- Η ΦΙΛΑΡΜΟΝΙΚΗ ΤΗΣ ΑΓ. ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ
- Ηχοι ζωντανοί
Μία και μοναδική αληθινά «μεγάλη» ορχήστρα -ευτυχώς σε γενναιόδωρα πλούσια εμφάνιση- περιλάμβανε ο φετινός προγραμματισμός του Μεγάρου Μουσικής στο φθινοπωρινό τρίμηνο.
Ηταν η Φιλαρμονική της Αγίας Πετρούπολης και ο Γιούρι Τεμιρκάνοφ, παλιοί γνώριμοι του αθηναϊκού κοινού ήδη από δεκαετίες, κατά τις οποίες το πάλαι ποτέ σοβιετικό σύνολο ονομαζόταν ακόμη Φιλαρμονική του Λένινγκραντ. Αξονας των συναυλιών τους ήταν τα πιανιστικά κοντσέρτα του Ραχμάνινοφ. Κάθε βραδιά περιλάμβανε από ένα κοντσέρτο, το οποίο ερμηνευόταν από διαφορετικό σολίστα και συνδυαζόταν με δημοφιλή έργα Τσαϊκόφσκι («4η» και «5η Συμφωνία», αποσπάσματα «Λίμνης των Κύκνων»).
Από τις τρεις συναυλίες παρακολουθήσαμε τις δύο πρώτες αποκομίζοντας πάρα πολύ καλές εντυπώσεις. Σε αμφότερες το ενδιαφέρον ήταν αδιαπραγμάτευτα εστιασμένο στους πιανίστες, οι οποίοι και όρισαν απόλυτα το συνολικό στίγμα των ερμηνειών. Παρ' ότι τεχνικά άρτιες και με ευανάγνωστο, υποδειγματικά εύστοχο εθνικό χαρακτήρα, οι εκτελέσεις των συμπληρωματικών έργων κάθε βραδιάς είχαν μια επίγευση ρουτίνας· ρουτίνας μεν, υψηλότατου επιπέδου δε. Σε κάθε περίπτωση απολαύσαμε ανεπιφύλακτα τον σαγηνευτικά μεστό, χυμώδη, ζηλευτά ισορροπημένο ήχο της ρωσικής ορχήστρας με το αψεγάδιαστα συντονισμένο, συμπαγές σώμα εγχόρδων, τα σκληρά, ηχηρά ξύλινα πνευστά, τα στριγκά, λαμπερά και ρωμαλέα -πλην πάντα ελεγχόμενα- χάλκινα πνευστά!
Η πρώτη βραδιά ξεκίνησε με το «Κοντσέρτο αρ. 3» του Ραχμάνινοφ που έπαιξε ο Ντένις Ματσούεφ, εκλεκτός πιανίστας διεθνούς διαμετρήματος (21/10/2009). Την προηγούμενη φορά που τον είχαμε ακούσει στη χώρα μας ήταν στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών (8/6/2007) συνοδευόμενο από τους ίδιους συντελεστές. Καθώς τότε οι αρμόδιοι της διοργάνωσης είχαν εξαντλήσει το ενδιαφέρον τους στην προβολή έτερου, Ελληνα πιανίστα, σολίστα στο κοντσέρτο της αμέσως προηγούμενης βραδιάς, ο Ματσούεφ είχε ερμηνεύσει το «3ο» του Προκόφιεφ ενώπιον ενός σχεδόν άδειου κοίλου! Η εμφάνισή του στο Μέγαρο Μουσικής έβαλε τα πράγματα στη θέση τους. Σωστά επιλεγμένος για το βαρύτερο, καταφανώς συγκρουσιακού χαρακτήρα «3ο» του Ραχμάνινοφ, ο Ματσούεφ έπαιξε με σαρωτική ένταση που κυριολεκτικά έκοψε την ανάσα, αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια για κριτική!
Αψεγάδιαστη τεχνική αρτιότητα, αθλητικό σφρίγος και υψηλή μουσικότητα διοχετεύτηκαν σε μια λαμπερή ανάγνωση με ρωμαλέο, αρρενωπό στίγμα. Εστιασμένος, ακριβής και τρομακτικού μεγέθους, ο ήχος του ουδέποτε απειλήθηκε από τις ογκώδεις συναισθηματικές παλίρροιες και τις θηριώδεις κορυφώσεις της ορχήστρας· ταυτόχρονα, παρά το βάρος του, ουδέποτε έχανε την αίσθηση συσχετισμών δυναμικής. Θαυμαστά σβέλτη φραστική και, παρά τις ιλιγγιώδεις ταχύτητες, καλαίσθητα φινιρισμένοι πιανισμοί, καθώς επίσης ακροβατικά ευθύβολες στοχεύσεις προσέδωσαν στην αναμέτρησή του με την ορχήστρα μεθυστικά υψηλά επίπεδα ενέργειας. Δοσμένο τελετουργικά, με τιτάνιες, κλιμακωτές κορυφώσεις, το μέρος ελεύθερης δεξιοτεχνίας του εναρκτήριου Allegro ma non tanto προκάλεσε δέος, ενώ ο ασταμάτητος καλπασμός του καταληκτικού μέρους αποδέσμευσε αχαλίνωτη ενέργεια που άγγιξε το όριο τής (αριστοτεχνικά ελεγχόμενης) υστερίας. Πλαισιούμενο από τις ασίγαστες εντάσεις των ακραίων μερών, το λυρικό Adagio προσέλαβε χαρακτήρα ερμητικά εσωστρεφούς λυρικού μονολόγου.
Την επόμενη συναυλία άνοιξε ο επίσης Ρώσος πιανίστας Ανατόλι Λουγκάνσκι με το μουσικό επισκεπτήριο του Ραχμάνινοφ, το «Κοντσέρτο αρ. 2» (22/10/2009). Εδώ το στίγμα ήταν ολότελα διαφορετικό. Σολίστας με καταφανώς πιο ισορροπημένο και μετρημένο ερμηνευτικό φάσμα, ο Λουγκάνσκι πρόσφερε μια ικανοποιητικότατα ανανεωμένη ανάγνωση του δημοφιλούς κοντσέρτου. Εχοντας ως αυστηρό συνοδό τον πυκνό, μυώδη ήχο του ρωσικού συνόλου, πέτυχε να επαναφέρει σε πρώτο επίπεδο τη γνησίως ρωσική μελαγχολία που κρύβεται πίσω και κάτω από τον επίκτητο χολιγουντιανό συναισθηματισμό των χιλιοακουσμένων «κινηματογραφικών» μελωδιών.
Οι πλατιοί, κελαρυστά ρέοντες πιανισμοί και οι ορμητικές, σπασμωδικές κορυφώσεις του εναρκτήριου Moderato, ο θλιμμένος, μοναχικός βηματισμός του πιάνου στο κάπως μελίρρυτο Adagio sostenuto και οι απανωτές βιρτουοζίστικες αιχμές των παλινδρομικών πιανιστικών κωδωνοκρουσιών του παιγνιώδους Allegro scherzando, όλα αποδόθηκαν με πειστικά ζυγιασμένες δόσεις γνήσια σοβαρού συναισθήματος, δεινής δεξιοτεχνίας και υψηλής μουσικότητας.
Η τρίτη συναυλία ξεκίνησε με την εισαγωγή από την όπερα του Ρίμσκι - Κόρσακοφ «Θρύλος της αόρατης πόλης Κιτέζ», κορυφώθηκε με το «Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 1» του Ραχμάνινοφ, που ερμήνευσε ο Γιώργος Λαζαρίδης, και ολοκληρώθηκε με τη «Συμφωνία αρ. 5» του Τσαϊκόφσκι (23/10/2009). *
ΥΓ.: Αραγε, πόσες φορές αντέχουμε να ακούσουμε «4η», «5η» Τσαϊκόφσκι, «2ο» Ραχμάνινοφ; Γιατί τα χιλιοπαιγμένα, δημοφιλή έργα -όντως απαραίτητα για τη ζωτική προσέλκυση ευρέος κοινού- να μη συνδυάζονται με κάτι εκτός πεπατημένης; Είναι διεθνώς γνωστό ότι η αδιαπραγμάτευτη υιοθεσία της λογικής των «popular classics» υπονομεύει μάλλον παρά εξασφαλίζει την επιβίωση της κλασικής μουσικής.
Wednesday, November 4, 2009
Οταν έρχονται οι Ρώσοι
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment