Saturday, November 28, 2009

Δήμος Μούτσης: Ο αμφισβητίας

  • από τον Δημήτρη Δουλγερίδη, φωτογραφίες: Σκεύη Ερωτόκριτου

  • TA NEA: Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009
Δήμος Μούτσης.


Σπάνια δίνει συνεντεύξεις. Με την ίδια συχνότητα ίσως που βγάζει δίσκους. Η πρόσφατη αναδρομική κασετίνα, που καταγράφει τα σαράντα χρόνια της δισκογραφικής του διαδρομής, ήταν μόνο η αφορμή.

Για να κρατήσει αποστάσεις από τη «λαϊκή» του περίοδο, να θίξει ιερά και όσια της τέχνης του και να αποκαλύψει σε ποια φάση βρίσκεται η επόμενη δουλειά του.

Όλα αυτά στο ησυχαστήριό του, όπου πλέον επικοινωνεί με τους φίλους του και μέσω Facebook. Λάτρης της τεχνολογίας από παλιά, όπως αποδεικνύουν τόσες και τόσες ενορχηστρώσεις.

Ο Δημήτρης Δουλγερίδης συνάντησε τον Έλληνα συνθέτη και μίλησε μαζί του για τις εμμονές και τα επόμενα σχέδιά του, το συνδικαλισμό του σιναφιού και τον Μάρκο Βαμβακάρη.

Μας υποδέχτηκε στο μικρό γραφείο της μονοκατοικίας του, ανάμεσα σε δύο στήλες με βιβλία ποίησης. Από τη μια οι ξένοι ποιητές –«Ανθολογία Τσέχων» από τον Γιάννη Ρίτσο–, από την άλλη οι Έλληνες – «Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό» του Oδυσσέα Ελύτη.

«Είναι και το μόνο που διαβάζω συστηματικά. Με την πεζογραφία ομολογώ ότι δεν τα πάω καλά», λέει και σπεύδει να λύσει την απορία μας για τους κορνιζαρισμένους δίσκους στον τοίχο.
«Δεν είναι δίσκοι. Είναι οι μήτρες πάνω στις οποίες κόπηκαν το 1968 τα αντίτυπα του δίσκου “Κάποιο καλοκαίρι”. Ένιωσα μεγάλη συγκίνηση, επειδή μου τις έφερε ένας άγνωστος από τα ερείπια της Columbia, όταν μπήκαν μέσα να την ισοπεδώσουν».

Η... ποιητική ατμόσφαιρα διαρκεί αρκετή ώρα, μέχρι να έρθει και ο καφές, και το μόνο που τη διακόπτει είναι το γάβγισμα του 11χρονου Άργου, ενός τεράστιου καυκασιανού σκύλου που σουλατσάρει στην αυλή...

  • Όταν μιλήσαμε στο τηλέφωνο για να βρω το σπίτι, μου περιγράψατε τη διαδρομή μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Ξέρετε τόσο καλά την Αθήνα;

Καθόλου καλά. Γι’ αυτό και κυκλοφορώ με ταξί, παρόλο που έχω αυτοκίνητο. Ξέρω μόνο τα γνωστά: Εξάρχεια, Κολωνάκι, Λυκόβρυση. Κατά τ’ άλλα τη βγάζω εδώ στο σπίτι μου.

  • Αυτό ταιριάζει πολύ με την εικόνα της εθελούσιας «απόσυρσης» για την οποία διαβάζουμε τα τελευταία χρόνια. Σας πνίγει όντως η σιωπή;

Για κανέναν καλλιτέχνη δεν μπορείς να πεις ότι αποσύρθηκε, διότι δεν ξέρεις τι θα κάνει αύριο...

  • Φαντάζομαι πάντως ότι το ακούτε. Όχι μόνο για εσάς, αλλά και για τον Χρήστο Λεοντή ή τον Σταύρο Ξαρχάκο ενδεχομένως.

Η «απουσία» του Λεοντή οφείλεται μάλλον στο ότι δεν λειτουργούν αυτά που γράφει. Γιατί κατά τ’ άλλα βγάζει δίσκους αρκετά συχνά. O Ξαρχάκος δεν γράφει, αλλά διευθύνει. Και απ’ ό,τι βλέπω, διευθύνει μόνο Έλληνες συνθέτες: Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Τσιτσάνη και τον εαυτό του.

  • Αυτό το λέτε επειδή δεν περιλαμβάνει δικές σας συνθέσεις;

Εγώ δεν είμαι Έλληνας, αλλά φιλέλληνας. Τι να σου πω, αγαπητέ μου; Το κόμπλεξ στους Έλληνες είναι αντιστρόφως ανάλογο του όγκου τους. Αλλά ας πιάσουμε κι εμένα.

Έχω μια δουλειά –πολύ καλή–, την οποία τη γυροφέρνω χρόνια. Πάντοτε έτσι έκανα. Τραβολογούσα τις δουλειές με τρόπο μίζερο, που λένε, αλλά καλό πράγμα έβγαινε.

Μεγαλώνοντας, αρχίζεις και ψάχνεις πολύ αυτό που κάνεις. Δεν έχεις καιρό για λάθη. Ζητάς συνεχώς διευκρινίσεις μέσα σου γι’ αυτό που θέλεις να κάνεις: μήπως δεν λέει τίποτα; Μήπως επαναλαμβάνομαι;

  • Αυτό ακούγεται πολύ βασανιστικό...

Πάρα πολύ. Αλλά πάντοτε ψείριζα τα πράγματα. Στο «Να!» έγραφα κι έσβηνα ένα χρόνο. Βγήκε, όμως, μια σπουδαία δουλειά, που μελωδικά ήταν διαφορετική από τις προηγούμενες. Ποιοτικά αναβαθμισμένη.

  • Αυτό ψάχνετε και στους υπόλοιπους δημιουργούς; Να προσθέτουν κάτι καινούριο κάθε φορά στη δουλειά τους;

Σαφώς. Όχι με την έννοια ότι κάθε μέρα πρέπει να βγαίνουν καινούρια πράγματα. Αλλά με την έννοια ότι το καλό είναι καινούριο από μόνο του. Δεν κοιτάς εάν κάποιος προσθέτει άλλη μία νότα για να χειροκροτήσεις.

Το καλό πράγμα φτάνει στ’ αφτιά σου θες, δεν θες. Στο ταξί, στο σπίτι... Μόνο στην τηλεόραση δεν θα τ’ ακούσεις. Σκέψου ότι την εποχή του «Άγιου Φεβρουάριου» δεν ήμουν μόνος.

Ήταν ο Σαββόπουλος με τον «Μπάλλο», ο Μαρκόπουλος με την «Ιθαγένεια», ο Κηλαηδόνης με τα «Μικροαστικά». Όλα μαζί όμως. Μύριζε το πράγμα. Είχε ένα αίτημα η εποχή.

Έμπαινες σ’ ένα σπίτι και είχες έναν κοινό φθόγγο με τους νοικοκυραίους: να φύγει ο Παπαδόπουλος. Έστω αυτό το κλισέ. Μην κοιτάς που στη συνέχεια φτάσαμε στο άλλο άκρο: ένας άνθρωπος, μόνος του, να τραγουδάει μπροστά σε χιλιάδες άλλους ανθρώπους, μόνους.

Ενώ τώρα ποιο αίτημα υπάρχει; Να δώσει την ψήφο του ο Αβραμόπουλος στον Σαμαρά; Αυτά είναι ανόητα πράγματα...

  • Δεν μπορεί, όμως. Όλο και με κάποια τραγούδια θα έχετε «κολλήσει» τα τελευταία χρόνια...

Όπως το είπες. Είμαι ένας άνθρωπος που κολλάω. Κάποτε, για παράδειγμα, είχα κολλήσει με το «Όχι, δεν πρέπει να συναντηθούμε» του Μαρκόπουλου. Ύστερα ήταν το «Άσπρη μέρα και για μας», ο «Καημός», η «ΕΦΕΕ». Σπουδαία πράγματα.

Τώρα, αν σου πω το τελευταίο κομμάτι που μου άρεσε, θα βάλεις τα γέλια: είναι ο «Γάτος» του Μαχαιρίτσα. Μην ακούς που λένε ότι είναι «τραλαλά». Ξέρεις πολλά χαριτωμένα «τραλαλά»; Τα σοβαρά δεν ακούγονται, έτσι κι αλλιώς. Είναι κάτι βαρύγδουπα, που νομίζεις ότι θα μπουκάρουν τα τανκς.

  • Oι αδερφοί Κατσιμίχα σας άρεσαν;

Πάρα πολύ. Νομίζω ότι μετά την εποχή τη δική μου και των υπολοίπων αυτοί ήταν ένα ορόσημο. Με πολλή ευαισθησία.

  • Ας γυρίσουμε στη δουλειά που ετοιμάζετε. Η wikipedia γράφει ότι θα συμμετάσχει η Χάρις Αλεξίου και πιθανότατα ο Δημήτρης Μητροπάνος...

Αυτές οι σκέψεις ήταν πριν από τρία χρόνια. Τα πράγματα όμως αλλάζουν ορμητικά. Έχω φύγει απ’ αυτό. Η Χαρούλα πήρε το δικό της δρόμο, λέει δικούς της στίχους. O Μανώλης Λιδάκης ήταν μια σκέψη, επειδή τότε είχα στ’ αφτιά μου την ερμηνεία του στο «Άστρα, μη με μαλώνετε».

Όταν τον άκουσα, όμως, δεν ήταν αυτό που περίμενα. Γι’ αυτό και έχω μεγάλο πρόβλημα. Από τα νέα τραγούδια μόνο δύο μπαλάντες μπορώ να πω. Και ένα να δώσω σε κάποιο συγκρότημα -στα Κίτρινα Ποδήλατα ίσως. Από εκεί και πέρα είναι άλλα εφτά τραγούδια.

  • Διορθώστε με αν κάνω λάθος, αλλά έχετε ένα «θέμα» με τιςμεγάλες φωνές; Σαν να νιώθετε ότι προδίδουν αυτό που έχετε κατά νου.

Ή ότι δεν μπορούν να καταφέρουν κάτι παραπάνω... Πρέπει να σου πω ότι ίσως είμαι ο μοναδικός –όπως λένε– που δεν μπορώ να κάνω δεύτερες εκτελέσεις. Είναι τέλεια καμωμένα όσα έγιναν την πρώτη φορά.

O Μητσιάς στην «Τετραλογία»: είναι ακοπιάριστος δίσκος. Η Άλκηστις Πρωτοψάλτη που πρωτοεμφανίζεται εκεί: δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να ξανατραγουδήσει τον Σεφέρη όπως το κάνει εκεί. O συγχωρεμένος ο Χρήστος Λεττονός επίσης.

Η Δήμητρα Γαλάνη στο «Τρένο» και κάποια άλλα σε συναυλίες. Αυτά σκέφτομαι και λέω: ή με τους ίδιους θα τα ξανακάνω –και αν είναι στις καλές τους, θα πετύχουν την ίδια εκτέλεση– ή θα υπάρξουν εκπτώσεις.

Από το 1982 που σταμάτησα τη σχέση με τους τραγουδιστές –η Μπέλλου ήταν η τελευταία–, τώρα πρόσφατα χρειάστηκε πάλι να σκεφτώ φωνές. Ε, λοιπόν, μπλοκάρισα. Όχι μόνο στους τραγουδιστές, αλλά και στους στιχουργούς. Σαν να ερχόμουν από άλλο πλανήτη.

  • Στην αναδρομική κασετίνα επιλέξατε μόνο ένα τραγούδι της Νάνας Μούσχουρη, τον «Ταξιδιώτη του παντός». Δεν θέλατε να ξαναθυμίσετε αυτή τη συνεργασία;

Η ίδια η Μούσχουρη, όταν της τηλεφώνησε η παραγωγή, είπε «βάλτε όσα θέλετε, αρκεί να μπουν πρώτα στο CD». Αλλά μια και αναφερόμαστε σ’ εκείνο το άλμπουμ, πρέπει να σου πω ότι εγώ είχα ήδη ηχογραφήσει με τη δική μου φωνή όλα τα κομμάτια σε μια κασέτα.

Και μετά ζήτησα από τη Μούσχουρη να τα μιμηθεί. Ε, λοιπόν, σήμερα θεωρώ καταπληκτικό τον τρόπο με τον οποίο τα τραγούδησα εγώ. Τη δουλειά με τη Μούσχουρη δεν τη θεωρώ και τόσο συνεργασία. Έγινε από μακριά. Όταν πήγα στο Παρίσι, είχε ήδη τραγουδήσει τα περισσότερα.

  • Νομίζω ότι μόνο για τη φωνή του Μπιθικώτση έχετε μιλήσει με μεγάλη θέρμη...

Του Μπιθικώτση η φωνή είχε αυτό που λέμε «ανημπόρια». Αυτό που χαρακτηρίζει όλη την αρχαία ελληνική τέχνη. Βλέπεις τα αγάλματα και τους λείπει η δύναμη που έχουν τα ρωμαϊκά.

Σαν να έχουν την αίσθηση ότι υπόκεινται σ’ ένα νόμο της φύσης: ότι κάποτε θα φθαρούν. Και αυτή η ανημπόρια να αντισταθούν τους δίνει μια τρυφερότητα. Η φωνή του Μπιθικώτση το είχε αυτό το στοιχείο, όπως το έχει εν μέρει η Αλεξίου και η Μπέλλου.

  • Ποιος είναι ο δημιουργός που σας επηρέασε νωρίς στην προσωπική σας διαδρομή;

O Μάρκος Βαμβακάρης. Είναι η πέτρα πάνω στην οποία στηρίχτηκε όλο το μετέπειτα νεοελληνικό τραγούδι. O Τσιτσάνης έχει γράψει καταπληκτικά τραγούδια, αλλά ο Μάρκος είναι τα θεμέλια. Όχι όλα του τα τραγούδια, οφείλω να ομολογήσω. Αλλά, εάν επιχειρήσεις να πάρεις κάτι απ’ αυτόν, πρέπει να τον πάρεις όλο.

  • Από τα δικά σας τραγούδια για ποιο έχετε ομολογήσει ότι «εδώ έκανα κάτι σπουδαίο»;

Στα τόσα χρόνια που κάνω αυτή τη δουλειά, η μοναδική φορά που το είπα ήταν για το «Όνειρο» και τη «Φυσαρμόνικα». Εκεί κόλλησα. Έπαθα πολύ μεγάλη πλάκα μ’ αυτά τα δύο. Τόσο πολύ, που δεν θυμάμαι πώς ήμουν.

Συνήθως όλο και κάτι θυμάμαι: πού καθόμουν στο στούντιο, τι είχα φάει πριν, αστεία πράγματα. Εδώ δεν θυμάμαι ούτε σε τι χαρτί τα έγραψα.

  • Μια και μιλάμε για τραγούδια, θυμάστε ποιο κομμάτι ήταν στην άλλη πλευρά της «Ελευσίνας»;

Όχι.

  • Ήταν το «Αναβοσβήνουν οι φωτιές» σε στίχους Δημήτρη Ιατρόπουλου. Έχετε παράπονο ως δημιουργός που κάποια τραγούδια μένουν πάντοτε στην πίσω πλευρά της δισκογραφίας;

Όχι. Τα καλά μου τα τραγούδια ακούστηκαν πάντοτε.Ίσως με το «Για πούλημα λοιπόν» του 1994 συνέβη αυτό που λες, αλλά δεν το κυνήγησα κι εγώ. Είχα μόλις περάσει από το «Να!» χωρίς να έχω ξεθολώσει εντελώς.

  • Με το «Ενέχυρο» βρεθήκατε εκτεθειμένος απέναντι σ’ ένα κοινό που πιθανότατα είχε καλομάθει στο «Φεβρουάριο» και δεν μπορούσε να ακολουθήσει...

Ναι, ήταν η πρώτη φορά που αισθάνθηκα ρεμπέτης. Με την έννοια «εγώ, η άποψή μου και όλα όσα κουβαλάω». Αυτή είναι η γλώσσα μου, αυτές οι νότες μου και αυτό μπορώ να κάνω στη ζωή μου.

Είναι μεγάλο πράγμα να το ανακαλύπτεις αυτό ύστερα από τόσα χρόνια δουλειάς και τόσες επιτυχίες, που δεν είναι εύκολο να τις παρατήσεις. Μη νομίζεις ότι δεν μου καίγεται καρφί. Είναι μεγάλη κουβέντα αυτή, γιατί ζω απ’ αυτή τη δουλειά.

Ας πούμε, όμως, ότι είναι η μοίρα μου όλα να ξεκινούν αργά. Όταν έκανα τον «Άγιο Φεβρουάριο», μου έλεγαν «τι τα θέλεις αυτά και δεν κάνεις ξανά μια “Ελευσίνα”;». Όταν έκανα την «Τετραλογία», ζητούσαν το «Φεβρουάριο». Και στο «Φράγμα» μού έλεγαν «τι φωνή είναι αυτή;».

  • Από την κουβέντα μας καταλαβαίνω ότι ναι μεν δεν αποκηρύσσετε τη λαϊκή περίοδο, αλλά κρατάτε σαφείς αποστάσεις.

Αυτό ισχύει. Μόνο όταν κάνεις όλη τη δουλειά –στίχους και μελωδία–, νιώθεις δημιουργός. Είναι σαν να θέλεις να πεις σε μια κοπέλα «σ’ αγαπώ», αλλά, επειδή τραυλίζεις, βάζεις έναν καλλίφωνο. Όσο καλά και να το πει, σαν κι εσένα δεν θα το κάνει ποτέ.

  • Στην πρώτη περίοδο, πάντως, τη «λαϊκή», συνεργάζεστε με τον Νίκο Γκάτσο. Ήταν μια σχέση δημιουργών μόνο;

Είχαμε πολύ στενή σχέση. Τα τραγούδια που μου έγραψε δεν ήταν όλα καλά, μη γελιόμαστε. O άνθρωπος το έκανε για βιοποριστικούς λόγους. Άλλωστε και οι δικές μου οι μελωδίες της πρώτης περιόδου δεν ήταν όλες καλές.

Έχω την εντύπωση ότι τα καλύτερα κομμάτια τα έδωσε στον Χατζιδάκι. Ωστόσο, είχα ένα πολύ στενό δέσιμο μαζί του. Και καμιά φορά με θλίβει που πολλοί λένε στις μέρες μας «ο Νίκος».

Παρόλο που, όσο ζούσε, τον έβλεπαν από δέκα τραπέζια μακριά στου «Φλόκα». Για να λέμε αλήθειες, αυτή η περίφημη παρέα του «Φλόκα» –όσο καιρό πήγαινα εγώ– ήταν ο Ελύτης, ο Τσαρούχης, ο Λουκιανός, ο Μανώλης Μητσιάς και ο Γιώργος Πηλιχός (σ.σ. παλιός δημοσιογράφος των «ΝΕΩΝ»).

Αργότερα προστέθηκε και η Αγαθή Δημητρούκα. Άσε που «Νίκο» τον έλεγαν μόνο ο Χατζιδάκις, ο Ελύτης και ο Τσαρούχης. Oι φίλοι του δηλαδή. Όλα τα υπόλοιπα είναι λόγια ν’ αγαπιόμαστε. Μια φορά, να φανταστείς, με φώναξαν σε μια εκπομπή να μιλήσω για... τα μάτια του. Είχα μείνει άφωνος.

  • Σήμερα κάνετε παρέα με ανθρώπους του σιναφιού;

Καθόλου. Κατ’ αρχάς, όλοι για λεφτά μιλάνε. Oι μόνοι που μιλάνε για μουσική είναι φίλοι μου: γιατροί, δικηγόροι, καθηγητές...

  • Τελευταία συναυλία ή πρόγραμμα στο οποίο βρεθήκατε;

Πρόπερσι το χειμώνα είχα πάει σε μια μπουάτ, όπου μάλιστα έλεγαν και τραγούδια μου. Σαν δημόσιοι υπάλληλοι βέβαια. Με μια βαριεστημάρα του στυλ «να πάρουμε το μεροκάματο και να φύγουμε».

Θλίψη και κατήφεια κάτω από ωραία φώτα. Όταν έκανα με τον Μητσιά και τη Γαλάνη την πρώτη μπουάτ στην Πλάκα το 1970, ερχόταν κόσμος μετά το πρόγραμμα και μας έλεγε ότι στο συγκεκριμένο κομμάτι κάναμε λάθος.

Ενώ σήμερα... Να σου πω, είναι μεγάλο το σπίτι μου. Τη βγάζω μια χαρά εδώ. Κάνω ένα μήνα να βγω. Και μαγειρεύω για φίλους.

  • Τηλεόραση παρακολουθείτε;

Κυρίως αθλητικά. Είμαι και ΑΕΚτζής φανατικός συν τοις άλλοις.

  • Τις νέες αγγλόφωνες μπάντες και τη σκηνή του χιπ-χοπ;

Τ’ ακούω, αλλά δεν τα ξέρω. Μπορεί ο αγγλόφωνος στίχος να είναι καλός, αλλά εγώ γελάω με το επιχείρημα ότι κάποιος γράφει τέτοια κομμάτια επειδή ξέρει καλά εγγλέζικα.

  • Το «Ο Χάρος βγήκε παγανιά» θα το δίνατε για μια χιπ χοπ εκτέλεση;

O «Χάρος» είναι ένα πολύ ροκ τραγούδι και μπορούν να το πουν πολλοί: «από... μέχρι...», που λέμε. Είναι ο ρυθμός του τέτοιος και τα λόγια δεμένα.

  • Θα μπαίνατε στον κόπο να πιέσετε μαζί με άλλους τον καινούριο υπουργό Πολιτισμού για όσα αφορούν τη δουλειά σας;

Όσους ασχολούνται με τα συνδικαλιστικά δεν τους θεωρώ συναδέλφους, αλλά συνδικαλιστές. Ωραία και τα δικαιώματα, δεν λέω, αλλά να κατέβω στο δρόμο για τα ποσοστά μου, δεν το κάνω. Έτσι είναι ο χαρακτήρας μου.

Ή να ζητήσω συναυλίες απ’ τον καινούριο υπουργό, που ακόμη δεν έκλεισε δυο μήνες; Να κάνω δηλαδή ό,τι ο Σαμαράς ως υπουργός Πολιτισμού, που έδωσε πέρσι το Ηρώδειο στον κουμπάρο του.

Κι έτσι ξανακούσαμε την «Ελευσίνα» για πολλοστή φορά. Λες και δεν υπάρχει άλλο τραγούδι όλα αυτά τα χρόνια... Για κάτι τέτοια λέω ότι το τραγούδι δεν υποφέρει από τους υπουργούς, αλλά από τους δημιουργούς.

  • Info

  • Στην τετραπλή κασετίνα «Δήμος Μούτσης - Ταξιδιώτης του παντός», συμπαραγωγή των Universal, Λύρα και Warner, περιέχονται αποσπά-σματα από το «Συνοικισμό Α’», τις «Στροφές», τον «Ταξιδιώτη», το «Για πούλημα λοιπόν!», καθώς και τα άλμπουμ «Άγιος Φεβρουάριος», «Φράγμα», «Ενέχυρο» και «Να!».

No comments: