Sunday, April 18, 2010

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΛΔΑΡΑΣ: Κέρδισε τις λαϊκές καρδιές



Photo Press

Είκοσι χρόνια συμπληρώθηκαν (8 Απρίλη 1990), από τη μέρα που μια κορυφαία μορφή του ελληνικού τραγουδιού, ο Απόστολος Καλδάρας, σίγησε για πάντα, έχοντας κερδίσει όμως τις λαϊκές καρδιές με τα ορμητικά και ζωογόνα τραγούδια του. Τα αυθεντικά λαϊκά που αντιλαλούν για πάντα, που φωτίζουν βασανισμένα πρόσωπα, σαν όνειρο παιδικό, λαϊκοί ύμνοι που διαβαίνουν από τη μια άκρη του λαϊκού τραγουδιού μέχρι αυτήν της ψυχής μας, παλιότερων και νεότερων γενιών.

Πάνε κι έρχονται καράβια/ φορτωμένα προσφυγιά/ βάψαν τα πανιά τους μαύρα/ τα κατάρτια τους μαβιά/. Σε ποια πέτρα σε ποιο χώμα/ θα ριζώσεις τώρα πια/ κι απ' το θάνατο ακόμα/ πιο πικρή 'σαι προσφυγιά/. Πού να βρίσκεται ο πατέρας/ ψάχνει η μάνα τα παιδιά/ μας εσκόρπισε ο αγέρας/ σ' άλλη γη σ' άλλη στεριά». (Στίχοι Πυθαγόρας, μουσική Απόστολος Καλδάρας).

Απόγονος της μεγάλης οικογένειας των γνήσιων λαϊκών συνθετών της πατρίδας μας ο Απόστολος Καλδάρας, με τα τραγούδια του πλούτισε τη λαϊκή μας μουσική, εκφράζοντας τους πόθους και τους καημούς του λαού μας. Πρώτο του τραγούδι το «Μάγκας βγήκε για σεργιάνι» (1944), σηματοδοτεί το ξεκίνημα μιας πολύχρονης δημιουργικής πορείας, που γέννησε 600 περίπου τραγούδια. Γεννημένος στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας, τον Απρίλη του 1923, ο Απ. Καλδάρας μεγάλωσε σε ένα οικογενειακό περιβάλλον όπου κυριαρχούσε το βυζαντινό μέλος. Αν και τα πρώτα του κομμάτια ήταν σε «ελαφρό στιλ», καθοριστική υπήρξε η «συνάντησή» του με τα ρεμπέτικα τραγούδια, που τα έμαθε από τους πρόσφυγες της Μικρασίας, στα καφενεία των Τρικάλων. Εκεί άκουγε τον Μάρκο και ριγούσε όπως ο ίδιος έλεγε. Η αγάπη του για τη μουσική και το σκληρό πρόβλημα της επιβίωσης, τον αναγκάζουν να εγκαταλείψει τις σπουδές του και να δουλέψει σε νυχτερινά μαγαζιά, αρχικά στην ιδιαίτερη πατρίδα του και στη συνέχεια στην Αθήνα.

Η παρουσία του στη δισκογραφία, έγινε με τη μεσολάβηση του Γιάννη Παπαϊωάννου, ο οποίος τον σύστησε με τα καλύτερα λόγια στον διευθυντή της εταιρείας PARLOPHON, τον Μάτσα. Το πρώτο κέντρο στην Αθήνα που εργάστηκε, ήταν του Μάριου, και παρόλο που έπαιρνε μικρό μεροκάματο, ήταν ικανοποιημένος, γιατί δούλευε δίπλα σε ιερά τέρατα του ρεμπέτικου (Χατζηχρήστο, Χιώτη, Περιστέρη, Κερομύτη). Σιγά - σιγά, έκανε δική του ορχήστρα. Η τελευταία χρονιά που ο Απόστολος Καλδάρας παίζει στο πάλκο, είναι το 1965. Τη χρονιά αυτή δέχτηκε το σκληρότερο χτύπημα. Εχασε την κόρη του. Αυτό ήταν και το τέλος του Καλδάρα από το πάλκο. Η ζωή όμως είναι σκληρή. Επρεπε να δουλέψει για να ζήσει αυτός και η υπόλοιπη οικογένεια του. Ετσι, περιορίστηκε στο να γράφει μόνο για δισκογραφία.

Μηνύματα ελπίδας και διαμαρτυρίας

Το έργο του ογκώδες σε μέγεθος, εξαίρετο σε ποιότητα, χαρακτηρίζεται από μοναδική ευαισθησία και ήθος, από δυναμισμό και διαχρονικότητα. «Το ελληνικό μας τραγούδι», έλεγε, «αν θέλει να αντέξει στο χρόνο, να είναι διαχρονικό, πρέπει να βαδίζει συγχρόνως σε δυο παράλληλους δρόμους. Ο ένας δρόμος είναι αυτός που υποδεικνύει το ότι πρέπει να κρατήσει την ελληνικότητά του, το χρώμα του, το ύφος του... Και ο δεύτερος είναι η μεγάλη ποικιλία σε θέματα».

Αλλοτε πιο τολμηρός και σκληρός, με αλληγορική σαφήνεια, και άλλοτε με πρόσχημα τις ερωτικές σχέσεις τραγουδά το υπ' αριθμό 1 κοινωνικό πρόβλημα, τους εξόριστους στα ξερονήσια. «Σ' ένα βράχο φαγωμένο/, από κύμα αγριωπό/ ένα σούρουπο είχα κάτσει/ λίγο να συλλογιστώ/. Κάθε βήμα στη ζωή μου/ είναι πόνος και συμφορά/ θέλω ο δόλιος να πετάξω/ μα δεν έχω τα φτερά/. Ετσι μ' έχει καταντήσει μιας γυναίκας η οργή στρώμα να 'χω τα χορτάρια και προσκέφαλο τη γη».

Ο Απόστολος Καλδάρας, όχι απλά δε μένει απαθής από το δράμα της πατρίδας του, μετά την αγγλοαμερικανική επέμβαση και τον εμφύλιο σπαραγμό, αλλά παίρνει μέρος με επιτυχία στο επικίνδυνο παιχνίδι με τη λογοκρισία. Περνά μισοκρυμμένα μέσα στις φράσεις του μηνύματα ελπίδας, αξιοπρέπειας και κοινωνικής διαμαρτυρίας. Το 1947, στην αρχή ακόμα της καριέρας του ηχογραφεί το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», ένα τραγούδι, που συμπυκνώνει το δράμα του εμφυλίου. Ο ίδιος αφηγείται, σε παλιότερη συνέντευξή του στο «Ρ», πώς έγραψε το τραγούδι: «Ισως κάποιοι πουν πως ξεχωρίζω το "Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι". Οχι. Αυτό το αγαπώ γιατί είναι ζωντανό. Δε μου έδωσε κάποιος το στίχο, να βάλω τη μελωδία εγώ. Το έζησα, τότε με τις συλλήψεις του 1945, μετά τους Γερμανούς, όταν ξέσπασε ο εμφύλιος. Ημουν στη Θεσσαλονίκη φοιτητής. Και εργαζόμουν για να εξοικονομώ τα προς το ζην, σ' ένα κέντρο, μ' έναν φίλο, του οποίου το σπίτι ήταν στην Ακρόπολη κάτω από το Γεντί Κουλέ. Πηγαίναμε συχνά στο σπίτι αυτό. Τότε μαζεύανε όλους τους αριστερούς στο Γεντί Κουλέ. Ενα σούρουπο, φεύγοντας από το σπίτι αυτό και βλέποντας τη σιλουέτα του Γεντί Κουλέ, αυτό μου έδωσε την ιδέα. Γι' αυτό και πριν είπα: Νύχτωσε και στο Γεντί / το σκοτάδι είναι βαθύ/ κι όμως ένα παλικάρι / δεν μπορεί να κοιμηθεί. /Αραγε τι περιμένει/ όλη νύχτα ως το πρωί/ στο στενό το παραθύρι που φωτίζει το κελί: (όχι "με κερί", αυτά μας τα 'κανε η λογοκρισία αργότερα). Πόρτα ανοίγει πόρτα κλείνει/ μα διπλό είναι το κλειδί/ τι έχει κάνει και το ρίξαν/ το παιδί στη φυλακή; Θέλω να πω ότι αυτό το τραγούδι το αγαπώ πολύ, γιατί είναι ζωντανό για μένα. Ενα αυτό και ένα το "Σ' ένα βράχο φαγωμένο/ από κύμα αγριωπό". Εχω και άλλα τραγούδια που αγαπώ, αλλά αυτά τα δυο τα ξεχωρίζω, λόγω αναμνήσεων».

Ο ιδεολόγος

Στις αρχές του '70, η προσφορά του Απόστολου Καλδάρα στο τραγούδι θα πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις, με το αριστουργηματικό έργο του «Μικρά Ασία» (1972), σε στίχους Πυθαγόρα, που αποτελεί την έντεχνη προέκταση του αρχικού του ύφους, ο κορυφαίος αυτός λαϊκός δημιουργός θα παρουσιάσει ένα εντελώς ανανεωμένο μουσικό πρόσωπο. Ενα πρόσωπο, που διατηρεί τα κύρια χαρακτηριστικά του, ενώ παράλληλα αποκτάει μια άλλου είδους φωτεινότητα και διαύγεια. Σε αυτό το έργο είναι συγκεντρωμένες όλες οι μουσικές αρετές που μπορεί κανείς να συναντήσει στο ελληνικό τραγούδι των τελευταίων τριάντα χρόνων. Θαυμάσια, συγκλονιστικά τραγούδια, όπως: «Μες στου Βοσπόρου τα στενά», «Η Προσφυγιά», «Η Σμύρνη» κ.ά.

Οπαδός και τροφοδότης του ΕΛΑΣ από τον καιρό που το Γενικό Στρατηγείο του είχε εγκατασταθεί στα Τρίκαλα, ο Απ. Καλδάρας ανήκε σε αυτό τον ιδεολογικό - πολιτικό χώρο, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας. Οπως ο ίδιος θυμόταν, «όταν ήρθε το στρατηγείο του ΕΛΑΣ στα Τρίκαλα τους βοηθούσαμε, βρίσκαμε καταλύματα, μαζεύαμε στάρι απ' τα χωριά για τον αγώνα, οργανώσαμε θέατρο (εγώ ήμουν υποβολέας), φυλούσαμε τις αποθήκες, ό,τι μπορούσαμε κάναμε».

Κρατώντας πάντα τον εαυτό του και την τέχνη του ψηλά, ο Απόστολος Καλδάρας αρνήθηκε να συνθηκολογήσει με τις λογικές των δισκογραφικών εταιρειών, προτιμώντας να βάζει τα τραγούδια του στο συρτάρι παρά να γίνει υποχείριό τους. Προτίμησε να βαδίσει σε όλη του τη ζωή το δρόμο του αγώνα.

Η ζωή και το έργο του σπουδαίου Ελληνα συνθέτη καταγράφηκε πριν από δύο χρόνια, σε ένα βιβλίο που υπογράφει ο ανιψιός του Νίκος Χατζηνικολάου (εκδόσεις ΙΑΝΟΣ). Η «Μικρά Ασία» και ο «Βυζαντινός Εσπερινός» που ήταν έργα οριακά για τον συνθέτη, σχολιάζονται, στο βιβλίο ξεχωριστά μαζί με άλλα της δεκαετίας του 1970 και του 1980 και μέχρι το «κύκνειο άσμα» του «Μπαλάντες του περιθωρίου», που κυκλοφόρησε το 1990, δύο μήνες πριν από το θάνατό του, από τον «Σείριο» του Χατζιδάκι.

Σημαντικό είναι και το μέρος που αναφέρεται στη δισκογραφία του Καλδάρα. Αν και υπάρχει δυσκολία να προσδιοριστεί ο ακριβής αριθμός των τραγουδιών του, ο συγγραφέας, μετά από πολλή μελέτη, τα απαρίθμησε σε 600. Στη συνέχεια, ανθολογούνται, με στίχους και στοιχεία, 71 από τα τραγούδια τα ηχογραφημένα στις 78 στροφές, από το 1946 έως το 1960. Ακολουθεί ανθολογία 61 τραγουδιών με 45άρια, από το 1961 έως το 1973, και τέλος, γράφονται οι στίχοι από τα έργα: «Μικρά Ασία», «Βυζαντινός εσπερινός», «Τελευταία νύχτα», καθώς και στίχοι από άλλες ολοκληρωμένες εργασίες του συνθέτη. Το 430 σελίδων βιβλίο του Νίκου Χατζηνικολάου ολοκληρώνεται με λεπτομερείς καταλόγους του έργου του Καλδάρα στις 78, 45 και 33 στροφές της δισκογραφίας. Ενώ πλούσιο είναι και το φωτογραφικό υλικό που περιέχεται στο βιβλίο και που έχει σχέση τόσο με την καλλιτεχνική όσο και με την οικογενειακή του ζωή.


Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Κυριακή 18 Απρίλη 2010

No comments: