Sunday, April 29, 2007

ΣΙΓΗΣΕ Ο ΕΛΒΕΤΟΣ ΤΕΝΟΡΟΣ ERNST HAEFLIGER


19/3/2007. Ο καταξιωμένος Ελβετός τραγουδιστής της όπερας Ernst Haefliger έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 87 ετών έπειτα από καρδιακή προσβολή που υπέστη στην πόλη όπου διέμενε, το Νταβός. Γεννημένος το 1919 στο Νταβός, ο Haefliger σπούδασε τραγούδι και βιολί στη Ζυρίχη, ενώ λίγα χρόνια αργότερα πήρε τον ρόλο λυρικού τραγουδιστή στην Οπερα της Ζυρίχης. Από τότε ξεκίνησε μία μεγάλη καριέρα με εκατοντάδες εμφανίσεις, ηχογραφήσεις και επιτυχημένες ερμηνείες σε οπερετικούς ρόλους κυρίως έργων του Μότσαρτ, που ήταν ο αγαπημένος του, αλλά και του Μπετόβεν και άλλων συνθετών. Από το 1952 έως το 1972 διετέλεσε κορυφαίος τενόρος στη Γερμανική Οπερα του Βερολίνου, ενώ δίδασκε για πολλά χρόνια στο Πανεπιστήμιο Μουσικής και Τεχνών του Μονάχου.

ΕΙΝΑΙ... ΑΝΙΚΗΤΟΙ!


Ευτυχώς που διάβασα κι ένα χαιρετισμό αντίστασης στο σκουπιδαριό και τη βλακεία που η ΕΡΤ φροντίζει να μας φτυαρίζει. Ένα σημείωμα του Κώστα Γεωργουσόπουλου[Το πνεύμα του τόνου] με τίτλο "Γεια σου μωρία":

Μωραίνει Κύριος; Μωραίνει. Εδώ και χρόνια. Μόνο που κοστίζει εκατομμύρια αυτή η μωρία. Είπαμε να πάει η αλεπού στο παζάρι αλλά να πάει με μαγκιά, με το «έτσι γουστάρω», «αυτός είμαι ρε κι αν σας αρέσει». Ε όχι και τραλαλά και φρου-φρου και ακκίσματα και «κοίτα πώς σειέμαι και λυγιέμαι» όχι και «βγάλε μου τη γούνα να δεις πώς είμαι νεγκλιζέ»!!

Τώρα κατάλαβα γιατί ντύνουν τα παιδιά τους μασκαράδες οι συνέλληνες με φουστανέλες, τώρα κατάλαβα γιατί ντύνουν τις Απόκριες τα κοριτσάκια «Αμαλίες». Τον κύριο Σεργουλόπουλο μιμούνται και την κυρία Μπακοδήμου. Κι όλο το φιλοθέαμον και φιλόμουσο κοινό όλου του πολιτιστικού και πολιτικού φάσματος; Και σάχλα να πέφτει σύννεφο; Δεν βρέθηκε κανείς έτσι μέσα στο τραλαλά νταβαντούρι, έτσι για την τιμή των όπλων, σ' ένα κενό της βλακώδους γκλαμουριάς να παρεμβάλει δυο νότες του Χατζιδάκι, μια φράση του Λοΐζου, έναν στίχο του Γκάτσου, ένα ρεφρέν του Λευτέρη μπας και σηκωθεί από ντροπή να φύγει κάποιος. Δεν μπορούσε κάποιος να παρεμβάλει μια μπατούτα από το «Αν σ' αρνηθώ αγάπη μου» μήπως ντρεπόταν κι έφευγε ο Πλέσσας; Μωραίνει Κύριος. (Τα Νέα, 02/03/2007)

Στην πραγματικότητα οι ηλίθιοι είναι ανίκητοι και γι'αυτό δεν μπορούμε δυστυχώς να γλιτώσουμε από τα σκουπίδια που μας πετάνε στα μούτρα. Η ΕΡΤ - πέρα από όσα ο Γεωργουσόπουλος έξοχα σχολιάζει - δεν έχει ανθρώπινο δυναμικό να παρουσιάσει μια εκδήλωση σαν κι αυτή που οργάνωσε με τους παρουσιαστές Σεργουλόπουλο και Μπακοδήμου; Άκουσα από τις σαχλοεκπομπές του κουτσομπολιού να λένε... και τι ταλαντούχα παιδιά και τι επιτυχημένα και τι ωραίες εκπομπές κάνουν και άλλες διάφορες παπαριές. Καλά, εκεί στην ΕΡΤ δεν υπάρχει κάποιος εχέφρων να πάρει σωστές αποφάσεις ή όλα τα έχουν εκχωρήσει σε κάποιον που ξεπουλήθηκε στο διάβολο; Κι ο Γεωργουσόπουλος αναρωτιέται γιατί δεν σηκώθηκε να φύγει ο Πλέσσας που κατά τεκμήριο είναι σοβαρός άνθρωπος. Έλα ντε! Κι όχι μόνον ο Πλέσσας...

Μάνος Λοΐζος: Μας έμειναν τα τραγούδια του…


Να που οι φίλοι του που τον αγάπησαν, πήραν μια πρωτοβουλία κι έτσι θα έχουμε την ευκαιρία, αρκετές φορές να θυμηθούμε τον ευαίσθητο κι ονειροπόλο Μάνο Λοΐζο, ο οποίος γεννήθηκε πριν 70 χρόνια κι «έφυγε» πρόωρα πριν 25 χρόνια. Προσωπικά, όταν δούλευα στο "Τετράδιο" το περιοδικό που έβγαζε τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης ο Φώντας Λάδης, θυμάμαι τον Λοΐζο που ερχόταν στα γραφεία του περιοδικού για να συνεργαστεί με τον Φώντα.

Ήταν την περίοδο που είχαν κυκλοφορήσει τα "Τραγούδια μας": Λιώνουν τα νιάτα μας [Όλη μέρα στα λιμάνια / και στα ναυπηγεία,/στου θανάτου τα καζάνια,/στα μηχανουργεία...], Πάγωσε η τσιμινιέρα [Πάγωσε η τσιμινιέρα /κι απέξω από την πύλη /εργάτες μαζεμένοι συζητάνε./Προχώρησε η μέρα./Με δαγκωμένα χείλη /σηκώνουν τα πανώ και ξεκινάνε...], Στη δουλειά και στον αγώνα [Έφτασε η ώρα /για να σηκωθείς./Εργατιά προχώρα,/δίπλα σου κι εμείς...], ο Στράτος [Αποβραδίς το Στράτο /τον πιάσαν δυο καλοί./Του λεν στο συνδικάτο /να πάει να γραφτεί./Πάρτο απόφαση, βρε Στράτο,/να γραφτείς στο συνδικάτο...], Ρημάξαν τα χωριά μας [Πέτρες βγήκαν στα χωράφια,/ στις αυλές χορτάρια./Πού 'ναι τώρα τα κορίτσια,/πού 'ν' τα παλικάρια!..], Το δέντρο [Στην Αθήνα, μες στο κέντρο,/φύτρωσε καινούργιο δέντρο./Έχει κόκκινα τα φύλλα / και ολόγλυκα τα μήλα...] και άλλα τραγούδια που αγαπήθηκαν και για τους στίχους και για τη μουσική αλλά και για την ερμηνεία. Τα είχε τραγουδήσει ο Γιώργος Νταλάρας. Έξοχα τραγούδια. Τον θυμάμαι, λοιπόν, τον Μάνο που ερχόταν εκεί στο "Τετράδιο", με τα πλούσια μαλλιά του, το τζάκετ που ήταν σήμα κατατεθέν της εποχής... Ένας γλυκύτατος άνθρωπος.

Σε συνέντευξη Τύπου (2.4.2007), στο Σπίτι της Κύπρου, όπου φιλοξενούνται τα μουσικά του όργανα (ήταν κυπριακής καταγωγής), η κόρη του Μυρσίνη Λοΐζου ανακοίνωσε τη μεγάλη συναυλία μνήμης με τη συμμετοχή των φίλων συνεργατών του (Χάρις Αλεξίου, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Γιώργος Νταλάρας, Μαρία Φαραντούρη, Δήμητρα Γαλάνη κ.ά.) και νεότερων ερμηνευτών, στις 22 του Οκτώβρη (ημερομηνία των γενεθλίων του), στο κλειστό γήπεδο του ΟΑΚΑ.

Επίσης, αναφέρθηκε στο ανέκδοτο υλικό με τραγούδια του σε στίχους του Θανάση Παπακωνσταντίνου, με την ελπίδα «να βρεθεί ο καλύτερος τρόπος ν' αξιοποιηθεί». Όπως είπε ο φίλος του - παραγωγός Αχιλλέας Θεοφίλου «ήταν σχεδόν έτοιμος ο δίσκος όταν έπαθε το εγκεφαλικό. Ήθελε ερμηνευτή τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου και σε δυο τραγούδια τη Χαρούλα...».

Παράλληλα, η «Εντός ΕΠΕ», η «Πολιτιστική Παρέμβαση» και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου διοργανώνουν το αφιέρωμα «Τίποτα δεν πάει χαμένο», με ημερίδα και έκθεση φωτογραφίας (2/5, αίθουσα ΕΣΗΕΑ) και δύο μεγάλες συναυλίες, όπου θα συμμετέχουν οι Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Μαρία Φαραντούρη, Μανώλης Λιδάκης, Χρήστος Θηβαίος και Μελίνα Κανά. Η πρώτη (30/4), στη Θεσσαλονίκη (Αλεξάνδρειο Αθλητικό Μέλαθρο), με τη συμμετοχή του Ιεροκλή Μιχαηλίδη και η δεύτερη (7/5) στην Αθήνα (Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας), με τη συμμετοχή του Λάκη Λαζόπουλου.

Η Χάρις Αλεξίου θα παρουσιάσει το δικό της αφιέρωμα στον Λοΐζο το καλοκαίρι στο Ηρώδειο, ενώ όπως ανέφερε το πρόγραμμα της φετινής της περιοδείας σ' όλη την Ελλάδα θα περιλαμβάνει μόνο δικά του τραγούδια. «Δεν έπαψε να είναι ένας μύθος για μένα», είπε η Χ. Αλεξίου, αναφερόμενη στον «αξεπέραστο, αγαπημένο φίλο και δημιουργό. Το "Όλα σε θυμίζουν" είναι σαν να μας έχει στοιχειώσει...».

«Τον γνώρισα το '74 μέσα από την τρυφερότητά του... Από τότε κουβαλιέται μέσα μας και λάμπει», είπε ο Β. Παπακωνσταντίνου (η πρώτη τους συνεργασία τα «Τραγούδια του δρόμου»). «Είχε το χάρισμα να μεγαλώσει την επαφή του με τον κόσμο» είπε ο Γ. Νταλάρας, ο οποίος παράλληλα συγκέντρωσε στο διπλό CD «Αχ, χελιδόνι μου» (MINOS-EMI) είκοσι πέντε τραγούδια - σταθμούς της συνεργασίας τους. Ανάμεσά τους, δύο ανέκδοτα τραγούδια σε ποίηση Ναζίμ Χικμέτ (απόδοση Γιάννη Ρίτσου).

Έφυγε ο Τάσος Διακογιώργης

Σε ηλικία 83 ετών έφυγε (12.3.2007) ο μουσικός Tάσος Διακογιώργης. Γεννημένος το 1924 στα Mαριτσά της Pόδου πήρε τα πρώτα του μαθήματα στο σαντούρι κοντά σ’ έναν πρακτικό δάσκαλο. H συνεργασία του με τον Mάνο Xατζιδάκι σηματοδότησε την είσοδο του σαντουριού στην ονομαζόμενη «έντεχνη» μουσική και τη γνωριμία του μουσικού με το ξυλόφωνο. Tο «Aξιον Eστί» αποτέλεσε την απαρχή της συνεργασίας του με τον Mίκη Θεοδωράκη. O Tάσος Διακογιώργης συνεργάστηκε με τους περισσότερους Eλληνες συνθέτες και μαέστρους σε έργα σύγχρονης ελληνικής μουσικής.

Στα Νέα (13.3.2007): ΠΕΘΑΝΕ Ο ΔΕΞΙΟΤΕΧΝΗΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ. Σίγησε το σαντούρι του Τάσου Διακογιώργη. Η ελληνική μουσική οικογένεια έχασε χθες έναν από τους διαπρεπέστερους μαστόρους της στα παραδοσιακά όργανα: τον δεξιοτέχνη στο σαντούρι, κυρίως, αλλά και στα παραδοσιακά κρουστά και στο βιολί, Τάσο Διακογιώργη, που έσβησε ήσυχα στα 83 του χρόνια (τελευταία είχε χτυπηθεί από τη νόσο του Αλτσχάιμερ).

Ο Τάσος Διακογιώργης είχε γεννηθεί το 1924 στα Μαριτσά της Ρόδου. Ως παιδί πήρε τα πρώτα του μαθήματα στο σαντούρι από παραδοσιακό μουσικό. Το 1954 ήρθε στην Αθήνα όπου σπούδασε μουσική, θεωρητικά με τον Μανώλη Καλομοίρη και με τον Λεωνίδα Ζώρα. Παράλληλα, δούλεψε ως σολίστ στο σαντούρι στα Μπαλέτα της Δώρας Στράτου. Η συνεργασία του με τον Μάνο Χατζιδάκι σηματοδότησε την είσοδο του σαντουριού στην ονομαζόμενη έντεχνη μουσική. Χάρη σ' αυτήν ο Τάσος Διακογιώργης γνώρισε και το ξυλόφωνο και αργότερα την οικογένεια των κρουστών.

Συνεργάστηκε (πρώτα στο «Άξιον Εστί») και με τον Μίκη Θεοδωράκη και με άλλους Έλληνες συνθέτες και μαέστρους και σε έργα (λόγιας) σύγχρονης μουσικής. Έκανε ηχογραφήσεις μουσικής για το θέατρο και τον κινηματογράφο, έδωσε πολλές συναυλίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, συμμετείχε σε ιστορικές ηχογραφήσεις (από τα «Τραγούδια του δρόμου» ώς τα «Ριζίτικα») και μύησε πολλούς νέους μουσικούς στην τέχνη του. Τον Μάιο 2001 (από τις τελευταίες του συναυλίες) συμμετείχε ως σολίστ στο «Άξιον Εστί» στο Ηρώδειο υπό τη διεύθυνση του ίδιου του Μίκη Θεοδωράκη.

Στον Ριζοσπάστη (14.3.2007): «Φτωχότερο το σαντούρι». Η ελληνική μουσική έχασε τον, 83χρονο, εξαιρετικό σολίστα του σαντουριού Τάσο Διακογιώργη, που «έφυγε» προχτές και κηδεύτηκε χτες στο νεκροταφείο Αγ. Παρασκευής.

Γεννημένος το 1924 στα Μαριτσά Ρόδου, ο Τάσος Διακογιώργης συνεργάστηκε με τους περισσότερους Ελληνες συνθέτες. Ο ήχος του σαντουριού του «χρωμάτισε» μοναδικά το «Αξιον Εστί» και άλλα έργα του Μίκη Θεοδωράκη, είτε σε ζωντανές συναυλίες είτε στη δισκογραφία. Τα πρώτα του μαθήματα στο σαντούρι, τα πήρε παιδί ακόμα, από λαϊκό μουσικό δάσκαλο. Αργότερα, ερχόμενος στην Αθήνα, σπουδάζει θεωρητικά, αρχικά με τον Μανώλη Καλομοίρη και έπειτα με τον Λεωνίδα Ζώρα. Συνεργάζεται με τα Μπαλέτα της Δόρας Στράτου και με τον Μάνο Χατζιδάκι, κάτι που αποτελεί την απαρχή για την είσοδο του σαντουριού στην έντεχνη μουσική. Ασχολείται με το ξυλόφωνο, το μεταλλόφωνο και όλα σχεδόν τα κρουστά. Πολλές ήταν οι συναυλίες στις οποίες συμμετείχε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και οι ηχογραφήσεις του στη δισκογραφία και σε έργα μουσικής για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Παράλληλα, δίδαξε την τέχνη του σαντουριού σε νεότερους μουσικούς.

Ο Καρλ Πέρκινς

• Σε ηλικία 65 ετών έφυγε ο Καρλ Πέρκινς, από τους πρωτοπόρους του ροκαμπίλι. Ο Kαρλ Πέρκινς, ένας από τους πρωτοπόρους του ροκ Eντ ρολ, ο μουσικός δημιουργός του θρυλικού τραγουδιού «Blue Suede Shoes» πέθανε στις 19/1/1998, σε ηλικία 65 ετών, ύστερα από τρία αλλεπάλληλα εγκεφαλικά, που τον είχαν χτυπήσει.

Ο Kαρλ Πέρκινς, που ξεχώριζε επίσης για το γρήγορο και ιδιοφυές «παίξιμο» της κιθάρας του, επηρέασε προσωπικότητες και μουσικούς όπως ο Eλβις Πρίσλεϊ και οι Mπιτλς. Hταν περισσότερο γνωστός σαν ένας από τους πρωτοπόρους του «ροκαμπίλι», ένα συνδυασμό ρυθμ εντ μπλουζ και κάντρι μουσικής που προέκυψε από την εταιρεία Sun Records στο Mέμφις του Tενεσί στα μέσα της δεκαετίας του '5Ο.

Eγραψε και ηχογράφησε το «Blue Suede Shoes» το 1956 πουλώντας 2 εκατομμύρια αντίτυπα, τραγούδι που έγινε στη συνέχεια επιτυχία και από τον Eλβις Πρίσλεϊ. Ξεχωριστές επιτυχίες του μουσικού είναι επίσης το «Dixie Fried» και τα τραγούδια «Hone yDont», «Matchbox», «Everybody's Trying to be My Babe» κ.ά.

Ο Κάρλο Μαρία Τζουλιάνι

Ακριβής, ασκητικός, ευφυής και παρ' όλα αυτά και φορέας όλων των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της ιταλικής «σχολής» διεύθυνσης ορχήστρας, ο Κάρλο Μαρία Τζουλιάνι, που πέθανε προχθές στην Μπρέσα στα 91 του χρόνια, ήταν μια εμβληματική φυσιογνωμία αυτής ακριβώς της «σχολής».

Φίλος του Τοσκανίνι, μουσικός υπό τη διεύθυνση των Βίλχελμ Φουρτβένγκλερ, Μπρούνο Βάλτερ και Ρίχαρντ Στράους στα πρώτα του βήματα, ο μαέστρος της Κάλλας στην ιστορική εκδοχή της «Τραβιάτα» του Βέρντι στη Σκάλα του Μιλάνο και μέντορας της νεότερης γενιάς των Ιταλών μαέστρων, όπως του Ρικάρντο Μούτι και του Κλάουντιο Αμπάντο, ο Τζουλιάνι ήταν γνωστός κι αγαπητός και στην Ελλάδα, όπου ήρθε για τελευταία φορά το 1994 για μια συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, διευθύνοντας τη Φιλαρμονική της Σκάλας του Μιλάνο σε έργα Μπετόβεν.

Ανεκδοτολογικού τύπου -κι ωστόσο πραγματικό- περιστατικό ήταν αυτό που αφορά την περίοδο της θητείας του (1978-1985) ως αρχιμουσικού στη Φιλαρμονική του Λος Αντζελες: όρος στο συμβόλαιο που είχε υπογράψει ήταν η εξαίρεσή του από οποιαδήποτε κοινωνική εκδήλωση, στο πλαίσιο των δημοσίων σχέσεων της ορχήστρας. Σχεδόν ασκητικός, όσο έμεινε στο Λος Αντζελες είχε έναν και μοναδικό φίλο, τον Ντάνι Κέι. Το 1985 παραιτήθηκε, επέστρεψε στην οικογένειά του, στην Μπρέσα, και έκτοτε αρνήθηκε οποιαδήποτε μόνιμη θέση αρχιμουσικού σε μεγάλη ορχήστρα, επιλέγοντας να αφοσιωθεί στην «παραμελημένη» σύζυγό του, Μαρτσέλα, και στους τρεις γιους τους.

Γεννημένος στις 9 Μαΐου 1914 στην πόλη Μπαρλέτα, κοντά στο Μπάρι, ο Κάρλο Μαρία Τζουλιάνι σπούδασε κατ' αρχήν βιολί και βιόλα. Στα 19 του έγινε μέλος της Ορχήστρας της Σάντα Τσετσίλια, παίζοντας συχνά στο -εκπληκτικής ακουστικής- Τεάτρο Ογκουστέο της Ρώμης, υπό τη διεύθυνση θρυλικών μαέστρων, όπως ο Φουρτβένγκλερ, ο Βάλτερ και ο Στράους.

Μαθητεύοντας κοντά στον Μπερναρντίνο Μολινάρι, το 1941 πήρε από το Ωδείο της Σάντα Τσετσίλια και πτυχίο στη διεύθυνση ορχήστρας. Ο πόλεμος τον βρήκε αξιωματικό του ιταλικού στρατού στο γιουγκοσλαβικό μέτωπο. Ενάντια στον φασισμό και τον Μουσολίνι, ως μέλος της ιταλικής Αντίστασης, ο Τζουλιάνι πέρασε λίγο αργότερα 9 ολόκληρους μήνες κρυμμένος.

Μεταπολεμικά, ο Τζουλιάνι συνεργάστηκε με την κρατική ορχήστρα της RAI, σε συναυλίες της στο Μιλάνο και τη Ρώμη. Κι εκεί τον πρόσεξε ο Τοσκανίνι, ανοίγοντάς του την πόρτα του σπιτιού του αλλά κι αυτήν μιας μεγάλης καριέρας. Καριέρα; «Η μουσική είναι πράξη αγάπης. Η λέξη "καριέρα" μού είναι απεχθής. Δεν είμαι ναύτης που ονειρεύεται να γίνει καπετάνιος», έλεγε ο Τζουλιάνι.

Καριέρα έκανε παρ' όλα αυτά, ξεκινώντας τις σημαντικότερες εμφανίσεις του από τη Σκάλα του Μιλάνο (1951-1956). Στη διάρκεια της εκεί θητείας του συνεργάστηκε με τον Λουκίνο Βισκόντι για την παραγωγή της «Τραβιάτα» με την Κάλλας. Η θαυμαστή μουσική του πορεία τον θέλει αρχιμουσικό σε σπουδαίες συμφωνικές ορχήστρες (του Σικάγο, της Βιέννης και του Λος Αντζελες).

Τελειομανής και μεθοδικός (αλλά αξιαγάπητος συνεργάτης των μουσικών από όπου κι αν πέρασε), ο Τζουλιάνι αφιερώνεται κυρίως στον Μπραμς, τον Μπαχ, τον Μότσαρτ, τον Μπετόβεν, τον Μπρούκνερ και τον Σούμπερτ. Κι όμως, σημαντικότερες ηχογραφήσεις-θησαυροί για τους φιλόμουσους θεωρούνται (ανάμεσα στις δεκάδες για τις μεγαλύτερες δισκογραφικές του κόσμου), αυτές στις οποίες ο Τζουλιάνι διευθύνει το «Ρέκβιεμ» και τον «Φάλσταφ» του Βέρντι. Πολλοί λάτρεις του Μότσαρτ θεωρούν και τον «Ντον Τζοβάνι» του Τζουλιάνι έναν από τους κορυφαίους στην ιστορία της μουσικής.(Ασ. Πρες, 16/06/2005). Στη φωτογραφία, ο Κάρλο Μαρία Τζουλιάνι στο πόντιουμ, σε συναυλία του 1989.

O Τόνι Τόμσον

«Εφυγε» ο Τόνι Τόμσον stiw 15/11/2003, σε ηλικία 48 ετών, θεωρούμενος από τους σημαντικότερους έγχρωμους ντραμίστες στην ιστορία της ποπ-ροκ μουσικής.

Παρ' ότι υπήρξε συνιδρυτής των θρυλικών Chic, η καριέρα του απογειώθηκε κατά τη δεκαετία του '80 ως ελεύθερος συνεργάτης σε δίσκους διασήμων των παγκόσμιας μουσικής σκηνής.

Η πρώτη σημαντική στιγμή της καριέρας του ήταν η συνεργασία με τον Nile Rogders, το ηχητικό στίγμα των Chic, οι οποίοι έγιναν μέντορες της disco με τραγούδια, όπως «Ι want your love», «Le freak», «Everybody dance» κ.ά. Αργότερα συνεργάστηκε με τον πρόσφατα εκλιπόντα Ρόμπερτ Πάλμερ και δύο από τα μέλη των Duran Duran στο περιστασιακό σχήμα Power Station κάνοντας μεγάλη επιτυχία με το τραγούδι «Some like it hot». Τα επόμενα χρόνια έγινε περιζήτητος ως στουντιακός μουσικός σε τζαζ και ροκ παραγωγές. Συνεργάστηκε με πολλούς, ηχογραφώντας ή συμμετέχοντας σε περιοδείες, μεταξύ άλλων με τους Ντέιβιντ Μπάουι, Μαντόνα και Λεντ Ζέπελιν. Οπως ανακοινώθηκε, έπασχε από καρκίνο.

Ο βιολιστής Ισαάκ Στερν

Μία από τις σημαντικότερες μορφές της κλασικής μουσικής στον 20ό αιώνα, ο βιολιστής Ισαάκ Στερν, έφυγε από τη ζωή στις 22 Σεπτεμβρίου 2001, σε ηλικία 81 ετών. Ο Στερν, εκτός από δεξιοτέχνης μεγάλου βεληνεκούς (η λαμπρή του καριέρα διήρκεσε έξι ολόκληρες δεκαετίες), είχε να επιδείξει στη διάρκεια της πλούσιας ζωής του πλήθος παράπλευρων δραστηριοτήτων με κορυφαία τη θέση του προέδρου στο «Kάρνεγκι Χολ».

Στο ευρύτερο κοινό έγινε γνωστός από τη συμμετοχή του στη βραβευμένη με Οσκαρ ταινία «Ο Βιολιστής στη στέγη». Ενδεικτική του μεγέθους του Στερν είναι το γεγονός ότι πρόκειται για τον βιολιστή, ο οποίος συνεργάστηκε με τη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης περισσότερες φορές από κάθε άλλο συνάδελφό του.

Ο Ισαάκ Στερν ήταν ουκρανικής καταγωγής αλλά η οικογένειά του μετανάστευσε στην Αμερική όταν αυτός ήταν μόλις ενός έτους. Kαι οι δύο του γονείς ήταν μουσικοί. Η μητέρα του ξεκίνησε να παραδίδει μαθήματα πιάνου στο γιο της σε ηλικία 6 ετών ενώ δύο χρόνια αργότερα ο Στερν άρχισε να δείχνει ενδιαφέρον για το βιολί.

Τα πράγματα εξελίχθηκαν αστραπιαία: στα 10 του άρχισαν τα μαθήματα στο Ωδείο του Σαν Φρανσίσκο για να ακολουθήσει μόλις ένα χρόνο μετά το επαγγελαμτικό του ντεμπούτο με τη Συμφωνική Ορχήστρα της πόλης. Ακολούθησε μία εκθαμβωτική πορεία που συμπυκνώθηκε σε περισσότερες από 100 ηχογραφήσεις ενώ το ρεπερτόριό του περιελάμβανε συνθέσεις των Τσαϊκόφσκι, Ντβόρζακ, Μάλερ, Γκέρσουιν, Μπέρνσταϊν, Μάριαν Αντερσον, Γκούντμαν, κ.ά.

Ο συνθέτης Νικηφόρος Ρώτας


«Eφυγε» ο «πολύπλευρος» συνθέτης. O χώρος της μουσικής έμεινε φτωχότερος. O συνθέτης Nικηφόρος Pώτας έχασε (17 Νοεμβρίου 2004) τη μάχη με τον καρκίνο, σε ηλικία 75 ετών, στο σπίτι του, περιστοιχισμένος από την οικογένειά του και τους αγαπημένους του. Γιος του ποιητή Bασίλη Pώτα, υπήρξε δημιουργός με έντονα τα χαρακτηριστικά της ελληνικότητας και πολύπλευρο συνθετικό, συγγραφικό και παιδαγωγικό έργο.

Συνθέτης με έργο σημαντικό, πλην όμως άγνωστο στο ευρύ κοινό, εκτός της θεατρικής του μουσικής, με σημαντικές σπουδές στη μουσική, εργάστηκε ως υπεύθυνος για τη μουσική εκπαίδευση στον «Eλληνικό Oργανισμό Oρχηστικής Eκπαιδεύσεως», στην επαγγελματική σχολή χορού Mάγιας Σοφού, συνεργάστηκε με τη Zουζού Nικολούδη στα «Xορικά» (1963-1967), είχε εκπομπή στο ραδιόφωνο που διέκοψε τον Aπρίλιο του 1967, δίδαξε μουσική, ήταν ο συγγραφέας του πρωτότυπου θεωρητικού έργου «Πώς ακούμε μουσική», επίσης των έργων «H γέννηση της μουσικής», «Kαι η μουσική πού είναι;» και πολλών άλλων.

Tο μουσικό έργο του Nικηφόρου Pώτα είναι εκτεταμένο και περιλαμβάνει περισσότερα από 80 έργα, σχεδόν κάθε είδους, μικρού ή μεγάλου οργανικού ή (και) φωνητικού συνόλου, καθώς και έργα ηλεκτρονικής μουσικής. Eπίσης, περιλαμβάνει 40 έργα μουσικής για το θέατρο (ανάμεσά τους 17 τραγωδίες και κωμωδίες), μουσική για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.

Mια χαρακτηριστική ιδιαιτερότητα στη μουσική «γραφή» του Nικηφόρου Pώτα θα μπορούσε να εντοπιστεί στο ότι η μουσική του δεν εντάσσεται σε καμία σχολή, μόδα, -ισμό ή άλλη τάση. Aπό την άποψη της τεχνικής, στο ότι σε αυτή τη μουσική συμπλέκονται μεταξύ τους αντιστικτικά διάφορα ηχητικά «πλέγματα» (μουσικές «καταστάσεις»), με αποτέλεσμα το έργο να οικοδομείται περισσότερο εσωτερικά και λιγότερο στην επιφάνεια. O Nικηφόρος Pώτας ήταν παντρεμένος με την πιανίστα (και καθηγήτρια πιάνου) Mαρία Pώτα και είχαν τρία παιδιά, τη ζωγράφο Kατερίνα, τον συνθέτη Bασίλη και τη βιολίστρια Mιχαέλα Pώτα.
Έχει συσταθεί και η ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΕΧΝΗ, που είναι μια μη κερδοσκοπική αστική εταιρία, και η οποία έχει αναλάβει την ευθύνη της ευρύτερης διάδοσης του έργου του συνθέτη Νικηφόρου Ρώτα.

Ο αρχιμουσικός Κάρλος Κλάιμπερ

Ο Κάρλος Κλάιμπερ, ένας από τους σπουδαιότερους αρχιμουσικούς του 20ού αιώνα, άφησε την τελευταία του πνοή στις 13 Ιουλίου 2004, σε ηλικία 74 ετών. Η κηδεία του έγινε, στην Κονγίζιτσα της Σλοβενίας. Ο Αυστριακός μαέστρος με αργεντίνικη καταγωγή θεωρούνταν μαζί με τους Τοσκανίνι, Κάραγιαν, Φούρτβενγκλερ, Μπεμ και Μπερνστάιν κορυφαίος μαέστρος της φημισμένης Φιλαρμονικής της Βιέννης, η οποία υπό τη διεύθυνσή του παρουσίασε δύο ιστορικές πρωτοχρονιάτικες συναυλίες το 1989 και το 1992.

Η ικανότητά του στη διεύθυνση Ορχήστρας συγκρινόταν με εκείνη του Αρτούρο Τοσκανίνι, ενώ αριστουργηματικές παραμένουν οι ηχογραφήσεις που παρέδωσε για τις Συμφωνίες «Πέμπτη» και «Εβδόμη» του Μπετόβεν.

Ο Κλάιμπερ γεννήθηκε στις 3 Ιουλίου του 1930 στο Βερολίνο. Ηταν γιος τού, επίσης, σπουδαίου Αυστροαργεντινού αρχιμουσικού Εριχ Κλάιμπερ. Η πρώτη του εμφάνιση στο πόντιουμ έγινε το 1952 στο θέατρο της Λα Πλάτα. Τελειομανής, ακριβοθώρητος, αναζητούσε στην τέχνη του το ανέφικτο. Στην πορεία του στη μουσική διηύθυνε την Ορχήστρα του θεάτρου Γκέντερπλατς του Μονάχου και Ορχήστρες σε Πότσνταμ, Ντίσελντορφ, Ζυρίχη και Στουτγάρδη. Στην αυστριακή πρωτεύουσα εμφανίστηκε πρώτη φορά το 1973 διευθύνοντας την Κρατική Οπερα «Κάρμεν» του Μπιζέ το 1978 και την «Μποέμ» του Πουτσίνι το 1985. Ιστορική θεωρείται η εμφάνισή του στον ίδιο χώρο το 1994 όπου διηύθυνε τον «Ιππότη των Ρόδων» του Ρίχαρντ Στράους.

Ο τραγουδιστής της σόουλ Λούθερ Βάντρος

Στα πενήντα τέσσερά του χρόνια έφυγε από τη ζωή ο Λούθερ Βάντρος. Ο γνωστός τραγουδιστής της σόουλ πέθανε την Παρασκευή σε νοσοκομείο του Νιου Τζέρσεϊ από ανακοπή καρδιάς. Ο Βάντρος έπασχε από υπέρταση και διαβήτη, ενώ είχε υποστεί καρδιακό επεισόδιο πριν από δύο χρόνια από το οποίο ουσιαστικά δεν είχε συνέλθει ποτέ.

Βραβευμένος με οκτώ Γκράμι και αφήνοντας πίσω του δεκατέσσερα άλμπουμ, ο Βάντρος, γεννημένος στη Νέα Υόρκη, είχε αρχίσει την καριέρα του γράφοντας μουσική για διαφημιστικά σποτ και κάνοντας φωνητικά για τον Ντέιβιντ Μπάουι τη δεκαετία του εβδομήντα. Αφού συνεργάστηκε με διάσημες τραγουδίστριες, όπως η Μπάρμπρα Στρέιζαντ και η Μπέτι Μίντλερ, ξεκίνησε την προσωπική του καριέρα στη σόουλ σκηνή το 1981 με το άλμπουμ «Never Το Much».

Το 1989 κυκλοφόρησε το πιο φημισμένο τραγούδι του το «Here and Now», έκανε ντουέτα με την Τζάνετ Τζάκσον και τη Μαράια Κάρεϊ και το 2003 ηχογράφησε το τελευταίο του άλμπουμ με τίτλο «Dancing With My Father» για το οποίο βραβεύτηκε με τρία Γκράμι. Ο ίδιος είχε πει ότι ήταν γραμμένο μετά τον θάνατο του πατέρα του, «μια σειρά από τραγούδια για κάποιον αγαπημένο που χάνεις και τις αναμνήσεις που αφήνει πίσω του.» (Δ.Α. Ελευθεροτυπία, 04/07/2005).

«Έφυγε» η Άννα Τασσοπούλου-Μάυ

Μεσουράνησε στις μεγαλύτερες όπερες της μεταπολεμικής περιόδου, μαζί με τρανταχτά ονόματα του τότε καλλιτεχνικού κόσμου, όπως τον Φον Κάραγιαν και την Μαρία Κάλλας, δοξάζοντας την Ελλάδα. Η «αυλαία της ζωής» για την Άννα Τασσοπούλου-Μάυ, σε ηλικία 92 ετών, έκλεισε στις 28 Φεβρουαρίου. Η κηδεία της έγινε στο κεντρικό νεκροταφείο «Μελάτεν» της Κολωνίας, όπου ζούσε από τις αρχές της δεκαετίας του ΄60.

Κόρη του αείμνηστου ήρωα της Μάχης του Κιλκίς, Ανθυπολοχαγού Αθανασίου Τασσόπουλου, είχε γεννηθεί στην Πάτρα. Μεγάλωσε ορφανή από πατέρα με άλλα έξι αδέλφια στην Αθήνα. Σε ηλικία δεκαέξι ετών παίρνει υποτροφία από το Ωδείο Αθηνών και πηγαίνει για σπουδές στην Γερμανία. Η ταλαντούχα σοπράνο διακρίνεται από την πρώτη στιγμή και ενώ ακόμα φοιτούσε διορίζεται πρώτη σοπράνο της Κρατικής Όπερας του Βερολίνου με διευθυντή τον Γκούσταβ Γκρύντγκενς, πρωτοφανές γεγονός στα τότε χρονικά. Από την όπερα του Μπάυροϊτ βρίσκεται στο Άαχεν, από το Βερολίνο στην Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης. Από την Αλεξάνδρεια στο Μόναχο και από την Όπερα του Ρήνου (Ντίσελντορφ) στα στούντιο της UFA σε Βιέννη και Βερολίνο, όπου «ντουμπλάρει» με την φωνή της μεγάλα αστέρια του γερμανικού κινηματογράφου.

Η «ντίβα», όπως την αποκαλούσαν, ήταν συνεχώς καθ' οδόν, σε περιοδείες και κονσέρτα σε όλες σχεδόν τις μεγάλες όπερες της εποχής, μαζί με τρανταχτά ονόματα του τότε καλλιτεχνικού κόσμου, όπως τον Φον Κάραγιαν και την Μαρία Κάλλας, με την οποία συνδεόταν φιλικά. Όταν εμφανιζόταν στα Φεστιβάλ Αθηνών, το ακροατήριο πάντα αποθέωνε την Άννα Τασσοπούλου. Η ίδια καυχιόταν ότι μεταξύ των φανατικών ακροατών της ήταν πάντοτε και ο σύντροφος της φίλης της, Αριστοτέλης Ωνάσης. Για την προσφορά της στον πολιτισμό και τις καλές Τέχνες είχε τιμηθεί από τον Βασιλέα Παύλο με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος της Ευποιίας.

Μαζί με τον βαρύτονο Θάνο Μπούρλο απέκτησε τον μονάκριβό γιο της Γιάννη. Αρχές της δεκαετίας του ΄60 παντρεύεται τον μεγαλοεπιχειρηματία Βάλτερ Μάυ και από τότε εγκαθίσταται μόνιμα στην Κολωνία. Ως γνήσια Ελληνίδα με βαθιά ελληνική παιδεία, αλλά και συνείδηση, παρότρυνε τον εύπορο σύζυγό της να στηρίξει τον Ελληνισμό της περιοχής και να αγωνισθεί στο πλευρό των Ελλήνων. Με την ιδιότητα του μέλος του παγκόσμιου προεδρείου της οργάνωσης Λάιονς παρέδωσαν επιταγή μεγάλου χρηματικού ποσού στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο για τα ορφανά Κυπριόπουλα του Αγώνα. Αργότερα όταν οι ομογενείς επιχειρηματίες αποφασίζουν να οργανωθούν πάλι η Άννα πείθει το σύζυγό της να γίνει αφανής χορηγός και υποστηρικτής αυτής της προσπάθειας. Υπήρξε παράδειγμα για τον γιο της Γιάννη Μπούρλο-Μάυ, ο οποίος ηγήθηκε, ως ιδρυτικός πρόεδρος, του Γερμανο-Ελληνικού Επιχειρηματικού Συνδέσμου.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής της η Άννα Τασσοπούλου-Μάυ είχε την ευκαιρία να επισκέπτεται για αρκετό χρονικό διάστημα την Μακεδονία και ειδικά το Κιλκίς, όπου ευτύχησε να δει το όνομα του πατέρα της, να δίνεται σε δρόμο της πόλης.

www.kathimerini.gr (5.3.2007) με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ

Πέθανε ο κλαρινετίστας Τόνι Σκοτ


«Εφυγε» την Τετάρτη, 28 Μαρτίου, μία από τις πλέον ιδιαίτερες φυσιογνωμίες της τζαζ, ο κλαρινετίστας Τόνι Σκοτ. Με καταγωγή από τη Σικελία (το πραγματικό του όνομα ήταν Αντονι Σιάκα), ο Σκοτ γεννήθηκε στο Νιου Τζέρσι το 1921. Προερχόταν από οικογένεια μουσικών και τα πρώτα του ακούσματα ήταν παραδοσιακές ιταλικές μελωδίες που έπαιζαν οι γονείς και οι θείοι του.

Ωστόσο, η μεγάλη αποκάλυψη θα είναι η τζαζ των μπιγκ μπαντ της δεκαετίας του ’30. «Την πρώτη φορά που άκουσα τζαζ, άκουσα την ελευθερία», εξομολογήθηκε χρόνια αργότερα. Ακούγοντας φανατικά Κάουντ Μπέιζι και Ντιουκ Ελινγκτον, ο Σκοτ σχημάτισε από νωρίς μια μικρή μπάντα (combo, κατά την τζαζική ορολογία) με την οποία έπαιζε σε χορούς και πάρτι. Το 1940 έγινε δεκτός στη φημισμένη σχολή Τζούλιαρντ όπου σπούδασε κλαρινέτο, μιμούμενος το μεγάλο του είδωλο, τον Μπένι Γκούντμαν. Ωστόσο, η γνωριμία που θα τον καθορίσει θα είναι με τον μεγάλο σαξοφωνίστα Μπεν Γουέμπστερ, μέσω του οποίου έπαιξε σε jam sessions με άλλα μεγαθήρια όπως τον Λέστερ Γιανγκ, τον Τελόνιους Μονκ, τον Ντίζι Γκιλέσπι, τον Ντον Μπάιας κ.ά.

Η συνέχεια ήταν εξίσου εντυπωσιακή με το ξεκίνημα: μέσα στη δεκαετία του ’50, ο Σκοτ συνεργάστηκε με τη Σάρα Βον, την Μπίλι Χόλιντεϊ και τον Μπιλ Εβανς, ενώ το ιστορικό περιοδικό Down Beat τον εξέλεξε κλαρινετίστα της χρονιάς το 1955, το 1958 και το 1959. Το 1960 ο Σκοτ εγκατέλειψε τη Νέα Υόρκη και άρχισε να ταξιδεύει, κυρίως στην Ασία. Οι περιπλανήσεις του αυτές τον έφεραν σε επαφή με μουσικές του κόσμου αλλά και με τον βουδισμό. Σήμερα θεωρείται από τους πρωτοπόρους της λεγόμενης world music. Εγκατεστημένος στη Ρώμη από τη δεκαετία του 1980, ο Σκοτ δεν έπαψε να πειραματίζεται και να αναζητεί νέους δρόμους στη μουσική.

Έσβησε στα 96 της η Λίλυ Αλέκου Δράκου

Όταν μεγαλώνουμε, μας ξεχνάνε όλοι. Αυτό το βουερό ποτάμι της ζωής που παρασέρνει τα πάντα και τους πάντες στο διάβα του, δεν κάνει διακρίσεις... Σχεδόν ξεχασμένη "έφυγε", όπως οι περισσότεροι από τούτο τον μάταιο κόσμο. Μιλάμε για την 96χρονη μουσικοκριτικό Λίλυ Αλέκου Δράκου, η οποία πέθανε στις 17 Απριλίου.
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, ενώ σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, στο οποίο αργότερα εργάστηκε ως διδάκτωρ Φιλοσοφίας. Παράλληλα ήταν μεταφράστρια της γαλλικής, της αγγλικής, της γερμανικής και της ιταλικής γλώσσας. Εξαιρετικά καλλιεργημένη λάτρης της μουσικής, η Λ. Δράκου αρθρογραφούσε ως μουσικός κριτικός από το 1988 στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος».
Η τελευταία της κριτική δημοσιεύτηκε στις 13/12/2006. Για 60 περίπου χρόνια έγραφε μουσικοκριτική στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο: «Αθηναϊκή», «Καλλιτεχνική», «Νέα Πολιτεία», «Προοδευτική», «Βραδυνή» κ.α. Σε δική της έμμετρη μετάφραση παρουσιάστηκε (1982) στο βιεννέζικο κρατικό θέατρο «Μπουργκτεάτερ» το έργο του Γιάννη Ρίτσου «Χρυσόθεμις». To 1984 ο νομάρχης, δρ. Χάσλαουερ, της απένειμε το Χρυσό Σταυρό Αξίας του Σάλτσμπουργκ. Ηταν μέλος της Ενωσης Ελλήνων Θεατρικών - Μουσικών Κριτικών, καθώς και της Διεθνούς Ενωσης Κριτικών του Κέντρου Θεάτρου (Διεθνές Ινστιτούτο της Unesco).

O Μτσισλάβ Ροστροπόβιτς...

Τον θυμάμαι μια χρονιά όταν ήρθε στην Ελλάδα. Είχα μάθει την ώρα της άφιξής του στο αεροδρόμιο του Ελληνικού και πήγα με συνεργείο της ΕΡΤ να τον υποδεχθώ. Φυσικά δεν ήξερε τίποτε. Τον αντιλήφθηκα τη στιγμή που άνοιγε η πόρτα της εξόδου για να φύγει προς την πόλη. Έσερνε το βιολοντσέλο του, το μαγικό αυτό όργανο που το ανέδειξε και τον ανέδειξε! Μια ωραία φιγούρα, ένας ευγενέστατος άνθρωπος. Έτρεξα και κατάφερα να του αποσπάσω μερικές απαντήσεις - στην αγγλική γλώσσα βεβαίως. Ήταν χαρούμενος που ερχόταν στην Αθήνα.
Αυτός ο σπουδαίος καλλιτέχνης, λοιπόν, ο μεγάλος Ρώσος μαέστρος και βιολοντσελίστας Μτσισλάβ Ροστροπόβιτς, πέθανε στις 27 Απριλίου, σε ηλικία 80 ετών, χτυπημένος από καρκίνο. Μόλις πριν από ένα μήνα, στο Κρεμλίνο είχαν γιορταστεί τα 80ά γενέθλιά του. Ο Μτσισλάβ Ροστροπόβιτς υπήρξε ο μεγαλύτερος βιολοντσελίστας του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα.
Ομως, παρά τη μεγάλη του καλλιτεχνική αξία, την περίοδο της ανατροπής του σοσιαλισμού και της διάλυσης της ΕΣΣΔ έδωσε χείρα βοηθείας στον Γιέλτσιν και στις δυνάμεις της αντίδρασης, που οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση. Γιος βιολοντσελίστα, γεννήθηκε το 1927 στο Μπακού. Υπήρξε από το 1943 μαθητής στην ενορχήστρωση του Ντμίτρι Σοστακόβιτς. Το ταλέντο του αναδείχτηκε πολύ σύντομα και βραβεύτηκε σε μουσικούς διαγωνισμούς στη Μόσχα (1945), στην Πράγα (1947 και 1950) και τη Βουδαπέστη (1949). Σε ηλικία μόνο 23 ετών διακρίνεται με το σημαντικότερο βραβείο της τότε Σοβιετικής Ενωσης, το Βραβείο Στάλιν. Από το 1974, έχοντας εκφράσει την αντίθεσή του στην πολιτική της Σοβιετικής Ενωσης, έζησε στη Δύση.