Monday, April 23, 2012

Η ψυχή του «έκαιγε το λαρύγγι»


Ο Δημήτρης Μητροπάνος ήταν αγαπητός για τη μοναδική λαϊκή φωνή του, την ντομπροσύνη και την μπέσα του
  • Της Γιωτας Συκκα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 22/4/2012

Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 τα μεσημέρια έτρεχε στις συνελεύσεις της Ενωσης Τραγουδιστών Ελλάδος μαζί με όλα τα πρώτα ονόματα του τραγουδιού. Απέναντί τους τα «θηρία», όπως έλεγαν τότε τους συνθέτες, μέλη της ΕΔΕΤ, της Ενωσης Δημιουργών Ελληνικού Τραγουδιού. Και το βράδυ σε μια από τις μεγάλες πίστες της παραλιακής.
Μόνος στην πίστα εκείνο το βράδυ τραγουδούσε τις επιτυχίες του Μουσαφίρη και του Παπαβασιλείου που τον εκτίναξαν στην κορυφή, αλλά ένα νεαρό κορίτσι επίμονα ζητούσε τη «Λυπημένη» από τα «Πικροσάββατα» του Μίκη Θεοδωράκη και του Λευτέρη Παπαδόπουλου.
Το ουίσκι έρρεε άφθονο, όπως οτιδήποτε στη διψασμένη για απολαύσεις και σοσιαλισμό Ελλάδα του ’80, που δεν καταλάβαινε ούτε παράπονο ούτε τι σημαίνει ερμηνεία με ψυχή. Μόνο ο Γιάννης Πουλόπουλος, αργοπορημένος σε μια παρέα ανάμεσα στα πρώτα τραπέζια, τον επιβράβευσε. Και όπως συμβαίνει όταν ο καλός επαγγελματίας αναγνωρίζει τον καλό, το ντουέτο έδεσε πέρα από τις αβρότητες της συναδελφικής αλληλεγγύης. Τραγουδούσαν ξεχασμένοι, ακόμη και όταν τα γκαρσόνια γύριζαν ανάποδα και τα τελευταία τραπέζια. Ακόμη θυμάμαι τον θαυμασμό του βετεράνου σερβιτόρου: «Το έκαψε απόψε το λαρύγγι...».

Δεν ήταν μόνο καλός τραγουδιστής ο Δημήτρης Μητροπάνος, η μοναδική ίσως αρρενωπή λαϊκή φωνή, με αίσθημα και χαρακτήρα. Αυτό που τον έκανε δημοφιλή, αλλά πάνω απ’ όλα αγαπητό, ήταν ο ακέραιος χαρακτήρας του, η ντομπροσύνη, η μπέσα που είχε, οι αξίες, οι αρχές μια άλλης εποχής. Δεν έθετε όρια και συχνά τα καταργούσε ακόμη και εις βάρος του εαυτού του, των επιλογών του, της φωνής του, για τη συντροφικότητα και τη φιλία.
Είχε μια γνησιότητα παλιομοδίτικη για τους νεότερους ο «Μήτσος» και μια λεβεντιά που συχνά έμοιαζε παράταιρη στη λάιφ στάιλ πλευρά του τραγουδιού. Δεν ήταν ποτέ επικοινωνιακός, και εκείνα τα χρόνια, νέοι και άμαθοι, με ένα δέος μπροστά σε όλους αυτούς, στα μάτια μας φαινόταν απρόσιτος. Ηταν μετρημένος. Βαρύς αλλά πάντα ευγενικός, απέφευγε τις πολλές κουβέντες, με εξαίρεση την πολιτική και το ποδόσφαιρο.
Εντονα πολιτικοποιημένος, τοποθετημένος αριστερά, δεν χάριζε τίποτε και σε κανέναν. «Και γραφικό να με πουν δεν με ενδιαφέρει» έλεγε, ενώ την ίδια ώρα καυτηρίαζε «τη μιζέρια» της Αριστεράς και τις θέσεις χωρίς προτάσεις: «Οταν ζητάς την ανυπακοή, πρέπει να έχεις και πρόταση». Με έντονες μνήμες για όσα τον κυνηγούσαν από τα παιδικά του χρόνια στην «κόκκινη» Αγία Μονή έξω από τα Τρίκαλα όπου γεννήθηκε, αλλά με άποψη και θυμό για όσα έβλεπε να συμβαίνουν στην Ελλάδα της κρίσης και των «αγανακτισμένων που έχασαν την ελπίδα».
Ετσι τον είδα τον περασμένο Οκτώβριο. Και ο τόπος της συνάντησης για τη συνέντευξη ήταν το νοσοκομείο «Υγεία». Εκεί, μαζί με τη σύντροφο της ζωής του, τη δυναμική Βένια, συστήνοντάς με σε γιατρούς και νοσοκόμες, ανάμεσα σε ενέσεις, χάπια και ερωτήσεις, αν μπορεί να δώσει τις παραστάσεις που είχε προγραμματίσει στο εξωτερικό, μιλούσε με χαμηλή ταλαιπωρημένη φωνή, ανακουφισμένη όμως από το τσιγάρο που είχαν κόψει οικογενειακά. Φωνή που δυνάμωνε όταν μιλούσε για όσα τον ενοχλούσαν. «Νομίζω ότι θα γυρίσουμε σε μια μετεμφυλιακή Ελλάδα που θα είναι χειρότερη κι από εκείνα τα χρόνια. Η ανέχεια θα κάνει τον κόσμο να καρφώνει ο ένας τον άλλον. Λένε μερικοί: “Υπάρχει πια μεγάλος ανταγωνισμός”. Ο ανταγωνισμός είναι σταράτη συμπεριφορά. Το κάρφωμα και η ρουφιανιά θα είναι τα καθημερινά πρόσωπα της επιβίωσης».
Δεν ήταν η πρώτη φορά που δήλωνε τις θέσεις του. Τα είχε ψάλλει και την εποχή των Ολυμπιακών Αγώνων αλλά και νωρίτερα, όταν όλη η χώρα κρεμούσε τις ελπίδες της στο χρηματιστήριο. «Το “Καλημέρα, τι κάνεις;”, διαφοροποιήθηκε. “Καλημέρα, πόσα κάνεις;” είναι ο νέος χαιρετισμός».
Με υπερηφάνεια και αυστηρό παράπονο
Τέσσερις δεκαετίες στο τραγούδι ο Δ. Μητροπάνος συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα ονόματα παρότι δεν ήταν από εκείνους που ευνοήθηκαν από τις εταιρείες. Ο Ζαμπέτας τού άνοιξε τον δρόμο παίρνοντάς τον κοντά του όταν ξεκίνησε για βιοποριστικούς λόγους να τραγουδά, ο Μίκης Θεοδωράκης τον πήρε σε συναυλίες το 1966 σε όλη τη χώρα, όμως ο πρώτος σταθμός του ήταν με τον Δήμο Μούτση και τον Μάνο Ελευθερίου στον «Αγιο Φεβρουάριο», το 1972. Ωστόσο, το μεγάλο μπαμ στον χώρο του λαϊκού το έκανε με τον Τάκη Μουσαφίρη και τον Σπύρο Παπαβασιλείου στη δεκαετία του ‘80 που σφραγίζεται και από τα «Πικροσάββατα» των Θεοδωράκη – Παπαδόπουλου.
Γιώργος Ζαμπέτας, Μίκης Θεοδωράκης, Δήμος Μούτσης, Απόστολος Καλδάρας, Τάκης Μουσαφίρης, Χρήστος Νικολόπουλος, Γιάννης Σπανός, Γιώργος Χατζηνάσιος ήταν ορισμένοι από τους συνθέτες που τραγούδησε ώς τις αρχές της δεκαετίας του ‘90, ενώ ξάφνιασε πολλούς με τη συμμετοχή του στους δίσκους των Λάκη Παπαδόπουλου («Για να σ’ εκδικηθώ») και του Νίκου Πορτοκάλογλου («Κλείνω κι έρχομαι»).
Και ύστερα έβαλε όλη τη χώρα από κει που τραγουδούσε φανατικά «Τι το θες το κουταλάκι», να φουντώνει συναισθηματικά με την «Εθνική μας μοναξιά» των Μάριου Τόκα και Φίλιππου Γράψα, χρησιμοποιώντας ένα νέο λόγο, και δύο χρόνια μετά να στροβιλίζεται θυμωμένα «Στου αιώνα την παράγκα» του Θάνου Μικρούτσικου σε στίχους των Αλκη Αλκαίου, Κώστα Λαχά, Λίνας Νικολακοπούλου και Γιώργου Κακουλίδη. Είναι τα χρόνια που ταυτίζεται με το ζεμπέκικο. «Οταν έρχονται παιδιά από άλλους χώρους, τους λέω “δεν θέλω ζεμπέκικο, αν θέλω, έχω τους ανθρώπους να γράψουν”. Φέρτε αυτά που εσείς τραγουδάτε» έλεγε αργότερα χωρίς να κρύβει την προτίμησή του στο είδος και την αγάπη του στο λαϊκό τραγούδι.
Είχε όμως ταυτότητα ο τρόπος που τραγουδούσε οτιδήποτε ο Δημήτρης Μητροπάνος. Ακόμη και τα μέτρια τραγούδια. Τους έδινε υπερηφάνεια και αυστηρό παράπονο. «Αυτό ακριβώς είναι το ζεμπέκικο, όπως το τσάμικο», μου είχε πει χρόνια πριν. «Η υπερηφάνεια τους με συγκινεί». Μουσική δεν ήξερε, το παραδεχόταν, «ούτε νότα» έλεγε. Ακόμη όμως και όταν υπερέβαλε φωνητικά, κανείς δεν τον κατηγόρησε.
Χωρίς συμπλέγματα
Χώρους δεν ξεχώριζε, ούτε καλλιτέχνες. Δεν είχε συμπλεγματική στάση με τις όχθες του τραγουδιού που διέκριναν άλλοι ομότεχνοί του, χωρισμένοι σε «σκηνές» και «πίστες». Απεχθανόταν όμως οτιδήποτε φτιασιδωμένο. «Το καλό τραγούδι ό,τι κι αν κάνεις φαίνεται. Και το κακό, όσο και αν το καλύψεις με δανεικό κατασκευασμένο λόγο, θα αποκαλυφθεί». Ακριβώς επειδή έζησε την εποχή των μεγάλων είχε άποψη: «Από τον καιρό που το τραγούδι έφυγε από τα χέρια των δημιουργών και πήγε στα χέρια των τραγουδιστών, άρχισε το κακό». Οσο για τη θέση του λαϊκού τραγουδιού αναρωτιόταν και ο ίδιος: «Πώς να το γράψουν αν δεν έχουν βιώσει δυσκολίες; Το ζόρι και η κοινωνική αγωνία γεννά το καινούργιο».
Με ελπίδα για τους νέους έκλεινε τις συνεντεύξεις του, και είχε πάντα ένα καλό λόγο για τους παλιούς. Δάσκαλος ήταν ο Ζαμπέτας. «Προσγειώσου, μην σε φάνε τα φώτα και τρελαθείς» ήταν τα λόγια που θυμόταν από εκείνον. «Οταν το φως φύγει από σένα, θα πάει στον άλλον» τον συμβούλευε στο ξεκίνημα. «Ηταν σαν πατέρας μου», τον ξεχώριζε με σεβασμό. «Πήγαινα να τραγουδήσω και καταλάβαινε τι έκανα το προηγούμενο βράδυ “Το ηράσθην βλάπτει μικρέ”»…

No comments: