-  Από τον Γιάννη Πετρίδη 
- Βιβλιοθήκη, Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010
        
    
Δεν είναι πολλοί οι συντελεστές της
 μουσικής ροκ που μπορούν να ισχυριστούν ότι η παρουσία τους είχε 
μεγαλύτερη σημασία γι' αυτό το μουσικό είδος, από τον μουσικό, συνθέτη 
και παραγωγό John Cale. Ο γεννημένος στη Νότια Ουαλία, πιανίστας και βιολιστής, που έχει
 κλασικές σπουδές στο ενεργητικό του, είναι από τα σημαντικότερα ονόματα
 στον χώρο της αμερικανικής avant garde μουσικής. 
 
Ξεκίνησε την καριέρα του ως μαθητής και αργότερα συνεργάτης τού 
καλλιτέχνη της τζαζ LaMonte Young, ο οποίος κινούνταν στον χώρο της 
μινιμαλιστικής μουσικής, και συνεχίστηκε με τη συμμετοχή του, σαν 
ιδρυτικό μέλος στους Velvet Underground, συγκρότημα που έπαιξε σημαντικό
 ρόλο στη διαμόρφωση του αμερικανικού ροκ στη δεκαετία του '60. 
Ο Cale σπούδασε στη Βρετανία, στο κολέγιο Goldsmith, κάτω από 
την καθοδήγηση του συνθέτη Humphrey Searle, και στη συνέχεια κέρδισε μία
 υποτροφία και πήγε στην Αμερική το 1963, για να μελετήσει σύγχρονες 
τότε μουσικές φόρμες σε ένα μουσικό εργαστήριο της Μασαχουσέτης, όπου 
είχε μία πρώτη επαφή με συνθέτες όπως οι Aaron Copeland, Leonard 
Bernstein και ο δικός μας Ianis Xenakis. Στις 9 Σεπτεμβρίου του 1963, ο Cale μαζί με τον προοδευτικό 
συνθέτη John Cage και άλλους μουσικούς παίρνουν μέρος σ' έναν 
καλλιτεχνικό μαραθώνιο διάρκειας 18 ωρών, όπου παίζουν στο πιάνο, για 
πρώτη φορά, το έργο του Eric Satie Vexations. 
Η παρουσία του στην περιθωριακή καλλιτεχνική κοινότητα του 
Μανχάταν οδήγησε στη γνωριμία του με τον Lou Reed και την αξιοποίηση 
ηλεκτρικών πια μουσικών οργάνων, σε ήχους που θα παρουσιάσουν με το 
συγκρότημα των Velvet Underground, για τους οποίους ο Cale θα παίζει 
όργανο, μπάσο και ηλεκτρική βιόλα. Η πειραματική μορφή των μουσικών του κατευθύνσεων, σε συνδυασμό 
με τις ποπ εμπνεύσεις του Lou Reed οδήγησαν στη δημιουργία των δύο 
πρώτων δίσκων των Velvet Underground. Στη συνέχεια, ο Cale αποχώρησε από
 το συγκρότημα λόγω διαφωνιών που είχε με τον Lou Reed και έκανε 
παραγωγή στο άλμπουμ της Nico, The Marble Index. Με τη Nico, που είχε 
ήδη συνεργαστεί συμμετέχοντας ως μουσικός και στιχουργός σε δύο 
τραγούδια στο πρώτο της άλμπουμ Chelsea Girl, που κυκλοφόρησε το 1967, 
θα έχει και άλλες συνεργασίες στη συνέχεια, ενώ θα κάνει παραγωγή και 
στο συγκρότημα των Stooges, που είχε φτιάξει ο Iggy Pop. 
Το 1970 αρχίζει η προσωπική του καριέρα με το άλμπουμ Vintage 
Violence και η παράλληλη ενασχόλησή του ως παραγωγού, με ονόματα όπως οι
 Patti Smith, Nick Drake, Kevin Ayers, Modern Lovers και Jonathan 
Richman. Με τον Nick Drake γνωρίστηκαν κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης τού δεύτερου δίσκου του Drake, Bryter Later. Ταυτόχρονα, σε μια επίδειξη του πολύπλευρου ταλέντου του, θα 
κάνει μείξεις σε δίσκους καλλιτεχνών, όπως οι Paul Revere and The 
Raiders και η Barbra Streisand. 
Αργότερα, στις επιδόσεις του ως παραγωγού περιλαμβάνονται και οι
 δίσκοι που έκανε με τους Squeeze, Marc Almond, Happy Mondays, Siouxsie 
and The Banshees κ.ά.
    
Το δεύτερο άλμπουμ του θα ηχογραφηθεί με τον μουσικό Terry 
Riley, που κι αυτός είχε κλασικές σπουδές στη μουσική. Το Church of 
Anthrax θα είναι ορχηστρικό στο μεγαλύτερο μέρος του. Σε κλασικό ύφος θα
 είναι γραμμένο και το τρίτο του προσωπικό άλμπουμ, με τίτλο The Academy
 in Peril, που κυκλοφόρησε το 1972. Σ' αυτό το ύφος θα επιστρέψει ύστερα
 από αρκετά χρόνια στη δεκαετία του '80, όταν θα αρχίσει να γράφει 
μουσική για τον κινηματογράφο. 
Το επόμενο άλμπουμ του είναι το Paris 1919, που θα εγκαινιάσει 
τη νέα μουσική του κατεύθυνση και θα οδηγήσει στην τριλογία των άλμπουμ 
Fear, που είχε αρκετά στοιχεία από τον χώρο του χαρντ ροκ, Slow Dazzle, 
θύμιζε την ατμόσφαιρα των δίσκων τού Phil Spector και του Brian Wilson 
με τους Beach Boys, (ο Cale έχει δηλώσει ότι όταν επέστρεψε στην Αγγλία 
εκείνη την περίοδο, είχε κουβαλήσει όλους τους δίσκους των Beach Boys 
και τους άκουγε συνέχεια, και Helen Of Troy, στα οποία συμμετείχαν και 
άλλοι γνωστοί καλλιτέχνες της εταιρείας Island, όπως οι Brian Eno, Phil 
Manzanera των Roxy Music και ο Chris Spedding. 
Στο ενδιάμεσο θα κυκλοφορήσει και το ζωντανά ηχογραφημένο June 1
 1974, στο οποίο συμμετείχαν και οι Brian Eno, Nico και ο Kevin Ayers. Στη δεκαετία του '80 θα προσπαθήσει να κάνει εμπορική επιτυχία 
με την κυκλοφορία του άλμπουμ Honi Soit, το οποίο θα κυκλοφορήσει σε νέα
 δισκογραφική εταιρεία, την Α & Μ, χωρίς να τα καταφέρει, όπως και 
στις υπόλοιπες προσπάθειες που έκανε στη συνέχεια ηχογραφώντας δίσκους 
για την εταιρεία Ze και την Beggars Banquet. Η δεκαετία του '80 θα 
κλείσει με την παρουσίαση ποιημάτων του Dylan Thomas σε συναυλίες που 
ακολούθησαν. 
Στην τελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα συνεργάζεται ξανά 
με τον Brian Eno, ο οποίος έχει χαρακτηρίσει τον Cale μουσική 
μεγαλοφυΐα, στο άλμπουμ Wrong Way Up και στο Words For Dying -γράφουν 
μαζί το The Soul Of Carmen Miranda. Το 1991 θα ερμηνεύσει το Hallelujah στο άλμπουμ που ηχογραφήθηκε
 προς τιμήν του Leonard Cohen -το τραγούδι, το 2001, θα συμπεριληφθεί 
στο σάουντρακ της ταινίας Shrek- και το 1992 θα κάνει άλλη μία συμμετοχή
 στον δίσκο του Hector Zazou, Sahara Blue, που ηχογραφήθηκε με τραγούδια
 βασισμένα σε ποιήματα του Αρθούρου Ρεμπώ. 
Με τον Zazou θα συνεργαστεί ξανά το 1994, τραγουδώντας μαζί με 
τη Suzanne Vega ένα τραγούδι με τίτλο The Long Voyages, του οποίοι οι 
στίχοι είναι βασισμένοι στο ποίημα του Οσκαρ Ουάιλντ, Les Silhouettes. Το 1993 ο θάνατος του κοινού τους φίλου, Andy Warhol, θα 
οδηγήσει στη συνεργασία του με τον Lou Reed και στην κυκλοφορία του 
άλμπουμ Songs For Drella. Στη δεκαετία του '90, θα γράψει μουσική για αρκετές 
κινηματογραφικές ταινίες, Paris S'eveille, Suivi D'Autres Compositions 
(1991), 23 Solo Pieces Pour La Naissance de L'Amour (1993), Antartida 
(1995), Ν'oublie Pas Que Tu Vas Mourir (1995), Somewhere In The City 
(1998), Le Vente De La Nuit (1999) κ.ά. 
 
Το 2003 θα ηχογραφήσει, με παραγωγό τον Nick Franglen των Lemon 
Jelly, το άλμπουμ Hobo Sapiens, που θα τον βοηθήσει να προσεγγίσει 
νεότερο κοινό και προς το τέλος της περασμένης δεκαετίας θα συνεργαστεί 
και με άλλα καινούρια ονόματα, όπως ο James Murphy, γνωστός ως LCD 
Soundsystem και ο Danger Mouse. Ονόματα, όπως οι King Crimson, Pink Floyd, Roxy Music, Nick 
Drake, Patti Smith, Tom Waits και Television, οφείλουν αρκετά στον Cale 
και αρκετοί από αυτούς έχουν εκφράσει τον θαυμασμό τους για το μουσικό 
του έργο, εκθειάζοντας τον ρόλο που έπαιξε στην καριέρα τους η μουσική 
του.
    
 
No comments:
Post a Comment