Tuesday, July 20, 2010

Με µπαγλαµά γράφτηκε και η Ιστορία του Εµφυλίου

  • ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΤΟΥ ''40  
  • Δ.Μ., TA NEA: Τρίτη 20 Ιουλίου 2010
Με στολή φαντάρου και το µπουζούκι του ποζάρει ο συνθέτης  της 
«Μοδιστρούλας» και του «Καπετάν Ανδρέα Ζέππου» Γιάννης  Παπαϊωάννου έξω 
από το οργανοποιείο του Ζοζέφ Τερζιβασιάν,  στον Πειραιά, το 1940
  • Χωροφύλακες στιχουργοί, «αριστεροί» συνθέτες «δεξιών» τραγουδιών, παραλλαγές µε εµφυλιακούς υπαινιγµούς...
Οι πανεπιστηµιακοί σκύβουν για πρώτη φορά πάνω από τα ρεµπέτικα της Κατοχής για να καταγράψουν τη σχέση τους µε το κλίµα της εποχής. Οπως και πάνω από τον «Μικρό Ηρωα», που πορεύτηκε µε εχθρούς την Αριστερά και την Εκκλησία
Βρισκόµαστε στην ταραγµένη δεκαετία του ‘40. Τα πρώτα πέντε χρόνια της σηµαδεύονται από τον Ελληνοϊταλικό Πόλεµο, την Κατοχή και την Εθνική Αντίσταση, η δεύτερη πενταετία µετά τα Δεκεµβριανά στιγµατίζεται από τον αιµατηρό Εµφύλιο και τις συνέπειές του.

Κάπου εδώ το λαϊκό τραγούδι διαµορφώνεται ως µετεξέλιξη του ρεµπέτικου και απευθύνεται στο ευρύτερο κοινό αφήνοντας πίσω του τη ρετσινιά του περιθωριακού τραγουδιού. Αυτό εκφράζεται και στις ορχήστρες όπου το µπουζούκι εξακολουθεί να έχει κυρίαρχο ρόλο, αλλά ταυτόχρονα χρησιµοποιούνται µουσικά όργανα τόσο του δηµοτικού (π.χ. κλαρίνο) όσο και της µικρασιατικής παράδοσης (π.χ. βιολί, σαντούρι). Η µαζική απήχησή του είναι δεδοµένη, αν και η παρουσία της λογοκρισίας είναι ισχυρή.

«Τα περισσότερα λαϊκά τραγούδια, που απηχούν γενικά το εµφυλιοπολεµικό κλίµα, αξιοποιούν υπαινιγµούς και αλληγορίες σε στιχουργικό επίπεδο, και πραγµατώνονται µε θλιµµένο τέµπο και “βαριές” ερµηνείες», σηµειώνει, µιλώντας στα «ΝΕΑ» ο ειδικός επιστήµονας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης και εισηγητής στο συνέδριο «Η δεκαετία του 1940 στην τέχνη» (Πρέσπες) Δηµήτρης Κόκκορης. Σε επίπεδο σύνθεσης κεντρικό ρόλο έχουν κοµµάτια του Βασίλη Τσιτσάνη και του Απόστολου Καλδάρα, καθώς και πολλά του Θόδωρου Δερβενιώτη και του Μπάµπη Μπακάλη (οι δύο τελευταίοι είχαν και βιώµατα εξορίας ως στρατευµένοι αριστεροί).

Μια τέτοια περίπτωση τραγουδιού µε υπαινιγµούς είναι η επιτυχία «Κάποια µάνα αναστενάζει» (1947) των Τσιτσάνη - Μπακάλη. Το τραγούδι ηχογραφήθηκε σε δύο εκτελέσεις κατά το 1947: στη µία τραγουδούν η Στέλλα Χασκήλ, ο Μάρκος Βαµβακάρης και ο Βασίλης Τσιτσάνης (Ρarlophone), ενώ στην άλλη (Columbia) το τραγούδι ερµηνεύεται από τη Λίτσα και τον Τόλη Χαρµαντά (ντούο Χάρµα). Η τελευταία στροφή του τραγουδιού αναφέρει: «Με υποµονή προσµένει και λαχτάρα στην καρδιά / ο λεβέντης να γυρίσει απ’ τη µαύρη ξενιτιά». Υπάρχει η πληροφορία του Παναγιώτη Κουνάδη στο βιβλίο «Γεια σου περήφανη και αθάνατη εργατιά» ότι οι κρατούµενοι της Μακρονήσου τραγουδούσαν την τελευταία στροφή ως εξής:

“Με υποµονή προσµένει και λαχτάρα στην ψυχή / ο λεβέντης να γυρίσει απ’ τη µαύρη φυλακή”. Ενώ οι εξόριστοι στην Ικαρία άλλαζαν το “ξενιτιά” σε “Ικαριά”». Αξιοσηµείωτο είναι ότι ένα µήνα µετά την κυκλοφορία του δίσκου, το τραγούδι απαγορεύτηκε µε διαταγή του υπουργείου Δηµόσιας Τάξης ενώ περιλαµβανόταν και στον κατάλογο απαγορευµένων τραγουδιών που δηµοσίευσε το 1951 η Γενική Ασφάλεια.

Από την άλλη, τα ελαφρά τραγούδια εποχής στα οποία απηχείται ο Εµφύλιος ανήκουν αποκλειστικώς στην εθνικόφρονα πλευρά. «Ενα τραγούδι για να ηχογραφηθεί τότε ήθε λε άδεια και άρα οι συνθέτες του ελαφρού δεν έδειχναν την διάθεση να προσκρούσουν στην κυρίαρχη κατάσταση», επισηµαίνει στα «ΝΕΑ» ο Δηµήτρης Κόκορης.

Απ’ την άλλη, η περίπτωση που κάποιος (αριστερός) συνθέτης έγραψε εµφανώς «δεξιό» τραγούδι _ όπως ο Μπάµπης Μπακάλης τον «Ανταρτόπληκτο» του 1949 _ ερµηνεύεται επίσης απ’ το γεγονός πως οι συνθέτες λειτουργούσαν περισσότερο ως επαγγελµατίες που ήθελαν να είναι µέσα στα µουσικά πράγµατα παρά τις κραυγαλέες ιδεολογικές υποχωρήσεις τους.

Τέτοια είναι και η περίπτωση ενός ισχυρού άνδρα της δισκογραφίας και των κέντρων, του στιχουργού Χρήστου Κολοκοτρώνη που λειτούργησε εντελώς επαγγελµατικά µε βάση τους νόµους ζήτησης της µουσικής αγοράς. Υπήρξε βαθµοφόρος της Χωροφυλακής και, σύµφωνα µε διήγηση του Ζαµπέτα «είχε κάνει παλιά στην ύπαιθρο, στα ΤΕΑ, µαζί µε τον Σούρλα, στην παρακρατική Εθνοφυλακή».

«Επίσης, ήταν ιδιοκτήτης νυκτερινού κέντρου διασκέδασης κατά τη δεκαετία του ’50 – εύλογα υποθέτουµε ότι η άδεια λειτουργίας τέτοιων κέντρων δεν δινόταν τότε από τις Αρχές σε ανθρώπους χωρίς προσβάσεις _ και έγραψε και πολύ “δεξιά” τραγούδια, όπως το «Μουγκρίζει ο Γράµµος» (1949). Ωστόσο, είναι από τους κατ’ εξοχήν στιχουργούς τραγουδιών στα οποία έµµεσα περιγραφόταν ο πληγωµένος ψυχισµός των αριστερών της µετεµφυλιακής εποχής», συµπεραίνει ο Δηµήτρης Κόκορης.


«Τα περισσότερα λαϊκά τραγούδια, που απηχούν το κλίµα του Εµφυλίου, έχουν υπαινιγµούς σε στιχουργικό επίπεδο, θλιµµένο τέµπο και “βαριές” ερµηνείες»

Υπαινιγµοί για τον διχασµό

«Για µένα αστράφτει και βροντά» (1956) του Μπάµπη Μπακάλη σε στίχους Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου («Για µένα κλαίνε τα βουνά / και οι κάµποι δεν ανθούνε / σήµερα σαν µε χάσουνε / οι φίλοι µου θα κλάψουνε / κι οι εχθροί µου θα χαρούνε » «Κλάψτε µαζί µου ρεµατιές» (1958) του Μπάµπη Μπακάλη («Μπροστά στην άκρη του γκρεµού / κλαίω τα βάσανά µου / κι έχω το Χάρο δίπλα µου, / το θάνατο µπροστά µου» «Καταστροφές και συµφορές» (1954) του Θόδωρου Δερβενιώτη σε στίχους Χρήστου Κολοκοτρώνη («Καταστροφές και συµφορές, ερείπια, ρηµάδια / κορµάκι µου µαράζωσες, σε τρών’ τα χτυποκάρδια»)

«Θλιµµένο δειλινό» (1953) του Γιώργου Μητσάκη («Απόψε που πονώ / να κλάψω δεν µπορώ.

/ Τα στήθια µου µατώσανε / τα µάτια µου στεγνώσανε / να κλάψω δεν µπορώ»).

«Στη θάλασσα θα πέσω» (1954) των Γιώργου Ζαµπέτα – Χαράλαµπου Βασιλειάδη («Βαθιά στη θάλασσα θα πέσω / να µε σκεπάσει το νερό / τη δύστυχη ζωή που κάνω / να την αντέξω δεν µπορώ»).

«Συρµατοπλέγµατα βαριά» (1955) των Μπάµπη Μπακάλη - Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, µε τη Γιώτα Λύδια (συνοδεία του Μπάµπη Καζαντζόγλου).

«Ο τραυµατίας» (1949)

του Βασίλη Τσιτσάνη µε τον Πρόδροµο Τσαουσάκη και την Μαρίκα Νίνου. «Το έτος ηχογράφησης και η περιγραφόµενη υποδοµή νοσοκοµειακής περίθαλψης φέρνουν στο νου µάλλον έναν τραυµατία του Εθνικού Στρατού στον Εµφύλιο παρά έναν τραυµατία του Πολέµου στην Αλβανία», σηµειώνει ο ειδικός επιστήµονας Δηµήτρης Κόκορης.

«Φανταράκι» (1949) του Γιώργου Μητσάκη (µε τους Ελλη Σωφρονίου, Στελλάκη Περπινιάδη) έχει «λοχαγό λεβέντη µε χρυσή καρδιά» και «µια και το φανταράκι [είναι] εντάξει», ο λοχαγός τού δίνει άδεια.

«Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» (1948) του Απόστολου Καλδάρα. Ο αρχικός και κοµµένος από τη λογοκρισία στίχος έλεγε «τι έχει κάνει και το ρίξαν το παιδί στη φυλακή;», ενώ σε επόµενο στίχο το αρχικό «που φωτίζει το κελί» έγινε «που φωτίζει µε κερί», σηµειώνει ο Δηµήτρης Κόκορης.


Φυγή από τη σκληρή πραγµατικότητα

To 1952, που κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος, τρία χρόνια µετά από τη λήξη του Εµφυλίου και χρονιά της εκτέλεσης Μπελογιάννη, η Ελλάδα προσπαθεί να κάνει τα πρώτα βήµατα στη νέα εποχή. Στην αγορά ήδη κυκλοφορούσαν πολλά περιοδικά (πολλά µεταφράζονταν απ’ τα αµερικάνικα) µε βασικό χαρακτηριστικό τη φυγή από την πραγµατικότητα που προσέφεραν στους αναγνώστες.

«Ο δηµιουργός του “Μικρού Ηρωα” Στέλιος Ανεµοδουράς πέτυχε µια καλή συνταγή. Πάντρεψε δοκιµασµένα στοιχεία της αµερικάνικης µαζικής κουλτούρας µε στοιχεία της ελληνικής ιστορίας και παρήγαγε 799 ελκυστικές περιπέτειες, σαν µια τελετουργία δηλαδή που επαναλαµβανόταν κάθε εβδοµάδα µπροστά στα µάτια των µικρών αναγνωστών, κάτι σαν διαβατήρια έθιµα που εισήγαγαν τα παιδιά στον χώρο των ενηλίκων», παρατηρεί η καθηγήτρια στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης Μαρία Μποντίλα, που συµµετείχε στο συνέδριο «Η δεκαετία του 1940 στην τέχνη» στις Πρέσπες.

Η επιρροή του «Μικρού Ηρωα» ήταν πολύ ισχυρή και αυτό το αποδεικνύεται το εξής περιστατικό. Στην Κύπρο, όπου η κυκλοφορία του περιοδικού ήταν πολύ µεγάλη, οι Αγγλοι κάποια στιγµή απαγόρευσαν την πώλησή του. Οταν ο Στέλιος Ανεµοδουράς πήγε στην αγγλική πρεσβεία να µάθει την αιτία, πληροφορήθηκε ότι ο λόγος ήταν ότι ενέπλεκε µε αρνητικό ρόλο την Τουρκία στις περιπέτειες των ηρώων. Ο Ανεµοδουράς στα επόµενα τεύχη για αντίποινα ενέπλεξε στις ιστορίες του Αγγλους προδότες, υψηλά ιστάµενους. Επειτα από κάποιες εβδοµάδες τον ειδοποίησαν από το πρακτορείο ότι η Βρετανία επέτρεψε την κυκλοφορία του περιοδικού στην Κύπρο!

Οι ηλικίες των τριών πρωταγωνιστών είναι απροσδιόριστες, κινούνται στην προεφηβεία και στην εφηβεία. Ο Ανεµοδουράς αναφέρει ότι η µορφή των παιδιών υπήρξε η αιτία για τη µόνιµη διένεξή του µε τον σκιτσογράφο, ο οποίος κατά καιρούς ήθελε να κάνει πιο θηλυκή την Κατερίνα και της αύξαινε τους πόντους του στήθους ή της ανέβαζε λίγο το ύψος της φούστας, κινήσεις που έκαναν έξαλλο τον Ανεµοδουρά αφού επέµενε στην αρχική µορφή των ηρώων του.

Τα τρία παιδιά είναι κοσµοπολίτες, έχουν συγκρουστεί µε τους αρχικατασκόπους και των πέντε ηπείρων, γυρίζουν παντού, όπου υπάρχουν εχθροί της πατρίδας τους ή κινδυνεύει η παγκόσµια ελευθερία και τα πανανθρώπινα ιδεώδη.

Η εκάστοτε υπόθεση εξελίσσεται µέσα σε ένα ακινητοποιηµένο παρόν. Παρ’ όλα αυτά ο Ανεµουδουράς ενσωµατώνει µέσα στις αφηγήσεις του πραγµατικά γεγονότα και επιτεύγµατα της εποχής, όπως ήταν για παράδειγµα ο βακτηριολογικός πόλεµος, οι διαδηλώσεις στην Αθήνα για την Κύπρο και ο πόλεµος στην Κορέα.  

Εχθροί του, η Αριστερά και η Εκκλησία

Ποιο ήταν το στοιχείο εκείνο του «Μικρού Ηρωα» που έστρεψε ενήλικους, γονείς, σχολείο, Εκκλησία, αλλά και την Αριστερά εναντίον του;

«Η Εκκλησία την εποχή εκείνη κυκλοφορούσε τα δικά της περιοδικά και µάλιστα µε την άδεια του κράτους επισήµως και στα σχολεία» εξηγεί η καθηγήτρια στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ Μαρία Μποντίλα. «Οι περισσότεροι δάσκαλοι προέτρεπαν τους µαθητές τους, πιεστικά πολλές φορές, να αγοράσουν ένα από τα δύο περιοδικά που κυκλοφορούσαν, τη “Ζωή του παιδιού” και “Προς τη νίκη”. Οι παραεκκλησιαστικοί λοιπόν αυτοί κύκλοι θεωρούσαν όλα τα υπόλοιπα περιοδικά συλλήβδην ανταγωνιστικά. Η Αριστερά επίσης αποκήρυξε τον “Μικρό Ηρωα” και µάλιστα αρνήθηκε να τον διαφηµίσει από τις σελίδες της “Αυγής”, γιατί ο Ανεµοδουράς δεν δέχτηκε να εγγράψει τον Γιώργο Θαλάσση και τους υπόλοιπους ήρωες στην ΕΠΟΝ και τα Αετόπουλα!

Και αν για την Εκκλησία και την Αριστερά οι ενστάσεις και οι θέσεις τους είναι κατανοητές, το θέµα που τίθεται είναι γιατί οι γονείς και οι δάσκαλοι δεν επέτρεπαν το διάβασµά του; Μια εξήγηση θα ήταν ότι καταδίκαζαν συλλήβδην κάθε έντυπο που η κυκλοφορία του γινόταν εκτός βιβλιοπωλείων. Τα περιοδικά εισήγαγαν καινούργια ήθη, άγνωστα και ξένα προς τον ελληνικό τρόπο ζωής, άρα θεωρούνταν ζηµιογόνα» συµπεραίνει η καθηγήτρια Μαρία Μποντίλα.

No comments: