Monday, June 10, 2013

Ντισκάου, ο «γεννημένος θεός που τα έχει όλα». Ενα χρόνο μετά τον θάνατό του, ο διάσημος βαρύτονος παραμένει «ακλόνητος ογκόλιθος»

Του Τασου Κριεκουκη, Η Καθημερινή, 9//2013
Στις 18 Μαΐου συμπληρώθηκε ένας χρόνος που έφυγε από τη ζωή ο διάσημος βαρύτονος Ντίτριχ Φίσερ-Ντισκάου, ένας μεγάλος καλλιτέχνης και διανοητής, που θεωρήθηκε ο ερμηνευτής με τη μεγαλύτερη μουσική επιρροή στον 20ό αιώνα. Η απαιτητική, και πάντα φειδωλή στις επιδαψιλεύσεις, διάσημη σοπράνο Ελίζαμπετ Σβάρτσκοπφ, με την οποία ηχογράφησε αξεπέραστες ερμηνείες των Lieder του Γκούσταβ Μάλερ και του Oύγκο Βολφ, τον χαρακτήρισε «έναν γεννημένο θεό που τα έχει όλα», ενώ ο Λέοναρντ Μπέρνσταϊν δεν δίστασε να τον θεωρήσει τον μεγαλύτερο τραγουδιστή της εποχής μας.
Γεννημένος, όπως και η Σβάρτσκοπφ, από γονείς εκπαιδευτικούς με βαθιά κλασική παιδεία, που τον ενέπνευσε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, λίγοι γνωρίζουν ότι ο Ντισκάου ως νέος έζησε όλη τη θηριωδία του ναζισμού. Ο μικρός του αδελφός, διανοητικά καθυστερημένος, κλείστηκε από τους ναζί σε ένα από τα φοβερά «ιδρύματα» εξόντωσης, όπου υποχρεώθηκε να πεθάνει από ασιτία. Ο ίδιος βρέθηκε στο ρωσικό μέτωπο, 18 ετών, το 1943, και τo 1945 στην Ιταλία, όπου συνελήφθη για δύο χρόνια ως αιχμάλωτος πολέμου.

Αμέσως μετά τον πόλεμο, ξεκίνησε τη λαμπρή σταδιοδρομία του με τόση ένταση και τόσο πάθος, που καθήλωσε πραγματικά το ακροατήριό του. Το τραγούδι του, κάτι πολύ περισσότερο από ωραία ερμηνεία, έγινε δεκτό σαν αγγελτήριο μήνυμα για έναν άλλο, καλύτερο κόσμο και ο Ντισκάου δεν άργησε από αποκαλυπτόμενος να γίνει και να παραμείνει, για 45 ολόκληρα χρόνια, ο αποκαλύπτων. Τραγούδησε παντού, τους πάντες και τα πάντα, με όλους τους μεγάλους καλλιτέχνες της εποχής του, της Μαρίας Κάλλας συμπεριλαμβανομένης. Η δισκογραφία του εξακολουθεί να είναι η μεγαλύτερη που είχε ποτέ ερμηνευτής. Τις ερμηνείες του χαρακτήριζαν σπάνιο βάθος γνώσης του κειμένου και ένα ιδιαίτερο, προσωπικό ύφος που επηρέασε καθοριστικά τους μεταγενέστερους.
  • «Ευχαριστώ» του Χάμπσον

Ο διάσημος σημερινός βαρύτονος Τόμας Χάμπσον έγραψε σχετικά την επομένη του θανάτου του Ντισκάου: «Λίγοι καλλιτέχνες άγγιξαν το επίπεδο αναγνώρισης, θαυμασμού και επιρροής του Ντίτριχ Φίσερ-Ντισκάου και ακόμα λιγότεροι είδαν τα αποτελέσματα αυτής της επιρροής κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Στις αρχές της νέας εποχής της δισκογραφίας, άλλαξε την αντίληψή μας και τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να γίνονται οι ηχογραφήσεις, επεξεργάστηκε και εκμεταλλεύτηκε νέες δυνατότητες για την αύξηση της δημοτικότητας της κλασικής μουσικής, ενώ ταυτόχρονα έθεσε υψηλές αρχές επίτευξης καλλιτεχνικών στόχων, με ακεραιότητα, εμπνεόμενος από ένα αισθητικό ιδεώδες που έγινε για μας νέος κανόνας.

»Οσες φορές απολαμβάνουμε την ομορφιά της φωνής του, ανατρέχουμε στη δύναμη της σκέψης του ή θαυμάζουμε τις μοναδικές φωνητικές του αντοχές κατά τη διάρκεια της μακράς δισκογραφικής του καριέρας, θα πρέπει να σταθούμε και να εκφράσουμε ένα ευχαριστώ σ’ αυτόν τον μεγάλο καλλιτέχνη, του οποίου η κληρονομιά, σαν ένα λαμπερό αστέρι, φώτισε τον δρόμο όλων όσοι ακολουθούν το υποδειγματικό, από κάθε άποψη, πάθος του για το τραγούδι».

Βέβαια, μια τόσο ευρέος φάσματος καριέρα είχε, πού και πού, και τα αναπόφευκτα παραστρατήματά της, όπως οι ερμηνείες ορισμένων ρόλων του Βέρντι και του Πουτσίνι, που χαρακτηρίστηκαν από ελλιπή κατανόηση της μεσογειακής ιδιοσυγκρασίας. Μερικοί κριτικοί θεώρησαν επίσης ότι συχνά επέβαλλε τη δική του ερμηνευτική αντίληψη προκειμένου να καλύψει συγκεκριμένες φωνητικές ή τεχνικές αδυναμίες. Και στις περιπτώσεις όμως αυτές, τίποτε δεν μπορούσε να μειώσει τη μοναδική γοητεία που εξασκούσε η δύναμη της έκφρασής του στο ακροατήριο. Εξακολουθούσε να παραμένει ο «ακλόνητος ογκόλιθος».

Λιγότερο γνωστό στο ευρύ κοινό είναι το αξιόλογο συγγραφικό του έργο: «Ο μυσταγωγός και ο αποστάτης του» (Βάγκνερ και Νίτσε), εκδ. ADF, 1974, «Ο Ζευς και εγώ» -Συναντήσεις με τον Βίλχελμ Φουρτβένγκλερ- Berlin University Press, 2009, «Αντηχήσεις» (εκδ. Fromm, 1989), καθώς και τα αναντικατάστατα βιβλία του για τις ερμηνείες των Lieder του Σούμπερτ και του Σούμαν (εκδ. Hal Leonard, 1992).


Τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις παγκοσμίως, θα ήθελα όμως να σταθώ σε μία, την αναγόρευσή του σε διδάκτορα της Σορβόννης, το 1979. Συνέπεσε, την ίδια ακριβώς ημέρα, με εκείνη του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Τσάτσου, που, όπως θυμάμαι, ήταν τότε ο μόνος που από την πλευρά μας θεώρησε ανεπιφύλακτα ευτυχή τη σύμπτωση αυτή.

No comments: