Ο Κλάουντιο Μοντεβέρντι (Claudio Giovanni Antonio Monteverdi, Κρεμόνα, 15 Μαΐου 1567 - Βενετία, 29 Νοεμβρίου 1643) ήταν Ιταλός συνθέτης, μουσικός και Ρωμαιοκαθολικός ιερέας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες της δυτικής μουσικής, ενώ το έργο του σηματοδοτεί τη μετάβαση από την μουσική της Αναγέννησης στο Μπαρόκ. Υπήρξε, μαζί με τον Κάρλο Τζεζουάλντο, ένας από τους σημαντικότερους μεταρυθμιστές στην εξέλιξη της μουσικού γλωσσικού ιδιώματος και της μουσικής έκφρασης. Συνέθεσε μια από τις πρώτες όπερες -τον Ορφέα- στην ιστορία της μουσικής, ενώ είχε την τύχη, σε αντίθεση με πλήθος άλλων συνθετών, να γνωρίσει μεγάλη επιτυχία και αναγνώριση στη διάρκεια της ζωής του.
Σπούδασε με τον Μάρκο Αντόνιο Ιντζενιέρι, Μαέστρο του παρεκκλησίου του Καθεδρικού Ναού της Κρεμόνα και ήδη το 1582, στα 15 του, εξέδωσε μια συλλογή φωνητικής μουσικής, το Sacrae Cantiunculae. Ακολούθησαν τα Madrigali spirituali για τέσσερις φωνές (1583) και οι Canzonette για τρεις φωνές (Πρώτος Τόμος) και Madrigali για 5 φωνές (Πρώτος Τόμος, 1584 και Δεύτερος Τόμος το 1590).
Στη Μάντοβα
Από το 1590 έως το 1592 ο Μοντεβέρντι εργάστηκε στην αυλή της Μάντοβας ως βιολονίστας Την τελευταία χρονιά της θητείας του εκδίδεται ο Τρίτος Τόμος των Madrigali. Το 1595 συνοδεύει τον δούκα Vincenzo I Gonzaga της Μάντοβας σε ένα ταξίδι του στην Ουγγαρία και το 1599 στη Φλάνδρα, όπου έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με το γαλλικό μουσικό στυλ. Το 1601 διορίστηκε maestro della musica από τον δούκα. Τα καθήκοντα του περιλάμβαναν την διδασκαλία, την διεύθυνση ενός γυναικείου φωνητικού συνόλου και την σύνθεση κομματιών για το θέατρο, μεταξύ των οποίων αναφέρουμε τον χορό "Gli amori di Diana ed Endimione" (οι έρωτες της Αρτέμιδος και του Ενδυμίωνα - δε σώζεται), μουσική για το Καρναβάλι (1604-5) και την όπερα Ορφέας.
Το 1603 εκδίδει τον Τέταρτο Τόμο με τα madrigali και μετά από δύο χρόνια τον Πέμπτο. Το καινοτόμο ύφος των δύο τελευταίων συλλογών συζητήθηκε έντονα, με αποκορύφωμα την πασίγνωστη διαμάχη του συνθέτη με τον μοναχό Τζοβάννι Αρτούζι (Giovanni Artusi) της Μπολόνια, ο oποίος χαρακτήριζε τα μαδριγάλια του Μοντεβέρντι "ξινά και όχι ιδιαίτερα απολαυστικά για το αυτί", εφόσον δεν τηρούσαν τους εκκλησιαστικούς κανόνες περί αρμονίας και έτσι απομακρύνονταν από τον σκοπό της μουσικής που είναι καθαρά ψυχαγωγικός. Στην εισαγωγή του Πέμπτου Τόμου των madrigali ο Μοντεβέρντι διαβεβαιώνει ότι έχει ήδη γράψει και είναι έτοιμη να εκτυπωθεί μια απάντηση στις κατηγορίες, με τον τίτλο "Seconda Pratica" (δηλ. Δεύτερη πρακτική (= νεότερο μουσικό ύφος) σε αντιπαραβολή με την Πρώτη που αντιπροσωπεύει το παλαιό μουσικό ύφος. Δυστυχώς το εν λόγω έργο ουδέποτε εξεδόθη. Αντιθέτως μια απάντηση δίνεται στην Dichiarazione (Δήλωση) που προηγείται των Scherzi Musicali (1607) και φέρει την υπογραφή του Τζούλιο Τσέζαρε Μοντεβέρντι (Giulio Cesare Monteverdi), αδελφού του συνθέτη. Εδώ πραγματεύεται εκτενώς η θεωρία και πράξη της Δεύτερης Πρακτικής (Seconda Pratica), με αναφορές στην Πλατωνική Θεωρία της μουσικής που υπηρετεί την δέηση, ενώ παρατίθεται και ένας κατάλογος συνθετών που την έχουν ήδη εφαρμόσει.
Κατά τη διάρκεια του καρναβαλιού του 1607 στη Μάντοβα παρουσιάζεται, αρχικά στην Ακαδημία των Ερωτευμένων και μετά από λίγες μέρες στην αυλή, η πρώτη του όπερα «Ορφέας» σε λιμπρέττο του Αλεσσάντρο Στρίτζιο. Το έργο είχε μεγάλη επιτυχία και σε λίγο χρονικό διάστημα παρουσιάζεται στο Μιλάνο, στην Κρεμόνα και, πιθανότατα, στο Τορίνο και την Φλωρεντία. Λίγο μετά τα Scherzi Musicali ο Μοντεβέρντι επιστρέφει στην Κρεμόνα για να φροντίσει τη σύζυγό του, βαριά άρρωστη, η οποία πεθαίνει στις 10 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους. Ο συνθέτης βρίσκεται έτσι μόνος με τα τρία μικρά παιδιά και δεν είναι διατεθειμένος να ξαναγυρίσει στη Μάντοβα, παρ'όλα αυτά αποδέχεται μια επίσημη πρόσκληση από την αυλή του Δούκα, προκειμένου να συμμετέχει στους εορτασμούς των γάμων του πρίγκιπα Francesco IV Gonzaga με τη Μαργαρίτα της Σαβοΐας. Για την περίσταση ο Μοντεβέρντι συνθέτει μέρος των Intermedi για το "L'idropica", το "Βallo delle Ingrate" και μια νέα όπερα, την "Αριάννα", σε λιμπρέττο του Οττάβιο Ρινουντσίνι. Η τελευταία παρουσιάζεται στος 28 Μαΐου του 1608 και γνωρίζει αμέσως τεράστια επιτυχία. Το ρόλο της Αριάννας ερμήνευσε η μεγάλη ντίβα Virginia Ramponi-Andreini, η επονομαζόμενη "La Florinda", που συγκίνησε το κοινό με το θρήνο της στο "Lamento di Arianna", το μοναδικό κομμάτι της όπερας που σώζεται μέχρι σήμερα. Παρά ταύτα κατά την παραμονή του συνθέτη στη Μάντοβα δεν έλειψαν οι πίκρες. Όχι μόνο αισθανόταν υποτιμημένος από την αυλή, αλλά βρισκόταν και σε έντονη αντιπαλότητα με τον Φλωρεντινό Μάρκο ντα Γκαλλιάνο (Marco da Galliano) του οποίου η "Δαφνις" παρουσιάστηκε κατά τη διάρκεια του καρναβαλιού του 1608 και χειροκροτήθηκε από τον πρίγκιπα (και από τον Δεκέμβριο του 1607, καρδινάλιο) Ferdinando Gonzaga.
Ο Μοντεβέρντι επιστρέφει στην Κρεμόνα σε μεγάλη κόπωση, απογοητευμένος και αποφασισμένος να μην εργάζεται πλέον για την αυλή της Μάντοβας, παρόλ' αυτά κατά τη διάρκεια του 1609, αναθερμαίνει τις επαφές του με τον δούκα Vincenzo και συνθέτει αρκετά έργα εμπνευσμένα από την παρουσία της εξαιρετικής σοπράνο Adriana Basile στη Μάντοβα. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται και η πολυφωνική παραλλαγή του Lamento di Arianna που εξεδόθη αργότερα στον Έκτο Τόμο των madrigali. Η έκδοση των Εσπερινών (Missa... ac vesperae) του 1610 έρχεται κατόπιν μιας επίσκεψης στη Ρώμη για να παρουσιαστεί στον πάπα Παύλο τον Ε΄, στον οποίο ήταν μάλιστα αφιερωμένη. Πιθανότατα ο σκοπός της χειρονομίας αυτής ήταν μια υψηλόβαθμη θέση στην παπική αυλή, κάτι όμως που τελικά ουδέποτε ήρθε. Από την άλλη η σχέσεις του Μοντεβέρντι με την αυλή των Gonzaga εντείνονταν όλο και περισσότερο. Με το θάνατο του δούκα Vincenzo, τον Φεβρουάριο του 1612, στο θρόνο του Δουκάτου διαδέχεται ο πρωτότοκος υιός του Francesco, που επιδόθηκε αμέσως σε αναδιάρθωση της πολυτέλειας της αυλής. Ο Μοντεβέρντι έχασε έτσι τον βασικό του μέντορα. Ο νέος Δούκας δεν τον είχε σε ιδιέταιρη εκτίμηση ενώ ο καρδινάλιος Ferdinando προωθούσε τον προστατευόμενο του, τον τενόρο Orlandi Sante. Έτσι στις 29 Ιουλίου ο Μοντεβέρντι, μαζί με τον αδελφό του Τσέζαρε, αποδεσμεύεται αιφνιδίως από την υπηρεσία του και επιστέφει στην Κρεμόνα υπό αβέβαιες οικονομικά συνθήκες. Όμως στις 10 Ιουλίου του 1613 πεθαίνει ο Τζούλιο Τσέζαρε Μαρτινένγκο, (Giulio Cesare Martinengo) maestro di capella της Βασιλικής του Αγίου Μάρκου στη Βενετία και ο Μοντεβέρντι διορίζεται στη θέση του στις 19 Αυγούστου.
Βενετία
Ο Μοντεβέρντι οργάνωσε εκ νέου την ενορία, εμπλούτισε την βιβλιοθήκη και προσέλαβε νέους μουσικούς. Τώρα τα καθήκοντά του ήταν προκαθορισμένα με ακρίβεια και μπορούσε να υπολογίζει στην υποστήριξη των βοηθών του. Αισθανόταν αξιοσέβαστος στον περίγυρό του και ο μισθός του ερχόταν κατά κανόνα από δωρεές και επιβραβεύσεις. Εξάλλου η πόλη τού παρείχε πολλές πιθανότητες για δευτερεύουσες επαγγελματικές δραστηριότητες.
Η αυλή των Gonzaga προσπάθησε να τον δελεάσει να επιστρέψει, προσφέροντάς του θέσεις που αυτός δεν δεχόταν, με το πρόσχημα των καθηκόντων του. Παρόλα αυτά η ιδιότητα του σαν πολίτης της Μάντοβα δεν του επέτρεπε να αποκόψει εντελώς κάθε δεσμό υπηκοότητας. Στη Μάντοβα απέστειλε μεταξύ άλλων το μπαλέτο Tirsi e Clori (1616) και την όπερα "Ανδρομέδα" (1619-1920) που σήμερα δε σώζεται. Φαίνεται έτσι ότι ο Μοντεβέρντι επέτυχε, κατά κάποιο τρόπο, μια επαγγελματική σταθερότητα, αν και θα πρέπει να σημειωθούν και κάποιες επαφές το 1623 με την αυλή του Sigismondo III της Πολωνίας, που πιθανότατα συνεχίστηκαν το 1625 όταν, με αφορμή την επίσκεψη του πρίγκηπα Ladislao Sigismondo στην Βενετία, ο Μοντεβέρντι γράφει μια λειτουργία καθώς και έναν αριθμό έργων για συναυλίες δωματίου. Τέλος, είναι βέβαιο ότι εργάστηκε και για την αυλή της Πάρμας επ' ευκαιρία των γάμων του δούκα Odoardo Farnese με την Μαργαρίτα των Μεδίκων τον Δεκέμβριο του 1628.
Το 1632 έγινε ιερέας. Προς το τέλος της ζωής του, αν και συχνά άρρωστος, συνέθεσε δύο από τα τελευταία αριστουργήματά του: "Η Επιστροφή του Οδυσσέα" (Il Ritorno d'Ulisse in patria - 1641), και την ιστορική όπερα "Η στέψη της Ποππαίας" (L'incoronazione di Poppea - 1642), βασισμένη στη ζωή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Νέρωνα. Η όπερα αυτή θεωρείται από τα πλέον κορυφαία έργα του Μοντεβέρντι, καθώς περιέχει τραγικές, ρομαντικές και κωμικές σκηνές (μια νέα εξέλιξη στην όπερα). Οι χαρακτήρες του έργου αποτυπώνονται με πιο ρεαλιστικό τρόπο, ενώ οι μελωδίες φαντάζουν πιο εύηχες απ' ό,τι σε προηγούμενά του έργα. Σε αντίθεση με άλλες όπερες της εποχής, ο Μοντεβέρντι γράφει για μικρότερη ορχήστρα, ενώ μειωμένης σπουδαιότητας είναι ο ρόλος της χορωδίας. Για μεγάλο χρονικό διάστημα οι όπερες του Μοντεβέρντι είχαν μόνον ιστορικό και μουσικολογικό ενδιαφέρον. Από τη δεκαετία του 1960, Η "Στέψη της Ποππαίας" έχει επανεισαχθεί στο ρεπερτόριο των μεγάλων λυρικών θεάτρων όλου τον κόσμου. Ο Μοντεβέρντι πέθανε στη Βενετία στις 29 Νοέμβρη του 1643, έχοντας διατηρήσει μέχρι τότε το αξίωμα του maestro di cappella στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου.
Χαρακτηριστικά της μουσικής του
Ο Μοντεβέρντι χρησιμοποιεί στις όπερές του πιο πολλά όργανα για περιγραφικούς σκοπούς.
Με την χρήση των στολιδιών απελευθερώνει την ακαμψία του ρετσιτατίβο και υιοθετεί φωνητικούς μηχανισμούς. Παρουσιάζει την κατάσταση όπως ήταν και στην πραγματικότητα, γι αυτό μπορεί να συγκριθεί με τον Σαίξπηρ και τον σύγχρονο βερισμό (κατ' αντιστοιχία του ρεαλισμού, από την ιτ. λέξη vero = αληθής, πραγματικός). Ο Μοντεβέρντι είναι από τους πρώτους που χρησιμοποιεί την τεχνική τρέμολο στα έγχορδα, εκφραστικό μέσο που έκτοτε καθιερώνεται. Τέλος χρησιμοποιεί ντουέτα.