Saturday, April 16, 2011

Σωκράτης Μάλαμας. Κάτι σαν απολογισμός...

  • Πετρόπουλος Α., Η ΑΥΓΗ: 17/04/2011
Συνήθως η παρουσίαση ή η αναφορά σε έναν καλλιτέχνη στα ΜΜΕ γίνεται με την ευκαιρία της εμφάνισής του. Καμιά φορά γίνεται και ανάποδα, μετά το τέλος των εμφανίσεων. Έτσι ως απολογισμός...

Τον Μάλαμα είχα περισσότερα από τρία χρόνια να τον δω. Οι συναυλίες του, ιδίως σε ανοιχτούς χώρους στην Αθήνα τα καλοκαίρια μετατρέπονταν σε ένα λαϊκό πανηγύρι, απέχοντας τελευταία αρκετά από το ιδιαίτερο κλίμα που έφτιαχνε ο ίδιος και οι άλλοτε λιγοστές ή πιο διευρυμένες με τα χρόνια παρέες που τον ανακάλυπταν διαρκώς και τον ακολουθούσαν πιστά ώς τις αρχές του 2000. Η σταδιακή μαζικότητα, που έφτασε στο απόγειό της με την “Πριγκηπέσσα” γύρω στο 2007, προσωπικά μου είχε γίνει κάπως απεχθής, δεν ταίριαζαν, βλέπεις, με τα αριστερά μου γούστα τα πλήθη και οι ανοιχτές συνακροάσεις με "μπουζουκόβιους". Παλιό κουσούρι της αριστεράς, θα μπορούσε εύστοχα να πει κάποιος.

Είναι πάντως αλήθεια ότι με τον χρόνο ο Μάλαμας είχε γίνει συνήθεια, διαχρονικό ραντεβού φίλων που συναντιόντουσαν λές και πήγαιναν στο πανηγύρι του χωριού, στον Αϊ Λιά να ανάψουνε (ως πιστοί) κερί! Διαχρονικό ραντεβού για ρακές, μεθύσια, ατάκες, γέλια, μεράκια και γκόμενες στις εξέδρες. Περνάγαμε καλά σε ένα "πλυντήριο ψυχής", διακωμωδούσαμε το κόλλημά μας με τον ίδιο και τα τραγούδια του, απαντάγαμε μεταξύ μας χρησιμοποιώντας ατάκες από τους στίχους του. Νιώθαμε «ευτυχείς, λυπημένοι και πότες»… Μια ιδιαίτερη φυλή.

Όλο αυτό το διάστημα, δηλαδή κοντά 18 χρόνια, ο Μάλαμας δεν σταμάτησε να είναι η ίδια δωρική μορφή, ποιοτικός πάντα, διαρκώς να ψάχνεται, πειραματιζόμενος σε λαϊκούς δρόμους, σε έντεχνες μπαλάντες, σε ροκ φόρμες που θύμιζαν κάτι από Λου Ριντ και Νικ Κέιβ, να παθιάζεται περασμένες τρεις τα ξημερώματα μόνος στη σκηνή με την κιθάρα, το πρόσωπο του να παραμορφώνεται από το πάθος θυμίζοντας Τζο Στράμερ όταν έπαιζε τον “Μπαγάσα” του Άσιμου ή το "Ποιος τη ζωή μου ποιος την κυνηγά" του Θεοδωράκη.

Όλες αυτές οι εικόνες μιας παράλληλης διαδρομής πέρναγαν στα πρώτα τραγούδια που άκουγα ξανά στο "Κασαμπλάνκα", στα Εξάρχεια πριν από μερικά βράδια. Άρχισα να καταλαβαίνω ότι κάποια πράγματα άλλαξαν. Ο Μάλαμας ακουγόταν καλύτερος από ποτέ, τραγουδώντας το "Ριφιφί", το "Γράμμα", τον "Θίασο" το "Μονοπώλιο", "Τα Τσιμέντα". 
Ώσπου συνειδητοποίησα ότι δεν είχε αλλάξει τόσο ο ίδιος όσο άλλαξε φοβερά γρήγορα η ζωή μας τον τελευταίο χρόνο. Το είδα στα μάτια των διπλανών μου όταν ο Διόνυσος εγκαταστάθηκε για τα καλά στο χώρο. Ο Μάλαμας ακάθεκτος ξεστόμιζε τους ίδιους γνωστούς στίχους, με πάθος κάποιες φορές, θαρρείς, στα όρια της τρέλας… Νομίζω ότι ο Μάλαμας μας υποδείκνυε εν μέσω κρίσης μια στάση ζωής που για χρόνια μάλλον τηρεί, όσο μπορεί, ευλαβικά.
Ζούσαμε (όσοι τελοσπάντων...) όλα τα τελευταία χρόνια αδιάφορα, νιώθαμε παράφορα, μέσα σε μια κοινωνία ναρκωμένη, με πρώτη προτεραιότητα ένα αδιόρατο μέλλον που θέλαμε λίγο - πολύ να το κάνουμε καλύτερο με το στανιό... Τουλάχιστον έτσι νομίζαμε ότι έπρεπε να γίνει, παραμερίζοντας προσωπικές στιγμές για τις οποίες συνήθως δεν είχαμε χρόνο, ή τις χωνεύαμε σε εικόνες που εναλλάσσονταν, σε μια καθημερινότητα εθισμένη στην… επιτυχία, σκοτώνοντας συνήθως τον χρόνο και προπάντων προσπερνώντας τον πόνο, όπου και να τον συναντούσαμε, χάνοντας συνήθως και τη χαρά.
Ο Μάλαμας μας επανέλαβε τον ίδιο δρόμο που ξέρει, τον δρόμο που ο ίδιος περπάτησε και συνεχίζει. Δρόμο προσωπικής ευθύνης, όχι αναγκαστικά δεσμευτικό και καταναγκαστικό. Δρόμο όπου τα πάθη, τα συναισθήματα, η αγάπη, η οργή, η θλίψη, ο πόνος μπορούν να ισορροπήσουν αρμονικά. «Όλα στη θέση τους σωστά και ωραία βολεμένα».
Ο Μάλαμας, μέσα σε ένα ιδανικό και ταυτόχρονα άθλιο μαγαζί (προφανώς από την ανάγκη του επιχειρηματία να τιγκάρει και να κονομήσει), κατέθετε επί δέκα διήμερα μια ταυτότητα σπάνια στις μέρες μας, που δεν φαίνεται με τη μία πολιτική, αλλά είναι βαθύτατα τέτοια. Και με επιμονή απίστευτη στην υπεράσπισή της. Ένα φτωχόπαιδο, εργατόπαιδο, ένα μεταναστάκι (τρεις φορές πήγε και ήρθε στη Γερμανία από το '60 και το '70) ένα τσογλάνι που λύγισε πολλές φορές, αλλά δεν έσπασε ποτέ, αναμετρήθηκε στα ίσα με ό,τι τού 'φερε η ζωή…
Φεύγοντας κοντά στις τέσσερις τα ξημερώματα από το μαγαζί, ένιωσα μια απίστευτη πληρότητα συναισθημάτων, αλλά κυρίως μια διάθεση επαναπροσδιορισμού, να ξεφυλλίσω έναν «οδηγό» ζωής (και όχι επιβίωσης, αν και αυτή χρειάζεται στα δύσκολα) σε μια εποχή που αλλάζει δραματικά, παρασύρει τα πάντα κυρίως τις κάποτε ακλόνητες βεβαιότητες που πέσαν και μας πλάκωσαν... Λίγες μέρες μετά, είδα μια αυτοβιογραφική συνέντευξή του στη "Lifo": "Θα κάνουμε ό,τι ωραιότερο και υψηλότερο μπορούμε για να μπούμε σε μια διαφορετική κατάσταση, θα ονειρευτούμε έναν κόσμο ιδανικό, θα μάθουμε ξανά να ονειρευόμαστε. Θα γίνουμε σοβαροί ονειρευτές, όχι κωλόπαιδα. Θα πάρουμε την ευθύνη των πραγμάτων. Είμαστε υπεύθυνοι για το έργο ή δεν είμαστε; Θα πορευτούμε με τον διπλανό μας ή όχι;"

"Οι πρώτες μου εμφανίσεις ήταν με πολύ λίγο κόσμο, αλλά εγώ το θεωρούσα δώρο. Για μια πενταετία ζούσα χωρίς χρήματα. Έκανα ενδιάμεσα κάποιες εμφανίσεις σε μερικά μπαράκια σε νησιά, μάζευα κάποια χρήματα από εκεί και μετά έκλεινα δουλειές για να παίζω τα δικά μου πράγματα. Πήγαινα τρεις μήνες στη Σίφνο, μάζευα 15.000-20.000 δραχμές όταν το ενοίκιο είχε 3.000. Ήταν τόσο μεγάλο το πάθος να βγω να παίξω ή να γίνω δημοσίως χάλια, που αυτό το πράγμα υπερέβαινε όλες τις ανάγκες μου. Ήμουν 48 κιλά, ποτέ δεν πήρα σάρκα πάνω μου. Ήταν μια περίοδος εξαιρετικά έντονη και όμορφη και μεγαλειώδης. Όταν κοιτάζω πίσω, βλέπω ότι αυτή η περίοδος μπορεί να ήταν μια σκοτεινή τρύπα, μια μαύρη τελεία μέσα στη ζωή μου, αλλά ήμουν απολύτως λειτουργικός, εξαναγκασμένος, και ταυτόχρονα επιζητούσα πάση θυσία την έκσταση μέσα από την εργασία μου και την επιμονή μου. Έβρισκα τροφή στα κομμάτια μου, όταν έγραφα μια μελωδία δεν χρειαζόταν να φάω ούτε να πιω. Ζούσα από αυτό το πράγμα, όπως ζω και τώρα. Απλώς τώρα έχω βάλει μια απόσταση ανάμεσα σ' αυτό και στον νου και την καρδιά μου. Είμαι κάποια μέτρα μακριά από τότε. Αυτό το φέρνουν η ηλικία και η αποχώρηση από το πεδίο δράσης και βολής"... (από το Lifo).


"Ριφιφί"

Σαν ένα τσαμπί σταφύλι / μαζευτήκανε οι φίλοι /
που μισούν τις Κυριακές τους / πιο πολύ απ' τις ενοχές τους /
αγαπούν το μαύρο χρώμα / και αντέχουνε ακόμα.
Άντε να γίνεις ουζερί εσύ του κόσμου η τυχερή /
κι εγώ να σπάω τα ποτήρια / να κάνουμε όλοι χαρακίρια.
Στο δολάριο μπλεγμένη / σέρνεται η οικουμένη /
ένας κλέβει για να φάει / κι άλλος για να τα σκορπάει /
και κουτός όποιος παλεύει / για να τα αποταμιεύει.
Άντε να κάνεις ριφιφί / και στη δική μας την αφή /
να κλαίει το αφεντικό μας / που δεν χωράει στο ρεπό μας.


Σήματα φωσφορικά
Είχες μια φέτα φεγγαριού / στα διάφανά σου χέρια
και μες στα μάτια σου πουλιά
που φεύγανε για το νοτιά
στο δρόμο σου εκατόφυλλα / έστρωσα να περάσεις
να δεις το φως τ΄ αληθινό
να βρεις τ΄ αθάνατο νερό
όλους να μας κεράσεις
Ύστερα ήρθαν δειλινά / θολά και βουρκωμένα
άλλος ξεπούλησε φθηνά
άλλος αγόρασε ακριβά
κι όσοι ακόμα αντέχουνε
μές στο σκοτάδι φέγγουν
σαν σήματα φωσφορικά
σαν νυχτωμένα φορτηγά
Τα αιώνια κακός μπελάς
στα εφήμερα χρονοτριβώ
και συ στο αίμα μου κυλάς
σαν δηλητήριο αργό


Τα τσιμέντα

Φτερά δυο μέτρα έβγαλα
και θέλω να πετάξω
Πως θα ξεφύγω έλεγα
το δρόμο μου ν' αλλάξω
Πού να σταθώ πού ν' ανεβώ
στο πιο ψηλό κοντάρι
Και πριν να πέσω στο κενό
να δώσω μια να τιναχτώ
να φτάσω το φεγγάρι
Ρίζα στην άμμο έβγαλα
και θέλω να βλαστήσω
Στη τύχη χαμογέλαγα
για να μη βλαστημήσω
Πώς να σταθώ να κρατηθώ
να κάνω την πατέντα
Και ακόμα δύναμη να βρω
για να φυτρώσω στο μπετό
να σπάσω τα τσιμέντα

No comments: