Είναι μία από τις ελάχιστες φορές που θα δηλώσουμε χωρίς
περιστροφές ότι αιτία της σημερινής συνέντευξης δεν είναι η μόνιμη
προσπάθεια μας να παρουσιάζουμε μέσα από τον περιορισμένο χώρο αυτού του
εβδομαδιαίου δισέλιδου όσο το δυνατόν περισσότερες από τις αξιόλογες
δουλειές και προσπάθειες στον χώρο της σημερινής ελληνικής μουσικής αλλά
ένας και μοναδικός και απόλυτα προσωπικός λόγος:
Αυτή
η τελευταία επίθεση του καπιταλισμού απέναντι στην ανθρωπότητα μέσω της
τεχνητής κρίσης που έχει ως κύριο στόχο την υπερσυσώρρευση του πλούτου
σε όλο και λιγότερα χέρια δεν αφήνει περιθώρια για υπεκφυγές σε κανέναν
και νομίζω ότι αν αυτή τη φορά δεν υποκύψουμε και δεν παρασυρθούμε και
«φοβηθούμε την αγέλη» ίσως και να σημάνει το κύκνειο άσμα της.
Το
ότι όχι απλά θεωρούμε τον πρώτο δίσκο του Δημήτρη Λάμπου «Μη Σε Φοβίσει
Η Αγέλη» ένα από τα καλύτερα ντεμπούτα όχι μόνον του 2010 μα και των
τελευταίων ετών αλλά και πιστεύουμε ακράδαντα ότι με αυτόν μας
αποκαλύπτεται ένας δημιουργός που δεν «υπόσχεται» - όπως είθισται να
λέμε σε ανάλογες περιπτώσεις...- αλλά είναι δεδομένο ότι στο μέλλον έχει
να πει πολλά περισσότερα από τα ήδη πολλά που μας είπε όταν μας
συστήθηκε και γι’ αυτό και θα μας απασχολήσει εξίσου πολύ, με την πλέον
θετική έννοια της λέξης φυσικά.
Στο album αυτό ο πολύ νεαρός ακόμα τραγουδοποιός (ο οποίος γεννήθηκε
στο Βερολίνο, μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα και σπούδασε
διεθνή οικονομία στο Λονδίνο όπου και ασχολήθηκε ενεργά με τη μουσική
για πρώτη φορά) όχι μόνο παρουσιάζει μια ήδη ολοκληρωμένη άποψη για μιαν
αποτελεσματική «μεταφορά» στα καθ’ ημάς δεδομένα και ιδιαίτερα στις
δύσκολες απαιτήσεις της ελληνικής γλώσσας του αγγλοσαξονικού folk rock
και rock ήχου αλλά και τη συνδυάζει με στίχους μεστούς, καταλυτικά
επίκαιρους και προπαντός ουσιώδεις σε μια σειρά από τραγούδια που
είναι τόσο καλά όσο και απολαυστικά στην ακρόαση. Την ερμηνεία τους
αναλαμβάνουν και αρκετοί - και εκλεκτοί - άλλοι πλην του ιδίου, τον
δίσκο αληθινά στολίζουν με τις φωνές τους οι Στάθης Δρογώσης, Μανώλης
Φάμελλος, Δημήτρης Παναγόπουλος, Βαγγέλης Μαρκαντώνης και η νεαρή
Αμερικανίδα τραγουδοποιός Jessica Kilroy.
Η τελευταία μα όχι και έσχατη ευχάριστη έκπληξη μας ήταν όταν στη
συζήτηση μας μαζί του βρεθήκαμε μπροστά σε έναν νέο άνθρωπο που
πραγματικά είναι αντάξιος του έργου του - κάτι που κάθε άλλο είναι πάντα
δεδομένο, αξίζει να το υπογραμμίσουμε…-, σεμνό και πλούσιο σε ήθος αλλά
και σε προβληματισμούς και ανησυχίες επί πάρα πολλών σημαντικών θεμάτων
και, όπως θα διαπιστώσετε και εσείς από τον κυριολεκτικά χειμαρρώδη
λόγο του, με ζέουσα διάθεση να μοιραστεί πάρα πολλές, όσες περισσότερες
από αυτές τις σκέψεις και τις αγωνίες του μπορεί, με τους άλλους
μετασχηματίζοντας τις σε όμορφα μα και απόλυτα αληθινά νοήματα και
εικόνες μέσα από τη δουλειά του. Πολύ απλά λοιπόν αυτή τη φορά
χαιρετίζουμε όχι απλά την άφιξη μιας σημαντικής νέας παρουσίας στο
σύγχρονο ελληνικό μουσικό γίγνεσθαι αλλά και κάποιον που σίγουρα «ήρθε
για να μείνει» και πιθανότατα για πάρα πολύ καιρό...
* Το πρώτο σου βιβλίο εκδόθηκε πριν κυκλοφορήσει ο πρώτος σου
δίσκος, να συμπεράνω λοιπόν ότι η συγγραφή, η λογοτεχνία, σε ενδιαφέρει
τουλάχιστον όσο και η τραγουδοποιία;
Περισσότερο όμως ακόμα με ενδιαφέρει το γεγονός ότι αποκόμισα την
εντύπωση πως επενδύεις περισσότερα στους στίχους σου και έχουν
περισσότερο «ειδικό βάρος» μέσα στα τραγούδια σου από όσο ισχύει αυτό
για την πλειοψηφία των Ελλήνων τραγουδοποιών, με άλλα λόγια προσπαθείς
να πεις με αυτούς πιο πολλά από όσα συνήθως λέγονται σε ένα τραγούδι.
Είναι σωστή αυτή η διαπίστωση μου ή όχι;
Ξεκίνησα σε μικρή ηλικία γράφοντας πρώτα ποίηση και τραγούδια και στη
συνέχεια και πεζά. Το πρώτο μου δημιούργημα άλλωστε ήταν το λογοτεχνικό
περιοδικό «O Καθρέφτης» που εξέδιδα μαζί με φίλους στην Αγγλία. Για
εμένα είναι το ίδιο σημαντικά και τα δύο, τόσον η λογοτεχνία όσο και η
τραγουδοποιία. Μπορεί να αλλάζει η μορφή τέχνης αλλά η ουσία όσων θέλω
να εκφράσω παραμένει η ίδια. Τις ίδιες ανησυχίες και θέσεις που μπορεί
να βρει κανείς στο βιβλίο μου «Η Ιστορία Ενός Μισανθρώπου» θα βρει
νομίζω και στα τραγούδια. Η διαφοροποίηση βέβαια στη μορφή έκφρασης
φέρνει και διαφορετικές ευκαιρίες αλλά και περιορισμούς. Στο βιβλίο μου,
αν και ποίημα, είχα τη δυνατότητα να εκφραστώ πιο αναλυτικά, κάτι που
δεν συμβαίνει στο τραγούδι. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο προσπαθώ
πράγματι οι στίχοι των τραγουδιών μου να περιέχουν όσο πιο αναλυτικά και
με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη σαφήνεια αυτό που θέλω να εκφράσω
Από την άλλη μεριά στο τραγούδι η μουσική κουβαλά τα δικά της νοήματα
και μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά στο να αποτυπωθεί το νόημα σε ένα
στίχο που αν τον διαβάσει κανείς ξέχωρα από τη μουσική ίσως δεν θα έχει
την ίδια δυναμική. Γι’ αυτό και η στιχουργική προσέγγισή μου σε ένα
τραγούδι είναι τελείως διαφορετική από ότι σε ένα ποίημα. Όσον αφορά το
ειδικό βάρος το οποίο ανέφερες θεωρώ ότι τα τραγούδια, όπως και η τέχνη
γενικότερα, οφείλει να εκφράζει τον καιρό της και κυρίως την αλήθεια. Αν
πρόκειται να εκθέσεις στον κόσμο ένα έργο σου, ένα δίσκο ή οτιδήποτε
άλλο, θα πρέπει νομίζω να έχει ουσιαστικά πράγματα να πει διαφορετικά
δεν έχει νόημα για κανέναν πέρα από εσένα. Θα το θεωρούσα υποκρισία από
μέρους μου αν μέσα σε αυτό το αποπνικτικό σκηνικό στο οποίο μας έχουν
αναγκάσει να ζούμε εγώ εμφανιζόμουν με μερικά τραγούδια που θα
αναλώνονταν σε τετριμμένα σχήματα και δεν θα άγγιζαν τα πραγματικά
προβλήματα των καιρών.
* Τί θα έλεγες αλήθεια συγκρίνοντας τη μουσική πραγματικότητα, το καθημερινό μουσικό γίγνεσθαι στην Αγγλία και εδώ;
Παντού υπάρχει φτηνή, εύκολη μουσική που προβάλλεται μαζικά και
καταναλώνεται ως προϊόν αν και νομίζω με όλο και μικρότερη αποδοχή από
τον κόσμο πλέον, ειδικά τώρα που όλοι οι λαοί αντιμετωπίζουν σοβαρά
προβλήματα και βρίσκονται σε σταυροδρόμι. Και, από την άλλη μεριά,
παντού υπάρχουν ειλικρινείς, ταλαντούχοι καλλιτέχνες που προσπαθούν αν
μη τι άλλο να καταθέσουν το έργο τους, με στόχο να εκφράσουν όσα είναι
πράγματι σημαντικά, να μας κάνουν να σκεφτούμε, να προβληματιστούμε και
τελικά να ονειρευτούμε έναν καλύτερο κόσμο σε αντίθεση με τη
«διασκέδαση», δηλαδή με το σκόρπισμα, τη φυγή από την πραγματικότητα και
τη λήθη, που έχει ως στόχο η μουσική που προβάλλει το star system. Η
διαφορά ίσως της Ελλάδας με την Αγγλία είναι ότι εκεί υπάρχουν αφενός
περισσότερες ευκαιρίες να ακούσεις σημαντικούς καλλιτέχνες γιατί είναι
και μεγαλύτερος ο όγκος της δημιουργίας και αφετέρου οι ρόλοι είναι πιο
ξεκάθαροι και κατά κάποιο τρόπο μοιρασμένοι, ξέρεις που θα ακούσεις καλή
μουσική, ποιοι κάνουν τραγούδια για τον άνθρωπο και ποιοι κάνουν
τραγούδια για το χρήμα, ενώ εδώ στην Ελλάδα έχουμε πολλά παραδείγματα
τραγουδοποιών που παρουσιάζονται ως δήθεν ποιοτικοί ή και εναλλακτικοί
ενώ στην ουσία δε μιλάνε κι αυτοί παρά για κάποια «χαμένη τους αγάπη» με
περιτύλιγμα και προφίλ «ποιότητας»…
* Προφανώς τα χρόνια που έμεινες στην Αγγλία σε έκαναν να
επηρεαστείς πολύ από τη διεθνή μουσική σκηνή, κατά τη γνώμη σου
λιγότερο, το ίδιο ή περισσότερο από την ελληνική μουσική; Και με την
ευκαιρία, πες μου μερικές από αυτές τις οποίες θεωρείς τις κυριότερες
επιρροές σου, τόσο από την Ελλάδα όσο και εκτός αυτής.
Νομίζω ότι φαίνεται και στα τραγούδια μου ότι έχω επηρεαστεί
περισσότερο από τη διεθνή μουσική, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν
κουβαλάω πάντα μέσα μου και τους Έλληνες δημιουργούς που αγάπησα, από
τον Χατζιδάκι και τον Μαρκόπουλο μέχρι τον Σιδηρόπουλο και τον Άσιμο
αλλά και νεότερους, όπως τον Αγγελάκα και τον Μάλαμα. Έχω ακούσει και
συνεχίζω να ακούω πολλές διαφορετικές μουσικές από όλο τον κόσμο αλλά
πλέον έχω κατασταλάξει σε κάποια είδη τα οποία με ενδιαφέρουν
περισσότερο και στα οποία νιώθω και πιο άνετα όταν γράφω τραγούδια ο
ίδιος. Φυσικά rock μα και blues και jazz αλλά κυρίως folk rock, εκεί
βρίσκεται ο ήχος μου. Γι’ αυτό και ξεκίνησα μια εκπομπή γύρω από τη folk
rock σκηνή από τη δεκαετία του ’60 μέχρι και σήμερα στο διαδικτυακό
ραδιοσταθμό indiegroundradio.com η οποία μεταδίδεται Κυριακή πρωί. Είναι
ένα είδος που δεν έχει ακουστεί ιδιαίτερα στην Ελλάδα αλλά φαίνεται να
το αποφεύγουν και στο εξωτερικό, ίσως λόγω της έντονης πολιτικοποίησης
που είχαν πάντοτε οι folk τραγουδοποιοί.
Οι μεγαλύτερες επιρροές μου είναι κυρίως από τις δεκαετίες που άκμασε
αυτή η σκηνή, John Martyn, Dino Valente, Phil Ochs, Pentangle και
φυσικά ο Nick Drake στη μνήμη του οποίου αφιέρωσα και το κεντρικό
τραγούδι του δίσκου μου, το «Αγέλη». Με επηρεάζουν όμως και νέοι
τραγουδοποιοί, τόσο από την Ελλάδα όσο και από το εξωτερικό. Προσπαθώ να
μη «χάνω» ότι καλό βγαίνει και σήμερα και κάποιοι είναι πραγματικά
εξαιρετικοί και ειλικρινείς τραγουδοποιοί. Ενδεικτικά να αναφέρω τον
Jose Gonzalez και τον David Gray και από την Ελλάδα τους Κόρε. Ύδρο. και
τον Νίκο Χαλβατζή. Υπάρχουν και άλλοι πολλοί όμως αλλά δεν
προβάλλονται. Πέραν βέβαια από τις μουσικές επιρροές η σημαντικότερη
επιρροή για όσα γράφω παραμένει ο κόσμος μας, οι συνθήκες της ζωής μας.
* Πώς γνώρισες τον Στάθη Δρογώση, πώς προέκυψε το να αναλάβει
την ενορχήστρωση του δίσκου και κατά πόσο και με ποιο τρόπο πιστεύεις
ότι συνεισέφερε στο τελικό αποτέλεσμα;
Γνωριστήκαμε μέσω του Μανώλη Φάμελλου, άκουσε τα τραγούδια μου σε
πρωτόλεια μορφή και κατάλαβε τι θέλω να κάνω ήδη από την πρώτη ακρόαση.
Είναι ένας σπουδαίος μουσικός και κατάφερε να προσθέσει τις ιδέες του
χωρίς να αλλοιώσει τη φύση των τραγουδιών μου. Σεβάστηκε δηλαδή την
ιδιαιτερότητά τους γι’ αυτό και πολλά από τα τραγούδια παρέμειναν σε
ακουστικές εκτελέσεις, δεν υπήρχε λόγος να τα φορτώσουμε. Από εκεί και
πέρα σίγουρα ο δίσκος δε θα ήταν ο ίδιος χωρίς τον Στάθη, όχι μόνο λόγω
της εμπειρίας, του ταλέντου και της αισθητικής του, ούτε μόνο για το
πιάνο και την καταπληκτική του ερμηνεία στο «Ονειρολόγιο» που
ερμηνεύουμε ντουέτο αλλά και γιατί ταιριάζουμε σε μεγάλο βαθμό στις
αντιλήψεις μας, είναι ένας άνθρωπος της γενιάς μου με τις ίδιες
ανησυχίες και τους ίδιους προβληματισμούς.
* Περιέγραψε με δυο λόγια πώς και γιατί προέκυψαν και οι, ουκ ολίγες, υπόλοιπες συμμετοχές.
Όλες όσοι συμμετείχαν είναι ουσιαστικά και φίλοι μου, άνθρωποι που με
στήριξαν στη δημιουργία αυτού του δίσκου. Ο Μανώλης Φάμελλος με βοήθησε
από την αρχή και τον ευχαριστώ ιδιαίτερα γιατί χωρίς εκείνον ο δίσκος
πιθανά δεν θα είχε κυκλοφορήσει ακόμα. Είπαμε μαζί ένα πολύ ιδιαίτερο
τραγούδι, το «Ατύχημα» και ο Μανώλης κατάφερε να αποτυπώσει εξαιρετικά
το μαύρο χιούμορ των στίχων. Με τον Δημήτρη Παναγόπουλο είμαστε χρόνια
φίλοι, είναι σαφέστατα ο πιο σπουδαίος folk τραγουδοποιός που υπήρξε
ποτέ στην Ελλάδα και με έχει επηρεάσει πολύ. Με τον Βαγγέλη Μαρκαντώνη
γνωριστήκαμε λίγο πριν ξεκινήσω τις ηχογραφήσεις, άκουγα χρόνια και
εκτιμούσα τους δίσκους που είχε κάνει με τους Ανοιχτή Θάλασσα, ήταν απ’
τις καλύτερες μπάντες της Ελλάδας. Τον εκτιμώ ιδιαίτερα σαν τραγουδοποιό
και θεωρώ ότι είναι από τις πιο σπουδαίες φωνές που έχουμε στη ροκ
σκηνή.
Με την Jessica Kilroy γνωριστήκαμε μέσα από το Διαδίκτυο, ακούγοντας ο
ένας τραγούδια του άλλου στο myspace. Είχαμε γίνει φίλοι, έστω και «δια
αλληλογραφίας» και όταν ήρθε η ώρα που χρειαστήκαμε γυναικεία φωνητικά
για ένα τραγούδι δέχτηκε να μας χαρίσει την υπέροχη φωνή της. Ήρθε και
στην Ελλάδα την άνοιξη στο πλαίσιο της πρώτης της ευρωπαϊκής περιοδείας
και κάναμε δυο συναυλίες στην Αθήνα, πιθανά θα έρθει και την επόμενη
χρονιά και σκεφτόμαστε να κάνουμε και έναν ολόκληρο δίσκο μαζί, με
αγγλικό στίχο και στην Αμερική πλέον. Με τη Stephanie Voisin ήμασταν
επίσης φίλοι εδώ και αρκετά χρόνια, έζησε στην Ελλάδα την τελευταία
δεκαετία και γύρισε πρόσφατα στο Παρίσι. Οι Love Choir τέλος, ο Lio, η
Natalie, ο Tommy και ο Aderito δημιούργησαν μια από τις πιο όμορφες
στιγμές των ηχογραφήσεων, είναι παιδιά μεταναστών από αφρικανικές χώρες
που ζουν στην Ελλάδα, τραγουδούν gospel και είναι ιδιαίτερα ταλαντούχοι
παρά τη μικρή ηλικία τους.
* Τραγουδάς «γιατί πρέπει», με την έννοια ότι τα τραγούδια
είναι εξ ολοκλήρου δικές σου δημιουργίες και δεν βρίσκεις κανένα που να
μπορεί να το κάνει καλύτερα ή η ερμηνεία σε ενδιαφέρει εξίσου και
σημαίνει το ίδιο πολλά για εσένα όσο και η δημιουργία;
Ξεκίνησα κυρίως σαν τραγουδιστής σε ροκ συγκροτήματα στην Αγγλία και
άργησα πολύ μέχρι να νιώσω έτοιμος να παρουσιάσω τα δικά μου τραγούδια
οπότε σίγουρα με ενδιαφέρει και η πτυχή της ερμηνείας. Ταυτόχρονα όμως
χαίρομαι και για όλες τις συμμετοχές που είχα στον δίσκο, μου αρέσει που
ακούγονται διαφορετικές φωνές και θα το επιδιώξω και στην επόμενη
δισκογραφική μου απόπειρα. Θα με ενδιέφερε επίσης να ερμηνεύσω και εγώ
τραγούδια άλλων φτάνει βέβαια να έχουμε μια συνάφεια ως δημιουργοί, στο
τι θέλουμε να πούμε.
* Θεωρείς την «αγέλη» απλά ενοχλητική ή και επικίνδυνη; Υπάρχει τρόπος να ξεφύγει κανείς από αυτήν;
Η αγέλη των «λύκων» που μας τρομοκρατούν, μας εξουσιάζουν και μας
στερούν το δικαίωμα όχι μόνο στην ελευθερία και την ευτυχία αλλά ακόμα
και σε αυτήν την ίδια την επιβίωση είναι σαφώς επικίνδυνη και όσους
τρόπους και να βρει κανείς να «ξεφύγει», περιστασιακά και για λίγο, από
αυτήν στο τέλος η σύγκρουση μαζί της θα είναι αναπόφευκτη, σε συλλογικό
πια επίπεδο. Αυτό νομίζω σήμερα αρχίζει να γίνεται εμφανές σε όλο και
περισσότερους συνανθρώπους μας. Αυτή η τελευταία επίθεση του
καπιταλισμού απέναντι στην ανθρωπότητα μέσω της τεχνητής κρίσης που έχει
ως κύριο στόχο την υπερσυσώρρευση του πλούτου σε όλο και λιγότερα χέρια
δεν αφήνει περιθώρια για υπεκφυγές σε κανέναν και νομίζω ότι αν αυτή τη
φορά δεν υποκύψουμε και δεν παρασυρθούμε και «φοβηθούμε την αγέλη» ίσως
και να σημάνει το κύκνειο άσμα της.
* Και τι πρόκειται να ακολουθήσει αυτό το ξεκίνημα, άμεσα αλλά και λίγο πιο μακροπρόθεσμα;
Ελπίζω σύντομα να εκδοθεί το δεύτερο βιβλίο μου που ήδη είναι έτοιμο,
μια συλλογή κοινωνικοπολιτικών διηγημάτων με τίτλο «Ακίνητη Πόλη». Στη
συνέχεια θέλω να τελειώσω και ένα θεατρικό μονόλογο που γράφω. Όσον
αφορά τη μουσική έχω στα σκαριά ένα νέο κύκλο τραγουδιών και ελπίζω να
μπορέσω από τον επόμενο χρόνο να ξεκινήσω τις ηχογραφήσεις. Προς το
παρόν πάντως θέλω να παίξω τα τραγούδια αυτού οπότε θα τα πούμε και
«ζωντανά»...
- Σίγουρα και με άλλους τρόπους και αρκετές φορές στο μέλλον, για
την περίπτωση του Δ. Λ. τουλάχιστον προσωπικά δεν έχουμε την παραμικρή
αμφιβολία...
No comments:
Post a Comment