Του Γιωργου Κολυβα, Η Καθημερινή, Kυριακή, 31 Aυγούστου 2008
Σε έναν πρώτο απολογισμό της καλοκαιρινής συναυλιακής κίνησης, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι πιο ώριμοι επσκέπτες ήταν και οι πιο εντυπωσιακοί. Η εμφάνιση του πιο ηλικιωμένου, με διαφορά, καλλιτέχνη, του 73χρονου τραγουδοποιού Λέοναρντ Κοέν στις 30 Ιουλίου μπορεί να καταγραφεί ως το αποκορύφωμα της καλοκαιρινής σεζόν.
Περιοδεύοντας ξανά ύστερα από δεκαπεντάχρονη απουσία από τη σκηνή, ο Κοέν έφτασε στην Αθήνα έχοντας αποσπάσει λαμπρές κριτικές για τις προηγούμενες ευρωπαϊκές του εμφανίσεις και αποζημίωσε το κοινό του με το παραπάνω. Ο Καναδός καλλιτέχνης, ο οποίος έκανε την εμφάνισή του ως τραγουδοποιός στα τέλη του ’60, αφού είχε πρωτοεμφανιστεί ως ποιητής, πρόσφερε ένα σχεδόν τρίωρο πρόγραμμα –με ένα μικρό διάλειμμα– όπως είχε ανακοινωθεί από τους εγχώριους διοργανωτές. Ομως η διάρκεια της συναυλίας, μεγάλη για οποιονδήποτε καλλιτέχνη, άσχετα από ηλικία, ήταν απλώς ένας από τους πολλούς παράγοντες που συνέβαλαν στην επιτυχία της βραδιάς. Το σημαντικότερο στοιχείο: ο Κοέν φάνηκε ότι υποστήριξε με απόλυτη πίστη και με πάθος κάθε του τραγούδι, στίχο και μελωδία.
Αψογη μπάντα
Παρά τη μακρά απουσία του από το προσκήνιο, ο Κοέν, συνοδευόμενος από εννιαμελές συγκρότημα και γυναικείο φωνητικό τρίο, έμοιαζε σίγουρος ως επικεφαλής μιας ξεχωριστής, σχεδόν άψογης, μπάντας. Δεν είναι μυστικό το ότι ο ηλικιωμένος καλλιτέχνης αναγκάστηκε να επανενεργοποιηθεί στον συναυλιακό χώρο λόγω οικονομικών προβλημάτων μετά τη φημολογούμενη κλοπή κάποιων εκατομμυρίων δολαρίων από τραπεζικούς λογαριασμούς του. Δράστις, η πρώην μάνατζερ –και πρώην ερωμένη– του, όταν ο ίδιος είχε απομονωθεί για περίπου μια πενταετία σε βουδιστικό μοναστήρι έξω από το Λος Αντζελες κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας. Πάντως, μόνο εμφανείς δεν ήταν αυτοί οι μπελάδες στον κομψοvτυμένο Κοέν, ο οποίος, σε αντίθεση με τη φήμη του ως δημιουργού σκοτεινού και δύσθυμου, έμοιαζε να είναι κλειδωμένος μέσα σε βαθύτατη ευδαιμονία. Το χαμόγελό του, που έβγαινε συχνά προς τους περίπου 4.000 θαυμαστές του, ήταν πλατύ, απροσποίητο και γεμάτο ικανοποίηση.
Μετά το τέλος κάθε τραγουδιού, έβγαζε το καπέλο του ως χειρονομία ευγνωμοσύνης προς το κοινό. Και, όσον αφορά την εκτίμησή του προς τους μουσικούς του, ο Κοέν υποκλινόταν συχνά και, επανειλημμένως, έκλινε το γόνυ προς τον Javier Mas, σαν να παρακαλούσε αυτόν τον ταλαντούχο μουσικό ποικίλων ακουστικών οργάνων για ακόμη περισσότερη μουσική. Ηταν ξεκάθαρο ότι το συγκρότημα του Κοέν, μετρονομικά σφιχτό και πειθαρχημένο, αλλά με απόλυτη άνεση και ελευθερία, είχε προβάρει πολλές ώρες γι’ αυτό το άψογο αποτέλεσμα. Επίσης, οποιαδήποτε ανησυχία, για τις επί σκηνής δυνατότητες του ηλικιωμένου καλλιτέχνη, εξαφανίστηκε μόλις ακούστηκε η γεμάτη, δυνατή και βραχνή φωνή του Κοέν να τραγουδά τους αρχικούς στίχους του πρώτου κομματιού της βραδιάς, «Dance Me to the End of Love». Η βαθιά εκτίμηση που αισθάνθηκε και εξέφρασε το κοινό –διαφόρων γενιών– μπορούσε κανείς να την αισθανθεί, αφενός, κατά τη διάρκεια των διαστημάτων απόλυτης σιωπής, ενόσω ο Κοέν και οι μουσικοί του διέσχιζαν με ελαφρότητα και προσοχή τις πιο εύθραυστες στιγμές του ρεπερτορίου τους, και αφετέρου, με το ξέσπασμα θερμών χειροκροτημάτων στο τέλος των τραγουδιών.
Ορισμένες στιγμές, το χειροκρότημα ήταν παρατεταμένο ως συλλογική αναγνώριση του κύρους του Κοέν, την ποιότητα της συναυλίας, και, πέρα απ’ αυτό, ίσως εξέφραζε και μια δυσπιστία για ότι ο Καναδός όντως βρισκόταν επί σκηνής. Λίγους μήνες νωρίτερα, πριν ανακοινωθεί η είδηση της περιοδείας, αυτή η συναυλία θα έμοιαζε σαν μακρινό όνειρο.
Θα περίμενε κανείς αργό και βαρύ βήμα από έναν συνθέτη σκοτεινού υλικού και τέτοιας ηλικίας. Αντιθέτως, ο καλόκεφος Κοέν, ντυμένος με το χαρακτηριστικό του κουστούμι, έτρεχε πάνω κάτω στη σκηνή, μετατρέποντας το μεγάλο μέγεθός της σε κάτι σαν παιδική χαρά. Σε κάποια σημεία χοροπηδούσε χαριτωμένα, κινούμενος ολόκληρος δεξιά και αριστερά, σαν να βρισκόμασταν σε παράσταση παιδικού παραμυθιού. Η κυκλοφορία ενός dvd, ως ντοκουμέντο του Κοέν επί σκηνής στα 73 του, θα ήταν ταιριαστό συμπλήρωμα.
Ο 50χρονος Κέιβ
Σχεδόν δύο μήνες νωρίτερα, ο Αυστραλός καλλιτέχνης Νικ Κέιβ, που βρισκόταν στην Αθήνα για πολλοστή φορά με το φημισμένο του συγκρότημα, τους Bad Seeds, επέστρεψε ως πενηντάρης χωρίς σημάδια παρακμής. Ο Κέιβ –ένας από τους πολλούς μουσικούς της σύγχρονης σκηνής που δεν θα δίσταζε να ομολογήσει βαθιά συγκίνηση, αν όχι και επιρροή, από το έργο του Κοέν– και το συγκρότημά του πρόσφεραν ένα πρόγραμμα ωριμότητας. Η δύναμη του πιο εμπόλεμου υλικού ήταν η πιο ολοκληρωτική. Επίσης, παλαιότερα δραματικά τραγούδια ηχούσαν πιο κινηματογραφικά, συγκεντρωμένα, και σαρωτικά.
Πολύ ποιο δημοφιλής τώρα από οποιαδήποτε άλλη στιγμή της τριαντάχρονης καριέρας του, η οποία ξεκίνησε ξέφρενα στις μέρες του πανκ και μεταπάνκ με τα σχήματα Boys Next Door και Birthday Party, ο Νικ Κέιβ και οι Bad Seeds δεν είχαν κανένα πρόβλημα να γεμίσουν το θέατρο του Λυκαβηττού με περίπου 5.000 οπαδούς, παρ’ όλη την συχνότητα των επισκέψεών τους.
Λίγες βραδιές αργότερα, ο σχεδόν εξηντάρης πια Μαρκ Νόπφλερ, γνωστός για την κιθαριστηκή του δεξιοτεχνία του και τις μεγάλες επιτυχίες με το συγκρότημα Dire Straits, γέμισε το ίδιο θέατρο με ένα κοινό που περιελάμβανε από έφηβους μέχρι συνταξιούχους. Είχε 23 χρόνια να εμφανιστεί στην Αθήνα για συναυλία. Ο πιο γεματούλης πια Νόπφλερ άρεσε, παρ’ όλο που απέφυγε κάποιες απ’ τις πιο κραχτές επιτυχίες του παλιού του συγκροτήματος, προτιμώντας ένα πρόγραμμα με αρκετά πιο ήσυχα country-blues κομμάτια, καθρεφτίζοντας τις πιο πρόσφατες προσωπικές του κυκλοφορίες.