίζονται σε αίθουσες συναυλιών.
No comments:
Post a Comment