Η παράσταση στο «Παλλάς» επιστρέφει στις προηγούμενες δεκαετίες,
με συμμετόχους την Ελευθερία Αρβανιτάκη, τον Τάση Χριστογιαννόπουλο, τη
Μάρθα Φριντζήλα, την Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ, το συγκρότημα
Αραβικής Μουσικής Al Mahaba και γκεστ σταρ τον Νίκο Πορτοκάλογλου. Γι'
αυτό ζητήσαμε από τον Νίκο Ξυδάκη να μας ταξιδέψει στην Αθήνα, με αφορμή
μερικές από τις πιο αγαπημένες δουλειές.
- Κάνετε μια μουσική αναδρομή;
«Κυρίως είναι μια συναυλία-αφήγηση που θα 'θελα να ξεφεύγει από την αυτοβιογραφική αναδρομή και να αγγίζει τους άλλους».
- Και η Αθήνα;
«Είναι το σημαντικό σκηνικό μέσα στο οποίο συμβαίνουν μετακινήσεις, φυγές ή παλινδρομήσεις».
- Ας επιστρέψουμε στο 1963: πρώτο βράδυ στην Αθήνα...
«Εχοντας γαλουχηθεί με το όνειρο της επιστροφής στην Ελλάδα,
στην Αθήνα πια έψαχνα κοινούς τόπους που θα με συνέδεαν μαζί της. Δεν
ξέρω αν τους βρήκα. Ισως τα τραγούδια μου να ήταν η έκφραση μιας
διαρκούς αναζήτησης».
- Αργότερα βγάλατε και τον δίσκο «Πρώτο βράδυ στην Αθήνα»...
«Περιείχε πολλά προσωπικά στοιχεία. Εκεί χρησιμοποιώ, π.χ.
τελείως ερασιτεχνικά αλλά αναγκαία, κανονάκι -άγνωστο "είδος" τότε στην
Ελλάδα- ως αναφορά στη δική μου μνήμη».
Δεκαετία του '70
- «Η εκδίκηση της Γυφτιάς» αποδείχτηκε τομή στο τραγούδι. Συμβάδιζε με αναλόγως θαρραλέες αλλαγές στην κοινωνία;
«Θυμάμαι μια αλλαγή που συνδέεται κυρίως με τη μεταπολίτευση.
Ηταν σαν να άρχισε να υπάρχει μια αντίδραση σε καθετί που ορίζαμε ως
"πολιτικοποιημένο". Ενας κόσμος ανακάλυπτε τα ρεμπέτικα, τη μουσική της
Ανατολής, μουσικά όργανα όπως κανονάκια και ούτια και άλλες μουσικές,
"αποκλεισμένες" μέχρι τότε λόγω ενός ιδεολογικού πλαισίου. Αρα εκείνα τα
τραγούδια πήγαζαν από την ανάγκη μιας διακριτικής αντίστασης ή μιας
στροφής στην ίδια τη μουσική».
- Ανιχνεύατε ανάλογες τάσεις και στην καθημερινότητα της πόλης;
«Αλλαζαν πολλά. Καφενεία ή ουζερί, όπως ο "Απότσος", του
"Ορφανίδη", του "Φλόκα" ή το "Μπραζίλιαν" λειτουργούσαν ως μύθος. Σιγά
σιγά όμως αυτό το αστικό σκηνικό που έφερνε αισιοδοξία και μια νότα
δημιουργικότητας άρχισε να εξαφανίζεται. Μαζί κι ένας κόσμος πιο λαϊκός,
ο οποίος στα μάτια μας είχε αυθεντικότητα και την ικανότητα να
διηγείται τις δικές του ιστορίες -οι οποίες συχνά έρχονταν σε αντίθεση
με το αστικότερο πρόσωπο της πόλης».
- Είχατε συναίσθηση ενός κόσμου υπό κατάρρευση;
«Περισσότερο λειτουργούσε μια διαίσθηση που κατέγραφε την
παρακμή. Γι' αυτό "Η εκδίκηση της Γυφτιάς" είχε αυτοσαρκασμό, ειρωνεία
και κριτική που προερχόταν από διάθεση αυτεπίγνωσης. Ηταν μια έρευνα του
εαυτού μας κι όχι μιας κοινωνίας ή μιας ιδεολογίας. Αλλά αυτό για μένα
είχε ημερομηνία λήξεως. Αν συνεχιζόταν, θα κατέληγε σε παρωδία του ύφους
ή του είδους».
Δεκαετία του '80
- Ερχεται το «Κοντά στη δόξα μια στιγμή».
«Επειδή μου γινόταν κριτική, αυτή η δουλειά αντανακλούσε εν
μέρει τις τύψεις μου: ήταν σαν να ξαναγύριζα σε μία μορφή λαϊκού
τραγουδιού, όχι όμως με το στενό πλαίσιο της "Εκδίκησης της Γυφτιάς".
Εκείνη η εποχή είχε τις μεγαλύτερες τάσεις φυγής. Κι ακριβώς επειδή η
πόλη κι ο κόσμος της δεν αποτελούσαν πια για μένα μια μυθολογία, πάνω
στην οποία μπορούσα να στηριχτώ, το κλίμα του δίσκου ήταν πολύ
ψυχεδελικό. Ηχογραφήθηκε σ' ένα σπίτι στην Κυψέλη από τον φίλο μου,
φωτογράφο και ζωγράφο Κώστα Γουδή και μάλιστα "παράνομα" -είχα έρθει σε
ρήξη με την εταιρεία μου».
Δεκαετία '90
- Μέσα σας συνυπήρχε η λαϊκότητα με την πιο λόγια
πλευρά. Το «προς τον κύριον Γεώργιο Δε Ρώσση» κλίνει μάλλον προς τον
λόγιο Ξυδάκη.
«Κι αυτός ο δίσκος έγινε μέσα από ιδιάζουσες συνθήκες. Τον
ηχογράφησα κι αυτόν "παράνομα", καταγράφοντας ένα υλικό που 'χε βγει
πολύ αυθόρμητα. Μια περίοδο είχα πάθει τέτοια υστερία με τον Σολωμό,
ώστε διαβάζοντάς τον νυχθημερόν μου δημιούργησε τέτοια υπερένταση, που
άρχισα, αναζητώντας ανακούφιση, να ψιθυρίζω κάποια τραγούδια. Δεν
διεκδικούσα εθνικές δάφνες, ούτε ήταν για μένα στροφή. Ηταν μια φυσική
αντίδραση. Κάποια στιγμή άρχισα να συνειδητοποιώ πως κάποιοι
μεταμφιέζονταν σε ρεμπέτες ή σε λαϊκούς, αναζητώντας πιθανόν μια
καινούργια ιδεολογική φόρμα σε αντιδιαστολή με κάτι πιο λόγιο. Ηταν ένα
σχήμα που δεν λειτουργούσε εντός μου».
- Εχει προηγηθεί το '80 το «Κάιρο-Ναύπλιο-Χαρτούμ» με
τον Γκόνη και μαζί συνεχίζετε να κάνετε ένα είδος μελωδικής
«τοπιογραφίας»: «Τένεδος» και «Ακρωτήριον Ταίναρον».
«Δεν είναι μια απλή "γεωγραφία". Ολες μου οι συνεργασίες
γίνονταν με ανθρώπους με τους οποίους, παρ' ότι προέρχονταν από άλλο
κόσμο και είχαν άλλη "γλώσσα", μοιραζόμουν ένα συγγενικό αίσθημα: του
αποκλεισμού και του "άλλου". Λειτουργούσε ένα είδος αλληλεγγύης του
τύπου, "θα μου δώσεις τον κόσμο σου κι εγώ τη μουσική μου"».
- Η Αθήνα πώς ήταν;
«Είχε αρχίσει η φθορά είτε αυτού που είχα στη φαντασία μου, είτε
αυτού που είχα ζήσει όταν πρωτοήρθα. Η Αθήνα άρχιζε να γίνεται για μένα
ένας τόπος που θα 'πρεπε να του αλλάξεις το χρόνο. Εξ ου και το "Συνέβη
στην Αθήνα" που, βασισμένο σε μία σύνθεση ποιημάτων του Καρούζου, είναι
ένα είδος πρώιμου ραπ».
Δεκαετία του 2000
- Επιμένετε στις μελοποιήσεις ποιητών: Σαπφώ, Διονύσης
Καψάλης και τελικά ο Καβάφης, που σηματοδοτεί ένα είδος επιστροφής στη
γενέτειρά σας.
«Δεν ξέρω πώς λειτουργούν σ' εμένα αυτές οι επιστροφές ή οι
αναχρονισμοί. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο "Παλλάς" ξεκινάω με τις
αναφορές στην Αίγυπτο και τον Καβάφη, κάνω τη διαδρομή που λίγο-πολύ
περιγράψαμε, σταθμεύω και στον Καψάλη, ποιητή των αθηναϊκών μου
αναφορών, και καταλήγω στη Σαπφώ. Δεν ξέρω τι είναι εκείνο που κάνει την
αρχή ή το καινούργιο που ανακαλύπτεις επιστρέφοντας. Εχει, όμως, να
κάνει πάντοτε με τον χρόνο».
- Δέχεστε ότι είστε αστικός δημιουργός;
«Τι άλλο θα μπορούσα να είμαι; Εν πάση περιπτώσει, τη μουσική
μου οι Ανατολίτες τη θεωρούν ως δυτικό εξάμβλωμα και οι Δυτικοί ως
απολιτίκ οριενταλισμό. Εξάλλου πρόσφατα με κατηγόρησε ένας συνάδελφος
για έλλειψη πολιτικού περιεχομένου».
- Αν χρησιμοποιούσαμε ενεστώτα, τι «συμβαίνει στην Αθήνα»;
«Παρά την κρίση, δεν έχει κανείς την αίσθηση ότι δεν συμβαίνει τίποτα;».
- Κι από τότε που πρωταντικρίσατε την πόλη, τι συνέβη;
«Δεν ξέρω αν είμαι πάντα ακριβώς εδώ ή λίγο εξοστρακισμένος.
Επίσης δεν ξέρω αν αυτό είναι ένα κουσούρι που κάποιος το κουβαλάει διά
βίου ή αν τελικά ενσωματώνεται και γίνεται αποδεκτός. Σκέφτομαι την
περίφημη στιγμή που ο Καβάφης έρχεται στην Αθήνα, κυκλοφορώντας στο
κέντρο και ψάχνοντας να αγοράσει "ένα άσπρο πρωινό σακκάκι". Το μόνο που
ξέρω, λοιπόν, είναι ότι θέλω να κρατάω για την Αθήνα αυτό το σακάκι». *
No comments:
Post a Comment