Wednesday, November 11, 2009

Αυθεντική γεύση ισπανικής θαρθουέλας

  • ΣΤΗ ΜΑΔΡΙΤΗ ΜΕ «ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΙΣΣΑ ΤΟΥ ΛΙΜΑΝΙΟΥ»
  • Ηχοι ζωντανοί

Εάν βρεθεί κανείς στη Μαδρίτη και επιθυμήσει τη γνωριμία με τη ζωντανή μουσική κληρονομιά της, αξίζει μια επίσκεψη στο ιστορικό Θέατρο Θαρθουέλας.

Στιγμιότυπο από την παρουσίαση της «Ταβερνιάρισσας του λιμανιού» του Πάμπλο Σοροθάμπαλ στο Θέατρο Θαρθουέλας της Μαδρίτης (φωτ.: Jesus Alcantara)

Στιγμιότυπο από την παρουσίαση της «Ταβερνιάρισσας του λιμανιού» του Πάμπλο Σοροθάμπαλ στο Θέατρο Θαρθουέλας της Μαδρίτης (φωτ.: Jesus Alcantara)

Εκεί παίζεται αυτή την εποχή η «Ταβερνιάρισσα του λιμανιού» του Πάμπλο Σοροθάμπαλ (1897-1988), δημιουργού τουλάχιστον είκοσι λυρικών έργων αντιπροσωπευτικών της ρομαντικής θαρθουέλας, με τα οποία ο κορυφαίος Ισπανοβάσκος συνθέτης οδήγησε το έλασσον αλλ' επ' ουδενί ασήμαντο αυτό είδος στην ολοκλήρωση της ιστορικής του πορείας. Ευρύτατα γνωστή και εκτός Ισπανίας από την άρια «Νο puede ser!» («Δεν μπορεί να 'ναι έτσι!), που προσφέρουν συχνά εκτός προγράμματος όλοι οι διάσημοι Λατίνοι τενόροι, η «Ταβερνιάρισσα» θεωρήθηκε η τελευταία «μεγάλη» θαρθουέλα του 20ού αιώνα. Πρωτοπαρουσιάστηκε στη Βαρκελώνη το 1936, λίγους μήνες πριν ξεσπάσει ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος, ενώ, μετά την επικράτηση του Φράνκο, η προγραμματισμένη πρεμιέρα της στη Μαδρίτη εμποδίστηκε συστηματικά για πολιτικούς λόγους.

Η επιτυχημένη αναβίωση που είδα είχε πρωτοανεβεί το 2006, στην 75η επέτειο από τη διακήρυξη της τραγικά βραχύβιας «Β' Ισπανικής Δημοκρατίας» (1931-39). Χαρακτηρισμένη από τους δημιουργούς της ως τρίπρακτο ναυτικό ρομάντσο, η δημοφιλής «Ταβερνιάρισσα» είναι μια τυπική θαρθουέλα, συγγενής προς τις δικές μας οπερέτες, δομημένη σε διακριτές μικροενότητες, με άριες, πολυμελή σύνολα, χορωδιακά και χορούς, μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονται εκτενείς σκηνές με πεζούς διαλόγους όπου συχνά κυριαρχούν πικάντικη θεματική, κωμικοί χαρακτήρες και τοπικά ιδιώματα.

Ομοίως τυπική, η υπόθεση διαδραματίζεται σε ένα ισπανικό ψαροχώρι του Ατλαντικού και αφορά ταπεινούς, λαϊκούς ανθρώπους. Αποκρυπτόμενες ταυτότητες, διασταυρούμενοι έρωτες, λαϊκά κοινωνικά ήθη και πάθη, περιπέτειες με λαθρεμπόρους, κίνδυνοι και απογοητεύσεις, όλα καταλήγουν νομοτελειακά σε ένα -ευτυχώς όχι εξ αρχής ορατό- «happy end», όπου οι κακοί τιμωρούνται και το πρωταγωνιστικό ζεύγος βρίσκει τη μικρή, γήινη ευτυχία που του ταιριάζει. Γεμάτη ωραίες μελωδίες που ανθίζουν αβίαστα, χορευτικούς ρυθμούς και στροφικούς σκοπούς που μένουν στο αυτί, με θαυμάσια αυθεντική ενορχήστρωση εμπλουτισμένη με όλα -κλασικά και «θύραθεν»- τα ακούσματα της εποχής, η μουσική του Σοροθάμπαλ υπηρετεί τη συμβατική δραματουργία του έργου με αμεσότητα και αίσθηση οικονομίας.

Την πραγματικά έξοχη σκηνοθεσία υπέγραφε ο Λούις Ολμος, καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου, προτείνοντας μια αναθεωρημένη δραματουργία με ισορροπημένα εκσυγχρονιστικό στίγμα, βασισμένο στην εικαστική αισθητική πασίγνωστων κόμικς των μεταπολεμικών δεκαετιών (Τεν-Τεν, Γεράκι της Μάλτας κ.λπ.). Συμβατικές διατάξεις δοσμένες με στιλιζαρισμένα υπερτονισμένο παίξιμο και καρατερίστικη κινησιολογία, κοστούμια με ζωγραφισμένες πιέτες και τσαλακώματα (Μαρία Λουίζα Ενχελ), προβαλλόμενοι ζωγραφιστοί ουρανοί με σύννεφα και βροχή από μολυβιές, χαριτωμένα προσχηματικά σκηνικά (Γκαμπριέλ Καρασκάλ), μια υπέροχα καρτουνίστικη τρικυμία, όλα υπηρέτησαν λειτουργικά το κωμικοτραγικό στίγμα του έργου.

Τραγούδησε ευρύ επιτελείο ακμαίων ισπανόφωνων τραγουδιστών σε πολλαπλή διανομή των τριών πρωταγωνιστικών ρόλων. Ανάμεσά τους ξεχώριζε ο κορυφαίος Ισπανός τενόρος Χοσέ Μπρος. Στην παράσταση που παρακολούθησα, τον Λέανδρο υποδύθηκε ο λιγότερο διάσημος Βαρκελωνέζος Αλμπέρ Μονσεράτ, στηρίζοντας άριστα τον ρόλο με την εύκαμπτη, μεταλλική φωνή του, ενώ η Κάρμεν Γκονσάλεθ υπήρξε μια ταιριαστά ερωτική Μαρόλα με λυρική, ανάλαφρη αλλά διαπεραστική φωνή. Στον βίαιο Χουάν ντε Εγκουία δάνεισε τη στεντόρεια, τραχιά φωνή και το αντίστοιχα στιβαρό παρουσιαστικό του ο βαρύτονος Χουάν Χεσούς Ροντρίγκεθ.

Αριστοτεχνικές και καλαίσθητες ήταν επίσης οι αποδόσεις των δύο βασικών καρατερίστικων ρόλων πρόζας που συμμετέχουν ενεργά στη δραματουργική ισορροπία του έργου: της ζηλιάρας, μπεκρούς ψαροπώλισσας, την οποία ζωντάνεψε με απολαυστική δηκτικότητα η Μάρτα Μορένο, και του επίσης μέθυσου, ύποπτου αλλά και μεγαλόψυχου νέγρου θαλασσόλυκου Σίμψον, τον οποίο υποδύθηκε και τραγούδησε άριστα -η στροφική λατινοαμερικάνικη ρομάντσα του ήταν συγκινητικότατη!- ο έγχρωμος Βενεζουελάνος Ιβάν Γκαρθία. Τους τραγουδιστές συνόδεψε με ζηλευτά εύπλαστο, λαμπερό ήχο η Δημοτική Ορχήστρα της Μαδρίτης υπό τον Μιγκέλ Ρόα.

Γνωρίζοντας ότι, σήμερα πια, ουδείς συνθέτει θαρθουέλες, αναρωτήθηκα για την ταυτότητα του ακροατηρίου. Ηταν μεσοαστικό, με την αναμενόμενη υπεροχή μεγάλων ηλικιών αλλά και υπολογίσιμη εμπροσθοφυλακή νεότερων θαμώνων. Ολοι γνώριζαν τη μουσική, χειροκροτούσαν θερμά και απολάμβαναν φανερά θέαμα και ακρόαμα, που σημαίνει ότι το είδος επιβιώνει. Βγήκα από το ωραίο «αρ-νουβό» θέατρο των αρχών του αιώνα με μια απολαυστικά ανάλαφρη αίσθηση ισορροπίας και πληρότητας. *

No comments: