Wednesday, December 21, 2022

Τζο Κόκερ (1944 – 2014) Άγγλος μουσικός και τραγουδιστής

 


Ο Τζον Ρόμπερτ «Τζο» Κόκερ (John Robert "Joe" Cocker, OBE, 20 Μαΐου 1944 – 22 Δεκεμβρίου 2014) ήταν Άγγλος μουσικός και τραγουδιστής. Είναι γνωστός για το χαρακτηριστικό γρέζι της φωνής του, τις σπασμωδικές κινήσεις του σώματός του ενώ ερμήνευε και τις ποικίλες επιτυχημένες και καθοριστικές διασκευές δημοφιλών τραγουδιών.

Η διασκευή του Κόκερ στο τραγούδι των Beatles «With a Little Help from My Friends» έφτασε στο νούμερο ένα των βρετανικών τσαρτς το 1968. Ερμήνευσε το τραγούδι ζωντανά στο Γουντστοκ το 1969 και στους Εορτασμούς για το Χρυσό Ιωβηλαίο της Βασίλισσας Ελισάβετ Β' το 2002. Η δική του βερσιόν αποτέλεσε και το κομμάτι των τίτλων της τηλεοπτικής σειράς «The Wonder Years» (1988–1993). Η διασκευή που πραγματοποίησε το 1974 στο τραγούδι «You Are So Beautiful» έφτασε στο νούμερο πέντε των αμερικανικών τσαρτς. Στον Κόκερ απονεμήθηκαν πολυάριθμα βραβεία, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται ένα Γκράμι το 1983 για το «Up Where We Belong», ντουέτο με τη Τζένιφερ Ουάρνς που έφτασε στην κορυφή των αμερικανικών τσαρτς.

Το 1993 υπήρξε υποψήφιος στα Brit Awards για το βραβείο του καλύτερου άρρενα καλλιτέχνη της χρονιάς. Το 2007 παρέλαβε στη γενέτειρά του χάλκινη τιμητική πλακέτα, ενώ το 2008 εντάχθη στο Τάγμα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας σε επίσημη τελετή στα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ για την προσφορά του στη μουσική. Ο Κόκερ βρίσκεται στο νούμερο 97 της λίστας με τους 100 σημαντικότερους τραγουδιστές που έχει δημοσιεύσει το περιοδικό Rolling Stone.

Δημήτρης Φάμπας (1921 - 1996) ήταν σολίστας της κλασικής κιθάρας και συνθέτης μουσικής.

 


Ο Δημήτρης Φάμπας (22 Δεκεμβρίου 1921 - 3 Μαΐου 1996) ήταν σολίστας της κλασικής κιθάρας και συνθέτης μουσικής. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες κιθαρίστες, με συμβολή στη δημιουργία κιθαριστικής παράδοσης στην Ελλάδα αλλά και με αρκετά επιτυχημένη διεθνή πορεία.

Γεννήθηκε στην Μηλίνα, ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριό του Πηλίου, επίνειο του Λαύκου, γιος της Ευανθίας και του καπετάνιου Ευάγγελου Φάμπα. Έδειξε από μικρός το ταλέντο του στην μουσική, παίζοντας λαούτο και μαθαίνοντας μαντολίνο. Αργότερα σπούδασε κλασική κιθάρα με τον Νίκο Ιωάννου και πήρε το δίπλωμά του από το Εθνικό Ωδείο (τάξη Γ. Βώκου) με αριστείο εξαιρετικής επίδοσης το 1953. Σπούδασε επίσης ανώτερα θεωρητικά στο Ωδείο Αθηνών με τον Θ. Βαβαγιάννη και τον Κ. Κυδωνιάτη.

Στα 1955 και 1956, με υποτροφία της Ιταλικής κυβέρνησης, σπούδασε κιθάρα στην Academia Chigiana της Σιέννα, με τον Αντρέ Σεγκόβια και μουσικολογία με τον Εμίλιο Πουχόλ. To 1958, πάλι με πρόσκληση και υποτροφία του Σεγκόβια, σπούδασε κοντά του στην Ακαδημία του Santiago de Compostella της Ισπανίας, με συμμαθητές τους Αλίριο Ντιάθ (Alirio Diaz) και Τζον Γουίλλιαμς (John Williams).

Έδωσε πολλά ρεσιτάλ στην Αγγλία, Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία, Ολλανδία, Τσεχοσλοβακία, ΗΠΑ, Καναδά, ΕΣΣΔ, Ουγγαρία, Βατικανό, Γιουγκοσλαβία, Τουρκία, Αυστρία, σε όλες τις μεγάλες πόλεις και θέατρα της Ελλάδας, στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου αποσπώντας αρκετές θετικές κριτικές. Έδωσε επίσης πολλές διαλέξεις για την κιθάρα σε Διεθνή φεστιβάλ, σε ραδιοφωνικούς σταθμούς στην Ελλάδα και το εξωτερικό (ΕΡΤ, BBC).

Υπήρξε μέλος και προεδρεύων πολλών ελλανοδικών επιτροπών διαγωνισμών κιθάρας. Ήταν τακτικό μέλος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών, μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Μουσικής (IMC. UNESCO) και Πρόεδρος του ΣΚΩΑ. Συμμετείχε σε πολλούς δίσκους και κινηματογραφικές ταινίες. Για τουλάχιστον μια δεκαετία συνεργάστηκε ως σολίστ και ζωντανά σε συναυλίες, θεατρικές και μουσικές παραστάσεις έργων των Μάνου Χατζιδάκι, Μίκη Θεοδωράκη, Κουνάδη, Ξαρχάκου, Ζαμπέτα, και άλλων, προσφέροντας στην κιθάρα μεγαλύτερη δημοτικότητα.

Ο Δημήτρης Φάμπας πέθανε στην Αθήνα, στις 3 Μαΐου του 1996. Το 1999 ιδρύθηκε προς τιμήν του ο Σύλλογος Φίλων της Κιθάρας Δημήτρης Φάμπας, με πρωτοβουλία της Εύας Φάμπα, που είναι και πρόεδρος του ΔΣ.

Έργο

Ηχογράφησε πέντε προσωπικούς δίσκους για σόλο κιθάρα, με κλασσικό ρεπερτόριο και δικές του συνθέσεις ενώ συμμετείχε και σε κονσέρτα με Συμφωνική ορχήστρα. Παράλληλα διακρίθηκε και ως συνθέτης. Έγραψε πλήθος από έργα, σπουδές, σουίτες, χορούς και άλλα, που παίζονται στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Η μουσική του, με έντονο λυρισμό και ρομαντισμό, πλούσια ποτισμένη με χρώματα και στοιχεία από την Ελληνική παράδοση, αντανακλά τη βαθιά του γνώση πάνω στο όργανο της κιθάρας, τις ικανότητές του ως συνθέτη, τη δεξιοτεχνική δεινότητα του και την αγάπη του για την πατρίδα. Έργα του έχουν εκδοθεί από τους μουσικούς οίκους Ricordi (Ιταλίας και Βραζιλίας), Lathkill music publishers (Αγγλίας), Max Eschig (Γαλλία), MEL BAY & Columbia (Η.Π.Α), Φ. Νάκα, Μ. Νικολαΐδη-Orpheus και Κ. Παπαγρηγορίου-Χ. Νάκα στην Αθήνα, ενώ συχνά παίζονται ως υποχρεωτικά σε διεθνείς διαγωνισμούς.

Ο Δημήτρης Φάμπας υπήρξε επίσης πρωτοπόρος δάσκαλος. Με επιμονή και υπομονή, μετέφερε τη βαθιά γνώση του οργάνου και το πάθος του σε γενιές κιθαριστών και φιλόμουσων. Η σχολή του και η διδασκαλία του θεωρήθηκαν από τις καλύτερες στον κόσμο από όπου βγήκαν πολλοί διαπρεπείς καλλιτέχνες. Το 1958 για πρώτη φορά παρουσιάζονται νέοι κιθαρίστες, μαθητές της σχολής του, σε ομαδική συναυλία. Από τότε και κάθε χρόνο η σχολή του παρουσίαζε τους καλύτερους νέους κιθαρίστες. Ανάμεσα τους και οι Λίζα Ζώη, Ευάγγελος Ασημακόπουλος, Ευάγγελος Μπουντούνης, Νότης Μαυρουδής, Γιάννης Μανωλιδάκης, Ειρήνη Κώνστα, Κώστας Γρηγορέας, Σπύρος Διαμαντής, Γιώργος Κερτσόπουλος, Κυριάκος Τζωρτζινάκης, Εύα Φάμπα, Μάρκος Τσέτσος, Ευάγγελος Φάμπας, Γιώργος Μαυροειδής, Γιώργος Μυλωνάκος, Άκης Τριανταφύλλου, Κώστας Τσερεγκώφ, Νίκος Παναγιωτίδης, Ελένη Ασπρούδη, Νίκος Χαμηλοθώρης, Σπύρος Μιχαήλ, Βασίλης Μαστοράκης, Γιάννης Μανιατόπουλος, Ελευθερία Κοτζιά, Δημήτρης Κασφίκης, και άλλοι. Οι μαθητές του έχουν κερδίσει πολλά βραβεία σε διεθνείς διαγωνισμούς. Ο Δημήτρης Φάμπας δημιούργησε και διηύθυνε δύο ορχήστρες κιθαριστών, μία με παιδιά και μία με προχωρημένους κιθαρίστες, με τις οποίες για πάνω από δέκα χρόνια έδωσε συναυλίες σε όλη την Ελλάδα. Η ζωή και το έργο του συμπεριλαμβάνονται σε παγκόσμια λεξικά, σε κιθαριστικά μουσικά λεξικά και ιστορίες κιθάρας της Γερμανίας, Πολωνίας, Ιαπωνίας, Ιταλίας, Αγγλίας και Ελλάδας, σε Ελληνικές Εγκυκλοπαίδειες και στα παγκόσμια Who’s Who.

Επιλεγμένη δισκογραφία

  • Δημήτρης Φάμπας - Με μια κιθάρα (universal music company-polydor masters). Συλλεκτική ηχογράφηση με μουσική του Δημήτρη Φάμπα και διασκευές του σε έργα Μ. Χατζιδάκι και Μ. Θεοδωράκη.
  • Eva Fampas plays Fampas (AULIA AA69001) Αρχειοθετήθηκε 2005-12-18 στο Wayback Machine., έκδοση 2005. Περιλαμβάνει τα έργα: Ελληνική Σουίτα, Ελληνικοί χοροί, 2 Σπουδές κονσέρτου, Ποίημα, Φανταστικός χορός, Παραμύθι, 3 Ρομαντικά Πρελούδια, Το πορτραίτο του Σεγκόβια.

Saturday, December 10, 2022

 Εκτόρ Μπερλιόζ (1803 - 1869) Γάλλος συνθέτης



 Ο Εκτόρ Μπερλιόζ (Hector Berlioz, 11 Δεκεμβρίου 1803 - 8 Μαρτίου 1869) ήταν Γάλλος συνθέτης.

Άρχισε να σπουδάζει ιατρική, αλλά γρήγορα ακολούθησε τη φυσική του κλίση προς τη μουσική. Το ταλέντο του όμως μόνο τελευταία εκτιμήθηκε και ο Μπερλιόζ μπήκε στη χορεία των μεγάλων μουσουργών. Ο Μπερλιόζ εκφράζει με το έργο του τα προσωπικά του αισθήματα, τον ενθουσιασμό της φλογερής του ιδιοσυγκρασίας και τις ρομαντικές του εξάρσεις. Θεωρείται ο δημιουργός της προγραμματικής μουσικής και το νεανικό του έργο Φανταστική Συμφωνία (1830) σημείωσε σταθμό στην ιστορία της μετα-μπετοβενικής συμφωνικής μουσικής. Το 1830 του απονεμήθηκε στην Ιταλία το μεγάλο Βραβείο της Ρώμης (Prix de Rome), αλλά η παρουσία του έγινε ιδιαίτερα αισθητή στη Γαλλία και στη Ρωσία. Άλλα έργα του: Μπενβενούτο Τσελίνι (μελόδραμα), ΤρώεςΡωμαίος και Ιουλιέτα και Καταδίκη του Φάουστ (δραματικές συμφωνίες), Η Παιδική Ηλικία του Χριστού (ορατόριο). Σ'ένα τελευταίο θριαμβευτικό ταξίδι στη Ρωσία παρουσίασε την όπερα Βεατρίκη και Βενέδικτος, της οποίας η υπόθεση είναι παρμένη από το έργο του Σαίξπηρ Πολύς Θόρυβος για το Τίποτα.

Πηγές

  • G. M. Tracy,«Έκτωρ Μπερλιόζ», Ιστορία Εικονογραφημένη, τχ.16 (Οκτώβριος 1969), σελ.132-140

Sunday, December 4, 2022

Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ (1756 - 1791) ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες κλασικής μουσικής

 


Ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ (Wolfgang Amadeus Mozart, Σάλτσμπουργκ, 27 Ιανουαρίου 1756 - Βιέννη, 5 Δεκεμβρίου 1791) ήταν ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες κλασικής μουσικής. Μαζί με τον Γιόζεφ Χάυντν, τον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν και τον Φραντς Σούμπερτ αποτελούν τους σημαντικότερους εκπροσώπους του λεγόμενου βιεννέζικου κλασικισμού, του κλασικισμού και τη λεγόμενη «Πρώτη Σχολή της Βιέννης». Συνέθεσε πάνω από 600 έργα, μουσική δωματίου, συμφωνική και εκκλησιαστική μουσική, καθώς και μικρότερες συνθέσεις: παραλλαγές, φαντασίες, σονάτες, άριες κ.ά.

Ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ ήταν γιος του Γιόχαν Γκέοργκ Λέοπολντ Μότσαρτ και της Άννα Μαρία Βαλμπούργκα Περτλ, γεννημένος στην οδό Getreidegasse, στον αριθμό 9, στο Σάλτσμπουργκ, την πρωτεύουσα της Αρχιεπισκοπής του Σάλτσμπουργκ στη σημερινή Αυστρία, τότε Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Το μόνο από τα αδέλφια του που επέζησε της παιδικής του ηλικίας ήταν η μεγαλύτερη αδελφή του, Μαρία Άννα (1751-1829), η οποία είχε το ψευδώνυμο "Ναννέρλ". Υπήρξε και εκείνη μουσικός, ενώ βέβαιη θεωρείται η συμβολή της στο να εμπνεύσει στον αδελφό της το ενδιαφέρον για τη μουσική.

Ο Μότσαρτ βαπτίστηκε την επόμενη ημέρα της γέννησής του στον Καθεδρικό του Αγίου Ροβέρτου. Η πράξη της βάπτισης δίνει το όνομα του στα λατινικά, Joannes Chrysostomus Wolfgangus Theophilus Mozart. Τα δύο πρώτα ονόματα μαρτυρούν πως η ημέρα γέννησής του συνέπεσε με τη γιορτή του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, ακολουθώντας έτσι την παράδοση της καθολικής εκκλησίας. Βόλφγκανγκ ήταν το όνομα του παππού του, από την πλευρά της μητέρας του, ενώ Θεόφιλος ονομαζόταν ο νονός του, Γιοάννες Τεόφιλους Πέργκμαϋρ, έμπορος στο επάγγελμα. Ο ίδιος χρησιμοποιούσε ενίοτε το γερμανικό όνομα Gottlieb αντί του Theophilus, πιο συχνά όμως τα ιταλικά ονόματα Αμαντέο ή Αμαντέ.

Ο πατέρας του (1719-1787) ήταν από το Άουγκσμπουργκ. Ήταν αναπληρωτής διευθυντής της ορχήστρας στην αυλή του Αρχιεπισκόπου του Σάλτσμπουργκ, μέτριος συνθέτης και έμπειρος δάσκαλος. Τη χρονιά που γεννήθηκε ο Μότσαρτ, ο πατέρας του εξέδωσε ένα εγχειρίδιο για βιολί υπό τον τίτλο «Versuch einer gründlichen Violinschule», το οποίο γνώρισε ιδιαίτερη επιτυχία. Σε αντίθεση με τις συνθέσεις του, το εγχειρίδιο είχε διεθνή απήχηση και μεταφράστηκε στη γαλλική και ολλανδική γλώσσα.

Όταν η Ναννέρλ ήταν επτά ετών, ξεκίνησε μαθήματα αρμονίου με τον πατέρα της ενώ ο τρίχρονος αδελφός της τους παρακολουθούσε. Χρόνια αργότερα, μετά το θάνατο του αδελφού της, είχε πει:

Περνούσε συχνά πολύ χρόνο στο πιάνο χτυπώντας πλήκτρα και η ευχαρίστησή του έδειχνε πότε κάτι του ακουγόταν καλό. [...] Όταν ήταν τεσσάρων χρονών ο πατέρας άρχισε να του διδάσκει κάποια μινουέτα και κομμάτια στο πιάνο, σαν παιχνίδι. [...] Μπορούσε να τα παίζει άψογα και με τη μεγαλύτερη λεπτότητα, κρατώντας πάντα τέλεια το μέτρο. [...]

Στην ηλικία των πέντε ετών, συνέθετε ήδη μικρά κομμάτια, τα οποία έπαιζε στον πατέρα του, ο οποίος τα κατέγραφε. Αυτά τα πρώτα κομμάτια, Κ. 1-5, καταγράφηκαν στο μουσικό βιβλίο Nannerl Notenbuch. Οι δεξιότητες του νεαρού Μότσαρτ υπήρξαν μοναδικές. Εκτός από την εξαιρετική τεχνική του στο πιάνο, στο όργανο και στο βιολί, είχε την ικανότητα να αποστηθίζει πληθώρα συνθέσεων με φαινομενική ευκολία, ενώ αξιοσημείωτη ήταν επίσης η ικανότητά του να αυτοσχεδιάζει πάνω σε ένα μουσικό θέμα χωρίς προετοιμασία. Ο βιογράφος Μέηναρντ Σόλομον σημειώνει πως ο πατέρας του Μότσαρτ ήταν ένας αφοσιωμένος δάσκαλος για τα παιδιά του και κατά παράδοξο τρόπο η αυταρχική στάση του παρακινούσε τον Μότσαρτ να προχωρά παραπέρα από ό,τι του δίδασκε ο πατέρας του. Η πρώτη σύνθεση, γεμάτη μουντζούρες από μελάνι, και οι πρώτες του προσπάθειες με το βιολί αποτέλεσαν δική του πρωτοβουλία και εξέπληξαν τον πατέρα του.

Ήδη σε ηλικία έξι ετών, κατέγραφε ο ίδιος τις συνθέσεις του. Ο πατέρας του εγκατέλειψε τελικά τη σύνθεση όταν έγιναν εμφανή τα μουσικά ταλέντα του γιου του. Στα πρώτα του χρόνια, ο πατέρας του Μότσαρτ ήταν ο μοναδικός του δάσκαλος. Εκτός από μουσική δίδασκε στα παιδιά του ξένες γλώσσες και άλλα μαθήματα.

 

Προσωπογραφία του Μότσαρτ σε ηλικία έξι ετών. Πιθανώς έργο του Pietro Antonio Lorenzoni (1721-1782) κατά παραγγελία του Λέοπολντ Μότσαρτ.

Παρουσιάστηκε στο κοινό, μαζί με την αδελφή του Μαρία Άννα, σαν ένα «παιδί θαύμα», για πρώτη φορά το Σεπτέμβριο του 1761 στο πανεπιστήμιο του Σάλτσμπουργκ. Το πρώτο ταξίδι για συναυλίες του νεαρού Μότσαρτ τον οδήγησε τον Ιανουάριο 1762 στο Μόναχο, ενώ ταξίδεψε από το Σεπτέμβριο μέχρι το Δεκέμβριο του 1762 μέσω Πάσσαου και Λιντς στη Βιέννη. Εκεί έπαιξε μπροστά στην αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία, ανακοινώνοντας μάλιστα πως θα παντρευόταν την αρχιδούκισσα Μαρία Αντουανέττα, μετέπειτα βασίλισσα της Γαλλίας. Η αυτοκράτειρα του χάρισε ένα παιδικό κοστούμι.

Ταξιδεύοντας για το Παρίσι, επισκέφτηκε για συναυλίες τη Φρανκφούρτη, το Μάιντς, το Άαχεν και άλλες πόλεις ως προσκεκλημένος Γερμανών ηγεμόνων, φθάνοντας τελικά στη γαλλική πρωτεύουσα στις 18 Νοεμβρίου 1763. Από την αλληλογραφία του Λέοπολντ Μότσαρτ πληροφορούμαστε για την επιτυχία του ταξιδιού στο Παρίσι, την εγκάρδια υποδοχή της Βασίλισσας και τη γνωριμία με τους συνθέτες Γιόχαν Σόμπερτ και Γιόχαν Γκόττφριντ Έκαρντ. Επόμενος σταθμός υπήρξε το Λονδίνο, όπου έφτασε στις 23 Απριλίου 1764 και παρέμεινε για δεκαπέντε μήνες. Εκεί, υποδέχτηκε τα δύο «παιδιά θαύματα» ο Γεώργιος Γ΄ πληρώνοντας για την επίσκεψή τους το ποσό των 24 γκινέων. Αυτά τα ταξίδια έδωσαν την ευκαιρία να συναντηθεί ο Μότσαρτ με σημαντικούς μουσικούς της εποχής του. Ο σπουδαιότερος από αυτούς ήταν ο γιος του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ο Γιόχαν Κρίστιαν Μπαχ, ο οποίος συνάντησε τον Μότσαρτ στο Λονδίνο και τον επηρέασε σημαντικά στη σταδιοδρομία του. Στο Παρίσι τυπώθηκαν τα πρώτα έργα (σονάτες) του Μότσαρτ ενώ κατά την αναχώρησή του από το Λονδίνο τον Ιούλιο του 1765, παρουσίασε το χειρόγραφο ενός χορωδιακού κομματιού σε τέσσερα μέρη (Κ. 20) στο Βρετανικό Μουσείο. Ακολούθησαν συναυλίες στη Χάγη το Σεπτέμβριο του 1765, ξανά στο Παρίσι το Μάιο του 1766 όπου παρέμεινε για δύο μήνες και αργότερα στη Λυών, στη Γενεύη, καταλήγοντας εν τέλει στο Μόναχο.

Ο Μότσαρτ είχε εντατικοποιήσει ήδη κατά το τελευταίο ταξίδι συναυλιών τις εργασίες του στη σύνθεση και προσπάθησε να παρέμβει και στη μουσική ζωή της γενέτειράς του: συνέθεσε την όπερα Απόλλων και Υάκινθος (Apollo und Hyacinthus) που παίχτηκε στο θέατρο του πανεπιστημίου της πόλης και την πρώτη πράξη του ορατορίου Die Schuldigkeit des ersten Gebots (σε συνεργασία με τον Μίχαελ Χάυντν και τον Άντον Αντλγκάσερ). Κατά τη διάρκεια της δεύτερης μεγάλης επίσκεψής του στη Βιέννη (Σεπτέμβριος 1767 - Ιανουάριος 1769) διηύθυνε με επιτυχία τη Λειτουργία για το Ορφανοτροφείο (Waisenhausmesse, K. 49=47a) και παρουσίασε την όπερα Bastien und Bastienne στη βίλα του γιατρού F. A. Mesmer, δεν βρήκε όμως ανταπόκριση στην Αυτοκρατορική Αυλή. Συνέθεσε επίσης την κωμική όπερα με τίτλο La finta semplice, κατόπιν παραγγελίας του αρχιεπισκόπου. Αν και αρχικά υποστηρίχτηκε από τον Κ. Β. Γκλουκ, ο τελευταίος στη συνέχεια εξέφρασε αντιρρήσεις για το εγχείρημα και η όπερα απορρίφθηκε από τον θεατρικό διευθυντή Τζουζέππε ντ'Αφλίτζιο. Παρουσιάστηκε τελικά την 1η Μαΐου 1769 στο Σάλτσμπουργκ.

Ιταλία

Μετά από σχεδόν ετήσια παραμονή στο Σάλτσμπουργκ, ξεκίνησαν πατέρας και γιος Μότσαρτ για την Ιταλία. Ο νεαρός Μότσαρτ ήταν ήδη από τον Οκτώβριο 1769 διευθυντής συναυλίας στην ορχήστρα του αρχιεπισκόπου στο Σάλτσμπουργκ. Δεν επρόκειτο βέβαια πια για περιοδεία ενός εντυπωσιακού παιδιού αλλά για υλοποίηση μιας συνήθειας των μουσικών της εποχής. Σε κάθε μεγάλη πόλη δίνονταν συναυλίες, μετά από πρόσκληση ευγενών, με την ελπίδα να εισπραχθούν δώρα και αναθέσεις ειδικών συνθέσεων, έναντι αμοιβής. Ο Μότσαρτ συνάντησε σε αυτό το ταξίδι τους γνωστούς μουσικούς της εποχής N. Piccini, G.B. Sammartini και τον πατέρα G.B. Martini (στον οποίο έδωσε κατά την επιστροφή του εξετάσεις) και τους διάσημους καστράτους C. Farinelli και G. Manzuoli. Στη Ρώμη απονεμήθηκε στο νεαρό συνθέτη από τον Πάπα ένα παράσημο και έγινε δεκτός σε τάγμα ιπποτών (στον Γκλουκ απονεμήθηκε το ίδιο παράσημο, αλλά έγινε δεκτός στο τάγμα με ένα κατώτερο βαθμό). Στις 26 Δεκεμβρίου του 1770 παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία στο Teatro Regio Ducale του Μιλάνου η όπερα Μιθριδάτης, βασιλιάς του Πόντου (21 επαναλήψεις). Το Μάρτιο του 1771 ολοκληρώθηκε το πρώτο ταξίδι στην Ιταλία. Στον Μότσαρτ είχαν δοθεί στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού μερικές παραγγελίες για συνθέσεις (για την Πάδοβα, το Μιλάνο και τη Βενετία) και έτσι υπήρχε λόγος να ετοιμαστεί το δεύτερο ταξίδι του. Περίπου 5 μήνες αργότερα ξεκίνησε πάλι από το Σάλτσμπουργκ για την Ιταλία, όπου έμεινε μέχρι το Δεκέμβριο του 1771. Αυτή την εποχή δημιουργήθηκαν το ορατόριο La betulia liberata (Κ. 118), κατά παραγγελία του Πρίγκιπα της Αραγωνίας, Δον Τζουζέπε Χιμένες, και η όπερα "Ο Ασκάνιος στην Άλμπα" (Κ. 111) για το Μιλάνο, με αφορμή το γάμο του Αρχιδούκα Φερδινάνδου και της Μαρίας Βεατρίκης των Έστε. Το ορατόριο, σε λιμπρέτο του Πιέτρο Μεταστάζιο, τελικά δεν παρουσιάστηκε ποτέ δημόσια. Από τον Οκτώβριο 1772 μέχρι το Μάρτιο 1773 πραγματοποιήθηκε το τρίτο ταξίδι του Μότσαρτ στην Ιταλία. Κατά τη διάρκειά του παρουσιάστηκε η όπερα Lucio Silla (Κ. 135) στο Μιλάνο, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία σε 26 παραστάσεις.

Επιστροφή στο Σάλτσμπουργκ

 

Απόσπασμα από το έργο του Μότσαρτ Ein Muskalischer Spaß.

Λίγο μετά την επιστροφή πατέρα και γιου από το δεύτερο ταξίδι στην Ιταλία πέθανε ο Επίσκοπος-Πρίγκιπας του Σάλτσμπουργκ, Σίγκισμουντ φον Σράττενμπαχ. Ο νέος εργοδότης της οικογένειας Μότσαρτ, Ιερόνυμους, Κόμη Κολλορέντο, για του οποίου την ενθρόνιση ο νεαρός συνθέτης έγραψε το έργο "Il sogno di Scipione", δεν ήταν ένας πρίγκιπας με νοοτροπία του μπαρόκ, όπως ο Σράττενμπαχ, αλλά εκπρόσωπος του Διαφωτισμού, με κλίση προς τις ανανεωτικές ιδέες του Ιωσηφινισμού (από το όνομα του Αυτοκράτορα Ιωσήφ).

Η επόμενη παραμονή του Μότσαρτ στο Σάλτσμπουργκ διακόπηκε μόνο από ταξίδια στη Βιέννη και στο Μόναχο. Αυτή την εποχή ανέπτυξε ο συνθέτης ακόμα περισσότερο τη συνθετική τεχνική του, πράγμα που ενισχύθηκε από τη συνάντηση και γνωριμία του με τον Φραντς Γιόζεφ Χάιντν στη Βιέννη. Αυτή η γνωριμία έμελλε να μετουσιωθεί μουσικά σε έργα που απετέλεσαν την πρώιμη περίοδο του βιεννέζικου κλασικισμού. Αυτή την εποχή απέκτησε η ενόργανη μουσική του Μότσαρτ (συμφωνίες, κοντσέρτα, σερενάτες) μεγαλύτερη σημασία, δίπλα στην εκκλησιαστική μουσική του που προέκυπτε από την υπαλληλική σχέση του στην αρχιεπισκοπή του Σάλτσμπουργκ.

Ένα νεότερο ταξίδι του Μότσαρτ στο Παρίσι (Σεπ. 1777 - Ιαν. 1779), το τελευταίο μεγάλο ταξίδι συναυλιών του συνθέτη, αφενός επισκιάστηκε από το θάνατο της μητέρας του στις 3 Ιουλίου 1778, η οποία τον συνόδευε, αφετέρου δεν απετέλεσε μία καλλιτεχνική επιτυχία, η οποία θα συνοδευόταν από τον περιπόθητο διορισμό σε κάποια Αυλή. Αντίθετα, έχασε και τη θέση του στο Σάλτσμπουργκ, μετά από αντιδικία με τον αρχιεπίσκοπο. Ο συνθέτης επαναπροσλήφθηκε μεν μετά από παρέμβαση του πατέρα του, αλλά η επόμενη σύγκρουση ήταν θέμα χρόνου. Ο Μότσαρτ δεν είχε σκοπό να υποταγεί στο πρωτόκολλο της Αυλής, το οποίο βέβαια δεν προέβλεπε ρυθμίσεις για μία μουσική ιδιοφυΐα. Λίγο πριν από την αναχώρηση για τη Βιέννη ολοκληρώθηκε η όπερα Idomeneo (1780-81) που προοριζόταν για το Μόναχο. Από τον Μάρτιο 1781 βρισκόταν ο Μότσαρτ στη Βιέννη, όπου κορυφώθηκε η σύγκρουσή του με τον αρχιεπίσκοπο, κατάληξη της οποίας ήταν στις αρχές Ιουνίου η παραίτηση/απόλυσή του.

Βιέννη

 

Προσωπογραφία του Μότσαρτ της Μπάρμπαρα Κραφτ (1819).

Το ξεκίνημα του Μότσαρτ στη Βιέννη ήταν ελπιδοφόρο. Σε ένα από τα πολλά γράμματα στον πατέρα του έγραφε ότι εκεί βρισκόταν το σωστό πεδίο δράσης γι' αυτόν και πως μπορούσε να βρει όσους μαθητές ήθελε για διδασκαλία. Ο Μότσαρτ άρχισε να συνθέτει μανιωδώς και περίπου τα μισά από τα έργα του γράφτηκαν στα 10 χρόνια της παραμονής του στη Βιέννη. Σύντομα παρουσιάστηκε ως διοργανωτής συναυλιών, ως βιρτουόζος πιανίστας αλλά και ως μέλος ορχήστρας σε ιδιωτικές συναυλίες (ακαδημίες), είτε ως μαέστρος είτε ως σημαντικός συνθέτης. Ένα σημαντικό βήμα του Μότσαρτ για την αποδοχή του από την αυτοκρατορική Αυλή απoτέλεσε η επιτυχία του με την όπερα Η απαγωγή από το Σεράι τον Ιούλιο του 1782. Το ίδιο έτος παντρεύτηκε με την Κονστάντσε Βέμπερ, νεότερη αδελφή της νεανικής αγάπης του Αλοΰσια. Αυτός ο γάμος δεν βελτίωσε τη σχέση με τον πατέρα του, ο οποίος ήταν πικραμένος από την εποχή της σύγκρουσης του γιου του με τον αρχιεπίσκοπο. Μέχρι το 1785 ο Μότσαρτ συνέθετε κυρίως έργα για πιάνο και μουσική δωματίου (μεταξύ άλλων τα 6 κουαρτέτα εγχόρδων που αφιέρωσε στον Γιόζεφ Χάυντν). Ιδιαίτερα τα κοντσέρτα για πιάνο του Μότσαρτ βρήκαν σημαντική ανταπόκριση στο βιεννέζικο κοινό και αποτελούν μέχρι σήμερα κορυφαίες δημιουργίες, τόσο του ίδιου του συνθέτη, όσο και του μουσικού αυτού είδους γενικότερα.

Η συνεργασία του Μότσαρτ με τον Λορέντσο ντα Πόντε, περίπου από το 1784-85, μετατόπισε το κέντρο βάρους των συνθετικών δραστηριοτήτων του προς όφελος του δραματικού μουσικού είδους. Αυτή η μεταστροφή ήταν παρακινδυνευμένη για την καριέρα του Μότσαρτ, δεδομένου ότι ο ντα Πόντε, όταν ρωτήθηκε πόσα λιμπρέττα είχε γράψει μέχρι τότε, απάντησε στον αυτοκράτορα Ιωσήφ: «Κανένα, Μεγαλειότατε!». Την 1η Μαΐου του 1786 ανέβηκε η όπερα «Οι Γάμοι του Φίγκαρο», το 1787 ο «Ντον Τζοβάννι». Το δεύτερο έργο ανέβηκε για πρώτη φορά με μεγάλη επιτυχία στην Πράγα. Το 1787 διορίστηκε επιτέλους ο Μότσαρτ ως αυλικός συνθέτης από τον Ιωσήφ, αλλά οι εποχές είχαν αλλάξει λόγω του πολέμου με τους Τούρκους και η μουσική ζωή της Βιέννης βρισκόταν σε ύφεση. Την ίδια περίπου εποχή με τις όπερες του ντα Πόντε δημιουργήθηκαν μερικές από τις γνωστές συμφωνίες, διάφορα έργα για πιάνο(κοντσέρτα και σονάτες), καθώς και έργα για μουσική δωματίου.

Τελευταία χρόνια

Και τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του Μότσαρτ (1789-91) ήταν καλλιτεχνικά και οικονομικά επιτυχημένα. Το γεγονός ότι συσσωρεύονταν χρέη εις βάρος του οφειλόταν σε ένα βαθμό στην κακή οικονομική διαχείριση του συνθέτη, στις συνεχείς ασθένειες της γυναίκας του, αλλά και σε κάποια ροπή του για συμμετοχή σε τυχερά παιχνίδια. Μετά από ένα ταξίδι του Μότσαρτ ως συνοδού του Πρίγκιπα Λικνόβσκυ, παρουσιάστηκε η τελευταία από τις τρεις όπερες του ντα Πόντε, Έτσι κάνουν όλες (Cosi fan tutte). Με την τιμητική ανάθεση σε αυτόν της πανηγυρικής όπερας, λόγω της στέψης στην Πράγα του Λεοπόλδου Β΄, ο Μότσαρτ βρήκε ευκαιρία να συνδέσει την παραδοσιακή όπερα μπαρόκ με σύγχρονα ρεύματα - προσπάθεια που δεν αναγνωρίστηκε από την αυτοκρατορική Αυλή. Αντίθετα, η όπερα Ο Μαγικός Αυλός (Die Zauberflöte), που ανέβηκε περίπου παράλληλα, υπήρξε μεγάλη επιτυχία.

Ο Μότσαρτ ήταν ασθενής ήδη από το τέλος του καλοκαιριού του 1791, αλλά στις αρχές Δεκεμβρίου σημειώθηκε δραματική επιδείνωση της ασθένειάς του, η οποία τον οδήγησε στο θάνατο. Το Ρέκβιεμ (Requiem), μία παραγγελία του Κόμη Φ. Βάλζεγκ-Στούπαχ, έμεινε ημιτελές. Με εντολή της χήρας Κονστάντσε ανέλαβαν να το ολοκληρώσουν αρχικά ο J. Eybler και στη συνέχεια ο Φ. Σύσμαϊερ. Αυτή η μορφή του έργου εκτελείται, συνήθως, μέχρι σήμερα.

Ο Μότσαρτ άφησε, εκτός από τη χήρα του, δύο παιδιά: τον Καρλ (1784-1858), ο οποίος όρισε ως γενικό κληρονόμο του πατέρα του το Mozarteum του Σάλτσμπουργκ, και τον Βόλφγκανγκ (1791-1844), συνθέτη, πιανίστα και μαέστρο. Ο Μότσαρτ κηδεύτηκε φτωχικά (με έξοδα του δήμου) και ετάφη σε μαζικό τάφο στο νεκροταφείο του Αγίου Μάρκου. Ο τάφος του δεν εντοπίστηκε ποτέ με ακρίβεια, γι' αυτό ο επίσημος τάφος στην πτέρυγα τιμωμένων του κεντρικού νεκροταφείου της Βιέννης (Zentralfriedhof) είναι κενοτάφιο.

Οι μουσικές ικανότητες του Μότσαρτ

Ήδη από την παιδική του ηλικία ο Μότσαρτ έδειξε ότι διέθετε σημαντικές μουσικές ικανότητες, οι οποίες υποστηρίχθηκαν συστηματικά από τον πατέρα του, έναν από τους καλύτερους μουσικούς παιδαγωγούς της εποχής του. Ιδιαίτερα τα ταξίδια σε χώρους με υψηλή μουσική καλλιέργεια έδωσαν σημαντική ώθηση στη συνθετική δραστηριότητα του μεγάλου συνθέτη και βοήθησαν στη δημιουργία ενός χαρακτηριστικού προσωπικού στιλ. Αντίθετα, αμελήθηκε σημαντικά η εκμάθηση διαφόρων τεχνικών της συνθέσεως, με αποτέλεσμα ο Μότσαρτ να έχει διαρκώς ορισμένα προβλήματα, π.χ. με την αντίστιξη. Μόνο στα χρόνια της Βιέννης κατάφερε, μέσω της επαφής του με τον Γιόζεφ Χάυντν και τον φιλόμουσο ευγενή Γκ. βαν Σβίτεν, αλλά κυρίως λόγω της ενασχολήσεώς του με τα ορατόρια του Χαίντελ, να διορθώσει τις παιδικές παραλείψεις. Όπως και πολλοί άλλοι συνθέτες εκείνης της εποχής, ο Μότσαρτ συνέθετε τα έργα του σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η φήμη, όμως, ότι συνέγραφε τις συμφωνίες χωρίς προετοιμασία, από το μυαλό, αποτελεί μάλλον καλοπροαίρετη υπερβολή.

Βιβλιογραφία

  • Rushton, J. (2006), Mozart, Oxford University Press
  • Solomon, M. (1995), Mozart. A Life, London
  • Holmes, E. (1845), The Life of Mozart, London
  • Knepler, G. (1997), Wolfgang Amadé Mozart, Cambridge University Press
  • Melograni, P., Cochrane, L. G. (2007), Wolfgang Amadeus Mozart, University of Chicago Press
  • Γιώργος Δρόσος, Β. Α. Μότσαρτ: η ζωή,το έργο η εποχή του, εκδ. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 1989
  • Ηλίας Χρυσοχοΐδης, «Η μουσική ανακάλυψη της χρονιάς είναι ... εικαστική: Ένα νέο πορτραίτο του Μότσαρτ», ΒΗΜΑ Ιδεών 14 (Ιούνιος 2008), 4-5.

Wednesday, November 30, 2022

Πέθανε η τραγουδίστρια των Fleetwood Mac, Christine McVie

 


Tην τελευταία της πνοή άφησε η Κριστιν ΜακΒι (Christine McVie), τραγουδίστρια και τραγουδοποιός του συγκροτήματος Fleetwood Mac σε ηλικία 79 ετών.

Τη θλιβερή είδηση ανακοίνωσε η οικογένειά της.

Η ίδια είχε γράψει ορισμένα από τα πιο δημοφιλή τραγούδια των Fleetwood Mac, όπως το Little Lies, Everywhere, Don’t Stop, Say You Love Me, και Songbird.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση, πέθανε ενώ βρισκόταν στο νοσοκομείο έχοντας στο πλευρό της την οικογένειά της.

https://www.youtube.com/watch?v=ov1iSTS9tQc

Monday, November 28, 2022

Τζάκομο Πουτσίνι : Συνθέτης όπερας, ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του ιταλικού βερισμού

 



Aleardo Βίλα (1865 – 1906), Πορτρέτο του Giacomo Puccini, λάδι σε μουσαμά, ιδιωτική συλλογή

Ο Τζάκομο Πουτσίνι (Giacomo Antonio Domenico Michele Secondo Maria Puccini, 22 Δεκεμβρίου 1858 – 29 Νοεμβρίου 1924), συχνά λανθασμένα και Τζιάκομο Πουτσίνι, ήταν Ιταλός συνθέτης.

Γεννήθηκε στην Ιταλία το 1858 και πέθανε στο Βέλγιο το 1924 από καρκίνο στον λάρυγγα. Μη μπορώντας να μιλήσει το τελευταίο διάστημα επικοινωνούσε με γραπτά μηνύματα. Το τελευταίο του ήταν προς την σύζυγό του Ελβίρα: “Elvira, povera donna, finito” (Ελβίρα, καημένη γυναίκα, όλα τέλειωσαν). Ήταν συνθέτης όπερας, ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του ιταλικού βερισμού. Καταγόταν από οικογένεια μουσικών. Σπούδασε σύνθεση και εκκλησιαστικό όργανο, πρώτα στη γενέτειρα του, Λούκα και μετά στο Μιλάνο.

Το 1893, είχε την πρώτη του επιτυχία με την Όπερα «Τόσκα» (1900), την «Μαντάμα Μπατερφλάι» και την «Τουραντό», την οποία άφησε ημιτελή και την συμπλήρωσε ο Φράνκο Αλφάνο. Δύο χρόνια μετά τον θάνατό του η όπερα ανέβηκε στην Σκάλα του Μιλάνου με μαέστρο τον φίλο του Αρτούρο Τοσκανίνι. Ο Τοσκανίνι αποφάσισε να διακόψει την παράσταση στο σημείο όπου είχε δουλευτεί από τον Πουτσίνι. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, διέκοψε το έργο, γύρισε στο κοινό και είπε “Σε αυτό το σημείο τελειώνει το έργο αφού πεθαίνει ο συνθέτης. Δυστυχώς, ο θάνατος υπερβαίνει την τέχνη”. Ο Πουτσίνι έγραψε επίσης μια λειτουργία, έργα μουσικής δωματίου κ.α.

Διαφημιστική αφίσα για την «Τόσκα» του Πουτσίνι

Τα έργα του χαρακτηρίζονται από εξαιρετική ενορχήστρωση, άμεσο λυρισμό και κυριαρχεί σε αυτά δραματική ατμόσφαιρα. Είναι από τα πιο δημοφιλή στο χώρο της όπερας.

Κλαούντιο Μοντεβέρντι (1567 - 1643) Ιταλός συνθέτης, μουσικός και Ρωμαιοκαθολικός ιερέας

 


Ο Κλάουντιο Μοντεβέρντι (Claudio Giovanni Antonio Monteverdi, Κρεμόνα, 15 Μαΐου 1567 - Βενετία, 29 Νοεμβρίου 1643) ήταν Ιταλός συνθέτης, μουσικός και Ρωμαιοκαθολικός ιερέας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες της δυτικής μουσικής, ενώ το έργο του σηματοδοτεί τη μετάβαση από την μουσική της Αναγέννησης στο Μπαρόκ. Υπήρξε, μαζί με τον Κάρλο Τζεζουάλντο, ένας από τους σημαντικότερους μεταρυθμιστές στην εξέλιξη της μουσικού γλωσσικού ιδιώματος και της μουσικής έκφρασης. Συνέθεσε μια από τις πρώτες όπερες -τον Ορφέα- στην ιστορία της μουσικής, ενώ είχε την τύχη, σε αντίθεση με πλήθος άλλων συνθετών, να γνωρίσει μεγάλη επιτυχία και αναγνώριση στη διάρκεια της ζωής του.

Σπούδασε με τον Μάρκο Αντόνιο Ιντζενιέρι, Μαέστρο του παρεκκλησίου του Καθεδρικού Ναού της Κρεμόνα και ήδη το 1582, στα 15 του, εξέδωσε μια συλλογή φωνητικής μουσικής, το Sacrae Cantiunculae. Ακολούθησαν τα Madrigali spirituali για τέσσερις φωνές (1583) και οι Canzonette για τρεις φωνές (Πρώτος Τόμος) και Madrigali για 5 φωνές (Πρώτος Τόμος, 1584 και Δεύτερος Τόμος το 1590).

Στη Μάντοβα

Από το 1590 έως το 1592 ο Μοντεβέρντι εργάστηκε στην αυλή της Μάντοβας ως βιολονίστας Την τελευταία χρονιά της θητείας του εκδίδεται ο Τρίτος Τόμος των Madrigali. Το 1595 συνοδεύει τον δούκα Vincenzo I Gonzaga της Μάντοβας σε ένα ταξίδι του στην Ουγγαρία και το 1599 στη Φλάνδρα, όπου έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με το γαλλικό μουσικό στυλ. Το 1601 διορίστηκε maestro della musica από τον δούκα. Τα καθήκοντα του περιλάμβαναν την διδασκαλία, την διεύθυνση ενός γυναικείου φωνητικού συνόλου και την σύνθεση κομματιών για το θέατρο, μεταξύ των οποίων αναφέρουμε τον χορό "Gli amori di Diana ed Endimione" (οι έρωτες της Αρτέμιδος και του Ενδυμίωνα - δε σώζεται), μουσική για το Καρναβάλι (1604-5) και την όπερα Ορφέας.

Το 1603 εκδίδει τον Τέταρτο Τόμο με τα madrigali και μετά από δύο χρόνια τον Πέμπτο. Το καινοτόμο ύφος των δύο τελευταίων συλλογών συζητήθηκε έντονα, με αποκορύφωμα την πασίγνωστη διαμάχη του συνθέτη με τον μοναχό Τζοβάννι Αρτούζι (Giovanni Artusi) της Μπολόνια, ο oποίος χαρακτήριζε τα μαδριγάλια του Μοντεβέρντι "ξινά και όχι ιδιαίτερα απολαυστικά για το αυτί", εφόσον δεν τηρούσαν τους εκκλησιαστικούς κανόνες περί αρμονίας και έτσι απομακρύνονταν από τον σκοπό της μουσικής που είναι καθαρά ψυχαγωγικός. Στην εισαγωγή του Πέμπτου Τόμου των madrigali ο Μοντεβέρντι διαβεβαιώνει ότι έχει ήδη γράψει και είναι έτοιμη να εκτυπωθεί μια απάντηση στις κατηγορίες, με τον τίτλο "Seconda Pratica" (δηλ. Δεύτερη πρακτική (= νεότερο μουσικό ύφος) σε αντιπαραβολή με την Πρώτη που αντιπροσωπεύει το παλαιό μουσικό ύφος. Δυστυχώς το εν λόγω έργο ουδέποτε εξεδόθη. Αντιθέτως μια απάντηση δίνεται στην Dichiarazione (Δήλωση) που προηγείται των Scherzi Musicali (1607) και φέρει την υπογραφή του Τζούλιο Τσέζαρε Μοντεβέρντι (Giulio Cesare Monteverdi), αδελφού του συνθέτη. Εδώ πραγματεύεται εκτενώς η θεωρία και πράξη της Δεύτερης Πρακτικής (Seconda Pratica), με αναφορές στην Πλατωνική Θεωρία της μουσικής που υπηρετεί την δέηση, ενώ παρατίθεται και ένας κατάλογος συνθετών που την έχουν ήδη εφαρμόσει.

Κατά τη διάρκεια του καρναβαλιού του 1607 στη Μάντοβα παρουσιάζεται, αρχικά στην Ακαδημία των Ερωτευμένων και μετά από λίγες μέρες στην αυλή, η πρώτη του όπερα «Ορφέας» σε λιμπρέττο του Αλεσσάντρο Στρίτζιο. Το έργο είχε μεγάλη επιτυχία και σε λίγο χρονικό διάστημα παρουσιάζεται στο Μιλάνο, στην Κρεμόνα και, πιθανότατα, στο Τορίνο και την Φλωρεντία. Λίγο μετά τα Scherzi Musicali ο Μοντεβέρντι επιστρέφει στην Κρεμόνα για να φροντίσει τη σύζυγό του, βαριά άρρωστη, η οποία πεθαίνει στις 10 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους. Ο συνθέτης βρίσκεται έτσι μόνος με τα τρία μικρά παιδιά και δεν είναι διατεθειμένος να ξαναγυρίσει στη Μάντοβα, παρ'όλα αυτά αποδέχεται μια επίσημη πρόσκληση από την αυλή του Δούκα, προκειμένου να συμμετέχει στους εορτασμούς των γάμων του πρίγκιπα Francesco IV Gonzaga με τη Μαργαρίτα της Σαβοΐας. Για την περίσταση ο Μοντεβέρντι συνθέτει μέρος των Intermedi για το "L'idropica", το "Βallo delle Ingrate" και μια νέα όπερα, την "Αριάννα", σε λιμπρέττο του Οττάβιο Ρινουντσίνι. Η τελευταία παρουσιάζεται στος 28 Μαΐου του 1608 και γνωρίζει αμέσως τεράστια επιτυχία. Το ρόλο της Αριάννας ερμήνευσε η μεγάλη ντίβα Virginia Ramponi-Andreini, η επονομαζόμενη "La Florinda", που συγκίνησε το κοινό με το θρήνο της στο "Lamento di Arianna", το μοναδικό κομμάτι της όπερας που σώζεται μέχρι σήμερα. Παρά ταύτα κατά την παραμονή του συνθέτη στη Μάντοβα δεν έλειψαν οι πίκρες. Όχι μόνο αισθανόταν υποτιμημένος από την αυλή, αλλά βρισκόταν και σε έντονη αντιπαλότητα με τον Φλωρεντινό Μάρκο ντα Γκαλλιάνο (Marco da Galliano) του οποίου η "Δαφνις" παρουσιάστηκε κατά τη διάρκεια του καρναβαλιού του 1608 και χειροκροτήθηκε από τον πρίγκιπα (και από τον Δεκέμβριο του 1607, καρδινάλιο) Ferdinando Gonzaga.

Ο Μοντεβέρντι επιστρέφει στην Κρεμόνα σε μεγάλη κόπωση, απογοητευμένος και αποφασισμένος να μην εργάζεται πλέον για την αυλή της Μάντοβας, παρόλ' αυτά κατά τη διάρκεια του 1609, αναθερμαίνει τις επαφές του με τον δούκα Vincenzo και συνθέτει αρκετά έργα εμπνευσμένα από την παρουσία της εξαιρετικής σοπράνο Adriana Basile στη Μάντοβα. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται και η πολυφωνική παραλλαγή του Lamento di Arianna που εξεδόθη αργότερα στον Έκτο Τόμο των madrigali. Η έκδοση των Εσπερινών (Missa... ac vesperae) του 1610 έρχεται κατόπιν μιας επίσκεψης στη Ρώμη για να παρουσιαστεί στον πάπα Παύλο τον Ε΄, στον οποίο ήταν μάλιστα αφιερωμένη. Πιθανότατα ο σκοπός της χειρονομίας αυτής ήταν μια υψηλόβαθμη θέση στην παπική αυλή, κάτι όμως που τελικά ουδέποτε ήρθε. Από την άλλη η σχέσεις του Μοντεβέρντι με την αυλή των Gonzaga εντείνονταν όλο και περισσότερο. Με το θάνατο του δούκα Vincenzo, τον Φεβρουάριο του 1612, στο θρόνο του Δουκάτου διαδέχεται ο πρωτότοκος υιός του Francesco, που επιδόθηκε αμέσως σε αναδιάρθωση της πολυτέλειας της αυλής. Ο Μοντεβέρντι έχασε έτσι τον βασικό του μέντορα. Ο νέος Δούκας δεν τον είχε σε ιδιέταιρη εκτίμηση ενώ ο καρδινάλιος Ferdinando προωθούσε τον προστατευόμενο του, τον τενόρο Orlandi Sante. Έτσι στις 29 Ιουλίου ο Μοντεβέρντι, μαζί με τον αδελφό του Τσέζαρε, αποδεσμεύεται αιφνιδίως από την υπηρεσία του και επιστέφει στην Κρεμόνα υπό αβέβαιες οικονομικά συνθήκες. Όμως στις 10 Ιουλίου του 1613 πεθαίνει ο Τζούλιο Τσέζαρε Μαρτινένγκο, (Giulio Cesare Martinengo) maestro di capella της Βασιλικής του Αγίου Μάρκου στη Βενετία και ο Μοντεβέρντι διορίζεται στη θέση του στις 19 Αυγούστου.

Βενετία

Ο Μοντεβέρντι οργάνωσε εκ νέου την ενορία, εμπλούτισε την βιβλιοθήκη και προσέλαβε νέους μουσικούς. Τώρα τα καθήκοντά του ήταν προκαθορισμένα με ακρίβεια και μπορούσε να υπολογίζει στην υποστήριξη των βοηθών του. Αισθανόταν αξιοσέβαστος στον περίγυρό του και ο μισθός του ερχόταν κατά κανόνα από δωρεές και επιβραβεύσεις. Εξάλλου η πόλη τού παρείχε πολλές πιθανότητες για δευτερεύουσες επαγγελματικές δραστηριότητες.

Η αυλή των Gonzaga προσπάθησε να τον δελεάσει να επιστρέψει, προσφέροντάς του θέσεις που αυτός δεν δεχόταν, με το πρόσχημα των καθηκόντων του. Παρόλα αυτά η ιδιότητα του σαν πολίτης της Μάντοβα δεν του επέτρεπε να αποκόψει εντελώς κάθε δεσμό υπηκοότητας. Στη Μάντοβα απέστειλε μεταξύ άλλων το μπαλέτο Tirsi e Clori (1616) και την όπερα "Ανδρομέδα" (1619-1920) που σήμερα δε σώζεται. Φαίνεται έτσι ότι ο Μοντεβέρντι επέτυχε, κατά κάποιο τρόπο, μια επαγγελματική σταθερότητα, αν και θα πρέπει να σημειωθούν και κάποιες επαφές το 1623 με την αυλή του Sigismondo III της Πολωνίας, που πιθανότατα συνεχίστηκαν το 1625 όταν, με αφορμή την επίσκεψη του πρίγκηπα Ladislao Sigismondo στην Βενετία, ο Μοντεβέρντι γράφει μια λειτουργία καθώς και έναν αριθμό έργων για συναυλίες δωματίου. Τέλος, είναι βέβαιο ότι εργάστηκε και για την αυλή της Πάρμας επ' ευκαιρία των γάμων του δούκα Odoardo Farnese με την Μαργαρίτα των Μεδίκων τον Δεκέμβριο του 1628.

Το 1632 έγινε ιερέας. Προς το τέλος της ζωής του, αν και συχνά άρρωστος, συνέθεσε δύο από τα τελευταία αριστουργήματά του: "Η Επιστροφή του Οδυσσέα" (Il Ritorno d'Ulisse in patria - 1641), και την ιστορική όπερα "Η στέψη της Ποππαίας" (L'incoronazione di Poppea - 1642), βασισμένη στη ζωή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Νέρωνα. Η όπερα αυτή θεωρείται από τα πλέον κορυφαία έργα του Μοντεβέρντι, καθώς περιέχει τραγικές, ρομαντικές και κωμικές σκηνές (μια νέα εξέλιξη στην όπερα). Οι χαρακτήρες του έργου αποτυπώνονται με πιο ρεαλιστικό τρόπο, ενώ οι μελωδίες φαντάζουν πιο εύηχες απ' ό,τι σε προηγούμενά του έργα. Σε αντίθεση με άλλες όπερες της εποχής, ο Μοντεβέρντι γράφει για μικρότερη ορχήστρα, ενώ μειωμένης σπουδαιότητας είναι ο ρόλος της χορωδίας. Για μεγάλο χρονικό διάστημα οι όπερες του Μοντεβέρντι είχαν μόνον ιστορικό και μουσικολογικό ενδιαφέρον. Από τη δεκαετία του 1960, Η "Στέψη της Ποππαίας" έχει επανεισαχθεί στο ρεπερτόριο των μεγάλων λυρικών θεάτρων όλου τον κόσμου. Ο Μοντεβέρντι πέθανε στη Βενετία στις 29 Νοέμβρη του 1643, έχοντας διατηρήσει μέχρι τότε το αξίωμα του maestro di cappella στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου.

Χαρακτηριστικά της μουσικής του

Ο Μοντεβέρντι χρησιμοποιεί στις όπερές του πιο πολλά όργανα για περιγραφικούς σκοπούς.

Με την χρήση των στολιδιών απελευθερώνει την ακαμψία του ρετσιτατίβο και υιοθετεί φωνητικούς μηχανισμούς. Παρουσιάζει την κατάσταση όπως ήταν και στην πραγματικότητα, γι αυτό μπορεί να συγκριθεί με τον Σαίξπηρ και τον σύγχρονο βερισμό (κατ' αντιστοιχία του ρεαλισμού, από την ιτ. λέξη vero = αληθής, πραγματικός). Ο Μοντεβέρντι είναι από τους πρώτους που χρησιμοποιεί την τεχνική τρέμολο στα έγχορδα, εκφραστικό μέσο που έκτοτε καθιερώνεται. Τέλος χρησιμοποιεί ντουέτα.