Sunday, December 12, 2010

Αν υπάρχουν ακόμη παρέες ας κάνουν κάτι


Ο Διονύσης Σαββόπουλος, στην εποχή του Μνημονίου και της τρόικας, μας θυμίζει ξανά τη γοητεία των ποιητών και των παραμυθιών

  • Της Γιωτας Συκκα, Η Καθημερινή, Kυριακή, 12 Δεκεμβρίου 2010
  • «Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας/ ποτέ δε λένε την αλήθεια/ ο κόσμος υποφέρει και πονά/ και ’σεις τα ίδια παραμύθια./ Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας/ είναι πολύ ζαχαρωμένα/ ταιριάζουν για σοκολατόπαιδα/ μα δεν ταιριάζουνε για μένα».
Στα αυτιά μου ηχούν ακόμη οι αυστηροί στίχοι του Ντίνου Χριστιανόπουλου απέναντι στον εφησυχασμό. Οχι, όμως, από τα «Δέκα χρόνια κομμάτια» του μακρινού 1975, όπου ο Διονύσης Σαββόπουλος τα τραγουδούσε με τη Δόμνα Σαμίου, αλλά από το Μέγαρο της Μουσικής, την περασμένη εβδομάδα όπου με περισσότερα χρόνια στη πλάτη και κατάλευκα μαλλιά, με πολύχρωμα μπαλόνια και λαμπερά χαρτάκια να αιωρούνται, τραγουδούσε ανάμεσα σε δεκάδες πιτσιρίκια. Τα περισσότερα άκουγαν για πρώτη φορά αυτούς τους στίχους. Οι γονείς τους, αντίθετα, ξέρανε απ’ έξω και ανακατωτά και αυτό και τ’ άλλα του τραγούδια, όπως φαινόταν από τα χαμόγελα, τη γλύκα στα μάτια, τη νοσταλγία και το πόδι που κρατούσε τον ρυθμό.
Ομως, οι στίχοι είναι στίχοι και νομιμοποιούν κάποιον να πει ότι ο αυστηρότερος κριτής του Σαββόπουλου είναι ο ίδιος ο νεανικός του εαυτός. Τι δουλειά έχει ο αμφισβητίας τεσσάρων δεκαετιών να μας λέει παραμύθια για τη γέννηση του χρόνου έτσι όπως τη φαντάζονταν την εποχή του Ησίοδου, τη στιγμή ακριβώς που το Μνημόνιο έχει κάνει άνω κάτω τη ζωή μας ποδοπατώντας το ηθικό μας; Αν κι εκείνοι που στέκονταν πάντοτε αδέσμευτοι απέναντι στην εξουσία, τώρα μας καλούν με τα παιδιά μας να μας μιλήσουν για το Χάος και τη Νύχτα από το οποίο ξεπήδησε ο έρως με χρυσά φτερά, ποιος θα μας παρηγορήσει που οι οικονομικοί τιτάνες της Ευρώπης τρώνε την ψυχή μας μέχρι να πτωχεύσουμε ή να σωθούμε;
Η αλήθεια είναι ότι ο Σαββόπουλος έχει ακούσει και σκληρότερη κριτική κατά καιρούς. Οταν το 1989 ξυρίστηκε και τόλμησε να υποστηρίξει μια λύση Μητσοτάκη απέναντι στους «τσιφτετέλληνες», βρέθηκε στο περιθώριο από το ίδιο το πιστό κοινό του. Ομως, ο χρόνος για τους μεγάλους καλλιτέχνες είναι σύμμαχος. Πολλοί απόρησαν όταν ο Μάνος Χατζιδάκις μελοποιούσε ερωτικά ποιήματα της Σαπφούς και της Μυρτιώτισσας, το 1972, μες στην άγρια χούντα. Αλλά σήμερα ξεθώριασε η απορία και μας έχει μείνει ο «Μεγάλος Ερωτικός», από τα σημαντικότερα έργα της ελληνικής δισκογραφίας.
Εκείνο το βράδυ στο Μέγαρο της Μουσικής, ο πιο γοητευτικός παραμυθάς του ελληνικού τραγουδιού δεν δίστασε να μας θυμίσει ο ίδιος τους στίχους του Χριστιανόπουλου. Γιατί γνωρίζει πολύ καλά, ότι χάρη σε ανεξάρτητους και φωτισμένους καλλιτέχνες σαν εκείνον και σαν εκείνους που δίδαξαν κι εκείνον, μπορούμε να τα περιέχουμε όλα. Στιγμές για την αμφισβήτηση, τη διεκδίκηση, τη διαμαρτυρία, αλλά και ανάγκη για συνάντηση με τον διπλανό, για την παρήγορη καταφυγή στον κοινό μύθο, για μια οικογενειακή αγκαλιά.
Στα 66 του ο Σαββόπουλος, που είχε γενέθλια μία μέρα πριν ξεκινήσει ο πρώτος κύκλος των παραστάσεων: «Για να γίνει ο χρόνος καινούριος» με υπότιτλο «Παρα - μυθία», βρήκε μέσω της «Θεογονίας» του Ησίοδου τρόπο να μιλήσει στα εγγόνια του, τον Διονύση και τον Ανδρέα, προπονήθηκε δίπλα τους ως αφηγητής πριν καλέσει τα πιτσιρίκια στο Μέγαρο. Και σίγουρα, αν τους καλούσε, θα ανέβαιναν και οι γονείς. Εκείνα το καταδιασκέδασαν. Η «Συννεφούλα», «Ο καραγκιόζης», «Η άνοιξη», το «Λαύριο» ήταν οι δικές τους αγαπημένες μελωδίες από τον κόσμο των μεγάλων, ήταν όμως και η δική μας εφηβεία. Η ακριβή συλλογική μνήμη, εκείνη που τροφοδοτεί την ελπίδα για ένα αύριο όπου δεν θα ακούμε μόνο λογιστές, αλλά θα θυμόμαστε πώς μιλούν κι οι ποιητές.
Ν’ αλλάξουν όλα, και το Σύνταγμα
– Στην παράσταση ενσωματώνετε στον μύθο του Προμηθέα την παραλλαγή που αγαπούσε ο Πλάτωνας. Οτι η μητέρα των ανθρώπων ήταν η γη της Αττικής. Τι άλλαξε και σήμερα οι ξένοι πιστεύουν ότι η γη της Αττικής είναι μητέρα σπατάλης και χρεών;
– Στην εποχή του Πλάτωνα αγαπούσαν κι έναν άλλο μύθο, τον μύθο της Νέμεσης. Σύμφωνα με τον μύθο, είχε προηγηθεί μια εποχή ξεσαλώματος του Διονύσου και ήρθε μετά η εποχή της Νέμεσης ως τιμωρία. Μετά, λέει ο μύθος, ήρθε μια εποχή όπου ανέλαβε ο Ερμής, που ήταν θεός των ταξιδιωτών, του εμπορίου και της κτηνοτροφίας, που εφηύρε και τη μουσική κι έστρωσαν σιγά σιγά τα πράγματα.
– Σε μια χώρα τόσο έντονα πολιτικοποιημένη, μια τόσο μεγάλη αποχή όπως των τελευταίων εκλογών θα φαινόταν παλαιότερα αδιανόητη. Τι πιστεύετε ότι χρειάζεται για να βρει έκφραση κι ελπίδα;
– Για μένα η απίστευτη όντως αποχή σημαίνει δύο πράγματα. Το ένα είναι ότι πριονίζεται σιγά σιγά η νομιμοποίηση του παρόντος πολιτικού συστήματος. Το άλλο είναι ότι ενθαρρύνονται άνθρωποι έξω απ’ το επάγγελμα του πολιτικού να αναλάβουν δράση επιτέλους. Δεν ξέρω από πολιτική, αλλά σαν τραγουδοποιός που εδώ και πολλά χρόνια απευθύνεται στις παρέες, ένα έχω να πω: αν υπάρχουν ακόμη, αυτές οι παρέες, ας κάνουν κάτι. Ολα πρέπει να αλλάξουν, πρέπει να αλλάξει το Σύνταγμα, διότι το Σύνταγμα το έφτιαξαν για τον εαυτό τους οι πολιτικοί, ενώ εμείς χρειαζόμαστε επειγόντως ένα Σύνταγμα που να βάζει πάνω απ’ όλα τα δικαιώματα του πολίτη.
Ο φόβος... απέναντι
– Πόσο διαφορετικό είναι να λέτε παραμύθια στα εγγόνια σας από το να τα αφηγείστε σε όλους μας;
– Για μένα είναι το ίδιο. Ο δικός μου φόβος είναι μη βαρεθεί ο απέναντι, είτε είναι ενήλικος είτε είναι παιδί, γι’ αυτό είμαι πάντα στην τσίλια όταν παρουσιάζω κάτι. Και μάλιστα με τα παιδάκια είναι χειρότερα· δεν τηρούν καν τους τύπους. Σηκώνονται και πάνε στα παιχνίδια τους.
– Τι διαφορές βρίσκετε ανάμεσα στους ηλεκτρονικούς ήρωες και στους ήρωες των παραδοσιακών παραμυθιών;
– Στο παραμύθι αναπτύσσεται μια βαθύτερη σχέση ανάμεσα στον αφηγητή και τον ακροατή, γιατί δουλεύουν μαζί, ώστε να δώσουν στα πράγματα μιαν αξία που ίσως πριν δεν είχαν. Ενα δέντρο είναι ένα δέντρο, αλλά στο παραμύθι το δέντρο ήταν ένα βασιλόπουλο που δεντρώθηκε και το βουνό ένας δράκος που τον καταράστηκε ο μάγος. Ετσι τα πράγματα αποκτούν πάλι την αληθινή τους αξία, ότι δηλαδή είναι θαυμάσια, αλλά το είχαμε ξεχάσει. Στα ηλεκτρονικά, αυτά μπορεί να γίνονται με το πάτημα ενός κουμπιού. Είναι διασκεδαστικό, δεν λέω, αλλά πού είναι η σχέση; Οταν παρουσιάζω κάτι, θέλω να προκαλέσω τον θαυμασμό, όχι για μένα αλλά γι’ αυτά που παρουσιάζω, να τα κάνω πάλι σπουδαία και μέσα απ’ αυτό παλεύω να αποκτήσω μια βαθύτερη φιλία με τον άλλον είτε είναι εγγόνι μου είτε συνομήλικός μου.
– Ποιοι ήταν οι δικοί σας αγαπημένοι ήρωες παραμυθιών και ποιοι έπαιρναν τη θέση τους όσο μεγαλώνατε;
– Οταν ήμουν εννιά χρόνων, αγάπησα τον Τζακ της φασολιάς. Στα δεκατρία μου, τον Χοκ Φιν του Μαρκ Τουέν και στα δεκάξι μου τον πρίγκιπα Μίσκιν απ’ τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι. Στα 19 μου, αντικατέστησα τον Τζακ με τον Φελίνι. Στα 23 μου, τη θέση του Φιν πήρε ο Τσε Γκεβάρα. Κανείς όμως δεν πήρε τη θέση του πρίγκιπα Μίσκιν στην καρδιά μου ακόμα.

No comments: